Σε περίπτωση που ο ασκών την αγωγή αποζημιώσεως δεν είχε το έννομο συμφέρον που απαιτείται, κατά το άρθρο 64 παρ. 1 του ΚΔιοικ.Δικ όχι μόνον για την κατ’ αρχήν άσκηση της προσφυγής, αλλά και για την προβολή συγκεκριμένων λόγων κατά της πράξεως ή παραλείψεως από την οποία ισχυρίζεται με την αγωγή ότι υπέστη, παρανόμως, ζημία, δεν νομιμοποιείται να προβάλει τους λόγους αυτούς με την αγωγή επιδιώκοντας την αναγνώριση της παρανομίας της πράξεώς ή της παραλείψεως για λόγους, τους οποίους δεν μπορούσε να προβάλει με την προσφυγή.
Αριθμός 2260/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Ιω. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Β. Αραβαντινός, Ά. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Σταθάκης, Όλ. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Κ. Κουσούλης καθώς και η Πάρεδρος Κ. Κονιδιτσιώτου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση:
της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Γ.Α. ΚΟΥΡΗΣ Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στον Ταύρο Αττικής (Δήμητρας 31), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Παναγιώτη Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά των : 1) Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως (Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα (Σισίνη 18), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο Μέλισσα (Α.Μ. 17368), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 2) Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) και ήδη αρμοδιότητας Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Νοταρά 26), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο, 3) Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Σ.Η.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Βουκουρεστίου 20), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Λάζαρο Μπελίτση (Α.Μ. 8230), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 4) Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Στρ. Καλλάρη 5), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ευστράτιο Μαυραγάνη (Α.Μ. 5463 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 5) Ενώσεως Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα (Βουκουρεστίου 36), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Αντώνιο Ρουπακιώτη (Α.Μ. 2639), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο και 6) Ενώσεως Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλονίκης και Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Κ. Ντηλ 29), η οποία παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ευστράτιο Μαυραγάνη, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
και κατά των παρεμβαινουσών: 1) Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (Ε.Ι.ΤΗ.Σ.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 10), 2) Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Ι.Η.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Μουρούζη 14), οι οποίες δεν παρέστησαν και 3) εταιρείας με την επωνυμία «ΝΕΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ», που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής (Βιλτανιώτη 36), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαρία Κατζουράκη (Α.Μ. 18099), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 3873/2009 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1542/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή, Σύμβουλο Ευθ. Αντωνόπουλο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια της παρεμβαίνουσας εταιρείας που παρέστη και τους πληρεξουσίους των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2569405, 3618050, 2569430 και 3618087 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Άννας Καλογεροπούλου και Κωνσταντίνας Φιλοπούλου, τακτικών μελών της συνθέσεως, που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνουν μέρος αντ’ αυτών στην διάσκεψη ως τακτικά μέλη οι Σύμβουλοι Βασίλειος Αραβαντινός και Κωνσταντίνος Κουσούλης, αναπληρωματικά μέχρι τώρα μέλη της συνθέσεως (βλ. το 36/2012 πρακτικό διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου).
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1542/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 6225/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 27.6.2002 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή ζητούσε α) να αναγνωρισθεί ότι όλοι οι απασχοληθέντες και απασχολούμενοι στην επιχείρησή της εκδόσεως εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων, συντάκτες και εν γένει δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι λοιπών ειδικοτήτων, υπάγονται στην επικουρική ασφάλιση του Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως (Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.), ανεξαρτήτως αν είναι μέλη της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Σ.Η.Ε.Α.) ή άλλου επαγγελματικού σωματείου, β) να υποχρεωθεί ο Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. να ασφαλίσει τα ως άνω απασχολούμενα από την αναιρεσείουσα πρόσωπα, γ) να αναγνωρισθεί ότι κανένας από τους απασχολούμενους ή μέλλοντες να απασχοληθούν στην επιχείρησή της δεν είναι ασφαλιστέος στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων [«Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» («Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.»), καθολικό διάδοχο του οποίου (κλάδου) αποτελεί το συσταθέν με το άρθρο 6 του ν. 3029/2002, Α΄ 160, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.)], δ) να αναγνωρισθεί ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της από το Ι.Κ.Α., για την επικουρική ασφάλιση των εργαζομένων σε αυτήν, εισφορές και πρόσθετες εισφορές, συνολικού ύψους 1.487.734,01 ευρώ, ε) να αναγνωρισθεί ότι αδικαιολογήτως καταβλήθηκε εκ μέρους της στο Ι.Κ.Α., σε μερική εξόφληση του πιο πάνω ποσού, το ποσό των 1.048.734,01 ευρώ, στ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ι.Κ.Α. να της καταβάλει νομιμοτόκως το καταβληθέν ποσό ως αποζημίωση, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζ) να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει στο Ι.Κ.Α. το υπόλοιπο μη καταβληθέν ποσό και η) να υποχρεωθούν ο Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. και το Ι.Κ.Α. να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 500.000 ευρώ, νομιμοτόκως, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της σχετικής παράνομης συμπεριφοράς τους.
4. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 3873/2009 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε κατ’ αρχάς ότι ορθώς απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, και η σχετική κρίση επικυρώθηκε σιωπηρώς από την προσβαλλόμενη απόφαση, όλα τα αιτήματα της αγωγής της αναιρεσείουσας, που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη και αφορούν σε ζητήματα αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, και ότι ορθώς το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς περιορίσθηκε στα αιτήματα της αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Ι.Κ.Α. να καταβάλει στην αναιρεσείουσα νομιμοτόκως το ποσό των 1.048.734,01 ευρώ ως αποζημίωση, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και της καταβολής ποσού 500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εις ολόκληρον από το Ι.Κ.Α. και τον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. λόγω της παράνομης, κατά την αναιρεσείουσα, συμπεριφοράς τους. Στη συνέχεια με την ανωτέρω απόφαση του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του ποσού της διαφοράς, καθώς και από άποψη δικαιοδοσίας, όσον αφορά τον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., ο οποίος, ως προς τα ζητήματα υπαγωγής στην ασφάλισή του ενεργεί ως οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως, καίτοι από τον ιδρυτικό του νόμο χαρακτηρίζεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 5/2002), και απορρίφθηκε παρέμβαση του σωματείου «Ένωση Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας», η οποία ασκήθηκε για πρώτη φορά στην αναιρετική δίκη. Περαιτέρω, με την προαναφερθείσα απόφαση του Α΄ Τμήματος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 100 παρ. 5 του Συντάγματος και 14 παρ. 2 και 4 του π.δ/τος 18/1989, προς επίλυση το ζήτημα της αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 του αν.ν. 248/1967 (Α΄ 243), με την οποία προβλέπεται, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή εργαζομένων στην ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., η εγγραφή των στις οικείες επαγγελματικές οργανώσεις, προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ενόψει και της υπ’ αριθ. 65/2003 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία είχε κριθεί ότι η διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του αν.ν. 248/1967 έχει καταργηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79).
5. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει κατ’ άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 2479/1997 (Α΄ 67) το πρώτον στη δίκη ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το από 25.11.2010 δικόγραφο, η εταιρεία με την επωνυμία «ΝΕΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.», η οποία είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στην οποία τίθεται, όπως και στην παρούσα δίκη, ζήτημα αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 του Α.Ν. 248/1967 προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος.
6. Επειδή, η παρέμβαση, την οποία άσκησε για πρώτη φορά στην αναιρετική δίκη το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών», είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2479/1997.
7. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 63 παρ. 1 ότι «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή» και στο άρθρο 64 παρ. 1 ότι «Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος : α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου». Περαιτέρω, ο ίδιος Κώδικας ορίζει στο άρθρο 71 παρ. 1 «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και στο άρθρο 78 ότι «… αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη αν, κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής, δεν ασκήθηκε το από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα. Στην περίπτωση αυτήν, κατά την εκδίκαση της αγωγής έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 80». Τέλος, κατά το άρθρο 80 παρ. 2 του ανωτέρω Κώδικα «… αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής».
8. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημιώσεως τα διοικητικά δικαστήρια, αν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς την νομιμότητα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, ελέγχουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της πράξεως ή της παραλείψεως αυτής. Συνεπώς, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες κατά της διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας, η οποία δεν έχει ασκηθεί, ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω πράξεως ή παραλείψεως από το δικαστήριο της αγωγής αποζημιώσεως γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες ρυθμίζουν την προσφυγή. Ενόψει τούτου, σε περίπτωση που ο ασκών την αγωγή αποζημιώσεως δεν είχε το έννομο συμφέρον, που απαιτείται, κατά την έννοια του άρθρου 64 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όχι μόνον για την κατ’ αρχήν άσκηση προσφυγής, αλλά και για την προβολή συγκεκριμένων λόγων κατά της πράξεως ή της παραλείψεως από την οποία ισχυρίζεται με την αγωγή ότι υπέστη, παρανόμως, ζημία, δεν νομιμοποιείται να προβάλει τους λόγους αυτούς με την αγωγή, επιδιώκοντας την αναγνώριση της παρανομίας της πράξεως ή της παραλείψεως για λόγους, τους οποίους δεν μπορούσε να προβάλει με την προσφυγή.
9. Επειδή, με τον α.ν. 248/1967 «Περί συστάσεως Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως …» (Α΄ 243) ορίσθηκε με το μεν άρθρο 1 ότι «Από 1ης Ιανουαρίου 1968 η επικουρική ασφάλισις των μελών των υφισταμένων Ενώσεων : α) Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, β) Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης, γ) Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και δ) Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλονίκης, … ασκείται υφ’ ενιαίου φορέως. Προς τούτο …, συνιστάται Οργανισμός υπό τον τίτλον «Ενιαίος Δημοσιογραφικός Οργανισμός Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως», …», με το δε άρθρο 3 παρ. 1, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 1 του ν. 712/1977 (Α΄ 283), ότι «Εις την ασφάλισιν του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. υπάγονται υποχρεωτικώς, … άπαντα τα μέλη … των εν άρθρω 1 του παρόντος αναφερομένων Ενώσεων. …». Εξάλλου, με τον ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (Α΄ 79) ορίσθηκε στο μεν άρθρο 31 παρ. 2 ότι «Κάθε διάταξη νόμου που κατοχυρώνει, περιορίζει ή εξαρτά το δικαίωμα της εργασίας στον Τύπο και την παροχή στους εργαζομένους σ’ αυτόν παρεπομένων της εργασίας τους δικαιωμάτων από τη συμμετοχή τους ή μη σε συγκεκριμένη επαγγελματική οργάνωση ή από την υπαγωγή τους στο ν. 1186/1981 ή σε ορισμένο ασφαλιστικό φορέα καταργείται», στο δε άρθρο 1 παρ. 2 ότι «Δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός : α) Για τις δημοσιογραφικές οργανώσεις, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 12, 14, 15, 19, 20 με εξαίρεση το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1, 21, 22, 23 και 26, β) …».
10. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας καταλογίστηκαν από όργανα του αναιρεσιβλήτου Ι.Κ.Α., με πράξεις επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.), πράξεις επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) και πράξεις επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων (Π.Ε.Π.Α.Ε.), αντιστοίχως, εισφορές και πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών, για την ασφαλιστική τακτοποίηση ή συμπληρωματική ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. των απασχολούμενων σε αυτήν μισθωτών (δημοσιογράφων, υπαλλήλων γραφείου, εργατών, τηλεφωνητών, καθαριστών κ.λπ.) κατά τη χρονική περίοδο 1995-2000, καθώς και πρόστιμα λόγω της μη καταχώρησης εργαζομένων της στο Ειδικό Βιβλίο Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού. Το τελικό ποσό της συνολικής επιβάρυνσης της αναιρεσείουσας ανήλθε, κατά τους ισχυρισμούς της, σε 1.487.033,60 ευρώ, από το οποίο ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το ποσό των 1.048.734,01 ευρώ. Με την αγωγή που άσκησε, όπως αυτή αναπτύχθηκε με το υπόμνημά της, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του αν.ν. 248/1967, με την οποία προβλέπεται, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή εργαζομένων στην ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., η εγγραφή των στις οικείες επαγγελματικές οργανώσεις, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 5, 12, 22 και 23 του Συντάγματος, καθόσον οδηγεί σε καταστρατήγηση της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση, καθώς και της ισότητας πρόσβασης στο δημοσιογραφικό επάγγελμα και της ισότητας ευκαιριών επαγγελματικής πρόσληψης, ενόψει και του ότι ο εργοδότης που θα προσλάμβανε αυτά τα πρόσωπα θα επιβαρυνόταν με την καταβολή υψηλότερων εργοδοτικών εισφορών στο Ι.Κ.Α. και με σημαντικές προσαυξήσεις σε περίπτωση μη καταβολής ή εκπρόθεσμης καταβολής των εισφορών, περαιτέρω δε θίγει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία, διότι οδηγεί σε έμμεσο εξαναγκασμό των εργαζομένων να συνδικαλισθούν και μάλιστα μετέχοντες σε συγκεκριμένα σωματεία. Επίσης, ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του αν.ν. 248/1967, που προϋποθέτει, για την υπαγωγή εργαζομένων στην ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., την εγγραφή τους στις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχει καταργηθεί με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1264/1982, με την οποία απαγορεύθηκε και από το νομοθέτη η ήδη απαγορευόμενη από το Σύνταγμα εξάρτηση της υπαγωγής των δημοσιογράφων σε ορισμένο ασφαλιστικό οργανισμό από την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους συγκεκριμένων επαγγελματικών σωματείων. Ενόψει των ανωτέρω, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι παρανόμως τα όργανα του Ι.Κ.Α. της καταλόγισαν το ανωτέρω ποσό εισφορών και λοιπών επιβαρύνσεων, το οποίο κατέβαλε και το οποίο οφείλει το Ι.Κ.Α. να της επιστρέψει, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105, 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι λόγω της παράνομης συμπεριφοράς αφενός των οργάνων του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., που αρνούνται να ασφαλίσουν τους εργαζόμενους στην επιχείρησή της, οι οποίοι δεν είναι εγγεγραμμένοι σε επαγγελματικά σωματεία, και αφετέρου των οργάνων του Ι.Κ.Α., που καταλόγισαν σε βάρος της ασφαλιστικές εισφορές, έχει υποστεί τεράστια ηθική βλάβη, καθόσον ως δημοσιογραφική επιχείρηση εμφανίζεται στον δημοσιογραφικό κόσμο, αλλά και στο ευρύ κοινό, ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της καταβολής εισφορών και ασφάλισης των εργαζομένων της και ότι οφείλει μεγάλα ποσά στο Ι.Κ.Α., ενώ ο διαχειριστής της βρίσκεται συχνά στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Η αγωγή απερρίφθη με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε τους ίδιους ως άνω λόγους. Η έφεση απερρίφθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του αν.ν. 248/1967, σύμφωνα με την οποία η ασφάλιση των εργαζομένων δημοσιογράφων (και του λοιπού υπαγομένου σε αυτόν προσωπικού) στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. εξαρτάται από τη συμμετοχή τους ή μη στις αντίστοιχες επαγγελματικές οργανώσεις, δεν έχει καταργηθεί από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1264/1982. Περαιτέρω, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι η υπαγωγή στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. (και ήδη, κατά τον χρόνο που έκρινε το δικαστήριο, στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), ως προς την επικουρική ασφάλιση, των απασχολουμένων στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας μισθωτών, λόγω μη εγγραφής τους στην οικεία συνδικαλιστική ένωση, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος και ότι, ως εκ τούτου, η επιβολή εις βάρος της, για τους εν λόγω εργαζομένους, εισφορών, με τις σχετικές καταλογιστικές πράξεις, παρίστατο νόμιμη, όπως ορθά είχε κρίνει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο ισχυρισμός δε της αναιρεσείουσας ότι μόνη η επαγγελματική απασχόληση των εργαζομένων σε αυτήν ως δημοσιογράφων καθιστά αυτούς ασφαλιστέους στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. και, κατά συνέπεια, εξαιρουμένους από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (και ήδη Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), ήταν, κατά το Διοικητικό Εφετείο, απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον δεν προέκυπτε ότι οι εργαζόμενοι αυτοί είχαν εγγραφεί στην οικεία επαγγελματική ένωση δημοσιογράφων ή είχαν υποβάλει σχετική αίτηση για την εγγραφή τους. Τέλος, το Διοικητικό Εφετείο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, κατά τον οποίο, ενόψει του ότι ο Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. εισέπραττε ανεπιφυλάκτως το τέλος αγγελιοσήμου, που του κατέβαλε, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι ουδέν οφείλει για την ασφάλιση του προσωπικού της, απέρριψε, με την αιτιολογία ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 15 του αν.ν. 248/1967 με την ονομασία «αγγελιόσημο» πόρος, δεν αποτελεί εργοδοτική εισφορά, αλλά έσοδο των ασφαλιστικών ταμείων, το οποίο καταβάλλεται από τους διαφημιζομένους και εισπράττεται από τους διαφημίζοντες (τύπο, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κ.λπ.), οι οποίοι το αποδίδουν στα ασφαλιστικά ταμεία.
11. Επειδή, όπως προκύπτει από τα παρατεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η αναιρεσείουσα εταιρεία αμφισβήτησε την νομιμότητα αφενός μεν των πράξεων οργάνων του Ι.Κ.Α., με τις οποίες είχαν επιβληθεί εις βάρος της εισφορές και πρόσθετες εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση ή συμπληρωματική ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. εργαζομένων στην επιχείρησή της, καθώς και πρόστιμο λόγω μη καταχώρισης εργαζομένων στο βιβλίο νεοπροσλαμβανομένων, και αφετέρου της παραλείψεως των οργάνων του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. να ασφαλίσουν αυτά τους εν λόγω εργαζομένους, προβάλλοντας ότι οι απασχολούμενοι στην επιχείρησή της έπρεπε να ασφαλισθούν στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., διότι οι διατάξεις της διέπουσας τον οργανισμό αυτό νομοθεσίας (άρθρο 3 παρ. 1 του αν.ν. 248/1967), οι οποίες προβλέπουν ότι στον εν λόγω οργανισμό ασφαλίζονται μόνον όσοι εργαζόμενοι στον τύπο είναι μέλη των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων, αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος, που προστατεύουν την ισότητα, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το δικαίωμα κοινωνικής ασφαλίσεως και την συνδικαλιστική ελευθερία των εργαζομένων, ενώ, εξάλλου, οι διατάξεις αυτές έχουν καταργηθεί με την μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1264/1982, με την οποία απαγορεύθηκε και από το νομοθέτη η ήδη απαγορευόμενη από το Σύνταγμα εξάρτηση της υπαγωγής των εργαζομένων στον τύπο σε ορισμένο ασφαλιστικό οργανισμό από την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους συγκεκριμένων επαγγελματικών σωματείων. Το συμφέρον, όμως, της αναιρεσείουσας να προβάλει τους συγκεκριμένους αυτούς λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην παραβίαση από τις διέπουσες την ασφάλιση στον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό διατάξεις δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα όχι υπέρ του εργοδότη επιχειρηματία, αλλά υπέρ των εργαζομένων, [καταστρατήγηση της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας, της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση, της ισότητας πρόσβασης στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, της ισότητας ευκαιριών επαγγελματικής πρόσληψης, του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας], και στην ισχύ των εν λόγω διατάξεων, που παραβιάζουν, κατά την αναιρεσείουσα, τα δικαιώματα αυτά, δεν είναι άμεσο, αλλά έμμεσο, διότι παρεμβάλλεται το συμφέρον των εργαζομένων στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, οι οποίοι και μόνον θα είχαν άμεσο έννομο συμφέρον να προβάλουν τους συγκεκριμένους λόγους ασκώντας τα οικεία ένδικα βοηθήματα. Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα εταιρεία δεν είχε άμεσο έννομο συμφέρον, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη, να προβάλει τους ανωτέρω λόγους, η αγωγή της, η οποία στηριζόταν στην ενόψει των λόγων αυτών παρανομία των πράξεων των οργάνων του Ι.Κ.Α. και της παραλείψεως των οργάνων του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. να ασφαλίσουν τους απασχολουμένους στην επιχείρησή της, ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ότι νομίμως είχε απορριφθεί πρωτοδίκως. Και τούτο ανεξαρτήτως αν παραδεκτώς είχε ασκηθεί η αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., κατ’ επίκληση παραλείψεώς του να ασφαλίσει τους απασχολουμένους στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας εργαζομένων, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεσθεί, συγχρόνως, και συγκεκριμένες δικές της ενέργειες για την ασφάλιση των εργαζομένων της στον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό και πράξεις οργάνων του εν λόγω οργανισμού απορριπτικές αιτήματος ασφαλίσεως των εργαζομένων ή παραλείψεις των οργάνων αυτών να αποφανθούν επί σχετικών αιτημάτων, αλλά είχε περιορισθεί να προβάλει με την αγωγή της αορίστως ότι ο ανωτέρω ασφαλιστικός οργανισμός «αρνείται παράνομα και αυθαίρετα μέχρι και σήμερα να ασφαλίσει … τους δημοσιογράφους που εργάζονταν [στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας] και οι οποίοι δεν είναι μέλη της ΕΣΗΕΑ. Σε όλες τις επανειλημμένες δε σχετικές οχλήσεις και διαμαρτυρίες [της] [ο Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.] εμμένει στην παράνομη αλλά και παράλογη άποψη ότι προϋπόθεση για την υπαγωγή δημοσιογράφων σε αυτόν είναι να είναι αυτοί συνδικαλισμένοι στην ΕΣΗΕΑ και ότι δημοσιογράφοι μη μέλη της ΕΣΗΕΑ είναι ασφαλιστέοι στο ΙΚΑ (ΤΕΑΜ)» και ότι τα όργανα του ανωτέρω ασφαλιστικού οργανισμού «αρνούνται πεισματικά να εφαρμόσουν τα ανωτέρω άρθρα του Συντάγματος … και να ασφαλίσουν τους εργαζομένους [στην αναιρεσείουσα] δημοσιογράφους». Ενόψει τούτων, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία πλήσσεται η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως με την προβολή των ίδιων ως άνω λόγων, είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
