ΣτΕ 2152/2010, Α΄τμ.7μ., ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, 97, ΕΦΕΣΗ , ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΑ, Το εφετείο δεν μπορεί να εξετάσει τα αυτεπαγέλτως εξεταζόμενα θέματα που ήδη εξήτασε το πρωτοδικείο.ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ.

ΣΤΕ

ΣτΕ 2152/2010 Τμ. Α΄ επταμ.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλος Επικρατείας

Δικηγόροι: Αθ. Αλεφάντη, Πάρεδρος ΝΣΚ, Απ. Μπουρνέλης

Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χωρεί μόνο στην περίπτωση που ο έλεγχος αυτός έχει παραλειφθεί από το διοικητικό πρωτοδικείο. Στην περίπτωση, κατά την οποία το διοικητικό πρωτοδικείο έχει εκπληρώσει την σχετική υποχρέωση και έχει διαλάβει στην απόφασή του ειδική κρίση, θετική ή αποθετική, ως προς το αυτεπαγγέλτως εξετασθέν ζήτημα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το ζήτημα αυτό μόνο κατόπιν προβολής λόγου έφεσης κατά της σχετικής κρίσης της πρωτόδικης απόφασης. Συνεπώς, αν το δικαστήριο του πρώτου βαθμού διέλαβε
 
στην απόφασή του ειδική κρίση για το ζήτημα της παραγραφής χρηματικής αξιώσεως κατά του Δημοσίου, τυχόν πλημμέλειες της κρίσεως αυτής δεν μπορούν να ελεγχθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αλλά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού λόγου εφέσεως. (μειοψ.)
 

Διατάξεις: άρθρα 107 [παρ. 1] Ν 2362/1995 , 91 [παρ. 1] ΝΔ 321/1969, 79 [παρ. 1-3], 97 [παρ. 1] ΚΔΔ

[…] 3. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας κατόπιν της 1759/2009 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση.

[…] 5. Επειδή, στο άρθρο 107 παρ. 1 του Ν 2362/1995  (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Όσον αφορά όμως την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ αυτού». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του ΝΔ 321/1969 (ΦΕΚ Α΄ 205), «Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφ’ όσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής», κατά δε το άρθρο 93 του ιδίου νομοθετικού διατάγματος, «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικ. έτους, καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις». Τέλος, κατά την περίπτωση α΄ του άρθρου 95 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται «Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών», κατά δε το άρθρο 96, «… Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων».

6. Επειδή, κατά τις ως άνω διατάξεις του ΝΔ 321/1969, η αξίωση προς αποζημίωση από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Εξ άλλου, κατά την έννοια της περιπτώσεως α΄ του άρθρου 95 του ΝΔ 321/1969, η παραγραφή αξιώσεως αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου διακόπτεται και με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως, της οποίας η παρανομία αποτελεί την βάση της αξιώσεως (ΣτΕ 1214/2002  επταμ.). Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 321/1969 υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παραγραφή της κατά του Δημοσίου αξιώσεως εκτείνεται στο σύνολο των σχετικών με την παραγραφή ζητημάτων και, επομένως, λόγος διακοπής της παραγραφής, ο οποίος προκύπτει από τα στοιχεία που τίθενται υπ’ όψιν του δικαστηρίου της ουσίας, λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από αυτό.

7. Επειδή, η κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 321/1969 υποχρέωση των δικαστηρίων της ουσίας να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την παραγραφή της κατά του Δημοσίου αξιώσεως τελεί υπό τους όρους, υπό τους οποίους, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρα 79 παρ. 1-3 και 97 παρ. 1), τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται σε αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων, αδιαφόρως, εφ’ όσον ο νόμος δεν διακρίνει, αν η ως άνω υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως απορρέει από ρητή ειδική δικονομική διάταξη ή από γενικές διατάξεις ή αρχές. Κατά τους ορισμούς αυτούς, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χωρεί μόνο στην περίπτωση που ο έλεγχος αυτός έχει παραλειφθεί από το διοικητικό πρωτοδικείο, ενώ στην περίπτωση που το διοικητικό πρωτοδικείο έχει εκπληρώσει την σχετική υποχρέωση και έχει διαλάβει στην απόφασή του ειδική κρίση, θετική ή αποθετική, ως προς το αυτεπαγγέλτως εξετασθέν ζήτημα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το ζήτημα αυτό μόνο κατόπιν προβολής λόγου εφέσεως κατά της σχετικής κρίσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως (ΣτΕ Ολ 1389/1994 , ΣτΕ 3551/2008 , κ.ά.). Συνεπώς, αν το δικαστήριο του πρώτου βαθμού διέλαβε στην απόφασή του ειδική κρίση για το ζήτημα της παραγραφής χρηματικής αξιώσεως κατά του Δημοσίου, τυχόν πλημμέλειες της κρίσεως αυτής δεν μπορούν να ελεγχθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αλλά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού λόγου εφέσεως (ΣτΕ 1514/2007 ). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Σπ. Μαρκάτης και Αν. Καλογεροπούλου, κατά την γνώμη των οποίων η κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 321/1969 υποχρέωση των δικαστηρίων της ουσίας για αυτεπάγγελτη εξέταση της παραγραφής χρηματικής αξιώσεως κατά του Δημοσίου επιβάλλεται από ιδιαίτερη διάταξη δικονομικής φύσεως, η οποία δεν εντάσσεται στο σύστημα των δικονομικών διατάξεων που προβλέπουν τις περιπτώσεις της εν γένει υποχρεώσεως των δικαστηρίων της ουσίας για αυτεπάγγελτο έλεγχο. Συνεπώς, οι δικονομικοί κανόνες για τον αυτεπάγγελτο έλεγχο, οι οποίοι συνάγονται από τις διατάξεις των άρθρων 79 παρ. 1 – 3 και 97 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του αυτεπαγγέλτου ελέγχου της παραγραφής κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 321/1969, ως εκ τούτου, δε, το δευτεροβάθμιο διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παραγραφή της αξιώσεως και στην περίπτωση που το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε πρωτοδίκως και δεν προβλήθηκε από τον διάδικο σχετικός λόγος εφέσεως. Η παράλειψη δε του δικαστηρίου της ουσίας να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα της παραγραφής, όπως η διακοπή αυτής, ελέγχεται κατ’ αναίρεση όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί ο αναιρετικός έλεγχος τέτοιας παραλείψεως.

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, δυνάμει των …/1974 και …/1976 οικοδομικών αδειών για την ανέγερση οικοδομής αποτελούμενης από τέσσερις υπογείους και πέντε υπέρ το ισόγειο ορόφους σε ακίνητο στην συμβολή των οδών … και … του Δήμου …, η αναιρεσείουσα κατασκεύασε και αποπεράτωσε μέχρι 19.5.1982 ολόκληρο τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι οικοδομικές άδειες ανακλήθηκαν με την απόφαση …/2762/29.9.1982 της Διευθύντριας Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αττικής (Διαμέρισμα Αθηνών), με τις δε …/9348/19.5.1982 και …/8581/26.5.1982 πράξεις της ίδιας υπηρεσίας είχαν διακοπεί οι οικοδομικές εργασίες. Η ανακλητική απόφαση και οι πράξεις διακοπής των οικοδομικών εργασιών ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με άλλη δε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (1587/1987) ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 2 του από 5/12.7.1993 Π