ΣτΕ 248/2008, Ολομ.,ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ, ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΚΩΝ, ΤΟΚΟΣ, Στη φορολογική προσφυγή καταβολής αχρεωστήτων φόρων επιτρέπεται να σωρευθεί και αίτημα καταβολής των τόκων.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 248/2008  , ΣτΕ Ολομ.
 
περιληψη :
  Με τις 247-8/2008 αποφάσεις της Ολομελείας κρίθηκε ότι ο φορολογούμενος, μετά την ισχύ του Ν. 1406/1983, επιτρέπεται, καταρχήν, να σωρεύσει στην προσφυγή του αφ’ ενός αίτημα επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου και αφ’ ετέρου αίτημα καταβολής τόκων για τον αχρεωστήτως, κατ’ αυτόν, καταβληθέντα φόρο. Τούτο διότι η υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων, νόμιμων ή υπερημερίας, για χρέος του, το οποίο απορρέει από την υποχρέωσή του να επιστρέψει φόρους κλπ. που έχουν καταβληθεί, είναι παρεπόμενη του πιο πάνω χρέους.

 

Αριθμός 248/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλιας, Αθ. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ελ. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Β. Γρατσία, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλο, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 1η Ιουλίου 1999 αίτηση:
της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία “ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Βασ. Σοφίας και Μεσογείων 2 – Πύργος Αθηνών), καθολικής διαδόχου της διασπασθείσης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ – ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” (ΕΚΟ ΑΒΕΕ), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Θεοδ. Ζώη (Α.Μ. 15757), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Χρ. Αυγερινού, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 1274/2002 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρία επιδιώκει να αναιρεθεί η 541/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν. Σκλία.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αναιρεσείουσας εταιρίας, η οποία δήλωσε ότι η επωνυμία της αιτούσας τροποποιήθηκε, κατόπιν τροποποιήσεως του καταστατικού της και από την 1-6-2005 είναι “ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ” με διακριτικό τίτλο «ΕΚΟ ΑΒΕΕ», χωρίς μεταβολή της νομικής προσωπικότητάς της και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (1952817 και 1952818/1999 διπλότυπα της ΔΟΥ ενσήμων και δικαστικών εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (045545 έτους 1999 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα ζητεί να αναιρεθεί η 541/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεσή της κατά της 2919/1996 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας, είχε ακυρωθεί η 47529/10.1.1992 πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών και είχε απορριφθεί η προσφυγή της, κατά το μέρος που ζητούσε να της επιδικαστούν τόκοι επί ποσού φόρου προστιθέμενης αξίας 96.433.894 δρχ., το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, αχρεωστήτως είχε καταβάλει. Με την πιο πάνω πράξη είχε απορριφθεί αίτημα της αναιρεσείουσας να ανακληθούν ενμέρει οι δηλώσεις της (περιοδικές και εκκαθαριστική) φόρου προστιθέμενης αξίας έτους 1988, να της επιστραφεί το παραπάνω ποσό φόρου και να της επιδικαστούν τόκοι επί του πιο πάνω ποσού από 27.12.1991.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 1274/2002 παραπεμπτικής απόφασης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου να κριθεί, μεταξύ άλλων, το ζήτημα αν ο φορολογούμενος επιτρέπεται να σωρεύσει στην προσφυγή του, με την οποία ζητεί την επιστροφή φόρων ως αχρεωστήτως καταβληθέντων και αίτημα να του καταβληθούν τόκοι για την παραπάνω απαίτησή του μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983. Η αίτηση ασκείται παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, ερευνητέα.
4. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 περίπτ. ε΄ του ν.δ. 4486/1965 ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών φορολογικών (ήδη διοικητικών) δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογουμένου για την επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών κλπ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε διαφορές, οι οποίες έχουν αντικείμενο την επιστροφή φόρων κλπ., που έχουν καταβληθεί, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση, εν όλω ή εν μέρει, ή την επιστροφή φόρων κλπ. για άλλη αιτία, προβλεπόμενη από το φορολογικό νόμο. Η υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων, νόμιμων ή υπερημερίας, για χρέος του, το οποίο απορρέει από την υποχρέωσή του να επιστρέψει φόρους κλπ. που έχουν καταβληθεί, είναι παρεπόμενη του πιο πάνω χρέους. Αν το χρέος αυτό απορρέει από σχέση δημόσιου δικαίου, όπως η φορολογική, η αμφισβήτηση, ως προς την παρεπόμενη αυτή υποχρέωση συνιστά διοικητική διαφορά. Συνεπώς, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτημα να του επιστραφούν οι πιο πάνω φόροι, ή, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983, με αίτημα να του καταβληθούν τόκοι για την παραπάνω απαίτησή του. Ο φορολογούμενος επιτρέπεται, καταρχήν, να σωρεύσει στην προσφυγή του τα πιο πάνω δύο αιτήματα.
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ήδη αναιρεσείουσα εταιρία κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1.1 έως 31.12.1988) είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία πετρελαιοειδών και συναφών προϊόντων. Κατά την πιο πάνω διαχειριστική περίοδο, με βάση τα δεδομένα των δηλώσεών της, πραγματοποίησε συνολικές πράξεις φορολογητέων εκροών και εισροών 8.682.781.355 δρχ. Την ίδια περίοδο κατέβαλε συνολικό φόρο προστιθέμενης αξίας εισροών (για αγορές αγαθών και υπηρεσιών) 516.167.182 δρχ. Προσδιόρισε δε τον εκπιπτόμενο φόρο εισροών (για πράξεις πώλησης με δικαίωμα έκπτωσης) σε 419.733.288 δρχ. και το ποσό του φόρου που δεν έπρεπε να εκπέσει (με βάση το άρθρο 37 του ν. 1642/1986, το οποίο αφορούσε παραδόσεις πετρελαιοειδών, δηλαδή πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης) σε 96.433.894 δρχ. Έτσι, η αναιρεσείουσα, από το φόρο των εκροών της (πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών), που ανερχόταν σε 825.220.392 δρχ., εξέπεσε ποσό 419.733.288 δρχ. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με αίτησή της (από 27.12.1991) προς τη φορολογική αρχή ανακάλεσε ενμέρει τις πιο πάνω δηλώσεις της και ζήτησε την έκπτωση και του υπόλοιπου ποσού φόρου επί των κοινών εισροών της που είχε καταβάλει (δηλαδή ποσού 96.433.894 δρχ.), καθώς και την επιστροφή σ’ αυτήν του αντίστοιχου ποσού φόρου, το οποίο, κατά την άποψή της, αχρεωστήτως είχε καταβληθεί. Ζήτησε επίσης να της καταβληθούν, από 27.12.1991 (οπότε είχε υποβάλει στη φορολογική αρχή την πιο πάνω αίτηση για ανάκληση των δηλώσεών της και επιστροφή του φόρου), νόμιμοι τόκοι επί του παραπάνω ποσού των 96.433.894 δρχ., με επιτόκιο 34% ετησίως. Με την επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής απορρίφθηκε η πιο πάνω αίτηση της αναιρεσείουσας. Ως προς την ανάκληση των δηλώσεων και την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του πιο πάνω ποσού, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι νομίμως η αναιρεσείουσα, ανακαλώντας τις δηλώσεις της, λόγω νομικής πλάνης, είχε ζητήσει την έκπτωση ολόκληρου του ποσού του φόρου που είχε καταβάλει για τις κοινές πιο πάνω εισροές της. Με τις σκέψεις δε αυτές απέρριψε την έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή, με την ίδια αιτιολογία, η προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της πιο πάνω πράξης της φορολογικής αρχής. Ήδη η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, έχει καταστεί αμετάκλητη, μετά την απόρριψη, με τη 2989/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αίτησης αναίρεσης που είχε ασκήσει το Δημόσιο.
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το αίτημα για την επιδίκαση τόκων, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 (παρ. 1 και 2), 2 (παρ. 2 και 3) και 4 του ν. 1406/1983 συνάγεται ότι η αγωγή ασκείται αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις του π.δ. 341/1978, και δεν μπορεί να σωρευθεί με προσφυγή, με την οποία ζητείται επιστροφή φόρου». Με τις σκέψεις δε αυτές επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε απορρίψει το πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας, κρίνοντας ότι στην προσφυγή με αίτημα την επιστροφή φόρου δεν μπορεί να περιέχεται και αίτημα για επιδίκαση νόμιμων τόκων στο οφειλόμενο ποσό, αίτημα που μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο μόνο καταψηφιστικής αγωγής. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 4, η κρίση αυτή του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη, γιατί ο φορολογούμενος επιτρέπεται να σωρεύσει στην προσφυγή του αίτημα για επιστροφή φόρου και αίτημα για καταβολή τόκων. Βασίμως λοιπόν η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις. Συνεπώς, για τον πιο πάνω λόγο πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί, κατά το μέρος αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, ως χρήζουσα διευκρινήσεως, κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ΄ ουσίαν.
7. Επειδή, οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, γιατί δεν πλήσσουν σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης.
8. Επειδή, εφ΄ όσον η αιτούσα παρέστη και ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπέρ αυτής δικαστική δαπάνη πρέπει να καθοριστεί σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1.380) ευρώ.
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 541/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το αιτιολογικό.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αιτούσα. Και
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας που ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1.380,0) ευρώ, κατά το αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2008.
Ο Πρόεδρος    Ο Γραμματέας
 
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Β. Μανωλόπουλος