12. Επειδή, κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Βηλαρά, Ι. Γράβαρη, Ηρ. Τσακόπουλου, Ε. Κουσιουρή, Α. Σταθάκη, Ο. Ζύγουρα, Θ. Αραβάνη και Κ. Πισπιρίγκου, σε περίπτωση εκδόσεως από τα όργανα συγκεκριμένου ασφαλιστικού οργανισμού πράξεως επιβολής εισφορών σε βάρος εργοδότη για την απασχόληση από αυτόν εργαζομένων, οι οποίοι αμφισβητούν την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του εν λόγω οργανισμού, οι εργαζόμενοι νομιμοποιούνται ασφαλώς, για την προστασία των συνδεομένων με την υπαγωγή τους στην ασφάλιση δικαιωμάτων, να αμφισβητήσουν, είτε ευθέως είτε παρεμπιπτόντως, ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, την νομιμότητα της πράξεως επιβολής εισφορών. Ωστόσο, το ζήτημα της υπαγωγής του απασχολούμενου από τον προαναφερόμενο εργοδότη προσωπικού στην ασφάλιση του ενός ή του άλλου ασφαλιστικού οργανισμού αφορά εξ ίσου άμεσα και τα δικαιώματα του εν λόγω εργοδότη, εφόσον αυτός είναι ο υπόχρεως, έναντι των ασφαλιστικών αυτών οργανισμών, στην καταβολή των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών, το ύψος μάλιστα των οποίων ποικίλλει ανά ασφαλιστικό φορέα και μπορεί να είναι πολύ ευνοϊκότερο, ιδίως, σε περίπτωση υπάρξεως υπέρ του φορέα ή των φορέων, στην ασφάλιση των οποίων θα έπρεπε να υπαχθεί το ως άνω προσωπικό, ευνοϊκών ρυθμίσεων, βάσει των οποίων σημαντικό μέρος του βάρους της χρηματοδοτήσεως της ασφαλίσεως των υπαγομένων στην ασφάλισή τους έχει μετακυλισθεί σε τρίτους. Συνεπώς, και ο βαρυνόμενος με την καταβολή των εισφορών εργοδότης έχει δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 64 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξεως επιβολής σε βάρος του ασφαλιστικών εισφορών για το απασχολούμενο από αυτόν προσωπικό, καθώς και να ζητήσει, με την άσκηση σχετικής αγωγής, την επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών, που κατεβλήθησαν από αυτόν σε ορισμένο ασφαλιστικό οργανισμό άνευ νομίμου αιτίας, και, συγκεκριμένα, διότι το απασχολούμενο από τον εν λόγω εργοδότη προσωπικό εσφαλμένα είχε υπαχθεί στην ασφάλιση του οργανισμού, στον οποίο κατεβλήθησαν οι εργοδοτικές εισφορές. Δεν κωλύεται δε ο αυτός εργοδότης, στο πλαίσιο της επίμαχης διαφοράς σχετικά με την ικανοποίηση του ως άνω δικαιώματός του, να επικαλεσθεί και διατάξεις τεθειμένες, κατ’ αρχήν, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων. Περαιτέρω, κατά την γνώμη των Συμβούλων Α. Ντέμσια, Β. Καλαντζή και Β. Αραβαντινού, υφίσταται πάντοτε έννομο συμφέρον του εργοδότη επ’ ευκαιρία προσβολής πράξεως επιβολής εισφορών σε βάρος του για τους εργαζομένους που απασχολεί, είτε ευθέως με προσφυγή είτε παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο ασκήσεως από αυτόν αγωγής αποζημιώσεως, για την προβολή λόγων που αφορούν στην υπαγωγή των εργαζομένων αυτών σε συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα. Συνεπώς, κατά τις μειοψηφούσες αυτές γνώμες, θα έπρεπε να εξετασθούν τα τιθέμενα με τους προβαλλομένους λόγους αναιρέσεως ζητήματα.
13. Επειδή, εφόσον απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως, είναι απορριπτέα και η ασκηθείσα από την εταιρεία με την επωνυμία «ΝΕΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.» παρέμβαση, με την οποία προβάλλονται οι ίδιοι λόγοι περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3 παρ. 1 του Α.Ν. 248/1967.
14. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, δεν επιβάλλει δικαστική δαπάνη στους διαδίκους που ηττώνται.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Απορρίπτει τις παρεμβάσεις της εταιρείας «ΝΕΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.» και του σωματείου «Ένωση Ιδιοκτητών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών».
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Δεν επιβάλλει δικαστική δαπάνη στους διαδίκους που ηττώνται.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 και στις 20 Φεβρουαρίου 2012
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας