Αριθμός 2067/2006
Παραπέμπεται στην Ολομέλεια η ερμηνεία του άρθρου 92 του ΚΔΔ δηλαδή εάν με μία πράξη επιβάλλονται περισσότερα πρόστιμα τότε δεν ισχύει το άρθρο 92 , αλλά για το εκκλητό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό της καταλογιστικήες πράξης (μειοψ.)
Αριθμός 2067/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2006, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Σ. Καραλής, Ν. Σκλίας, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ι. Γράβαρης, Σύμβουλοι, Ε. Σκούρα, Ε. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 11 Αυγούστου 2004 αίτηση:
του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίας Παρασκευής Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον Ανδρέα Γραμματικό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Δ. ΚΑΡΛΟΣ – Π. ΦΕΤΑΝΗΣ Ο.Ε.”, που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής (Αγίου Ιωάννου 78), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4182/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται ατελώς και χωρίς την καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 4182/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 5397/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ’ αποδοχή προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, είχε ακυρωθεί η 22/1998 πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αγίας Παρασκευής Αττικής περί επιβολής σε βάρος της ως άνω εταιρείας 52 αυτοτελών προστίμων, ποσού 40.000 δραχμών το καθένα και συνολικού ποσού 2.080.000 (52 Χ 40.000) δραχμών, για 52 διακεκριμένες παραβάσεις της 1072823/513/Πολ.1159/22.6.1994 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ, π.δ. 186/1992, Α’ 84), οι οποίες εφέροντο ότι έλαβαν χώρα την 7.6.1997 και συνίσταντο, ειδικότερα, στη μη έκδοση εισιτηρίου εισόδου στην καφετέρια-αναψυκτήριο που εκμεταλλεύεται η ανωτέρω εταιρεία.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν παραπομπής με την 490/2006 απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως, λόγω της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος περί του εκκλητού της πρωτόδικης αποφάσεως, σε περίπτωση επιβολής με μία πράξη περισσοτέρων προστίμων του ΚΒΣ.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από το από 18.4.2006 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή του Δικαστηρίου Γεωργίου Μπαντζή, αντίγραφα της από 13.3.2006 πράξεως του Προέδρου του Β’ Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου και της μνημονευομένης στην προηγουμένη σκέψη παραπεμπτικής αποφάσεως επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία, η οποία δεν παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς και κατά τα λοιπά ασκηθείσα, είναι περαιτέρω εξεταστέα.
5. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 165 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, Π.Δ. 331/1985, Α’ 116), που κυρώθηκε με το Ν. 4125/1960 (Α’ 202), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε διαδοχικώς με τα άρθρα 13 του Ν.Δ/τος 10/1968 (Α’ 279), 3 του επί τη βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 του Ν. 1183/1981 (Α’ 191) εκδοθέντος Π.Δ/τος 1075/1981 (Α’ 262), 60 παρ. 1 του ν. 2065/1992 (Α’ 113) και 29 του ν. 2648/1998 (Α’ 238), οριζόταν ότι «Σε έφεση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων αν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζονται οι πρόσθετοι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις. Ως «διαφορά», η οποία παρέχει το δικαίωμα να ασκηθεί έφεση, λογίζεται για τη διάδικη αρχή το ποσό που προκύπτει ανάμεσα σ’ εκείνο που ορίστηκε με τη διοικητική πράξη και σ’ αυτό που όρισε η απόφαση του δικαστηρίου … Αν δεν υπάρχει δήλωση, ως «διαφορά» λογίζεται το ποσό που καταλόγισε η αρχή …”. Ήδη, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται, στο άρθρο 92, ότι «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά. Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ενδίκων βοηθημάτων, συνάφειας προσβαλλομένων πράξεων ή παραλείψεων ή ομοδικίας, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη ή ομόδικο, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση, υπάρχει ενοχή σε ολόκληρο. 3. Ειδικώς στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές εν γένει διαφορές, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται, για μεν τη Διοίκηση η διαφορά του κυρίου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που ορίστηκε με την πράξη και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κυρίου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση. 4. . . . », στο άρθρο 279, ότι «Η άσκηση ένδικων μέσων κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύονται μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του» και στο άρθρο 285, ότι «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ’ εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επιμέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δημοτικής-κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους μέσω της Δ.Ε.Η., γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάμεσα στο φορολογούμενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του ν.δ. 118/1973, στ) του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998».
6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ, ερμηνευομένων ενόψει του γενικού κανόνα του εκκλητού των πρωτοδίκων αποφάσεων που θεσπίζεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 279, σε έφεση δεν υπόκεινται αποφάσεις, οι οποίες, σκοπούμενες από την πλευρά του δικαιουμένου σε έφεση διαδίκου, αφορούν σε μικρά ποσά, ήτοι το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές. Θεωρούνται δε ότι αφορούν σε μικρά ποσά οι πρωτόδικες αποφάσεις και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα ήταν δικονομικώς επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση ενδίκων βοηθημάτων ή, με ένα ένδικο βοήθημα, προσβάλλονται περισσότερες συναφείς πράξεις ή παραλείψεις, οπότε και στις περιπτώσεις αυτές το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη, ώστε η (επιτρεπόμενη) σώρευση ενδίκων βοηθημάτων ή αμφισβήτηση συναφών πράξεων με ένα ένδικο βοήθημα να μην έχει επίπτωση από άποψη εκκλητού. Ο δικαιολογητικός αυτός λόγος για την εξαίρεση από τον κανόνα του εκκλητού των πρωτοδίκων αποφάσεων δεν συντρέχει όταν με μία πράξη επιβάλλονται περισσότερα πρόστιμα. Στην περίπτωση αυτή για το εκκλητό λαμβάνεται υπ’ όψιν το συνολικό ποσό της καταλογιστικής πράξεως, το οποίο αμφισβητείται. Κατά τη γνώμη όμως, της Παρέδρου Ε. Σταυρουλάκη, από τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΔΔ συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικα καταργήθηκε, εφ’ όσον αφ’ ενός δεν επανελήφθη στη νέα διάταξη του άρθρου 92 του ΚΔΔ, αφ’ ετέρου δεν περιλαμβάνεται στις μνημονευόμενες στο άρθρο 285 παρ. 2 του ΚΔΔ εξαιρέσεις, η ειδική ρύθμιση του άρθρου 165 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΦΔ, η οποία αναφερόταν στο εκκλητό σε περίπτωση μη υποβολής δηλώσεως, οπότε ως «διαφορά» λογιζόταν το καταλογισθέν από τη διάδικη αρχή ποσό. Συνεπώς, η περίπτωση αυτή καλύπτεται, πλέον, από τη ρύθμιση του άρθρου 92 παρ. 2 του ΚΔΔ, σύμφωνα με την οποία, εάν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως του αν τα αυτοτελή αυτά ποσά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη. Επομένως, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων λόγω παραβάσεων του ΚΒΣ (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δηλώσεως), το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επιμέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμα και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη, και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων.
7. Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν εφετείο απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αντικείμενο της ενώπιόν του αχθείσης διαφοράς ήταν αυτοτελή πρόστιμα, έκαστο των οποίων δεν υπερέβαινε, αυτοτελώς, το ποσό των 200.000 δραχμών και ότι, συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ανέκκλητη. Με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται ως μη νόμιμη η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, με την αιτιολογία ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ, έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν, προκειμένου να κριθεί το ανέκκλητο ή μη της πρωτόδικης αποφάσεως, το συνολικό ποσό, το οποίο είχε καταλογισθεί εις βάρος της ήδη αναιρεσίβλητης με την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου πράξη της φορολογικής αρχής, ήτοι το άθροισμα των ποσών των επιμέρους προστίμων, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 2, ανέρχεται στο ποσό των 2.080.000 δραχμών. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα έπρεπε κατά μεν την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη να γίνει δεκτός ως βάσιμος, κατά δε την μειοψηφήσασα γνώμη θα ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του ανακύπτοντος κατά την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ ζητήματος του εκκλητού της πρωτόδικης αποφάσεως στην ανωτέρω περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8), να ορισθεί δε ως εισηγητής ενώπιον αυτής η Σύμβουλος Ε. Αναγνωστοπούλου.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον της Oλομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Ορίζει εισηγητή ενώπιόν της την Σύμβουλο Ε. Αναγνωστοπούλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2006
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος