ΣτΕ 2188/2002.ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ, ΑΝΩΤΕΡΑ ΒΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ, Η ανωτέρα βία αναστέλλει ακόμη και τις διοικητικές προθεσμίες (ΙΚΑ).

ΣΤΕ

2188/2002 ΣΤΕ 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΔΙΚΗ 2004/486) Ασφάλιση κοινωνική. ΙΚΑ – ΤΕΑΜ. Ασφαλισμένος του Ταμείου μπορεί να συνεχίσει προαιρετικά την ασφάλισή του άν υποβάλλει έγγραφη δήλωση εντός 12 μηνών από την τελευταία ασφάλισή του και συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους για την άσκηση δικαιώματος, όπως η ανωτέρω, αναστέλλονται για λόγους ανωτέρας βίας, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που ασφαλισμένος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, τα οποία δεν του επιτρέπουν να επιμεληθεί των υποθέσεών του ούτε με αντιπρόσωπο. Τα ασφαλιστικά όργανα και όχι το δικαστήριο της ουσίας θα έπρεπε να διαπιστώσουν τη συνδρομή, πλην του εμπροθέσμου της αιτήσεως, των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων για τη συνέχιση της ασφάλισης προαιρετικά στο ΙΚΑ – ΤΕΑΜ. Μερικά δεκτή η αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου. (Αναιρεί την αριθμ. 125/1994 ΔΕφΑθ).
  

Αριθμός 2188/2002 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2001, με την εξής σύνθεση: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.

Για να δικάσει την από 14 Οκτωβρίου 1994 αίτηση:

του ……………………., το οποίο παρέστη με τον Κ. Κηπουρό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ………………., κατοίκου Αγ. Δημητρίου Αττικής, Αττάλου 10, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιω. Γουσέτη (Α.Μ. 2340), που τον διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθ. 125/1994 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Παρέδρου Α. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά το νόμο (άρθρο 21 παρ. 9 ν. 1902/1990-138 Α΄) η καταβολή τελών και παραβόλου. Συνεπώς τα καταβληθέντα τέλη και το παράβολο (υπ΄ αριθμ. 8667773, 8667774 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών του έτους 1994, καθώς και υπ΄ αριθμ. 1571923, 6327236 ειδικά έντυπα παραβόλου του αυτού έτους) πρέπει να επιστραφούν στο αναιρεσείον Ίδρυμα.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 125/1994 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ΄ αριθμ. 6370/1991 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή, στη συνέχεια δε έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της υπ΄ αριθμ. 496/Σ.95/14.12.1989 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Δάφνης, ακυρώθηκε η απόφαση αυτή και αναγνωρίσθηκε τελικώς ότι η αναιρεσίβλητη συνεκέντρωνε τις προϋποθέσεις για να συνεχίσει την προαιρετική της ασφάλιση στον κλάδο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ από της υποβολής της σχετικής αιτήσεώς της.

3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 997/1979 (287 Α΄) συστήθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών” (Τ.Ε.Α.Μ.) το οποίο εντάχθηκε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το άρθρο 6 του Ν. 1358/1983 (ΦΕΚ 64 Α΄). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 997/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 1 του Ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄), “Εις την ασφάλισιν του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως διατάξεων, εις το Ι.Κ.Α. ή έτερον φορέα κυρίας ασφαλίσεως μισθωτών και δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως ή κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως δια την αυτήν απασχόλησιν”. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 3 του Ν. 997/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 1276/1982 (ΦΕΚ 100 Α΄) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64 Α΄), ορίσθηκε ότι: “α. Πρόσωπα, τα οποία κατά το χρόνο της υπαγωγής τους στην ασφάλιση του Ταμείου της κατηγορίας στην οποίαν ανήκουν, έχουν συμπληρώσει το 50ον έτος της ηλικίας τους οι γυναίκες ή το 55ον έτος οι άνδρες, αν κατά τη συνταξιοδότησή τους από οποιονδήποτε φορέα κυρίας ασφάλισης δεν έχουν και τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, …, μπορούν να ζητήσουν την επιστροφή των ασφαλιστικών τους εισφορών χωρίς τόκο ή να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο. Μέσα σε τρεις μήνες από τότε που θα τους κοινοποιηθεί η απόφαση για τη μη συνταξιοδότησή τους, πρέπει να υποβάλουν στο Ταμείο αίτηση για την επιστροφή των εισφορών τους ή για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισής τους. Η αίτηση για την επιστροφή εισφορών ή για τη συνέχιση της ασφάλισης προαιρετικά στο Ι.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. μπορεί να υποβληθεί μετά την υποβολή αίτησης για συνταξιοδότηση από τον οργανισμό κύριας ασφάλισης και πριν από την προθεσμία που ορίζει η παραπάνω διάταξη, εφόσον ο ασφαλισμένος γνωρίζει ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ…”.

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64 Α΄): “Ειδικά οι ασφαλισμένοι στον Κλάδο του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ μπορούν να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους για την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης που απαιτούνται κάθε φορά από αυτόν, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 41 του Α.Ν. 1846/1951”. Εξ άλλου, στο άρθρο 41 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 4476/1965 (ΦΕΚ 103 Α΄), ορίζεται ότι “Πρόσωπον διατελέσαν ησφαλισμένον παρά τω Ι.Κ.Α. δικαιούται να συνεχίση (προαιρετικώς) την ασφάλισίν του εις ένα ή πλείονας κλάδους αυτού α) εάν εντός των αμέσως προ της τελευταίας ημέρας εργασίας του εν τη ασφαλίσει του Ιδρύματος πέντε ετών έχει πραγματοποιήσει εις την ασφάλισιν τουλάχιστον 500 ημέρας εργασίας και υποβάλη εγγράφως δήλωσιν εντός προθεσμίας 12 μηνών από της τελευταίας ασφαλίσεώς του εις το Ι.Κ.Α. β)…”. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 10 του Ν. 1539/1985. “Διατάξεις προαιρετικής ασφάλισης που ισχύουν μέχρι την ισχύ του παρόντος δεν θίγονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, παράλληλα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 10 παρ. 4 του Ν. 1539/1985 και 41 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951, διατηρήθηκαν σε ισχύ και οι παρατιθέμενες σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 997/1979, από αυτό δε συνάγεται ότι, μετά το Ν. 1539/1985, η προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεων στον κλάδο Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. επιτρέπεται εφ΄ όσον συντρέχουν διαζευκτικώς είτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 41 του Α.Ν. 1846/1951 είτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 997/1979 (πρβλ. ΣτΕ 1437/1999, 1262/1996, 119/1993).

5. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικαίου, οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους για την άσκηση δικαιώματος, όπως είναι τόσο η τρίμηνη του άρθρου 3 παρ. 3 Ν. 997/1979, όσο και η δωδεκάμηνη του άρθρου 41 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951, αναστέλλονται, αν, κατά τη λήξη τους συμβεί γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία. Η αναστολή διαρκεί όσο και το γεγονός τούτο, ενώ λόγους ανωτέρας βίας συνιστούν γεγονότα απρόβλεπτα και αναπόφευκτα, τα οποία εμποδίζουν απολύτως την αυτοπρόσωπη άσκηση του δικαιώματος ή την παροχή σχετικής εντολής σε αντιπρόσωπο (πρβλ. ΣτΕ 151/1997, 167/1992, Σ.Ε. 1982/2000).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσίβλητη, ασφαλισμένη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, με την υπ΄ αριθμ. 10843/29.9.1989 αίτησή της ζήτησε να συνεχίσει προαιρετικώς την ασφάλισή της στον επικουρικό κλάδο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ. Μετά από τη διενέργεια σχετικού ελέγχου διαπιστώθηκαν τα εξής: α) ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε συμπληρώσει το 50στό έτος της ηλικίας της, β) ότι από το έτος 1984 έως την 31.8. 1988 πραγματοποίησε συνολικά 727 ημέρες ασφαλίσεως στον επικουρικό κλάδο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, γ) ότι διέκοψε την 31.8.1988 την υποχρεωτική της ασφάλιση στον ανωτέρω κλάδο και δ) ότι η υποβληθείσα την 29.9.1989 αίτησή της για συνέχιση της ασφαλίσεως ήταν εκπρόθεσμη κατά 29 ημέρες αφού από την 31.8.1988 που είχε ασφαλισθεί η αναιρεσίβλητη μέχρι την 29.9.1989 είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών. Με τα δεδομένα αυτά ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Δάφνης με την υπ΄ αριθμ. 10843/6.10.1989 απόφασή του απέρριψε την αίτηση της αναιρεσίβλητης για το λόγο, μεταξύ άλλων, ότι η αίτησή της είχε υποβληθεί εκπροθέσμως. Την απόφαση αυτή την επεκύρωσε τόσο η Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ανωτέρω Υποκαταστήματος όσο και το Διοικητικό Πρωτοδικείο ενώπιον του οποίου η αναιρεσίβλητη προσέφυγε προβάλλοντας ότι η εκπρόθεσμη υποβολή της ανωτέρω αιτήσεώς της οφείλετο σε λόγους ανωτέρας βίας. Συγκεκριμένα η αναιρεσίβλητη προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσεκόμισε την από 20.3.1991 βεβαίωση του ιδιοκτήτη και Διευθυντή της Γενικής Κλινικής “Άγιος Ελευθέριος” από την οποία προέκυπτε ότι την 24.8.1989 η αναιρεσίβλητη είχε εξετασθεί στα εξωτερικά ιατρεία της ανωτέρω κλινικής, όπου είχε διαπιστωθεί ότι αυτή παρουσίαζε προκάρδιο άλγος, υπέρταση (20), αδυναμία βαδίσεως και έντονη οσφυαλγία και της συστήθηκε, αφού αρνήθηκε να παραμείνει στην Κλινική, να παραμείνει κλινήρης με συνεχή παρακολούθηση ιατρού. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι η σοβαρή κατάσταση της υγείας της αναιρεσίβλητης και η ψυχολογική επίδραση των εκδηλωθέντων συμπτωμάτων των ασθενειών της επί της συμπεριφοράς της, ολίγον προ της συμπληρώσεως έτους από της τελευταίας ασφαλίσεως, έπρεπε να θεωρηθεί ικανή για να δικαιολογήσει την υποβολή της αιτήσεως για τη συνέχιση της προαιρετικής της ασφαλίσεως εντός του επομένου μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 1989. Ενόψει αυτών δε το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η αναιρεσίβλητη είχε υποβάλει νομίμως την αίτησή της στις 29.9.1989, και ότι έπρεπε να της αναγνωρισθεί το δικαίωμα να συνεχίσει την προαιρετική ασφάλιση στον επικουρικό κλάδο του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, με τις σκέψεις δε αυτές δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικο απόφαση, στη συνέχεια δε δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την προσβληθείσα με αυτήν απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής και ανεγνώρισε τελικώς ότι η αναιρεσίβλητη συνεκέντρωνε τις προϋποθέσεις να συνεχίσει την προαιρετική της ασφάλιση στον επικουρικό κλάδο του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ από της υποβολής της αιτήσεώς της.

7. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο χωρίς νόμιμη αιτιολογία δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη διακόψασα την ασφάλισή της στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ την 31.8.1988, δικαιολογημένα, λόγω της καταστάσεως της υγείας της υπέβαλε την αίτησή της την 29.9.1989, μετά, δηλαδή την πάροδο των 12 μηνών που θεσπίζει το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 4476/1965 (άρθρο 41 παρ. 1 αν.ν. 1846/1951), ενώ, εάν έκρινε ορθώς και νομίμως θα έπρεπε να δεχθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανωτέρας βίας, εφόσον, όπως επίσης ορθώς έκρινε η πρωτόδικος απόφαση, από τα σχετικά στοιχεία δεν προέκυψε ότι τα προβλήματα της υγείας της αναιρεσίβλητης διήρκεσαν μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της, επί πλέον δε δεν προέκυψε ότι η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε να επιμεληθεί των υποθέσεών της έστω και με πληρεξούσιο. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κρίνασα ότι η σοβαρή κατάσταση της υγείας της αναιρεσίβλητης και η ψυχολογική επίδραση των εκδηλωθέντων συμπτωμάτων των ασθενειών της επί της συμπεριφοράς της δικαιολογούσαν την εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεώς της, έκρινε, κατά την έννοιά της αφ΄ ενός μεν ότι η αναιρεσίβλητη μέχρι την υποβολή της αιτήσεώς της είχε προβλήματα υγείας, αφ΄ ετέρου δε ότι τα προβλήματα αυτά δεν της επέτρεπαν να επιμεληθεί των υποθέσεών της ούτε με αντιπρόσωπο.

8. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι το δικάσαν δικαστήριο θα έπρεπε μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως να αναπέμψει την υπόθεση της αναιρεσίβλητης στο Υποκατάστημα ΙΚΑ Δάφνης προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή στο πρόσωπό της των λοιπών προϋποθέσεων (πλην του εμπροθέσμου της αιτήσεως) για τη συνέχιση προαιρετικώς της ασφαλίσεώς της και όχι να αναγνωρίσει το ίδιο το δικαστήριο το πρώτον ότι η αναιρεσίβλητη συνεκέντρωνε τις προϋποθέσεις να συνεχίσει την προαιρετική της ασφάλιση στον επικουρικό κλάδο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ από της υποβολής της αιτήσεώς της. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι θα έπρεπε το ασφαλιστικό όργανο να διαπιστώσει τη συνδρομή των λοιπών, πλην του εμπροθέσμου της αιτήσεως, νομίμων προϋποθέσεων στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης για τη συνέχιση προαιρετικώς της ασφαλίσεως της στο ΙΚΑ- ΤΕΑΜ και όχι το πρώτον το δικαστήριο της ουσίας. Για το λόγο συνεπώς αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει δεκτή ως προς το λόγο αυτό, να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί κατά το μέρος αυτό στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο για νέα νόμιμη κρίση.

9. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.