ΣτΕ 2208/11,Ε τμ., ΔΑΣΟΣ, Η αναδάσωση του 1934 στο Λεκανοπέδιο Αττικής ΕΙΔΙΚΑ ΑΥΤΗ δεν συνεπάγεται αυτόματη υπαγωγή στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας λόγω του παρωχημένου χρόνου και της ευρύτητας της χωρίς διαγράμματα (βλ. παρατηρήσεις).

ΣΤΕ

ΣτΕ 2208/2011 Τμ. Ε΄
[παρατ. Χ. Διβάνη]
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Χρ. Λιάκουρας, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Β. Παπαγεωργίου, Αθ. Αλεφάντη, Πάρεδρος ΝΣΚ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΤΟΥ 1934. Aναδάσωση του 1934. Δεν συνεπάγεται την αυτόματη υπαγωγή της επίδικης έκτασης στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας, ενόψει του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξής της και του γεγονότος ότι αφορά γενικώς στην περιοχή όλου του λεκανοπεδίου Αττικής που ορίζεται ευρύτατα και χωρίς διάγραμμα.
Διατάξεις: άρθρα 10 [παρ. 3], 14 Ν 998/1979  , 1 [παρ. 5] Ν 3208/2003 
[…] 2. Επειδή, η … Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της αιτούσας εταιρείας με την από 24.4.2009 αίτησή της, απευθυνόμενη στην Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Αθηνών, είχε ζητήσει τη χορήγηση βεβαίωσης, ότι προσφυγή ασκηθείσα από τον Δήμο Νέας Ερυθραίας κατά της υπ’ αριθμ. …/2007 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Αττικής απορρίφθηκε σιωπηρώς, λόγω άπρακτης παρόδου της προβλεπόμενης στο νόμο προθεσμίας απόφανσης της εν λόγω Δευτεροβάθμιας Επιτροπής. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της «σιωπηρής απόρριψης» του ανωτέρω αιτήματος της αιτούσας εταιρείας.
3. Επειδή, ο Δήμος Νέας Ερυθραίας, ο οποίος άσκησε την προσφυγή κατά της υπ’ αριθμ. …/2007 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Αττικής παραδεκτώς ασκεί την από 17.8.2010 παρέμβασή του (αρ. κατ. …/14.9.2010).
4. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 10 του Ν 998/1979  (Α΄ 289), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3208/2003  (Α΄ 303), ορίζονται τα εξής: «Παρά τη έδρα εκάστου νομού συγκροτείται Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία είναι αρμοδία διά την επίλυσιν διαφορών αναφερομένων εις τον χαρακτήρα περιοχής τινος ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή εις τα όρια ταύτης. Επίσης η Επιτροπή αύτη αποφαίνεται επί παντός ετέρου θέματος παραπεμπομένου εις αυτήν κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου… Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ταύτης χωρεί προσφυγή ενώπιον Δευτεροβαθμίου Επιτροπής, εδρευούσης εις την έδραν του οικείου Εφετείου… Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δικαιοσύνης και Γεωργίας είναι δυνατή η αύξηση του αριθμού των προβλεπομένων με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επιτροπών. Οι πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων συγκροτούνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας». Σύμφωνα δε με την παρ. 5 του αυτού άρθρου, «Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να ρυθμίζεται παν θέμα αναφερόμενον εις την λειτουργίαν των κατά το παρόν άρθρον συμβουλίων και επιτροπών, ως και την ενώπιον αυτών διαδικασίαν». Εξ άλλου, στον ίδιο νόμο προβλέπεται η χαρτογράφηση των δασών και των δασικών εκτάσεων και η σύνταξη δασικού χάρτη, ο οποίος, μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (άρθρο 12), καθώς και η τήρηση γενικού δασολογίου στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία και τοπικού δασολογίου σε κάθε Δασαρχείο, όπου καταχωρίζονται τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες (άρθρο 13). Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του νόμου αυτού ορίζονται τα εξής: «1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει το δάσος ή η δασική έκτασις κατά τας εν άρθρω 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ’ αίτησιν οιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξις, ερειδομένη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη…. Η πράξις αύτη κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετικήν αίτησιν ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον ή δημοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφημερίδας ή εις μίαν τοπικήν και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούμεναι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομον συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον τμήμα αυτής. Η επιτροπή ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ’ όψιν τον σχετικόν φάκελον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεις των επιτροπών, δι’ ων χαρακτηρίζονται περιοχαί τινες ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικαί εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ’ όψιν κατά την μεταγενεστέραν χαρτογράφησιν και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωσιν αυτού, συμφώνως προς τα εν άρθροις 12 και 13 οριζόμενα». Τέλος, στο άρθρο 78 παρ. 1 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ρυθμίζονται πάσαι αι λεπτομέρειαι εφαρμογής του παρόντος νόμου».
5. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 14 του Ν 998/1979  , με την άπρακτη πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσεται από την παρ. 3 του άρθρου αυτού για την έκδοση της σχετικής απόφασης της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής τεκμαίρεται σιωπηρή απόρριψη των αντιρρήσεων ή της προσφυγής, αντιστοίχως, από την οικεία επιτροπή, η προθεσμία όμως αυτή δεν έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, με την συμπλήρωσή της, δεν εξαντλείται η κατά χρόνον αρμοδιότητα των παραπάνω επιτροπών, οι οποίες μπορούν να αποφανθούν και μετά τη λήξη του εν λόγω τριμήνου. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού της ταχείας επίλυσης των σχετικών αμφισβητήσεων, ο οποίος σχετίζεται αφενός με τη συνταγματική επιταγή της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και αφετέρου, σε περίπτωση ιδιωτικών εκτάσεων, με την αποσαφήνιση των ορίων της εξουσίας του ιδιοκτήτη, συνάγεται ότι, εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας, η οικεία (Πρωτοβάθμια ή Δευτεροβάθμια) Επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, οφείλει να χορηγήσει εντός τριμήνου από την υποβολή της αίτησης αυτής, βεβαίωση περί της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων ή της προσφυγής, εκτός εάν αποφανθεί εντός του ανωτέρω τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως επί των εκκρεμών ενώπιόν της αντιρρήσεων ή προσφυγής. Μετά την έκδοση της παραπάνω βεβαίωσης και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριμήνου από την υποβολή αίτησης ενδιαφερομένου περί χορήγησης βεβαίωσης, τόσο η Πρωτοβάθμια όσο και η Δευτεροβάθμια Επιτροπή δεν δύνανται πλέον να επιληφθούν της υπόθεσης και να αποφανθούν επί του ενώπιόν τους ασκηθέντος ενδικοφανούς μέσου. Η άρνηση δε, ρητή ή σιωπηρή, της Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Επιτροπής να χορηγήσει την ανωτέρω βεβαίωση υπόκειται σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 3915/2010  , 1518/2010, 4579/2009 7μ., 3627/ 2003 επτ.). Πάντως, ο ενδιαφερόμενος δύναται, μετά την άπρακτη πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας απόφανσης της οικείας Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, επί αντιρρήσεων, και της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, επί προσφυγής, να ασκήσει, αντιστοίχως, προσφυγή κατά της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή και, περαιτέρω, απ’ ευθείας αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εντός της κατά νόμον προθεσμίας, κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης της προσφυγής από την Δευτεροβάθμια Επιτροπή, χωρίς να υποχρεούται να υποβάλει προηγουμένως αίτηση στη Διοίκηση για τη χορήγηση της προαναφερθείσας βεβαίωσης (βλ. ΣτΕ 3915/2010  , 4579/2009 7μ., 4589/ 2005, 1608/2008). Τέλος, δοθέντος ότι, ως προς τους τρίτους, δηλαδή ως προς όλους, πλην εκείνου που έχει υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση βεβαίωσης περί της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων ή της προσφυγής, οι έννομες συνέπειες της σχετικής με τον χαρακτηρισμό σιωπηρής απόφασης αναπτύσσονται μόνον εφόσον τηρηθούν όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητας, οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η απόφαση αυτή και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της, όταν χορηγείται τέτοια βεβαίωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει τούτο αφενός να κοινοποιείται στους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή στον ασκήσαντα τις αντιρρήσεις ή την προσφυγή ιδιώτη ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια υπηρεσία, καθώς και στον υποβαλόντα την αίτηση για τη χορήγηση βεβαίωσης, και αφετέρου να τηρούνται όλες οι προβλεπόμενες στο άρθρο 14 του Ν 998/1979  διατυπώσεις δημοσιότητας, δηλαδή να αποστέλλεται στον οικείο δήμο ή κοινότητα πράξη περί της χορήγησης της βεβαίωσης, με σαφή μνεία του περιεχομένου της τεκμαιρόμενης απόφασης, η οποία και θα εκτίθεται επί ένα μήνα, με την μέριμνα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα, περαιτέρω δε, να δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή σε μία τοπική και μία εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης, ανακοίνωση περί της σύνταξης της ως άνω πράξης και της αποστολής της στον οικείο δήμο ή κοινότητα, μαζί με περίληψη του περιεχομένου της (ΣτΕ 3915/2010  , 4579/2009 7μ.).
6. Επειδή, εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3, 14 και 41 του Ν 998/1979  , προκύπτει ότι οι διαδικασίες προσωρινής επίλυσης, με πράξη του οικείου δασάρχη, αμφισβητήσεων για το χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης ή μη αφενός, και κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας με πράξη του νομάρχη και ήδη του γενικού γραμματέα περιφέρειας, αφετέρου, είναι διαδικασίες, καταρχήν, διακεκριμένες και, συνεπώς, εάν έχει προηγηθεί η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας, δηλαδή ως καταστραφέντος δασικού οικοσυστήματος το οποίο χρήζει αποκατάστασης, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της έκτασης ως δασικής ή μη. Όπως, ειδικότερα, έχει κριθεί, εφόσον ορισμένη έκταση έχει ήδη κηρυχθεί ως αναδασωτέα, τα όργανα, στα οποία ανήκει ο χαρακτηρισμός κατά το άρθρο 14 του Ν 998/1979  , δεσμευόμενα από την μη ελεγχόμενη παρεμπιπτόντως πράξη αναδάσωσης, οφείλουν είτε να απόσχουν από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού, είτε να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και, ως εκ του λόγου αυτού, αποτελεί δασική έκταση (ΣτΕ 3915, 1518/2010, πρβλ. ΣτΕ 3448/2007  επταμ.). Στην περίπτωση, εξάλλου, κατά την οποία ορισμένη έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα, ο χαρακτήρας της ως δασικού οικοσυστήματος, του οποίου, μάλιστα, έχει διαπιστωθεί η καταστροφή και η ανάγκη άμεσης αποκατάστασης, έχει κριθεί κατά τη διαδικασία της κήρυξής της ως αναδασωτέας και, συνεπώς, δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος που θα επέβαλλε τη χορήγηση βεβαίωσης περί απόρριψης των αντιρρήσεων ή της προσφυγής που ασκούνται στο πλαίσιο της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του Ν 998/1979  , δηλαδή η ταχεία άρση της αμφισβήτησης ως προς το χαρακτήρα της έκτασης και η αποσαφήνιση της έκτασης της εξουσίας του φερομένου ως ιδιοκτήτη επί του ακινήτου για το οποίο πρόκειται, αφού μόνη η κήρυξή της ως αναδασωτέας προσδίδει στην έκταση δασικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 του Ν 998/1979  , και συνεπάγεται την υπαγωγή της στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας (ΣτΕ 3915, 1518/2010).
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ύστερα από αιτήματα πολιτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/24.12.1999 πράξη του Δασαρχείου Πεντέλης, με την οποία χαρακτηρίσθηκε έκταση 450 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «Καστρί ή Καστρίτσα» του Δήμου Νέας Ερυθραίας. Με την εν λόγω πράξη του Δασάρχη Πεντέλης, η οποία εκδόθηκε δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 14 του Ν 998/1979  , τμήμα της έκτασης, εμβαδού 341 στρεμμάτων, χαρακτηρίσθηκε ως δάσος της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν 998/1979  και ως δασική της παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν 998/1979  «διότι ήδη έχει κηρυχθεί ως τοιαύτη», το υπόλοιπο δε τμήμα της, εμβαδού 109 στρεμμάτων, χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική έκταση. Η εν λόγω πράξη στηρίχθηκε στην από 6.12.1999 εισήγηση των δασολόγων, … και …, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και ότι «ολόκληρη η προς χαρακτηρισμό έκταση, περιλαμβάνεται στις εκτάσεις του Λεκανοπεδίου Αττικής, που κηρύχθηκαν ως αναδασωτέες με την 108424/1934 (ΦΕΚ 133/34) απόφαση Υπ. Γεωργίας (στ. Β 3α της από 6.12.1999 υπηρεσιακής εισήγησης)», όπως δε έχει κριθεί (ΣτΕ 1429/2008  ad hoc), με την πράξη αυτή ο Δασάρχης δεν προέβη σε κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38 παρ. 1 και 41 παρ. 1 του Ν 998/1979  , για την οποία αρμόδιος θα ήταν ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας αλλά χαρακτήρισε αρμοδίως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του νόμου αυτού, την επίδικη έκταση των 341 στρεμμάτων, αφενός, μεν, ως δάσος της παρ. 1 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, αφετέρου δε ως δασική της παρ. 5 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, δηλαδή ως υπαγόμενη στη δασική νομοθεσία επειδή είχε κατά το παρελθόν κηρυχθεί ως αναδασωτέα. Κατά της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού, η οποία αφορά ευρύτερη έκταση, η αιτούσα εταιρεία άσκησε, μεταξύ άλλων, αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, ισχυριζόμενη ότι τμήμα της προαναφερόμενης έκτασης εμβαδού 4.845,94 τ.μ., το οποίο φέρεται ότι της ανήκει και βρίσκεται εντός των ανωτέρω χαρακτηρισθέντων ως δασική έκταση 341 στρεμμάτων, δεν έχει δασικό χαρακτήρα. Οι αντιρρήσεις αυτές της αιτούσας έγιναν δεκτές με την …/2007 απόφαση της εν λόγω Επιτροπής. Ακολούθως, ο Δήμος Νέας Ερυθραίας άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, στις 26.6.2007. Με την από 24.4.2009 αίτησή της προς τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή η αιτούσα ζήτησε τη χορήγηση βεβαίωσης, ότι η προσφυγή του Δήμου Νέας Ερυθραίας απορρίφθηκε σιωπηρώς, λόγω άπρακτης παρόδου της προβλεπόμενης στο νόμο τρίμηνης προθεσμίας απόφανσης της εν λόγω Επιτροπής. Επί της αίτησής της εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/30.4.2009 «βεβαίωση», στην οποία αναφέρεται ότι η προσφυγή του ως άνω Δήμου εκκρεμεί και δεν έχει προσδιορισθεί η ημερομηνία συζήτησής της. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, όπως προεκτέθηκε, η ακύρωση της «σιωπηρής απόρριψης» του αιτήματος της αιτούσας.
8. Επειδή, εν προκειμένω, η προθεσμία απόφανσης της οικείας Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ήταν τρίμηνη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 3 του Ν 998/1979  , το τρίμηνο δε αυτό είχε ήδη παρέλθει κατά το χρόνο κατάθεσης του αιτήματος της αιτούσας για τη χορήγηση βεβαίωσης περί της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής του Δήμου Νέας Ερυθραίας. Εξάλλου, και δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. …/24.12.1999 πράξη του Δασάρχη Πεντέλης δεν κηρύχθηκε η επίδικη έκταση ως αναδασωτέα, μόνη η συμπερίληψη της έκτασης αυτής στις ευρύτερες εκτάσεις που είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες με την υπ’ αριθμ. …/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, δεν σημαίνει και ότι δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος που θα επέβαλλε τη χορήγηση βεβαίωσης περί απόρριψης των αντιρρήσεων ή της προσφυγής που ασκούνται στο πλαίσιο της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του Ν 998/1979  , δεδομένου ότι, η εν λόγω αναδάσωση, ενόψει του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξής της και του γεγονότος ότι αυτή αφορά γενικώς στην περιοχή όλου του λεκανοπεδίου Αττικής, που ορίζεται ευρύτατα και χωρίς διάγραμμα, εξαιρουμένων, μάλιστα, σημαντικών κατηγοριών εκτάσεων οριζομένων κατά τα γενικά τους χαρακτηριστικά («χώροι … περιλαμβανόμενοι εντός των μέχρι σήμερον εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων …», «άπασαι αι καλλιεργημέναι γαίαι γεωργικώς και δενδροκομικώς») (ΣτΕ 3457/2009  7μ. πρβλ. Αποφάσεις ΕΔΔΑ της 10.4.2003, Παπασταύρου κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. 46372/99, της 8.7.2004, Κατσούλης κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. 66742/01) δεν συνεπάγεται την αυτόματη, κατά την προαναφερόμενη νομολογία, υπαγωγή της επίδικης έκτασης στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας και συνεπώς δεν εκώλυε, τον Δασάρχη Πεντέλης και εν συνεχεία την αρμόδια Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων να προβεί, όπως εν προκειμένω, μετά από νέα έρευνα, σε χαρακτηρισμό της έκτασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979  . Περαιτέρω, το ως άνω …/30.4.2009 έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται ότι η προσφυγή του Δήμου εκκρεμεί και δεν έχει προσδιορισθεί η ημερομηνία συζήτησής της, δεν συνιστά βεβαίωση, την οποία όφειλε, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 6, να χορηγήσει η Επιτροπή περί της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής (ΣτΕ 3915/2010  ). Πρέπει, επομένως, κατ’ αποδοχή του βασίμως προβαλλόμενου σχετικού λόγου, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η άρνηση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Αθηνών να χορηγήσει στην αιτούσα εταιρεία βεβαίωση περί σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής του παρεμβαίνοντος Δήμου Νέας Ερυθραίας κατά της υπ’ αριθμ. …/2007 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Αττικής, κατά το μέρος που αφορά την επίδικη έκταση των 4.845,94 τ.μ., να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στην ίδια Επιτροπή, για να προβεί στην κατά τα ανωτέρω νόμιμη ενέργεια.
[Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την άρνηση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Αθηνών να χορηγήσει στην αιτούσα βεβαίωση, ότι η από 26.6.2007 προσφυγή του Δήμου Νέας Ερυθραίας απορρίφθηκε σιωπηρώς, κατά το μέρος που αφορά την επίδικη έκταση των 4.845,94 τ.μ., λόγω άπρακτης παρόδου της προβλεπόμενης στο νόμο προθεσμίας απόφανσης της εν λόγω Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, κατά το σκεπτικό. Απορρίπτει την παρέμβαση. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.]
Παρατηρήσεις
Ως γνωστόν με τις διατάξεις του Ν 3889/2010  (ΦΕΚ Α΄ 182/14.10.2010) «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις» καθορίσθηκε νέα διοικητική διαδικασία κατάρτισης και θεώρησης δασικών χαρτών (άρθρα 13 επ.), οι οποίοι μετά την ανάρτησή τους (άρθρο 14), την τυχόν άσκηση αντιρρήσεων κατ’ αυτών (άρθρα 15, 16), την εξέταση των αντιρρήσεων ή των λοιπών ενδίκων βοηθημάτων (άρθρα 17,18), την ενδεχόμενη συμπλήρωσή τους (άρθρο 19), κυρώνονται κατ’ άρθρο 20 του νόμου αυτού, μετά δε από την κύρωση κάθε δασικού χάρτη η αρμόδια Διεύθυνση Δασών προβαίνει σε κατάρτιση και τήρηση Δασολογίου.
Ενόψει λοιπόν του γεγονότος ότι ήδη έχουν αναρτηθεί οι πρώτοι δασικοί χάρτες (διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και φιλοδοξεί να καταλάβει τοπικά όλη τη χώρα) και ήδη έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις κατ΄αυτών εκ μέρους ιδιωτών σε πληθώρα περιπτώσεων ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 18 του ως άνω νόμου, η σχολιαζόμενη απόφαση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ειδικότερα, η πράξη κήρυξης μιάς έκτασης ως αναδασωτέας αποτελεί ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου και δεν είναι δεκτική παρεμπίπτοντος ελέγχου του κύρους της (ΣτΕ 264/2005  ). Εφόσον ορισμένη έκταση έχει ήδη κηρυχθεί ως αναδασωτέα, τα όργανα, στα οποία ανήκει ο χαρακτηρισμός κατά το άρθρο 14 του Ν 998/1979  , δεσμευόμενα από την μη ελεγχόμενη παρεμπιπτόντως πράξη αναδάσωσης, οφείλουν να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και, ως εκ του λόγου αυτού, αποτελεί δασική έκταση (βλ. ΣτΕ 1518/2010  , πρβλ. ΣτΕ 3448/2007  επταμ.). Συμπερασματικά, εάν η κρινόμενη έκταση είχε ήδη κηρυχθεί αναδασωτέα, δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέταση του ζητήματος (του δασικού χαρακτήρα αυτής) από τη διοίκηση. (Ειδικότερα στην περίπτωση της ΣτΕ 264/2005  , είχε ζητηθεί οικοδομική άδεια σε περιοχή εντός ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923 από την πολεοδομική αρχή, η οποία δόθηκε και η οποία τελικά με την απόφαση αυτή ακυρώθηκε με την παραδοχή ότι η πολεοδομική αρχή όφειλε να διαπιστώσει το καθαρώς πραγματικό ζήτημα του εάν το ακίνητο κείται εντός αναδασωτέας περιοχής και σε θετική περίπτωση να απορρίψει την αίτηση χορήγησης οικοδομικής άδειας (χωρίς καμία άλλη αιτιολογία….). Εάν, αντιθέτως, η πολεοδομική αρχή διαπιστώσει ότι το ακίνητο, στο οποίο αφορά η αίτηση χορηγήσεως οικοδομικής αδείας, κείται εκτός των ορίων της κηρυχθείσης ως αναδασωτέας περιοχής, οφείλει να αιτιολογήσει πλήρως και ειδικώς την σχετική πραγματική κρίση της, συσχετίζοντας τα στοιχεία που υποβλήθηκαν προς έκδοση της αδείας με τα όρια της αναδασωτέας περιοχής, όπως προσδιορίζεται στην πράξη κήρυξης της αναδασώσεως και στα διαγράμματα που τη συνοδεύουν και να χωρήσει, περαιτέρω, στον έλεγχο του ζητήματος αν πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι το ανωτέρω ακίνητο κείται εντός ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί το κριθέν με την ΣτΕ 3685/2010  ότι ο χαρακτηρισμός με τη διαδικασία του άρθρου 14 ως μη δασικής μιας έκτασης, η οποία έχει κριθεί αναδασωτέα ΔΕΝ κλονίζει την απόφαση αναδάσωσης.
Κατ΄ακολουθίαν λοιπόν των ως άνω νομολογιακών δεδομένων, κατά την διαδικασία εξέτασης των αντιρρήσεων εκ μέρους των αρμοδίων Επιτροπών Εξέτασης Αντιρρήσεων Δασικών Χαρτών (πρόκειται να αρχίσει στο άμεσο μέλλον) είναι αναμενόμενο να κριθεί ότι και μόνη η συμπερίληψη μιάς συγκεκριμένης έκτασης σε νόμιμη και ισχυρή απόφαση αναδάσωσης συνεπάγεται την αυτόματη υπαγωγή της έκτασης αυτής στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας. Είναι επίσης αυτονόητο ότι το γεγονός ότι μία συγκεκριμένη έκταση συμπεριλαμβάνεται εντός του πεδίου ευρύτερης εκτάσεως κηρυχθείσας αναδασωτέας επαρκεί απολύτως σαν αιτιολογητικός λόγος για την απόρριψη των σχετικών αντιρρήσεων.
Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν έρχεται να δώσει η σχολιαζόμενη απόφαση, για μία μόνον απόφαση αναδάσωσης: την κηρυχθείσα με την υπ’ αριθμ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.
Ειδικότερα με την σχολιαζόμενη απόφαση κρίθηκε ότι μόνη η συμπερίληψη μιάς έκτασης στις ευρύτερες εκτάσεις που είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες με την υπ’ αριθμ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ενόψει του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξής της συγκεκριμένης αναδάσωσης και του γεγονότος ότι αυτή αφορά γενικώς στην περιοχή όλου του λεκανοπεδίου Αττικής, που ορίζεται ευρύτατα, και χωρίς διάγραμμα εξαιρουμένων, μάλιστα, σημαντικών κατηγοριών εκτάσεων οριζομένων κατά τα γενικά τους χαρακτηριστικά όπως «χώροι… περιλαμβανόμενοι εντός των μέχρι σήμερον εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων…», «άπασαι αι καλλιεργημένοι γαίαι γεωργικώς και δενδροκομικώς» (ΣτΕ 3457/2009  7μ. πρβλ. Αποφάσεις ΕΔΔΑ της 10.4.2003. Παπασταύρου κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. 46372/99, της 8.7.2004, Κατσούλης κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. 66742/01) δεν συνεπάγεται την αυτόματη, κατά την προαναφερόμενη νομολογία, υπαγωγή της επίδικης έκτασης στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας και συνεπώς δεν εκώλυε, τον Δασάρχη Πεντέλης και εν συνεχεία την αρμόδια Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων να προβεί, μετά από νέα έρευνα, σε χαρακτηρισμό της έκτασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 998/1979  .
Είναι αυτονόητο ότι η εξαίρεση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο την συγκεκριμένη πράξη αναδάσωσης και όχι κάθε άλλη ενδεχομένως παρωχημένη σχετική πράξη.
Χριστίνα Διβάνη,
Πάρεδρος ΝΣΚ