Αριθμός 2258/2011
Αριθμός 2258/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαρτίου 2011, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Ηρ. Τσακόπουλος, Αντ. Σταθάκης, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικ. Ρίπη.
Για να δικάσει την από 8 Νοεμβρίου 2002 αίτηση:
των : 1) Χάνι (Ιωάννη) Φρέιζ του Ατάλλα, 2) Μάχας, συζ. Χάνι Φρέιζ, το γένος Γεωργίου Μπαράμκι, 3) Χανάν, θυγ. Χάνι Φρέιζ, 4) Γεωργίου, υιού Χάνι Φρέιζ, κατοίκων Βηρυττού Λιβάνου, οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Ηλία Λάιο (Α.Μ. 5811), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαργαρίτα Γιαννοπούλου (Α.Μ. 19488), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως ο Υπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με τον Σταύρο Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. πρωτ. ΤΤ.23614/94/31.1.1995 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών περί ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 24887/1992 απόφασής του περί εγγραφής τους στα Μητρώα και Δημοτολόγια του Δήμου Αθηνών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξουσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (507861 και 421733/2002 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 9.3.2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΤΤ23614/94/31.1.1995 αποφάσεως της Διευθύντριας (Προϊσταμένης) της Διευθύνσεως Εσωτερικών της Νομαρχίας Αθηνών, εκδοθείσας «με εντολή Νομάρχη», με την οποία, αφενός μεν ανακλήθηκε η υπ’ αριθ. 24887/1992 απόφαση της Τμηματάρχου (Προϊσταμένης) του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διευθύνσεως Εσωτερικών της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία, υπογραφομένη επίσης «με εντολή Νομάρχη», είχαν εγγραφεί ο πρώτος και ο τέταρτος των αιτούντων στα μητρώα αρρένων του Δήμου Αθηναίων, η δε δεύτερη και τρίτη αυτών στα δημοτολόγια του ίδιου Δήμου και, αφετέρου, διατάχθηκε η διαγραφή τους από τα ανωτέρω μητρώα αρρένων και δημοτολόγια, αντιστοίχως.
3. Επειδή, η αίτηση συζητείται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως, κατόπιν της 504/2011 αποφάσεως του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε στη μείζονα αυτή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας, εν όψει του ζητήματος της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υποθέσεως μετά την θέση σε ισχύ του ν. 3900/2010.
4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ήδη Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης), σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. β του π.δ.18/1989 (Α 8).
5. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 29 του ν. 2721/1999 (Α 112) και την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (Α 222) και όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 (Α 213), ορίζεται ότι «Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού Εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α)… ια) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πλην εκείνων που ανάγονται στην οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών τους, οι οποίες παραμένουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας...». Περαιτέρω, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του αυτού άρθρου 47 του ν. 3900/2010 ορίσθηκε ότι «Το άρθρο 5Α του ν. 702/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001 και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008, αντικαθίσταται ως εξής: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, ια΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση». Ακολούθως, στο άρθρο 50 του ως άνω ν. 3900/2010 προβλέπεται ότι «οι διατάξεις των άρθρων 47 παράγραφοι 1 και 2… καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου αλλά δεν έχουν συζητηθεί, διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία με πράξεις του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, «Το άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαθίσταται ως εξής: 1… 2… 3. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν: α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959 (ΦΕΚ 201 Α΄) και του συναφούς πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του α.ν. 389/1968 (ΦΕΚ 125 Α΄), β) την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας. Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977».
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2119/1993 «Περί μητρώων αρρένων» (Α 23), «1. Σε κάθε δήμο ή κοινότητα του Κράτους τηρείται ειδικό βιβλίο, που ονομάζεται “μητρώο αρρένων” και στο οποίο είναι γραμμένοι οι άρρενες Έλληνες υπήκοοι. Αυτό καταρτίζεται κατ` έτος γεννήσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 17 μέχρι 22. Ο τύπος του καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εσωτερικών». Κατά το άρθρο 2 του ιδίου νόμου, «1. Όλοι οι άρρενες Έλληνες υπήκοοι, που διαμένουν είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό υποχρεούνται να είναι γραμμένοι σε μητρώο αρρένων δήμου ή κοινότητας του Κράτους. Οι ανήλικοι γράφονται στο μητρώο αρρένων του δήμου ή της κοινότητας στο δημοτολόγιο του οποίου είναι γραμμένοι ή οφείλουν να εγγραφούν κατά τις διατάξεις περί κτήσεως δημοτικότητας. Οι ενήλικοι γράφονται στο μητρώο αρρένων του δήμου ή της κοινότητας της προτιμήσεώς τους. 2. Σε κάθε νομαρχία και κάθε στρατολογικό γραφείο τηρείται, επίσης, όμοιο αντίτυπο του μητρώου αρρένων όλων των δήμων και κοινοτήτων, που υπάγονται στην περιφέρειά τους». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 του αυτού νόμου, «1. Όσοι είναι γραμμένοι στα μητρώα αρρένων, χωρίς να έχουν την ελληνική ιθαγένεια, διαγράφονται με απόφαση του νομάρχη. 2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών διαγράφονται όσοι, για οποιονδήποτε λόγο, χάνουν ή κηρύσσονται έκπτωτοι της ελληνικής ιθαγένειας». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ. 497/1991 «Κώδικας Διαταγμάτων για τα Δημοτολόγια» (Α 180), «Δημοτολόγιο τηρείται σε κάθε δήμο και κοινότητα, στο οποίο γράφονται, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή αυτεπαγγέλτως, οι δημότες και των δύο φύλων, κατά οικογένεια, με ιδιαίτερο για κάθε οικογένεια αριθμό». Κατά το άρθρο 2 του ιδίου π.δ., «Στο δημοτολόγιο αναγράφονται ο αριθμός της οικογενειακής μερίδας, ο αύξων αριθμός εγγραφής κάθε μέλους στην οικογενειακή μερίδα, η χρονολογία εγγραφής, το επώνυμο, το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα, το όνομα της μητέρας, η χρονολογία γεννήσεως, η κατοικία, το θρήσκευμα, ο τρόπος και η χρονολογία κτήσεως της Ελληνικής ιθαγένειας και της ιδιότητας του δημότη, το έτος και ο τόπος εγγραφής στα μητρώα αρρένων, η χρονολογία διαγραφής και η αιτιολογία αυτής και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο που προβλέπει ο τύπος των φύλλων του δημοτολογίου». Τέλος, στο άρθρο 9 του εν λόγω π.δ. ορίζονται τα εξής: «1. Η εγγραφή στο δημοτολόγιο αποτελεί την απόδειξη της ιδιότητας του δημότη του δήμου ή της κοινότητας. 2. Τα στοιχεία του ονόματος, η οικογενειακή κατάσταση, ο τόπος, η ημερομηνία και το έτος γεννήσεως καθώς και η Ελληνική ιθαγένεια προκύπτουν από το δημοτολόγιο». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (Α 114), «Κάθε Έλληνας πολίτης είναι δημότης ενός μόνο Δήμου ή μιας μόνο Κοινότητας. Δημότες ενός Δήμου ή Κοινότητας είναι όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο δημοτολόγιο». Στη συνέχεια με τον ίδιο Κώδικα ρυθμίζονται η κτήση της δημοτικότητας (άρθρο 15), η απώλειά της (άρθρο 17) και η τήρηση των δημοτολογίων (άρθρο 18).
7. Επειδή, κατά την γνώμη των Συμβούλων Ηρ. Τσακόπουλου και Αντ. Σταθάκη, καθώς και της Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου, από τις διατάξεις του εδαφίου ια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5Α του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010, και της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, συνάγεται ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοτολογίων και μητρώων αρρένων, η οποία εντάσσεται στη νομοθεσία περί Ο.Τ.Α. (βλ. Σ.τ.Ε. 3840-1/2001, 458/1999, 3758, 1429/1994, 2871/1986, 387/1984 και Α.Ε.Δ. 16/2005), υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, οι σχετικές αποφάσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως, πράξεις, με τις οποίες απαγγέλλεται μεν η διαγραφή από τα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια, η διαγραφή, όμως, αυτή δεν αφορά τους λόγους εγγραφής ή διαγραφής στα εν λόγω αρχεία που προβλέπονται από την δημοτική νομοθεσία αλλ’ ενεργούνται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων που αφορούν την κτήση ή την απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας, υπάγονται στα διοικητικά εφετεία όχι ως διαφορές απορρέουσες από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Ο.Τ.Α. αλλά ως διαφορές σχετικές με την κτήση ή την απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά την γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου και του Συμβούλου Ευθ. Αντωνόπουλου, με τις διατάξεις του εδαφίου ια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010, σκοπήθηκε η μεταφορά στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά εφετεία υποθέσεων συναπτόμενων με την άσκηση αρμοδιοτήτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) που από τη φύση τους εκτείνονται στην εδαφική περιφέρεια του οικείου Ο.Τ.Α. και συνιστούν, κατ’ αρχήν, τοπικές υποθέσεις του. Στις υποθέσεις, άλλωστε, αυτές προσιδιάζει η εκδίκασή τους πλησίον του τόπου όπου αυτές ανακύπτουν. Όμως, η τήρηση των δημοτολογίων και των μητρώων αρρένων είναι από τη φύση της κρατική αρμοδιότητα, με έννομες συνέπειες που εκτείνονται σε όλη την επικράτεια, η ομοιόμορφη δε ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας αποτελεί αντικείμενο ιδιαιτέρου δημοσίου ενδιαφέροντος. Επομένως, για τους λόγους αυτούς, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010, οι διαφορές που δημιουργούνται από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα δημοτολόγια και τα μητρώα αρρένων, όπως η προκειμένη, δεν περιλαμβάνονται στις αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και μεταφέρονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, όπου, μάλιστα, θα δικάζονταν ανεκκλήτως, αλλά εξακολουθούν να υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη του Συμβούλου Κ. Κουσούλη, με τις διατάξεις του εδαφίου ια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010, οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοτολογίων και μητρώων αρρένων υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων μη υποκείμενες, ανεξαιρέτως, σε έφεση, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010. Εξ άλλου, κατά την γνώμη της Παρέδρου Μ. Αθανασοπούλου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοτολογίων και μητρώων αρρένων υπάγονται εν γένει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην δεύτερη ως άνω γνώμη. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες η έκδοση των διοικητικών πράξεων στηρίζεται σε εφαρμογή των διατάξεων περί ελληνικής ιθαγενείας, αρμόδια δικαστήρια είναι τα διοικητικά εφετεία, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
8. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, καμία από τις ως άνω γνώμες δεν σχημάτισε απόλυτη πλειοψηφία. Κατόπιν αυτού, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 34 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, το μέλος με αποφασιστική ψήφο που υποστήριξε την ασθενέστερη (τρίτη) γνώμη προσχώρησε στην πρώτη, η οποία έτσι έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των μελών. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η σχετική δε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι ζητείται μεν η ακύρωση ατομικής πράξεως διοικητικής αρχής που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2119/1993 «Περί μητρώων αρρένων» και του π.δ. 497/1991 «Κώδικας Διαταγμάτων για τα Δημοτολόγια», η προσβαλλόμενη, όμως, πράξη φέρει ως αιτιολογία τη διαπίστωση ότι οι αιτούντες δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Επομένως η αίτηση θα έπρεπε να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο. Το Δικαστήριο, όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, εν όψει και των οριζομένων στο άρθρο 34 παρ. 1, εδάφιο τελευταίο, του ν. 1968/1991 (Α΄150), κρίνει ότι η κρινόμενη υπόθεση πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί στην ουσία.
9. Επειδή, οι αποφάσεις μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων των νομαρχών στους βοηθούς νομάρχες είναι, ως εκ του περιεχομένου τους, κανονιστικές. Κανονιστικό χαρακτήρα έχουν, επίσης, ως εκ του περιεχομένου τους, και οι αποφάσεις μεταβιβάσεως στους βοηθούς νομάρχες του δικαιώματος υπογραφής πράξεων «με εντολή νομάρχη» (βλ. Σ.τ.Ε. 100/2009, 371, 444/2008, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1954, 1956/2000, 716/2001, 1718/2002). Για να λάβουν, συνεπώς, νόμιμη υπόσταση τέτοιες αποφάσεις έπρεπε, υπό την ισχύ του ν. 301/1976 (ΦΕΚ Α΄ 91) και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. β΄ και 3 παρ. 1 αυτού, να δημοσιεύονται με καταχώρηση κυρωμένου αντιγράφου τους σε ειδικό βιβλίο τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία της οικείας νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως και δημοσίευση περιλήψεώς τους, που να περιείχε τα κύρια και ουσιώδη στοιχεία αυτών, σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού (βλ. Σ.τ.Ε. 100/2009, 371, 444/2008, 3473/2003, 450, 419/2004). Εξ άλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, διοικητική πράξη αναρμοδίως εκδοθείσα, νομίμως ανακαλείται από το όργανο που την εξέδωσε, όχι μόνον κατ’ επίκληση της αναρμοδιότητάς του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Τούτο δε προκειμένου να αποκατασταθεί στο νομικό κόσμο η νομιμότητα κατ’ εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση δηλαδή, αυτή, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης καθιστά νόμιμη, εν πάση περιπτώσει, την ανάκλησή της (βλ. ΣτΕ 4046/1999, 4772/1995, 512/1930). Όπως δε έχει κριθεί, την αυτή έννοια έχει και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 95), που άρχισε να ισχύει μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. Ολ. ΣτΕ 1581-2/2010).
10. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση της Διευθύντριας της Διευθύνσεως Εσωτερικών της Νομαρχίας Αθηνών (Τμήμα Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης), εκδοθείσα «με εντολή Νομάρχη», ανακλήθηκαν οι αποφάσεις εγγραφής του πρώτου και τέταρτου των αιτούντων στα μητρώα αρρένων του Δήμου Αθηναίων, καθώς και οι αποφάσεις εγγραφής της δεύτερης και τρίτης των αιτούντων στα δημοτολόγια του ίδιου δήμου, που είχαν εκδοθεί από την Τμηματάρχη (Προϊσταμένη) του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διευθύνσεως Εσωτερικών της ίδιας Νομαρχίας Αθηνών, υπογράφουσα επίσης «με εντολή Νομάρχη». Όμως, ούτε στο προοίμιο της ανακλητικής ούτε των ανακαλουμένων αποφάσεων γίνεται επίκληση αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών περί μεταβιβάσεως αρμοδιότητας ή εξουσίας υπογραφής στα όργανα που εξέδωσαν τις εν λόγω αποφάσεις, ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου η ύπαρξη υποστατής κανονιστικής αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία να μεταβιβάστηκε στα εν λόγω όργανα το δικαίωμα υπογραφής «με εντολή Νομάρχη». Με τα ανωτέρω δεδομένα, αναρμοδίως, σε κάθε περίπτωση, η προαναφερθείσα Τμηματάρχης είχε προβεί στην έκδοση των πράξεων που ανακλήθηκαν. Επομένως, ως εκ της ως άνω αναρμοδιότητας, νομίμως, ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών της ανακλητικής πράξεως, η Διευθύντρια της ως άνω Διευθύνσεως Εσωτερικών προέβη στην ανάκληση των αμέσως ανωτέρω πράξεων, καθώς και στην διαγραφή των αιτούντων από τα μητρώα αρρένων και τα δημοτολόγια του Δήμου Αθηναίων αντίστοιχα (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1581-2/2010). Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι προβαλλόμενοι κατά της ανακλητικής αυτής πράξεως λόγοι ακυρώσεως.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.