ΣτΕ 2010, Ολομέλειες,ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ , Περίληψη Ολομελειών του 2010-2009 και 2008

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Α 1210/2010 (Ολ)     Το άρθρο 10 του Ν. 2251/1994 χορηγεί στον Υπουργό Ανάπτυξης τη δυνατότητα θέσπισης κανόνων δικαίου με σκοπό τη ρύθμιση της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών με μόνη τη διαπίστωση της ύπαρξης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης κατόπιν ασκήσεως αγωγής από καταναλωτή ή ένωση καταναλωτών επί θέματος σχετικού με την προστασία των καταναλωτών χωρίς δυνατότητα εκφοράς ιδίας κρίσεως ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Η διάταξη αυτή επιτρέπει την εκτίμηση από τον Υπουργό του δημοσίου συμφέροντος κάθε φορά που κάνει χρήση της εξουσιοδοτήσεως αυτής, ενώ οι όροι και προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών συνιστούν τις περιστάσεις υπό τις οποίες έχει κριθεί δικαστικά καταχρηστικός συγκεκριμένος γενικός όρος συναλλαγών. Η ανωτέρω εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη κατ’ άρθρ. 43 παρ. 2 Συν/τος και συνιστά ειδικότερο θέμα, νομίμως χορηγούμενο στον Υπουργό και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιωτική αυτονομία και οικονομική ελευθερία, ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Α 1212/2010 (Ολ)     Υπό τους εξασφαλιστικούς όρους των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων στην ΟΛΠ ΑΕ δεν προκύπτει, συνεπεία της παραχωρήσεως προβλητών σε ιδιωτική εταιρεία, ούτε απώλεια των θέσεων εργασίας ούτε άλλη άμεση βλαπτική μεταβολή στο εργασιακό καθεστώς που τους διέπει και, συνεπώς, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τους και αυτοί ατομικώς άνευ εννόμου συμφέροντος στρέφονται κατά της διακηρύξεως παραχωρήσεως.
Α 1586/2010 (Ολ)->Δ     Το άρθρο 22 παρ. 7 του Ν. 3054/2002 με το οποίο απαγορεύεται η λειτουργία, μετά το πέρας του ημερησίου ωραρίου, των πρατηρίων εκείνων, των οποίων η λειτουργία, μετά το πέρας του εν λόγω ωραρίου, δεν επιβάλλεται ως υποχρεωτική στο Νομάρχη, εισάγει περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας των πρατηριούχων, ο οποίος δικαιολογείται από λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος (διασφάλιση επαρκούς χρόνου αναπαύσεως ιδιοκτητών και υπαλλήλων, διαμόρφωση ομοιόμορφων όρων ανταγωνισμού) και δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και κινείται εντός των ορίων που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Α 1586/2010 (Ολ)->Δ     Το άρθρο 22 παρ. 7 του Ν. 3054/2002 με το οποίο απαγορεύεται η λειτουργία, μετά το πέρας του ημερησίου ωραρίου, των πρατηρίων εκείνων, των οποίων η λειτουργία, μετά το πέρας του εν λόγω ωραρίου, δεν επιβάλλεται ως υποχρεωτική στο Νομάρχη, εισάγει περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας των πρατηριούχων, ο οποίος δικαιολογείται από λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος (διασφάλιση επαρκούς χρόνου αναπαύσεως ιδιοκτητών και υπαλλήλων, διαμόρφωση ομοιόμορφων όρων ανταγωνισμού) και δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και κινείται εντός των ορίων που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Α 1584/2010 (Ολ)->ΔΕφ     Σε περίπτωση που το γεγονός – θάνατος συνταξιούχου συζύγου που θεμελιώνει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα και αποτελεί την αφετηρία των οικονομικών αποτελεσμάτων έχει λάβει χώρα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 2676/1999, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται όταν η αίτηση του δικαιούχου της συντάξεως θανάτου συζύγου υποβληθεί μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου – τυχόν αντίθετη εκδοχή θα ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 22 παρ. 4 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ.
Α 1583/2010 (Ολ)     Το άρθρο 277 παρ. 1 Κ.Δ.Δ. κατά το μέρος που προβλέπει ότι για το παραδεκτό της προσφυγής απαιτείται με την κατάθεσή της η προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής παραβόλου είναι απολύτως σαφές και δεν είναι αντικειμενικώς ικανό να γεννήσει αμφιβολίες ούτε ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής ούτε ως προς την επερχόμενη συνέπεια του απαραδέκτου της προσφυγής, και, συνεπώς, εν όψει και του μικρού ποσού του παραβόλου, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Α 1582/2010 (Ολ)     Στην περίπτωση της αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξεως, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί, όχι μόνον κατ’ επίκλησιν της αναρμοδιότητός του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητος. Στην περίπτωση αυτή η αναρμοδιότητα ως ζήτημα δημοσίας τάξεως ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή ενώπιον του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξεως, η οποία καθίσταται εν πάσει περιπτώσει νόμιμη.
Α 1580/2010 (Ολ)     Το άρθρο 28 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 που προβλέπει κατ’ απόκλιση του γενικώς ισχύοντος συστήματος ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, ότι γυναίκες που πληρούν τις εξαιρετικές προϋποθέσεις που προβλέπει δικαιούνται πρόωρης συνταξιοδοτήσεως στο 50ο έτος της ηλικίας τους, παρίσταται ως εξαιρετική διάταξη, με συνέπεια τυχόν κρίση περί αντιθέσεως της προς το Σύνταγμα να οδηγεί αναγκαίως στη μη εφαρμογή της στην ειδική κατηγορία προσώπων στην οποία αφορά, και όχι στην επέκτασή της και σε άλλες κατηγορίες προσώπων.
Α 2224/2010 (Ολ)->Δ     Η θέσπιση ορίου ηλικίας με την συμπλήρωση του οποίου ο φαρμακοποιός υποχρεούται να αποχωρήσει από την άσκηση του επαγγέλματος, συνιστά αντικειμενικώς επιτρεπόμενο περιορισμό, διότι συνάπτεται αμέσως προς τις προσωπικές, βιολογικές και πνευματικές ικανότητες των ασκούντων το εν λόγω επάγγελμα, αρκεί το όριο αυτό ηλικίας να παρίσταται εύλογο, κατά κοινή πείρα, ως προς τη βιολογική κάμψη του ανθρώπου, την οποία προκαλεί ο χρόνος, λαμβανομένων υπόψη και των εν γένει συνθηκών, υπό τις οποίες ασκείται το επίμαχο επάγγελμα, καθώς και των ειδικοτέρων υποχρεώσεων που επιβάλλει η νομοθεσία στο φαρμακοποιό, ενώ, εξάλλου ο περιορισμός αυτός είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτού σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν υπερβαίνει δε το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο και δεν μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα, συνεπώς η με τον Ν. 2955/2001 καθιέρωση του 70ου έτους ως ορίου ηλικίας δεν προσκρούει στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας.
Α 2201/2010 (Ολ)     Νομιμοποιείται στην άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και η χωρίς νομική προσωπικότητα ένωση περιουσιών κατά πράξεως με την οποία της αφαιρείται η διαχείριση υποθέσεων που εχειρίζετο. Οι διατάξεις του Ν. 3371/2005, με τις οποίες ρυθμίζεται η τύχη των δικαιωμάτων των εργαζομένων στις τράπεζες, τα οποία απορρέουν από συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου και αφορούν προκαθορισμένες παροχές, μόνο στην περίπτωση της λύσεως των συμβάσεων αυτών κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, δεν προσκρούουν στο Σύνταγμα ή σε άλλους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου, στο μέτρο δε που αφορούν παροχές επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως συνάδουν προς το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.
Α 2199/2010 (Ολ)     Εφ’ όσον κατ’ άρθρ. 22 παρ. 2 του Συντάγματος αντικείμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και, συνεκδοχικώς, των συλλογικών διαφορών δεν είναι και τα θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι διατάξεις του Ν. 3371/2005 περί ΕΤΑΠ δεν αντίκεινται στο άρθρο αυτό.
Α 2197/2010 (Ολ)     Εφόσον ο νομοθέτης απέβλεψε στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφαλίσεως στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων και επέλεξε το οργανωτικό σχήμα του ν.π.δ.δ., το οποίο ήταν ελεύθερος να επιλέξει, η διά του Ν. 3371/2005 ίδρυση του Ε.Τ.Α.Π. δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εφόσον το άρθρο 62 του Ν. 3371/2005 προβλέπει ότι για την υπαγωγή στο Ε.Τ.Α.Π. απαιτείται η σύνταξη ειδικής οικονομικής μελέτης καλύπτεται η συνταγματική επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εφόσον με την ίδρυση του Ε.Τ.Α.Π. ούτε καταργούνται τα αλληλοβοηθητικά ταμεία ούτε αφαιρούνται τα περιουσιακά τους στοιχεία, ούτε οδηγούνται σε έμμεση διάλυση ο Ν. 3371/2005 δεν αντίκειται στα άρθρα 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, ούτε παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Ενόψει του ότι η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων κατά τη διάρκεια των δικαστικών αγωγών για τη λύση ή μη των συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων συνιστά επαρκή λόγο δημοσίου συμφέροντος για τις ρυθμίσεις του Ν. 3371/2005, ο νόμος αυτός δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Ενόψει του ότι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων δεν καταργούνται η δε υποχρέωση των Τραπεζών να καταβάλλουν εισφορές στο ΕΤΑΤ είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του και την απονομή παροχών στους συνταξιούχους οι ρυθμίσεις του Ν. 3371/2005 δεν αντίκεινται στα άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ.
Α 1213/2010 (Ολ)     Δεν επιτρέπεται η κατάθεση παρεμβάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 2479/1997 σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία τίθεται στην Ολομέλεια του ΣτΕ ζήτημα ερμηνείας συνταγματικής διατάξεως, αλλά μόνον όταν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου. Η μετάδοση διά της τηλεοράσεως ειδήσεως, της οποίας αποκλειστική ή κύρια πηγή αποτελεί εικόνα συγκεκριμένου προσώπου καταγραφείσα με κρυφά μέσα, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, εφόσον η μεταδιδόμενη είδηση έχει ληφθεί υπό συνθήκες που στοιχειοθετούν την προσβολή δικαιώματος τρίτου επί της εικόνας του, εκτός εάν, τούτο δικαιολογείται, εν όψει της ιδιότητος του προσώπου τούτου, λόγω της συμβολής της μεταδοθείσης ειδήσεως σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος. Ο εντονότερος περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του, όταν αυτή έχει ληφθεί με κρυφά μέσα μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, μόνον αν κριθεί ότι η θεμιτή μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως είναι απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς τη μετάδοση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα και αποτελεί την πηγή της ειδήσεως.
Α 1211/2010 (Ολ)     Εφόσον η ΟΛΠ ΑΕ τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, κατά την παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί εγκαταστάσεων που ευρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης, των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση έχουν περιέλθει σ’ αυτή, δεν διαχειρίζεται ιδιωτική της περιουσία, αλλ’ ενεργεί ως δημόσιο όργανο που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενου στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλάσσιων συγκοινωνιών και μεταφορών – η μεταβολή προσώπου του φορέα διαχειρίσεως του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων δεν συνεπάγεται καθ’ εαυτή επιδείνωση του περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων των ομόρων δήμων, η οποία θεμελιώνει έννομο συμφέρον τους να προσβάλλουν τις σχετικές πράξεις.

ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΣΤΕ 2009
Α 1660/2009 (Ολ)     Σε περίπτωση που καταστεί αδύνατη η έκδοση αποφάσεως επί συζητηθείσης υποθέσεως και, για το λόγο αυτό, επακολουθήσει ανασυζήτηση αυτής, κατά το άρθρο 307 Κ.Πολ. Δικονομίας, η αρχική συζήτηση θεωρείται ότι ματαιώθηκε και ως πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, για να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως της δίκης κατηργημένης, θεωρείται η ανασυζήτηση αυτής.
Α 1662/2009 (Ολ)     Κατά τον Ν. 2472/1997 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υποχρεούται να καταχωρεί στα πρακτικά της τις μειοψηφούσες γνώμες και επί φανερών ψηφοφοριών, τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών της.
Α 1664/2009 (Ολ)     Η απόκτηση ακινήτων από Δήμο με αγορά, κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, συνιστά επιλογή η οποία στηρίχθηκε σε ιδιωτικοικονομικά κριτήρια και αποσκοπούσε στο βέλτιστο τρόπο διαχειρίσεως των οικονομικών του Δήμου και συνεπώς, η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για σύναψη της σχετικής συμβάσεως δεν εκδόθηκε κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και δεν απέβλεψε στην εφαρμογή διατάξεων νόμου και η προσβολή της από τρίτους δεν δημιουργεί ακυρωτική διοικητική διαφορά.
Α 2067/2009 (Ολ)->Β     Οι ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις του άρθρου 5 του ν. 2944/2001 υφίστανται και στην περίπτωση που περισσότερες υποθέσεις, με χρηματικό αντικείμενο κατώτερο του ποσού που τίθεται ως όριο για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο νομικό ζήτημα εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών αρχών ή των διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρίς να είναι αναγκαίο οι επιπτώσεις από το σύνολο των διαφορών αυτών να συνεπάγονται για τον ιδιώτη διάδικο τον κίνδυνο οικονομικού κλονισμού του. Σε περίπτωση που περισσότερες τέτοιες υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εάν κριθεί ότι υπάρχουν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, εκδικάζονται όλες οι σχετικές υποθέσεις.
Α 1912/2009 (Ολ)     Το άρθρο 8 του ν. 2579/1998 αντίκειται στο άρθρο 78 του Συντάγματος γιατί θεσπίζει φορολογική υποχρέωση που εκτείνεται πέραν του προηγουμένου της επιβολής της έτους, αφού καταλαμβάνει αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί πριν από την 1.1.1997.
Α 1852/2009 (Ολ)->Β     Υπουργική απόφαση περί αναπροσαρμογής του παραβόλου για τις αιτήσεις αναιρέσεως επί διαφορών ανταγωνισμού είναι ανίσχυρη, διότι εξεδόθη καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 31 ν. 1473/1984, διότι το παράβολο αυτό δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Αν δεν έχει καταβληθεί κατά την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως το προβλεπόμενο αυξημένο παράβολο, αλλά έχει προσκομισθεί γραμμάτιο καταβολής παραβόλου που απαιτείται γενικώς για τις αιτήσεις αναιρέσεως, η αίτηση δεν απορρίπτεται άνευ ετέρου για το λόγο αυτό, αλλά τάσσεται στον αιτούντα εύλογη προθεσμία για την συμπλήρωσή του.
Α 1850/2009 (Ολ)     Συνιστά ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας η γεννώμενη από την αμφισβήτηση πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 8 του ν. 2508/1997, εφόσον αποσκοπούν στην υλοποίηση πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ρύθμιση του ν. 2508/1997 είναι αντίθετη προς το άρθρο 24 του Συντάγματος γιατί δεν συμβάλλει στον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αφού δεν υπαγορεύεται από πολεοδομικά κριτήρια, αλλά αποβλέπει προεχόντως στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, περιοριζόμενη στην αποδοχή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν παρανόμως από ιδιώτες.
Α 1849/2009 (Ολ)     Υπάγονται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου Επικρατείας οι διαφορές που γεννώνται από την προβολή κανονιστικών πράξεων που αφορούν στον καθορισμό της αμοιβής των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος. Υπάρχει υποχρέωση του νομοθέτη από το άρθρο 88 και 99 του Συντάγματος να θεσπίσει αμοιβή για τα μέλη των δικαστηρίων των άρθρων αυτών, και μάλιστα τόσο για τα τακτικά, όσο και για τα αναπληρωματικά. Ο προβλεπόμενος τρόπος υπολογισμού αποζημιώσεως κατά συνεδρίαση στο Ν. 3038/2002 αντίκειται στα άρθρα 88 και 99 του Συντάγματος γιατί δεν προσιδιάζει σε δικαστήρια, αλλά σε συλλογικό διοικητικό όργανο, και, συνεπώς, θα πρέπει να εφαρμοσθεί στην περίπτωση αυτή η ανάλογη ρύθμιση που ισχύει για τα μέλη του Α.Ε.Δ. του άρθρου 100 του Συντάγματος, αφού πρόκειται για ειδικά δικαστήρια με συγκεκριμένες αρμοδιότητες.
Α 1663/2009 (Ολ)->Α     Η θεσπιζόμενη από το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νομίμου και υπερημερίας, και του αντιστοίχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή συνιστά αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Α 1661/2009 (Ολ)     Για να κριθεί το ζήτημα αν η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη έπαυσε να ισχύει από τη δημοσίευση νόμου που ρυθμίζει εξ υπαρχής το ίδιο ζήτημα δεν απαιτείται προηγουμένως να ερευνηθεί η συμφωνία των ρυθμίσεων του νόμου προς το Σύνταγμα, διότι τούτο θα οδηγούσε σε έρευνα ζητήματος ασχέτου προς την επίλυση της διαφοράς, αφού η συμφωνία η μη προς το Σύνταγμα νόμου ερευνάται από το δικαστήριο μόνο σε περιπτώσεις που με τον νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας αναδρομικώς η μη ατομική διοικητική πράξη της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, είτε καταργώντας αναδρομικώς την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση θεσπίζοντας ο ίδιος ατομική ρύθμιση προς επίτευξη του σκοπού, που επιδίωκε με την καταργούμενη πράξη.
Α 1659/2009 (Ολ)     Μετά τη λήξη ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως η δίκη ούτε κηρύσσεται αυτοδικαίως κατηργημένη, ούτε παύει ο ακυρωτικός έλεγχος της πράξεως, παρά μόνον εάν οι αιτούντες δεν προβάλλουν και δεν αποδείξουν τη συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, δηλαδή τη δημιουργία βλαπτικών γι’ αυτούς διοικητικής φύσεως συνεπειών κατά τη διάρκεια ισχύος της πράξεως, οι οποίες και διατηρούνται μετά τη λήξη ισχύος της. Το γεγονός δε ότι ενώ η προσβαλλόμενη πράξη είχε από την έκδοσή της περιορισμένη χρονική ισχύ και η κατ’ αυτής στρεφομένη αίτηση ακυρώσεως εισήχθη προς συζήτηση καθ’ όν χρόνον εξακολουθούσε αυτή να ισχύει, η συζήτηση της αιτήσεως αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος διαδίκου σε συναφή υπόθεση, στην αποδοχή του οποίου ανατάχθηκαν ρητώς τόσο οι αιτούντες, όσο και η διάδικος διοικητική αρχή, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συνέχιση της δίκης, παρά την έλλειψη βλαπτικών για τους αιτούντες εννόμων συνεπειών / η κατάργηση της δίκης υπό τις συνθήκες αυτές δεν συνεπάγεται στέρηση των αιτούντων από το κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Α 67/2009 (Ολ)     Σε περίπτωση παύσεως ισχύος της προσβληθείσης με την αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως μετά την άσκηση της αιτήσεως το έννομο συμφέρον του αιτούντος για τη συνέχιση της δίκης είναι προσωπικό και επομένως το Δικαστήριο, χωρίς επίκληση των δυσμενών συνεπειών δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στη συνέχιση της δίκης. Συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης λόγω παύσεως ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως κατά το χρόνο της αρχικής συζητήσεως και ανασυζητήσεως της υποθέσεως, χωρίς να ασκεί επιρροή η προηγηθείσα αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως εν όσω ίσχυε η προσβαλλόμενη.
Α 705/2009 (Ολ)     Για την νόμιμη άσκηση αιτήσεως ερμηνείας ή διορθώσεως αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας απαιτείται η υπογραφή της από δικηγόρο.
Α 1302/2009 (Ολ)     Ο ανάδοχος έργου δεν δικαιούται τόκων υπερημερίας από χρόνο προγενέστερο της παρελεύσεως διμήνου από την υποβολή της πιστοποιήσεως, έστω και αν η υποβολή αυτής καθυστέρησε λόγω καθυστερήσεως συντάξεως και εγκρίσεως συγκριτικού πίνακα.
Α 1191/2009 (Ολ)     Αντίκειται στο άρθρο 109 του Συντάγματος τα άρθρα 7 και 12 παρ. 2 του ν. 3329/2005 με τα οποία προβλέπεται για νοσοκομείο συσταθέν με δωρεά ιεράς μονής ως όργανο διοικήσεώς του Διοικητής, που θα είναι και πρόεδρος του Διοικητικού του Συμβουλίου.
Α 1189/2009 (Ολ)     Κατά το π.δ. 394/1996 διαγωνισμός υπό εξέλιξη δεν ματαιώνεται υποχρεωτικώς από τη Διοίκηση εκ μόνου του λόγου της παρόδου του κατά παράταση ανωτάτου χρόνου ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων, εάν, κατά τη λήξη του ορίου αυτού, η διαγωνιστική διαδικασία ευρίσκεται σε σημείο κατά το οποίο, μετά την αποσφράγιση των φακέλων των οικονομικών προσφορών, προκύπτει ο αναδεικνυόμενος ανάδοχος, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι η Διοίκηση εκτιμώντας ότι η προσφορά του αναδεικνυομένου αναδόχου εξακολουθεί να είναι συμφέρουσα ζητήσει από αυτόν να δηλώσει αν, παρά τη λήξη της κατά παράταση ισχύος της προσφοράς του, υποδέχεται να εξακολουθεί να δεσμεύεται από αυτήν και ο τελευταίος συναινέσει, οπότε νομίμως η Διοίκηση προβαίνει στην κατακύρωση.
Α 1187/2009 (Ολ)     Στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ασφαλισμένοι ασθενείς λόγω αδυναμίας των συμβεβλημένων με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς θεραπευτηρίων να παράσχουν σ’ αυτούς τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας, καταφύγουν αναγκαίως σε μη συμβεβλημένα θεραπευτήρια προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο ζωής ή υγείας, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί υποχρεούνται να τους αποδώσουν το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας έστω και αν αυτό υπερβαίνει το καθοριζόμενο από το κρατικό τιμολόγιο νοσηλείας για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο βάσει των άρθρων 5 παρ. 5, 2 παρ. 1, 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος.
Α 1183/2009 (Ολ)->Ε     Όταν με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλονται πράξεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα διαφόρων τμημάτων, ο καθορισμός του αρμοδίου τμήματος διενεργείται κατ’ αρχήν βάσει των ρητώς προσβαλλομένων με το δικόγραφο πράξεων και επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση ο καθορισμός του αρμοδίου τμήματος βάσει χρονολογικώς προηγουμένης πράξεως μόνο όταν συνάγεται από το δικόγραφο με σαφήνεια ότι το αντικείμενο της δίκης και το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας αφορούν κυρίως την νομιμότητα της τελευταίας αυτής πράξεως, της οποίας δεν ζητείται ρητώς η ακύρωση.

ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ 2008
Α 2466/2008 (Ολ)     Δεν απαιτείται προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση στις ήδη θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές. Από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος που επιτάσσει την ανάγκη προστασίας και μετά φειδούς επωφελούς χρησιμοποιήσεως των υδατικών πόρων της Χώρας, επιβάλλεται η εξέταση εναλλακτικών λύσεων που οδηγούν σε αξιοποίηση και όχι σε απώλεια υδατικού πόρου προκειμένου περί έργου διαθέσεως πλεοναζόντων και λιμναζόντων ομβρίων υδάτων.
Α 2468/2008 (Ολ)     Κατ’ άρθρ. 151 Κ.Διοικ.Δικον. το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί περί του παραδεκτού της επίκλησης και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, πρέπει να κρίνει αιτιολογημένα αν η μη επίκληση και μη προσαγωγή τους στην πρωτόδικη δίκη ήταν δικαιολογημένα.
Α 2469/2008 (Ολ)     Υπάγεται στην αρμοδιότητα του Β’ Τμήματος η εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά υπουργικής αποφάσεως, με την οποία, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 3148/2003, επιβάλλεται εισφορά υπέρ ΝΠΔΔ (Ε.Λ.Τ.Ε.) επί των αμοιβών που τιμολογούνται από εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών, διότι εντάσσεται, προεχόντως, στη νομοθεσία ο περί φόρων, τελών και συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Ο νομοθέτης δεν κωλύεται, κατόπιν επανεκτιμήσεως του δημόσιου συμφέροντος, αλλά, ούτε και από την οδηγία 84/253/ΕΟΚ να προβεί σε αναδιοργάνωση ενός ανεξαρτήτου σώματος εμπειρογνωμόνων, όπως το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών προβλέποντας δημιουργία ανεξάρτητης εποπτικής Αρχής που θα το εποπτεύει με αντίστοιχη μείωση των πόρων του. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν προσκρούουν στα άρθρα 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η εισφορά υπέρ της Ε.Λ.Τ.Ε. συνιστά φόρο επί των συναλλαγών, η επιβολή της οποίας δεν αντίκειται στις αρχές της βεβαιότητας, της ισότητας και της καθολικότητας του φόρου. Εξάλλου η εισφορά αυτή δεν έχει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φόρου προστιθεμένης αξίας.
Α 2472/2008 (Ολ)     Κατ’ άρθρ. 98 παρ. 3 του Συντάγματος είναι απαράδεκτη αίτηση ακυρώσεως που στρέφεται κατά πράξεως τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 98 παρ. 1 περ. β του Συντάγματος και του άρθρου 15 Ν. 2145/1993. Εξάλλου ο προληπτικός έλεγχος, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, και των δημοσίων επιχειρήσεων δεν υποκαθιστά τον δικαστικό έλεγχο, τον οποίο ασκούν τα αρμόδια δικαστήρια.
Α 2659/2008 (Ολ)     Από τη θέση σε ισχύ του Ν. 2944/2001, απόφαση διοικητικού εφετείου επί διαφοράς που αφορά την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για φοιτητές, δεν υπόκειται σε έφεση, ενώ το παραδεκτό της έφεσης κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης.
Α 3037/2008 (Ολ)     Το άρθρο 10 του Ν. 2323/1995, το οποίο απαιτεί για την ίδρυση υπεραγοράς εκτός νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης προηγούμενη άδεια της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως είναι αντίθετο προς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι παρέχει στη Διοίκηση διακριτική ευχέρεια για τη χορήγηση της αδείας επί τη βάσει ενδεικτικώς απαριθμουμένων κριτηρίων, χωρίς να καθορίζεται εκ των προτέρων και με σαφήνεια ο συγκεκριμένος σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου σκοπεί το θεσπιζόμενο σύστημα, εν όψει και του ότι με αυτό η Διοίκηση χωρεί σε αποσπασματικές ρυθμίσεις επί ζητήματος χωροταξικού σχεδιασμού. Η διάταξη αυτή δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στο άρθρο 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Το ίδιο άρθρο αντίκειται και στο άρθρο 24 παρ.2 του Συντάγματος διότι επιτρέπει στο νομαρχιακό συμβούλιο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο, να προβεί σε έγκριση χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδίου.
Α 3036/2008 (Ολ)     Υπάγεται στη δικαιοδοσία των τ.δ.δ. η εκδίκαση αιτήματος για καταβολή σε ενάγοντα χρηματικής ικανοποιήσεως κατ’ άρθρο 932 ΑΚ λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράνομη άρνηση του Δημοσίου να συμμορφωθεί προς απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει.
Α 3034/2008 (Ολ)     Η φύση των υπηρεσιακών συμβουλίων των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 92 του Συντάγματος ως δικαστικών Αρχών δεν μεταβλήθηκε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής και την πρόβλεψη ότι στα υπηρεσιακά αυτά συμβούλια μετέχουν ως μέλη και δικαστικοί υπάλληλοι, ο αριθμός των οποίων ορίσθηκε σε δύο, διότι με τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη ορίζεται ρητώς ότι τα εν λόγω υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. / Επομένως, οι πράξεις των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ως πράξεις δικαστικών Αρχών, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως, ενώ η παρεχόμενη προστασία στους δικαστικούς υπαλλήλους κατά την επίλυση των αμφισβητήσεων είναι επαρκής.
Α 3032/2008 (Ολ)     Όταν με απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού διατάσσεται βάσει του Ν. 2725/1999 και των κανονισμών που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του, η κατάπτωση εγγυητικής επιστολής υπέρ ιδιωτών, λόγω της μη εξοφλήσεως οφειλών της αθλητικής Α.Ε. έναντι αυτών, η αμφισβήτηση της αποφάσεως αυτής δεν δημιουργεί διοικητική, αλλά ιδιωτική διαφορά και τούτο διότι η υποκείμενη σχέση συνίσταται στις οικονομικές απαιτήσεις που απορρέουν από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση μεταξύ της αθλητικής Α.Ε. και των ως άνω ιδιωτών, υπέρ των οποίων συνιστάται χρηματική οφειλή. Δεν ασκεί επιρροή στη φύση της διαφοράς το γεγονός ότι η έκδοση της πράξεως που την προκαλεί, έχει ανατεθεί σε διοικητικό όργανο.
Α 3031/2008 (Ολ)     Παραπέμπεται στο ΔΕΚ το προδικαστικό ερώτημα αν η οδηγία 68/15/ΕΟΚ εμπεριέχει ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη θέσπιση εθνικής διατάξεως κατά το μέρος που αυτή ορίζει ότι τα πρόστιμα που προβλέπονται για παραβάσεις της νομοθεσίας και των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών επιβάλλονται από κοινού και εις ολόκληρον όχι μόνον στην εταιρεία κάτοχο της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά και σε όλους τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο από 2,5%.
Α 3030/2008 (Ολ)->Ε     Η προβλεπόμενη από το άρθρο 114 παρ. 3 του Ν. 1892/1990 πενθήμερη προθεσμία προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά διαταγών κατεδαφίσεως αυθαιρέτου σε δασικές εκτάσεις, είναι τόσο σύντομη, ώστε δεν εξασφαλίζεται στους θιγομένους η δυνατότητα να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και συνεπώς με τη ρύθμιση αυτή θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας.
Α 3372/2008 (Ολ)     Είναι αντίθετες προς το άρθρο 109 του Συντάγματος διατάξεις του Ν. 3329/2005, οι οποίες αναθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες στον Διοικητή και Αναπληρωτή Διοικητή Νοσοκομείου, εμπίπτοντος στην προστασία του άρθρου 109 του Συντάγματος, διότι με αυτές παραβιάζεται ουσιωδώς η βούληση του διαθέτη και θίγεται στον παρόνα του το προστατευόμενο με το άρθρο αυτό του Συντάγματος δικαίωμα. Στα ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή η μετατροπή του νοσοκομείου σε ΝΠΔΔ και η υπαγωγή του στο ΕΣΥ, αφού δεν μεταβάλλουν το χαρακτήρα του ως ιδρύματος εμπίπτοντος στο άρθρο 109 του Συντάγματος.
Α 3371/2008 (Ολ)     Προκειμένου περί του καθορισμού της συγκροτήσεως των διοικητικών συμβουλίων των νοσοκομείων, τα οποία έχουν συσταθεί με πράξη εν ζωή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από τα άρθρα 109 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, η πρόβλεψη από το νόμο του διορισμού ως μελών στα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων αυτών για λόγους δημοσίου συμφέροντος και για την εξυπηρέτηση σκοπών περί των οποίων προνοεί το Σύνταγμα και μελών, τα οποία δεν ανήκουν στα προβλεπόμενα από τις ιδρυτικές πράξεις μέλη, υπό την εξυπακουόμενη όμως προϋπόθεση ότι και με τη συμμετοχή των μελών αυτών παραμένει πάντως η πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων στα κατά τις ιδρυτικές πράξεις μέλη του διοικητικού συμβουλίου του νοσοκομείου.
Α 3231/2008 (Ολ)     Το χορηγούμενο από τον Κλάδο Προνοίας ΔΕΗ εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, διότι, σύμφωνα με το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ, το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται αποκλειστικώς από τις εισφορές των ασφαλισμένων και την οιονεί εισφορά της εργοδότριας ΔΕΗ και όχι από άλλους κοινωνικούς πόρους, η δε ΔΕΗ εκάλυπτε τις δαπάνες ασφάλισης αρχικά πλήρως και κατόπιν μέχρι ορισμένου ποσού πέραν της οιονεί εργοδοτικής εισφοράς της.
Α 3705/2008 (Ολ)     Το άρθρο 103 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια ότι οι υπάλληλοι της Βουλής υπάγονται, ως προς τα προσόντα, τον τρόπο διορισμού και την υπηρεσιακή τους εν γένει κατάσταση στις ίδιες διατάξεις που ρυθμίζουν εκάστοτε τα θέματα αυτά για τους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους του Κράτους, αλλά από το άρθρο αυτό σε συνδυασμό με το άρθρο 65 του Συντάγματος προκύπτει ότι υπάγονται αποκλειστικά ως προς τα θέματα αυτά στον Κανονισμό της Βουλής.
Α 3593/2008 (Ολ)     Οι διατάξεις του Ν. 3027/2002, με τις οποίες προβλέπεται ο διορισμός εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις απομένουσες κενές οργανικές θέσεις σε ποσοστό 75% από τους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών του Ν. 2725/1999 και σε ποσοστό 25% από όσους έλαβαν τη βαθμολογική βάση στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 2000 δεν αντίκειται στα άρθρα 103 παρ. 7 και 118 παρ. 6 του Συντάγματος ούτε στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, ούτε στο άρθρο 16 του Συντάγματος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των νομοθετικών εξελίξεων του ζητήματος μετά τον Ν. 2190/1994 και προ της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 2001, από τις οποίες προκύπτει η διαφοροποίηση από το νομοθέτη των προσωρινών αναπληρωτών, ενώ, άλλωστε, η προϋπηρεσία και η εμπειρία αποτελούν κριτήρια συνάδοντα προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Α 3489/2008 (Ολ)     Δεν συνιστά ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ο καθορισμός των προσόντων και του τρόπου επιλογής των υποψηφίων για την κατάληψη της θέσης του ιερέα της ΕΛ.ΑΣ., δεδομένου ότι το άρθρο 31 παρ. 2 του Ν. 1481/1984 δεν διαγράφει σε γενικές γραμμές τα προσόντα και τον τρόπο επιλογής των υποψηφίων για την κατάληψη της εν λόγω θέσης.
Α 3488/2008 (Ολ)->Α     Το άρθρο 120 ΚΔΔ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της δυνητικής ομοδικίας, η οποία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων και οι διαδικαστικές πράξεις ενός ομοδίκου δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.
Α 3487/2008 (Ολ)     Η περιορισμένη αναδρομή διατάξεως νόμου που ρυθμίζει κατά τρόπο δυσμενέστερο τον τρόπο υπολογισμού του μερίσματος που απονέμει το ΜΤΠΥ σε μετόχους του, δεν αντίκειται σε συνταγματική διάταξη, διότι το Σύνταγμα δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη, εκτός ειδικώς προβλεπομένων περιπτώσεων, να ρυθμίζει αναδρομικώς έννομες σχέσεις. Από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να προβλέπει μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θα καταλάμβαναν τους ασφαλισμένους εκείνους που θεμελίωσαν δικαίωμα για ασφαλιστική παροχή, συνέχιζαν όμως να εργάζονται ή που θα θεμελίωναν στο άμεσο μέλλον το δικαίωμα τούτο, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, δεν προστατεύεται όμως ως δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, η αναλογία ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών δεν αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο κανόνα.
Α 2434/2008 (Ε) εξεδόθη ήδη 3002/10.     Παραπέμπονται στην Ολομέλεια τα ζητήματα (α) αν στην έννοια του δημοσίου υπολόγου εμπίπτουν και οι τελικοί δικαιούχοι κοινοτικών κονδυλίων και (β) αν υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι διαφορές που ανακύπτουν από αναζήτηση αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων σε περίπτωση που το παράνομο ή αχρεώστητο διαπιστώνεται σε διαδικασία εκτός δημοσιονομικού ελέγχου και (γ) αν σε περίπτωση τέτοιας διαφοράς αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα διοικητικά δικαστήρια.
Α 2039/2007 (Ολ)->Ε     Δεν επιβάλλεται κατ’ άρθρ. 100 παρ. 5 του Συντάγματος, η εκ νέου παραπομπή, από το Τμήμα που δικάζει ως δικαστικός σχηματισμός, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, του ζητήματος της αντισυνταγματικότητος διατάξεως τυπικού νόμου, όταν το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί από την Ολομέλεια σε σχηματισμό επεξεργασίας διαταγμάτων, κατόπιν παραπομπής του από το σχηματισμό επεξεργασίας διαταγμάτων του οικείου Τμήματος
Α 2040/2007 (Ολ)     Δεν συνιστά κατ’ άρθρ. 202 παρ. 2 εδ. β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ερμηνευόμενου εν όψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εκτέλεση, συνεπαγόμενη απόρριψη της αιτήσεως αναστολής, μόνη η ταμειακή βεβαίωση του επίδικου φόρου ή προστίμου, η οποία δεν αποτελεί παρά νομική προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασία εισπράξεως, χωρίς να συνιστά καθ’ εαυτήν, πραγματική κατάσταση δυσχερώς αναστρέψιμη.