ΣτΕ 2227/2000, Στ τμ. 7μ., ΤΕΛΗ ΛΙΜΕΝΑ, ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΦΟΡΟ , ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΤΟ ΑΡΘ.59 ΣΕΟΚ, ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΣΤΕ

Αριθμός 2227/2000 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 1999 με την εξής σύνθεση: Αν. Μαρίνος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Ν. Ντούβας, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Σ. Χαραλάμπους, Σύμβουλοι, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Σταθάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος. 
Γ ι α να δικάσει την από 27 Δεκεμβρίου 1997 αίτηση: 
τ ω ν: 1) Επαγγελματικού Σωματείου με την επωνυμία ΄Ενωση Εφοπλιστών Ακτοπλοϊας, που εδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Ποσειδώνος, οδ. Αριστείδου αρ. 15 και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΜΙΝΩΪΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ν.Ε. Α.Ε.”, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης, οδ. 25ης Αυγούστου αρ. 79, οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Ησαϊα (Α.Μ. 1250), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο, 
κ α τ ά του Δήμου Ηγουμενίτσας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ανδρ. Στρουγγάρη (Α.Μ. 4681), που τον διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή Επιτροπή. 
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 22/97 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηγουμενίτσας. 
Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Εσωτερικών με τον Κ. Δροσογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Α. Σταθάκη. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του Δήμου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. 
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (υπ΄ αρ. 9196291-2/1997 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ΄ αρ. 201152/1997 γραμμάτιο παραβόλου του Δημοσίου). 
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ΄ αρ. 183/1997 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας (και όχι, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στο δικόγραφο της αιτήσεως, της υπό στοιχεία 22/1997 αποφάσεως, στοιχεία τα οποία ανταποκρίνονται στον αριθμό της συνεδριάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας, κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλομένη απόφαση). Με την προσβαλλομένη απόφαση αναπροσαρμόσθηκε, από 1.1.1998, το ύψος του προβλεπομένου στο άρθρο 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 τέλους, το οποίο επιβάλλεται, υπέρ του Δήμου Ηγουμενίτσας, επί παντός είδους οχημάτων που επιβιβάζονται σε οχηματαγωγά πλοία στον λιμένα της Ηγουμενίτσας και έχουν προορισμό λιμένα του εξωτερικού. 
3. Επειδή, ο ν. 1828/1989, με τίτλο “Αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις”, (Φ.Ε.Κ. Α΄ 2), ορίζει στην παρ. 13 του άρθρου 26 αυτού, υπό τον τίτλο “Τροποποιήσεις της νομοθεσίας για τα έσοδα των δήμων και κοινοτήτων”, τα εξής: “Επιτρέπεται η επιβολή τέλους υπέρ των δήμων και κοινοτήτων στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμάνια, για κάθε είδους όχημα που επιβιβάζεται σε οχηματαγωγό πλοίο που προορίζεται για λιμάνι του εξωτερικού. Το τέλος που επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και το οποίο μπορεί να αυξάνεται με την όμοια απόφαση μέχρι 10% ετησίως ορίζεται ως εξής για κάθε κατηγορία οχημάτων: α. Για φορτηγά αυτοκίνητα κάθε κατηγορίας από 500 μέχρι 1000 δραχμές. β. Για επιβατηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης από 300 μέχρι 600 δραχμές. γ. Για επιβατηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης (Ι.Χ.) από 100 μέχρι 300 δραχμές. δ. Για δίκυκλα από 50 μέχρι 200 δραχμές. Το ανωτέρω τέλος βαρύνει αυτόν που καταβάλλει το ναύλο και αναγράφεται πάνω στο παραστατικό που εκδίδεται γι΄ αυτόν. Το τέλος εισπράττεται από αυτόν που εκδίδει το παραστατικό και αποδίδεται από τον ίδιο στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα…”. 
4. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄ του π.δ/τος 239/1994, με τίτλο “Τροποποίηση και συμπλήρωση του Π.Δ. 309/1986 “Κατανομή σε τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας” (Φ.Ε.Κ. 136/8.9.1986, τ.Α΄)”, (Φ.Ε.Κ. Α΄ 135), άρθρο που προσετέθη ως άρθρο 6 στο π.δ. 309/1986, ανήκει στην αρμοδιότητα του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως που στρέφονται κατά πράξεων που αφορούν “στην εφαρμογή της νομοθεσίας της σχετικής με την επιβολή φόρων, εισφορών, τελών και συναφών δικαιωμάτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”. 
5. Επειδή, η προσβαλλομένη με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας εξεδόθη κατ΄ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, η οποία παρατίθεται στην 3η σκέψη της παρούσης αποφάσεως και η οποία προβλέπει την επιβολή τέλους υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμένες, με απόφαση των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων, καθώς επίσης και την αύξηση αυτού με όμοιες αποφάσεις. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία αναπροσαρμόσθηκε το ύψος του ανωτέρω τέλους από 1.1.1998, αφ΄ ενός με έχει κανονιστικό χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 3556/1998), και, συνεπώς, νομίμως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφ΄ ετέρου δε αφορά την επιβολή τέλους υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και, συνεπώς, αρμόδιο Τμήμα για την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με την παρατιθεμένη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ΄ του π.δ/τος 239/1994, είναι το ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 3699/1995), στην επταμελή σύνθεση του οποίου νομίμως εισάγεται η υπό κρίση αίτηση προς συζήτηση, λόγω μείζονος σπουδαιότητος της υποθέσεως, κατόπιν της από 16.9.1999 πράξεως του Προέδρου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 εδ. πρώτο του π.δ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) 
6. Επειδή, το πρώτο εκ των αιτούντων, επαγγελματικό σωματείο υπό την επωνυμία “΄Ενωση Εφοπλιστών Ακτοπλοϊας” έχει, σύμφωνα με το καταστατικό του, ως μέλη μεν ναυτιλιακές εταιρείες και φυσικά πρόσωπα που εκμεταλλεύονται, υπό την ιδιότητα του πλοιοκτήτου ή του εφοπλιστού, επιβατηγά πλοία, τα οποία διενεργούν δρομολόγια, μεταξύ άλλων και από λιμένες της Ελλάδος, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο λιμένας της Ηγουμενίτσας, προς λιμένες της Ιταλίας, ως σκοπό δε, μεταξύ άλλων, την προστασία και προαγωγή των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του. Εξ άλλου, η δεύτερη εκ των αιτούντων, εταιρεία υπό την επωνυμία “Μινωϊκές Γραμμές Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία” έχει ως αντικείμενο εργασιών την διενέργεια θαλασσίων μεταφορών, μεταξύ των οποίων και την εκτέλεση δρομολογίων με επιβατηγά/οχηματαγωγά πλοία από λιμένες της Ελλάδος, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο λιμένας της Ηγουμενίτσας, προς λιμένες της Ιταλίας. Επομένως, εφ΄ όσον, λόγω της ιδιότητός των, τα μέλη του αιτούντος σωματείου και η αιτούσα εταιρεία βαρύνονται με την είσπραξη και απόδοση του τέλους το οποίο επιβάλλεται με την προσβαλλομένη απόφαση, ενώ, εξ άλλου, το επίδικο τέλος αυξάνει το κόστος των παρεχομένων από τους αιτούντες υπηρεσιών, με έννομο συμφέρον αυτοί ασκούν την υπό κρίση αίτηση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 6.10.1999 υπόμνημα του καθ΄ ου η υπό κρίση αίτηση Δήμου Ηγουμενίτσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. 
7. Επειδή, περαιτέρω, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν κατά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εφ΄ όσον αυτή θεμελιώνεται επί της αυτής νομικής βάσεως, η δε προσβαλλομένη πράξη, λόγω της κανονιστικής της φύσεως, δεν αφορά κεχωρισμένως και ιδιαιτέρως κάθε έναν από τους αιτούντες (βλ. ΣτΕ 3699/1995). 
8. Επειδή, παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 περ. β) του π.δ/τος 18/1989, παρεμβαίνει στη δίκη, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος ασκεί εποπτεία επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. 
9. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, η οποία παρατίθεται στην 3η σκέψη της παρούσης αποφάσεως, το προβλεπόμενο από αυτήν ειδικό οικονομικό βάρος, υπό την ονομασία “τέλος”, δεν συνιστά αντάλλαγμα κάποιας ιδιαίτερης υπηρεσίας παρεχομένης ειδικώς προς τα πρόσωπα που βαρύνονται με την καταβολή του, αλλά, όπως συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, αυτό επιβάλλεται για την δημιουργία εσόδων, προκειμένου οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως, στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμάνια, να αποκτήσουν την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιουργούνται εντός της εδαφικής των περιφερείας από την διέλευση και στάθμευση μεγάλου αριθμού αυτοκινήτων και ιδιαίτερα να κατασκευάσουν χώρους σταθμεύσεως οχημάτων και να βελτιώσουν τις οδούς προσβάσεως προς τα λιμάνια. Συνεπώς, το ανωτέρω οικονομικό βάρος, επιβαλλόμενο για την εκτέλεση έργων δυναμένων να ωφελήσουν εντελώς αόριστο κύκλο προσώπων και όχι ειδικώς τους βαρυνομένους με την καταβολή του, δηλ. τους κατόχους οχημάτων που επιβιβάζονται σε οχηματαγωγά πλοία με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, δεν έχει τον χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί φόρο (βλ. ΣτΕ 3556/1998). 
10. Επειδή, το Σύνταγμα στο μεν άρθρο 78 παρ. 1 αυτού ορίζει ότι “Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος”, στο δε άρθρο 4 παρ. 5 αυτού ορίζει ότι “Οι ΄Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. 
11. Επειδή, σύμφωνα με την παρατιθεμένη ανωτέρω (3η σκέψη της αποφάσεως) διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, το επίδικο οικονομικό βάρος, το οποίο έχει χαρακτήρα φόρου, επιβάλλεται σε συγκεκριμένη κατηγορία συναλλασσομένων, δηλ. στους συνάπτοντες σύμβαση θαλασσίας μεταφοράς οχήματος από λιμένα του εσωτερικού προς λιμένα του εξωτερικού, από την οποία τεκμαίρεται και η ύπαρξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας των βαρυνομένων (πρβλ. ΣτΕ 986/1982). Με το περιεχόμενο αυτό η ρύθμιση του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 συνάδει προς τις επιταγές των άρθρων 78 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος σχετικά με τα αντικείμενα της φορολογίας και την εξ αυτών τεκμαιρομένη φοροδοτική ικανότητα και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι με την διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 επιβάλλεται φόρος επί αντικειμένου, το οποίο δεν συναρτάται με κάποιο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος αντικείμενα της φορολογίας και από το οποίο, κατά συνέπεια, δεν δύναται να συναχθεί φοροδοτική ικανότητα των βαρυνομένων. 
12. Επειδή, στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία… δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδό-τησης…”.

Κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως δεν αποκλείεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως για τον καθορισμό είτε του ύψους του φόρου είτε του φορολογικού συντελεστού είτε, τέλος, του ποσοστού αυξήσεως των ανωτέρω μεγεθών, εφ΄ όσον με διάταξη τυπικού νόμου καθορίζονται τα όρια εντός των οποίων θα κινηθεί το εξουσιοδοτούμενο όργανο (βλ. ΣτΕ 986/19823793-6/1983). 
13. Επειδή, με το ανωτέρω άρθρο 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 τα οχήματα κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες και ορίζονται κατά κατηγορία οχημάτων κατώτατο και ανώτατο ύψος του επιτρεπομένου να επιβληθεί φόρου, περαιτέρω δε καθορίζεται ανώτατο όριο της δυναμένης να επιβληθεί κατ΄ έτος αυξήσεως (10% επί του ήδη επιβαλλομένου κατά κατηγορία οχημάτων φόρου). Εν όψει του ανωτέρω νομοθετικού πλαισίου, το οποίο καθορίζει τα ανώτατα όρια στα οποία δύναται να ανέλθει το ύψος του φόρου και η ετησία αύξησή του, η παρεχομένη από την ίδια διάταξη εξουσιοδότηση προς τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια να καθορίζουν με απόφασή των, εντός των ανωτέρω ορίων, το ακριβές ύψος του φόρου και την ετησία αύξηση αυτού, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγουμένη σκέψη, δεν αντίκειται στον κανόνα του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος
14. Επειδή, η εκ μέρους του νομοθέτη, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, παροχή στα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμένες, της ευχερείας να επιβάλλουν με απόφασή των τον ως άνω φόρο του οποίου το αντικείμενο, το υποκείμενο και τα ανώτατα όρια στα οποία δύναται να ανέλθουν το ποσόν αυτού και η ετησία αύξησή του καθορίζονται με την ανωτέρω διάταξη, δεν αντίκειται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, οι οποίες δεν αποκλείουν την εκ μέρους του νομοθέτη παροχή στα αρμόδια όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως της εξουσίας να αποφασίζουν εάν και πότε θα επιβάλλουν φόρο προβλεπόμενο υπέρ αυτών από τον νόμο, κατόπιν σταθμίσεως των οικονομικών αναγκών των (βλ. ΣτΕ 986/1982), περαιτέρω δε, ούτε στην διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος αντίκειται, διότι σύμφωνα με αυτήν η εκ μέρους του εξουσιοδοτουμένου οργάνου χρήση της εξουσιοδοτήσεως είναι δυνητική, πλην ορισμένων εξαιρετικών περιπτώσεων στις οποίες δεν ανήκει το αντικείμενο της κρινομένης ρυθμίσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η παροχή ευχερείας προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως προς επιβολή του ανωτέρω φόρου, αντί της ευθείας εκ μέρους του νομοθέτη επιβολής του, αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. 
15. Επειδή, η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ, όπως μετονομάσθηκε η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας [Συνθήκη ΕΟΚ], με το άρθρο Ζ.1 της από 7.2.1992 Συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2077/1992, ΦΕΚ Α΄ 136, και κατά το άρθρο Ρ.2 αυτής ισχύει από 1.1.1993, βλ. ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών υπ΄ αρ. Φ.0546/11/ΑΣ549/ Μ4161/5.11.1993, ΦΕΚ Α΄ 196), στην παρ. 1 του άρθρου 59, το οποίο ανήκει στο Κεφάλαιο 3, υπό τον τίτλο “Οι υπηρεσίες”, ορίζει ότι “Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε Κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής”, στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 60, στο ίδιο κεφάλαιο, ότι “Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτους όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους” και στην παρ. 1 του άρθρου 61, στο πλαίσιο του ίδιου κεφαλαίου, ότι “Η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του Τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές”. Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 84 της Συνθήκης, το οποίο ανήκει στο Τίτλο IV, υπό την ονομασία “Οι μεταφορές”, ορίζεται ότι “Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία εάν, κατά ποιό μέτρο και κατά ποιά διαδικασία, θα είναι δυνατό να θεσπισθούν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές”. Βάσει της τελευταίας διατάξεως εξεδόθη ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 4055/86 του Συμβουλίου της 22.12.1986 “για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών” (ΕΕ L 378, σ. 1), ο οποίος ισχύει από 1.1.1987 (άρθρο 12) και ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 1 αυτού ότι “Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών ισχύει για υπηκόους των κρατών μελών εγκατεστημένους σε κράτος μέλος της Κοινότητας εκτός από το κράτος του αποδέκτη των υπηρεσιών”, στην παρ. 3 του άρθρου 1 ότι “Οι διατάξεις των άρθρων 55 ως 58 και 62 της συνθήκης ισχύουν επί των θεμάτων που καλύπτει ο παρών κανονισμός” και στο άρθρο 8 αυτού ότι “Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκατάστασης, ο παρέχων υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών μπορεί, για την παροχή τους, να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτος μέλος όπου παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους που επιβάλλει το κράτος αυτό στους υπηκόους του”. 
16. Επειδή, ο κανονισμός 4055/86 με τις παρατιθέμενες στην προηγουμένη σκέψη διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 8 αυτού, οι οποίες έχουν διατύπωση ταυτόσημη με αυτές των άρθρων 59 και 60 εδάφιο τρίτο της Συνθήκης αντιστοίχως, καθώς και με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 αυτού καθιστά εφαρμοστέους από 1.1.1987 στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών όλους τους κανόνες της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 5.10.1994, C-381/93, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1994, σ. Ι-5145, σκέψη 13, απόφαση της 14.7.1994, C-379/92, Peralta, Συλλογή 1994, σ.Ι-3453, σκέψη 13, απόφαση της 13.12.1989, C-49/89, Corsica Ferries France, Συλλογή 1989, σ.4441, σκέψη 13). 
17. Επειδή, υποκείμενα του κατ΄ άρθρο 59 της Συνθήκης δικαιώματος της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και, συνεπώς, νομιμοποιούμενοι να επικαλεσθούν τους κανόνες που την διέπουν, είναι όχι μόνον οι υπήκοοι των κρατών μελών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους εκτός αυτού του αποδέκτη των υπηρεσιών, αλλά και φυσικά ή νομικά πρόσωπα έναντι του κράτους όπου αυτά είναι εγκατεστημένα, εφ΄ όσον τα πρόσωπα αυτά παρέχουν υπηρεσίες σε αποδέκτες, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους, και, γενικότερα, όλοι οι παρέχοντες υπηρεσίες επί εδάφους άλλου κράτους μέλους εκτός από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένοι (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 17.5.1994, C-18/93, Corsica Ferries Italia, Συλλογή 1994, σ.Ι-1783, σκέψη 30 και προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 14 και Peralta, σκέψη 41). Επομένως, εφ΄ όσον οι υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών προσφέρονται, τουλάχιστον μερικώς, εξ ορισμού, επί του εδάφους κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο παρέχων τις υπηρεσίες αυτές, ο τελευταίος είναι υποκείμενο του κατά τα άρθρα 59 της Συνθήκης και 1 παρ. 1 του κανονισμού 4055/86 δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα αυτόν (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις του ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 15, Corsica Ferries Italia, σκέψη 30 και Peralta, σκέψη 40). Εν όψει των ανωτέρω, τόσον το πρώτο εκ των αιτούντων σωματείο, μέλη του οποίου παρέχουν υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών μεταξύ της Ελλάδος και της Ιταλίας, όσον και η δεύτερη εκ των αιτούντων ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία παρέχει παρόμοιες υπηρεσίες, νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν, με την υπό κρίση αίτηση, κατά της Ελλάδος, όπου είναι εγκατεστημένοι, ότι η ρύθμιση του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 που παρατίθεται στην 3η σκέψη της παρούσης αποφάσεως, αντίκειται στους κανόνες της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, εφ΄ όσον επιβάλλει οικονομικό βάρος στους κατόχους οχημάτων που επιβιβάζονται σε πλοία, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία τα οχήματα έχουν προορισμό λιμένα του εξωτερικού, θέτοντας, με τον τρόπο αυτό, τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών, από απόψεως κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, σε μειονεκτι-κότερη θέση σε σχέση προς τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εσωτερικών θαλασσίων μεταφορών (βλ. προανα-φερθείσες αποφάσεις του ΔΕΚ, Peralta, σκέψη 42 και Corsica Ferries Italia, σκέψη 21). 
18. Επειδή, η κατοχυρουμένη στο άρθρο 59 της Συνθήκης αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών απαγορεύει, κατ΄ αρχάς, την θέσπιση και εφαρμογή οιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικώς, εμποδίζει την δυνατότητα του παρέχοντος υπηρεσίες να ασκεί πράγματι το δικαίωμά του αυτό (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 16). Περαιτέρω, υπό συνθήκες ενιαίας αγοράς και προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση των στόχων αυτής, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών απαγορεύει, επίσης, την θέσπιση και εφαρμογή οιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών σε ορισμένο τομέα να καθίσταται δυσχερέστερη από την παροχή υπηρεσιών στον ίδιο τομέα, η οποία πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (βλ προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 17). 
19. Επειδή, ο κανονισμός 4055/86 αναφέρεται μόνον στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών (άρθρο 1 παρ. 1 και 4 του κανονισμού 4055/86), ενώ η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ) ρυθμίζεται από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου της 7.12.1992 (ΕΕ L 364, σ. 7) και θα ισχύσει προοδευτικώς στα διάφορα κράτη μέλη, ειδικώς δε στην Ελλάδα θα ισχύσει πλήρως από 1.1.2004 (άρθρο 6 παρ. 3 του κανονισμού 3577/92). Το γεγονός όμως αυτό δεν αποκλείει, κατά το προ της ισχύος του κανονισμού 3577/92 χρονικό διάστημα, την σύγκριση των επιβαρύνσεων τις οποίες επιβάλλει ορισμένο κράτος μέλος στις θαλάσσιες μεταφορές προς άλλα κράτη μέλη με τις επιβαρύνσεις που το ίδιο κράτος μέλος επιβάλλει στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές. Και τούτο διότι ο κανονισμός 3577/92 αφορά μόνον την πρόσβαση επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές (καμποτάζ) και δεν επηρεάζει τους κανόνες οι οποίοι πρέπει να τηρούνται στον τομέα των θαλασσσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψεις 19 και 20). 
20. Επειδή, εν όψει των όσων εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, οι υπηρεσίες στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τα άρθρα 59 της Συνθήκης και 1 παρ. 1 του κανονισμού 4055/86, να παρέχονται υπό όρους δυσμενέστερους εκείνων υπό τους οποίους παρέχονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες σε εσωτερικό επίπεδο, συνιστά δε δυσμενέστερο όρο οιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση, όταν επιβάλλεται είτε αποκλειστικώς είτε σε ποσό υψηλότερο στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ κρατών μελών, ενώ συγχρόνως η επιβάρυνση αυτή δεν επιβάλλεται ή επιβάλλεται σε χαμηλότερο ποσό στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψεις 18, 20). Επομένως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 φορολογικό βάρος, το οποίο επιβάλλεται μόνον στους κατόχους οχημάτων με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, εισάγει διάκριση ανάλογα με το εάν τα πλοία εκτελούν εσωτερικές μεταφορές ή μεταφορές προς άλλα κράτη μέλη και πλήττει αποκλειστικώς τους παρέχοντες υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών από λιμένες της Ελλάδας προς λιμένες άλλων κρατών μελών, όπως είναι τα μέλη του αιτούντος σωματείου και η αιτούσα εταιρεία, τους οποίους θέτει, από της απόψεως του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση προς τους παρέχοντες υπηρεσίες εσωτερικών θαλασσίων μεταφορών, διασφαλίζοντας ειδικό πλεονέκτημα για την εσωτερική αγορά και τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές. Επομένως, το επίδικο φορολογικό βάρος συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών, απαγορευόμενο από τα άρθρα 59 της Συνθήκης και 1 παρ. 1 του κανονισμού 4055/86 (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις ΔΕΚ, Επιτροπή κατά Γαλλίας σκέψη 21, Corsica Ferries Italia σκέψη 37 και Corsica Ferries France, σκέψη 7), 
21. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989 αντίκειται, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, στις διατάξεις του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίες, όπως και οι λοιπές διατάξεις της Συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. β΄ της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας (συνθήκη κυρωθείσα με το άρθρο 1 εδ. α΄ του ν. 945/1979, ΦΕΚ Α΄ 170), αποτελούσαν, ήδη από 1.1.1981, αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής εννόμου τάξεως, δυνάμενες να υπερισχύσουν, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, κάθε αντίθετης νομοθετικής διατάξεως του ελληνικού δικαίου. Η εφαρμογή, όμως, των διατάξεων του άρθρου 59 της Συνθήκης στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών εξηρτάτο, κατ΄ άρθρο 84 παρ. 2 της Συνθήκης, από την ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους του Συμβουλίου, γεγονός που έλαβε χώρα με την έκδοση του Κανονισμού 4055/86, ο οποίος, από την έναρξη της ισχύος του, δηλ. από 1.1.1987, έχει, σύμφωνα με τα άρθρα 189 και 191 της Συνθήκης, άμεσο ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών και υπερισχύει κάθε αντίθετης διατάξεως του εθνικού δικαίου, επομένως και της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 13 του ν. 1828/1989, η οποία είναι, για τον λόγο αυτό, ανίσχυρη, και δεν δύναται να παράσχει έρεισμα για την έκδοση αποφάσεως δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου με αντικείμενο την επιβολή ή την αύξηση του επιδίκου φόρου. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας, η οποία εξεδόθη κατ΄ εξουσιοδότηση της διατάξεως της παρ. 13 του άρθρου 26 του ν. 1828/1989, δηλαδή διατάξεως που ήταν ήδη από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της (3.1.1989) ανίσχυρη και, συνεπώς, ανεφάρμοστη, είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί, κατ΄ αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, ενώ, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον ανωτέρω λόγο, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων. 
Δ ι ά τ α ύ τ α 
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. 
Απορρίπτει την παρέμβαση. 
Ακυρώνει την υπ΄ αρ. 183/1997 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηγουμενίτσας, κατά το αιτιολογικό, 
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, και 
Επιβάλλει συμμέτρως εις βάρος του Δήμου Ηγουμενίτσας και του Δημοσίου την δικαστική δαπάνη των αιτούντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εικοσιοκτώ χιλιάδων (28.000) δραχμών. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 1999 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 29 Ιουνίου 2000. 
Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος