Αριθμός 2169/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Σημαντική είναι η 2169/2006 (7μ.) απόφαση του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία νομίμως επιτρέπεται η λειτουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, μεταγενεστέρους του 1923, έστω και αν αυτό απαγορεύεται για όμοιους οικισμούς προ του 1923, οι οποίοι χρήζουν εντονωτέρας προστασίας (βλ. και 3260/2010).
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2005, με την εξής σύνθεση : Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αθ. Ράντος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Χρ. Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Οκτωβρίου 2002 αίτηση :
του Carsten Niemer (Κάρστεν Νίμερ του Κλάους), κατοίκου Αθηνών, οδός Θερειανού αριθμός 9, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Μακρή (Α.Μ. 5295 Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, η οποία δεν παρέστη,
και κατά του παρεμβαίνοντος Ιωάννη Τριαντάφυλλου, κατοίκου ΄Ασπρου Χωριού Πάρου Ν. Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 11487), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί το υπ’ αριθμ. 2398/6.9.2002 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών Ν.Α. Κυκλάδων, με το οποίο εξεδηλώθη άρνηση ανακλήσεως αδείας λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτων σε γειτονικό ακίνητο, που είχε χορηγηθή από τον Νομάρχη Κυκλάδων στον Ιωάννη Τριαντάφυλλο, και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Αθ. Ράντου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθή το κατά νόμο παράβολο (ειδικά έντυπα παραβόλου αριθ. 575734, 709495, σειρά Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ο αιτών, φερόμενος, κατά τα στοιχεία του φακέλου, ως κύριος οικίας κειμένης στον οικισμό ΄Ασπρο Χωριό νήσου Πάρου Κυκλάδων, ζητεί την ακύρωση του υπ’ αριθ. πρωτ. 2398/6. 9.2002 εγγράφου του Προϊσταμένου του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών Ν.Α. Κυκλάδων, με το οποίο εξεδηλώθη άρνηση ανακλήσεως αδείας λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτων σε γειτονικό ακίνητο, που είχε χορηγηθή από τον Νομάρχη Κυκλάδων στον Ιωάννη Τριαντάφυλλο. Ο τελευταίος αυτός δικαιούχος της αδείας παρεμβαίνει παραδεκτώς υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 1531/2005 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητος ζητημάτων που ανέκυψαν.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στον παρεμβαίνοντα είχε χορηγηθή με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3139/11.10.1999 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων άδεια λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτων στο Άσπρο Χωριό Πάρου, σε ακίνητο που συνορεύει με το ακίνητο του αιτούντος, αφού προηγουμένως είχαν εκδοθή οι οικείες πράξεις εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων το έτος1993, αδείας ιδρύσεως του συνεργείου και αδείας οικοδομής το έτος 1994. Την 5.8.2002 ο αιτών υπέβαλε προς την Ν.Α. Κυκλάδων αίτηση ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας του συνεργείου (αριθ. πρωτ. 2239/5.8.2002 Τμήματος Συγκοινωνιών Ν.Α. Κυκλάδων). Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η προσβαλλομένη πράξη, με την οποία αφ’ ενός μεν εκδηλώνεται άρνηση ανακλήσεως της αδείας, με την αιτιολογία ότι η άδεια, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην πράξη αυτή νομοθετικά κείμενα και πραγματικά στοιχεία, είχε νομίμως εκδοθή, αφ’ ετέρου δε, και παρά το γεγονός ότι συνομολογείται, κατόπιν διεξαγωγής σχετικών ερευνών, η μη πλήρης τήρηση από τον παρεμβαίνοντα των όρων λειτουργίας του συνεργείου, εκδηλώνεται άρνηση διακοπής της λειτουργίας του, με την επιφύλαξη εφεξής τηρήσεως των ανωτέρω όρων. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλομένη πράξη, που εκδόθηκε επί τη βάσει νεωτέρων στοιχείων, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, δηλαδή τόσο ως προς την άρνηση ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας του συνεργείου όσο και ως προς την άρνηση διακοπής της λειτουργίας του, παραδεκτώς, ως εκ τούτου, προσβαλλομένη με την κρινομένη αίτηση, η οποία, εξ άλλου ασκείται με έννομο συμφέρον και κατά τα λοιπά παραδεκτώς.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και επιβεβαιώνεται με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1859/17.5.2004 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Νάξου, ο οικισμός Άσπρο Χωριό Πάρου, όπου ευρίσκεται το επίμαχο συνεργείο, δεν είναι οικισμός προϋφιστάμενος του έτους 1923 αλλ’ είναι οικισμός κάτω των 2.000 κατοίκων, τα όρια και οι όροι δομήσεως του οποίου έχουν καθορισθή με την υπ’ αριθ. Τ.Π. οικ. 8005/7.10. 1985 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων (Δ΄ 128), διεπόμενος, κατά τα λοιπά, από τους ορισμούς του από 24.4/3.5.1985 π.δ/τος «Τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους» (Δ΄ 181). Κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του π.δ/τος αυτού, όπως έχει αντικατασταθή με το άρθρο 1 παρ. 4 του από 29.4/16.5.1989 π.δ/τος «Τροποποίηση του από 24.4. 1985 Π.Δ/τος …» (Δ΄ 293), εντός των ορίων των οικισμών αυτών απαγορεύεται η ανέγερση βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής οχλήσεως, όπως δε συνάγεται, εξ αντιδιαστολής από την ρύθμιση αυτή, επιτρέπεται η ανέγερση στους οικισμούς αυτούς αντιστοίχων εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως. Και ναι μεν οι διατάξεις αυτές, αρχική και τροποποιητική, έχουν ήδη κριθή ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, διότι συνεπάγονται, ως προς τους οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων που προϋφίσταντο του έτους 1923 και ειδικώς, ως προς την δυνατότητα ανεγέρσεως εκεί εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως, επιδείνωση των όρων διαβιώσεως σ’ αυτούς, εν όψει του ότι, δυνάμει του προηγουμένως διέποντος τους οικισμούς αυτούς από 2/13.3.1981 π.δ/τος «Περί του τρόπου καθορισμού των ορίων των προ της 16.8.1923 υφισταμένων οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ως και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών” (Δ΄ 138), απαγορευόταν αδιακρίτως η ανέγερση εκεί κάθε οχλούσης βιομηχανικής ή βιοτεχνικής εγκαταστάσεως (άρθρο 9 παρ. 1), άρα και εγκαταστάσεως χαμηλής οχλήσεως (ΣτΕ 4996/1988, 646/1995, 2769/1998, 2133/ 2002, 406/2003). Τούτο, όμως, δεν ισχύει ως προς οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων μεταγενεστέρους του έτους 1923, δεδομένου ότι, ως προς την κατηγορία αυτή οικισμών, δεν υπήρχε προηγούμενη σχετική απαγορευτική διάταξη, η δε σχετική ρύθμιση αφορά πάντως επιχειρήσεις χαμηλής οχλήσεως, δηλαδή επιχειρήσεις από την λειτουργία των οποίων δεν προκαλείται κατά κοινή πείρα σημαντική επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος, με συνέπεια να μην παραβιάζεται το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η διαφορετική μεταχείριση από πλευράς τρόπου πολεοδομήσεως και όρων δομήσεως των οικισμών των προϋφισταμένων του έτους 1923 εν σχέσει προς τους λοιπούς οικισμούς είναι πάγια σε όλη την πολεοδομική νομοθεσία, προηγούμενη και επόμενη του ν. 1337/1983 (βλ. λ.χ. τα άρθρα 1 παρ. 1 περ. α, 1 παρ. 4, 13 παρ. 1, 26, 29 παρ. 1 κ.ά. του ν. 1337/1983, καθώς και το από 24/31.5.1985 π.δ/γμα «Τροποποίηση των όρων και περιορισμών δόμησης των γηπέδων των κειμένων … εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών», Δ΄ 270), δικαιολογούνται δε αυστηρότερες ρυθμίσεις και ως προς τις χρήσεις γης για τους οικισμούς αυτούς λόγω της δημιουργίας τους σε πολύ προγενέστερο χρόνο και της, ως εκ τούτου, εντονότερης ανάγκης προστασίας και ανάδειξης του πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των οικισμών αυτών για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας. Συνεπώς, νομίμως επιτρέπεται η λειτουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων μεταγενεστέρους του έτους 1923, έστω και αν η λειτουργία αυτή απαγορεύεται σε αντίστοιχους οικισμούς προϋφισταμένους του έτους 1923. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Α. Σακελλαροπούλου, η οποία διατύπωσε την γνώμη ότι από τις ανωτέρω διατάξεις, ιδίως δε εκείνες της παρ. 1 περ. β του άρθρου 1 και της παρ. 5 του άρθρου 42 του Ν. 1337/1983 καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 9 του από 24.4-3.5. 1985 π.δ/τος, σε συνδυασμό και με το από 15.6-2.7.1968 π.δ. (ΦΕΚ 111 Δ΄), συνάγονται τα εξής : Μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 1337/1983 μόνη κατηγορία οικισμών στερουμένων σχεδίου, για την οποία είχαν θεσπισθεί ειδικές ρυθμίσεις στην πολεοδομική νομοθεσία ήταν οι υφιστάμενοι πριν από το έτος 1923 οικισμοί, και δη ανεξαρτήτως του πληθυσμού τους. Στους οικισμούς αυτούς, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις σχετικές απογραφές, ήσαν ως επί το πλείστον μικρού πληθυσμιακού μεγέθους, εφαρμόζονταν αρχικώς οι διατάξεις του από 15.6 – 2.7.1968 β.δ/τος, οι οποίες ουδέν προέβλεπαν για την οριοθέτησή τους και για τις εντός αυτών χρήσεις γης, εν συνεχεία δε οι διατάξεις του από 2-13.3.1981 π.δ/τος, οι οποίες προέβλεψαν την οριοθέτησή τους καθώς και την απαγόρευση εγκαταστάσεως εντός αυτών και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων τους οποιασδήποτε οχλούσας εγκαταστάσεως. Ο καθορισμός της ανωτέρω απαγορεύσεως συνιστά κατ’ αρχήν πολεοδομικό κεκτημένο για την κατηγορία των στερουμένων σχεδίου οικισμών, είναι δε περαιτέρω αδιάφορο ότι τότε στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονταν μόνον οι υφιστάμενοι πριν από το έτος 1923 οικισμοί. Με το Ν. 1337/1983 και το κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθέν από 24.4-3.5.1985 π.δ. στην κατηγορία των στερούμενων σχεδίου οικισμών, για τους οποίους θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις ως προς τους όρους δομήσεως και τις χρήσεις γης, προστέθηκαν και οι δημιουργηθέντες μετά το έτος 1923, έχοντες πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους, δηλαδή οι μικρού πληθυσμιακού μεγέθους, το σύνολο δε των οικισμών αυτών (είτε προϋφισταμένων του έτους 1923 είτε όχι) διέπεται, μεταξύ άλλων, από τις ρυθμίσεις του ανωτέρω από 24.4-3.5. 1985 π.δ/τος, το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 7 του οποίου, όπως έχει εκτεθή, ανέχεται την ύπαρξη εντός αυτών και εντός ζώνης 500 μέτρων περιμετρικά των ορίων τους, εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως. Η ρύθμιση όμως αυτή συνιστά χειροτέρευση του πολεοδομικού καθεστώτος του συνόλου της κατηγορίας των στερουμένων σχεδίου οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους σε σύγκριση με την προϋφισταμένη απαγόρευση οιασδήποτε οχλούσας εγκαταστάσεως στην αυτή κατηγορία οικισμών, τόσο μάλλον όσο οι διατάξεις του από 24.4-3.5.1985 π.δ/τος α) ουδεμία προβλέπουν διαφοροποίηση της πολεοδομικής μεταχειρίσεως των οικισμών αυτών βάσει του κριτηρίου της υπάρξεώς τους ή μη πριν από το έτος 1923 και β) δεν εντάσσονται στο πλαίσιο γενικής πολεοδομικής αναδιοργανώσεως ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις στους οικισμούς αυτούς, σε σχέση με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και τον τρόπο λειτουργίας τους. Τούτου δε έπεται ότι η ανωτέρω διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 7 του από 24.4-3.5.1985 π.δ/τος είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς το άρθρο 24 του Συντάγματος.
6. Επειδή, εξ άλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1575/1985 (Α΄ 207), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2465/1997 (Α΄ 28), τα συνεργεία συντηρήσεως και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων θεωρούνται επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής οχλήσεως. Συνεπώς, και εφ’ όσον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, το συνεργείο αυτοκινήτων του παρεμβαίνοντος λειτουργεί εντός των ορίων οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων μεταγενεστέρου του έτους 1923, η άδεια λειτουργίας του συνεργείου είχε νομίμως, από της απόψεως αυτής, χορηγηθή και ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως πρέπει, κατά την κρατήσασα γνώμη, να απορριφθή ως αβάσιμος, ενώ κατά την γνώμη της μειοψηφίας θα έπρεπε να θεωρηθή ως βασίμως προβαλλόμενος.
7. Επειδή, από τις διατάξεις που διέπουν την λειτουργία συνεργείων αυτοκινήτων, και ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1575/1985 και των άρθρων 16 παρ. 4 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του π.δ/τος 38/1996, Α΄ 26), 20 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του π.δ/τος 38/1996) και 21 (όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 18 του π.δ/τος 38/1996), του κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθέντος π.δ/τος 78/1988 «Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας συνεργείων συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων …» (Α΄ 34), σε συνδυασμό με τις διατάξεις που διέπουν γενικώς την λειτουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, συνάγεται ότι, και μετά την χορήγηση αδείας λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτων, εφ’ όσον η Διοίκηση διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελιών ενδιαφερομένων ή και αυτεπαγγέλτως, ότι ο τρόπος λειτουργίας του συνεργείου προκαλεί δυσμενείς επιδράσεις στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, τους εργαζομένους, τους περιοίκους και το κοινό εν γένει, οφείλει είτε να προχωρήσει στην επιβολή νέων όρων λειτουργίας του συνεργείου, οι οποίοι θα εξουδετερώνουν τις ως άνω δυσμενείς επιδράσεις, είτε να επιβάλει την διακοπή λειτουργίας του, όταν οι οχληρές αυτές επιδράσεις δεν μπορεί να αποτραπούν με άλλο τρόπο. Η κρίση δε της Διοικήσεως για τα ζητήματα αυτά πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, με συγκεκριμένη αναφορά του είδους και της εντάσεως της οχλήσεως, όπως αυτά προκύπτουν από αυτοψίες και επιστημονικές μετρήσεις, με προσδιορισμό του επιστημονικώς και τεχνικώς ανεκτού ορίου οχλήσεων και με εκτίμηση για την προσδοκώμενη αποτελεσματικότητα των τυχόν τιθεμένων προσθέτων όρων και προϋποθέσεων λειτουργίας.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η Ν.Α. Κυκλάδων, κατόπιν καταγγελιών του αιτούντος και σχετικής ερεύνης, διεπίστωσε την εκ μέρους του παρεμβαίνοντος παράβαση όρων τεθειμένων για την νόμιμη λειτουργία του συνεργείου (βλ. ιδίως το υπ’ αριθ. πρωτ. 1881/1.7.2002 έγγραφο του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών της Ν.Α. Κυκλάδων), παρήγγειλε δε την άμεση συμμόρφωσή του προς αυτούς. Παρά το γεγονός, όμως, ότι δεν προέκυψε η κατά τα ανωτέρω συμμόρφωση (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 2071/17.7.2002 έγγραφο της αυτής υπηρεσίας, καθώς και το υπ’ αριθ. πρωτ. 7904.2.2/19.8.2002 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη) και παρά το γεγονός ότι επηκολούθησε μακρά σχετική αλληλογραφία, η Διοίκηση δεν προέβη ούτε σε ρητή βεβαίωση για την πλήρη συμμόρφωση του παρεμβαίνοντος προς τις ανωτέρω υποδείξεις αλλ’ ούτε και σε διακοπή λειτουργίας του συνεργείου. Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο μη νομίμως η Διοίκηση αρνήθηκε να προβή σε διακοπή λειτουργίας του συνεργείου παρά την ύπαρξη εντόνων οχλήσεων από την λειτουργία του, είναι βάσιμος, και πρέπει να γίνει δεκτός. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α. Ράντος, ο οποίος διετύπωσε την γνώμη ότι η Διοίκηση ανταποκρίθηκε στο κατά νόμο καθήκον της για την διαπίστωση οχλήσεων από την λειτουργία του συνεργείου και τον έλεγχο συμμορφώσεως του παρεμβαίνοντος προς τους τεθέντες για την λειτουργία του συνεργείου όρους, η δε συνέχιση των οχλήσεων δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (αντιθέτως από το μεταγενέστερο της προσβαλλομένης πράξεως υπ’ αριθ. πρωτ. 13/17.1.2003 έγγραφο της Ν.Α. Κυκλάδων προκύπτει η συμμόρφωση του παρεμβαίνοντος προς τις υποδείξεις της υπηρεσίας) αλλά μόνον από καταγγελίες του αιτούντος, τις οποίες αρνείται και αντικρούει ο παρεμβαίνων. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθή.
9. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθή η προσβαλλομένη πράξη ως προς το σκέλος της που αφορά την άρνηση διακοπής της λειτουργίας του συνεργείου, ενώ πρέπει να απορριφθή κατά το αντίστοιχο μέρος, η παρέμβαση. Περαιτέρω, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθή στην Διοίκηση, προκειμένου αυτή, αφού προηγουμένως εξετάσει, διενεργώντας, ενδεχομένως, εκ νέου αυτοψία, τις ακριβείς συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, να διατυπώσει αιτιολογημένη κρίση ως προς το ζήτημα εάν η επιχείρηση τηρεί πλήρως τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας της και τους όρους της οικείας αδείας λειτουργίας, καθώς και εάν από τον εν γένει τρόπο λειτουργίας της προκαλούνται μη επιτρεπτές δυσμενείς επιδράσεις στους περιοίκους. Αναλόγως προς το συμπέρασμα από την έρευνα αυτή, η Διοίκηση οφείλει, εάν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, να λάβει τα εκτιθέμενα στην σκέψη 7 νόμιμα μέτρα.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται εν μέρει την κρινομένη αίτηση.
Ακυρώνει το υπ’ αριθ. πρωτ. 2398/6.9.2002 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών Ν.Α. Κυκλάδων, κατά το μέρος του με το οποίο εξεδηλώθη άρνηση διακοπής της λειτουργίας του συνεργείου του παρεμβαίνοντος, κατά το σκεπτικό.
Απορρίπτει κατά το αντίστοιχο μέρος την παρέμβαση.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση ακυρώσεως και δέχεται κατά τα λοιπά την παρέμβαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2006
Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος