ΣτΕ 2487/2008,ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΗΣ, ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ, Παραπέμπονται στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητος τα ζητήματα (α) αν επί ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως νομιμοποιούνται για συνέχι

ΣΤΕ

 2487/2008 ΣΤΕ  
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναγκαστική απαλλοτρίωση και ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης. Αίτηση ακύρωσης ασκηθείσα από ιδιοκτήτη ακινήτου και αφορώσα σε διαφορά στρεφόμενη περί το ακίνητο αυτό, έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, σε περίπτωση θανάτου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο ενώπιον του ΣτΕ, έχουν όχι μόνο οι καθολικοί αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι του ιδιοκτήτη, στους οποίους μεταβιβάστηκε εκκρεμούσης της δίκης το επίμαχο ακίνητο. Μεταβίβαση του δικαιώματος προσδοκίας εκκρεμούσης της δίκης και νομίμως συνεχίζουν τη δίκη οι ειδικοί διάδοχοι του τέως ιδιοκτήτη του ακινήτου, μη νομιμοποιουμένου πλέον του τελευταίου. Αντίθετη μειοψηφία. Η ανωτέρω ανάκληση είναι νέα και εξαιρετική διαδικασία και ο υπολογισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης διέπεται από το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης σχετικών πράξεων νομοθετικό καθεστώς. Οταν οι πράξεις αυτές εκδίδονται σε συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, οφείλουν να διέπονται από το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης ή συντέλεσης της παράλειψης. Χρόνος στον οποίο πρέπει να ανατρέξει η πράξη καθορισμού της οφειλόμενης αποζημίωσης, η οποία πρέπει να προηγηθεί της ανακλητικής πράξης. Μη νόμιμα ελήφθη υπόψη ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων αντί αυτού του χρόνου συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.

  Αριθμός 2487/2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Οκτωβρίου 2007, με την εξής σύνθεση: Στ. Χαραλάμπους, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Β. Πλαπούτα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ο. Κουτεντάκη.

Για να δικάσει την από 16 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση :

της ……….. , κατοίκου Αθηνών, η οποία δεν παρέστη και τη δίκη συνεχίζουν οι ειδικοί διάδοχοι αυτής: α) …….. και 2)………. , οι οποίοι παρέστησαν με τον Κωνσταντίνο Κατερινόπουλο (Α.Μ. 17896), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Καμάρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ` αριθμ. 1100109/7552/Δ0010/14.11.2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την με αριθμό 1103801/7816/Δ0010/27.11.2006 απόφαση και 2) η υπ` αριθμ. 1100902/7630/Δ0010/20.11.2006 απόφαση της Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των συνεχιζόντων τη δίκη ειδικών διαδόχων της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή με την υπό κρίσιν αίτηση, για την άσκηση της οποίας κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ` αριθμ. 818431, 173848/06 ειδικά γραμμάτια παραβόλου) ζητείται η ακύρωση: α) της υπ` αριθμ. 1100109/7552/Δ0010/14.11.2006 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καθωρίσθη η επιστρεπτέα αποζημίωση λόγω ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως ακινήτου τέως ιδιοκτησίας της αιτούσης στο ποσό των 647.485,35 ευρώ, β) της υπ` αριθμ. 1103801/7816/ Δ0010/27.11.2006 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την οποία ετροποποιήθη η προηγουμένη απόφαση και ωρίσθη ότι η καταβολή της επιστρεπτέας αποζημιώσεως θα γίνει σε τέσσερεις ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις και γ) της υπ` αριθμ. 1100902/7630/Δ0010/20.11.2006 αποφάσεως της Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

2. Επειδή με την υπ` αριθμ. Π1824/16.3.2007 «δήλωση συνέχισης δίκης» οι ………………….. δηλώνουν ότι, ως ειδικοί διάδοχοι της ……. , δυνάμει σχετικού δωρητηρίου συμβολαίου, συνεχίζουν αυτοί την παρούσα δίκη.

3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλλου, με την υπ` αριθμ. 1982/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η σιωπηρά απόρριψη του από 2.2.1994 αιτήματος της ……………. για την ανάκληση της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως ακινήτου αυτής, εμβαδού 5.594 τ.μ., κειμένου στην περιοχή Αγίου Νικολάου Αναβύσσου Αττικής, το οποίο είχε απαλλοτριωθεί με την υπ` αριθμ. Α1046/289/22.1.1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (ΦΕΚ 23/28.1.1971 τ. Δ΄) υπέρ και δαπάναις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού. Σε εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατόπιν της από 30.10.2006 σχετικής αιτήσεως της ………………. εξεδόθη αρχικώς μεν η υπ` αριθμ. 1100109/7552/Δ0010/ 14.11.2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την οποία καθωρίσθη η επιστρεπτέα λόγω ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτριωθείσεως αποζημίωση στο ποσό των 647.485,35 ευρώ, προκειμένου να ακολουθήσει μετά την επιστροφή αυτής, η έκδοση της αποφάσεως ανακλήσεως της περί απαλλοτριώσεως αποφάσεως ως προς το εν λόγω ακίνητο, ακολούθως δε η υπ` αριθμ. 1103801/7816/Δ0010/27.11.2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία ωρίσθη ότι η καταβολή της εν λόγω επιστρεπτέας αποζημιώσεως θα γίνει σε τέσσερεις ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων η ……………. ήσκησε την υπό κρίσιν, από 16.12.2006 αίτηση ακυρώσεως. Εν συνεχεία, υπεβλήθη στο Δικαστήριο η υπ` αριθμ. πρωτ. Π1824/16.3.2007 «δήλωση συνεχίσεως δίκης» με την οποία οι .. , δηλώνουν ότι συνεχίζουν αυτοί την ακυρωτική δίκη ως ειδικοί διάδοχοι της ……… δυνάμει του υπ` αριθμ. 8263/18.1.2007 δωρητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Τζοΐτη. Με το ως άνω συμβόλαιο η …. …. δωρίζει στους ως άνω κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους, «το δικαίωμα προσδοκίας της στην απόκτηση της κυριότητας» του ένδικου ακινήτου-αγροτεμαχίου, το οποίο έχει έκταση 5.594 τ.μ. και βρίσκεται στη θέση «Αγιος Νικόλαος» της Κοινότητας Αναβύσσου Ν. Αττικής, φέρει δε τον αριθμό 49Α στον κτηματολογικό πίνακα της απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε με την προμνησθείσα υπ` αριθμ. Α1046/289/22.1.1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (βλ. σελ. 2-3 του συμβολαίου). Στο ίδιο συμβόλαιο (βλ. σελ, 5-6) η δωρήτρια «δηλώνει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταβάλλει κάποιο ποσό σε εκτέλεση της με αριθμό 1100109/7552/ Δ0010/14.11.2006 απόφασης καθορισμού επιστρεπτέας αποζημίωσης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών όπως αυτή τροποποιήθηκε με την με αριθμό 1103801/7816/Δ0010/27.11.2006 απόφαση, η προθεσμία για την καταβολή της πρώτης δόσης του οποίου λήγει στις 29.5.2007 και οι δωρεοδόχοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλουν αυτοί εξ ιδίων, το ποσό της αποζημίωσης που έχει λάβει η δωρήτρια και πρέπει να επιστραφεί στον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης και να εκδοθεί στο όνομά τους η ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση σύμφωνα με το παρόν συμβόλαιο. Η δωρήτρια έχει ασκήσει την με αριθμό κατάθεσης 7259/18.12.2006 αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της παραπάνω απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης . . . και οι δωρεοδόχοι έχουν λάβει γνώση των παραπάνω δικογράφων και τις δίκες θα συνεχίσουν αυτοί, ως ειδικοί διάδοχοι της δωρήτριας, προς τους οποίους αυτή εκχωρεί το πλήρες ιδιοκτησίας δικαίωμα και η τυχόν νέα απόφαση καθορισμού επιστρεπτέας αποζημίωσης να εκδοθεί στο όνομά τους. . . .».

4. Επειδή, με το άρθρο 31 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 προβλέπεται ότι σε περίπτωση θανάτου του φυσικού προσώπου ή διαλύσεως του νομικού προσώπου που άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η εκκρεμής δίκη καταργείται, παρέχεται όμως το δικαίωμα να ζητηθή η συνέχισή της από πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο. Κατά την έννοια δε της ως άνω διατάξεως, ερμηνευομένης εν όψει των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, προκειμένου περί αιτήσεως ακυρώσεως ασκηθείσης υπό ιδιοκτήτου ακινήτου και αφορώσης σε διαφορά στρεφομένη περί το ακίνητο αυτό, έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης έχουν όχι μόνον οι καθολικοί διάδοχοι του ιδιοκτήτου, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι αυτού, στους οποίους μετεβιβάσθη εκκρεμούσης της δίκης το επίμαχο ακίνητο (βλ. ΣΕ 4036/2005 7μ., 566/2005, 3147/1992). Εν όψει τούτων, για την ταυτότητα του λόγου σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως εντασσομένης στη διαδικασία ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως ακινήτου, η οποία ασκείται από τον τέως ιδιοκτήτη αυτού, στηρίζοντος το έννομο συμφέρον του όχι πλέον σε δικαίωμα κυριότητος αλλά σε δικαίωμα προσδοκίας ανακτήσεως της κυριότητος του ακινήτου, νομιμοποιούνται να ζητήσουν την συνέχιση της δίκης όχι μόνον οι καθολικοί διάδοχοι του τέως ιδιοκτήτου, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι αυτού στους οποίους μετεβιβάσθη, εκκρεμούσης της δίκης, το εν λόγω δικαίωμα προσδοκίας. Κατά συνέπεια, νομίμως εν προκειμένω συνεχίζουν την δίκη οι ……….. , στους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, μετεβιβάσθη το δικαίωμα προσδοκίας της ……… και οι οποίοι εξεδήλωσαν τη σχετική προς τούτο βούλησή τους με ειδική δήλωση που κατέθεσαν στο Δικαστήριο.

Αντιθέτως, εξέλιπε το έννομο συμφέρον της τέως ιδιοκτήτριας του ακινήτου …………………. , εφ` όσον τούτο εθεμελιούτο αποκλειστικώς στο προμνημονευθέν δικαίωμα προσδοκίας αυτής, το οποίο κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως είχε ήδη μεταβιβασθεί στα ανωτέρω πρόσωπα και, κατά συνέπεια, ως προς αυτήν η υπό κρίσιν αίτηση πρέπει να απορριφθή ως απαράδεκτος. Αν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Στ. Χαραλάμπους και των Παρέδρων Α. Σταθάκη και Β. Πλαπούτα έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως δεν έχουν οι …………………. αλλά μόνον η ……………….. . Και τούτο διότι μόνον αυτή έχει την δημοσίου δικαίου αξίωση ανακτήσεως της κυριότητος της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας της και την συνακόλουθη υποχρέωση καταβολής της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, οι οποίες, ως εκ της τοιαύτης φύσεώς τους, δεν είναι έναντι του Δημοσίου δεκτικές μεταβιβάσεις σε τρίτα πρόσωπα.

5. Επειδή, στο άρθρο 12 («Ανάκληση συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης») του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν. 2882/2001, Α΄ 17) ορίζονται, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. . . . 2. . . . 3. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης γίνεται, με απόφαση της αρχής η οποία την έχει κηρύξει και με τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1, ύστερα από επιστροφή στον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης της αποζημίωσης που καταβλήθηκε, αναπροσαρμοσμένης κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή για την κήρυξή της έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών και β) με απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αναπροσαρμογή της επιστρεπτέας αποζημίωσης ενεργείται με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, και εξευρίσκεται διά πολλαπλασιασμού της αποζημίωσης που εισπράχθηκε από τον καθ` ου η απαλλοτρίωση επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή του χρόνου της έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (Τ2) και του χρόνου είσπραξης της αποζημίωσης από το δικαιούχο (Τ1). Εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν έχει εισπράξει την αποζημίωση που έχει παρακατατεθεί, ως επιστρεπτέο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό καθορίζεται μόνο το ποσό της αποζημίωσης που έχει παρακατατεθεί, χωρίς αναπροσαρμογή. Επίσης, εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν έχει εισπράξει την αποζημίωση για την οποία έχει εκδοθεί χρηματικό ένταλμα πληρωμής κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7, ως επιστρεπτέο ποσό καθορίζεται μόνο το ποσό της αποζημίωσης του οποίου έχει ενταλθεί η πληρωμή, χωρίς αναπροσαρμογή. 4. Η αποζημίωση επιστρέφεται εφάπαξ μέσα σε έξι μήνες από την επίδοση τον καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη της κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφασης. Εάν η συνολική κατά ακίνητο επιστρεπτέα αποζημίωση υπερβαίνει τα 2.000.000 δραχμές, δύναται, ύστερα από αίτηση του υποχρέου, να επιστραφεί σε τέσσερις ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα σε έξι μήνες από την επίδοση στον υπόχρεο της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης. Εάν παρέλθουν άπρακτες οι κατά τα προηγούμενα εδάφια προθεσμίες, η αρμόδια για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης αρχή δύναται να εκδώσει, ύστερα από αίτηση του υποχρέου, νέα απόφαση, με νέα αναπροσαρμογή ή να κηρύξει, με απόφασή της, ματαιωθείσα την ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Με την απόφαση που κηρύσσεται η ματαίωση διατάσσεται και η απόδοση των ποσών που τυχόν έχουν επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέντων.

5. . . . 6. Εάν, μέχρι να ανακληθεί η συντελεσμένη απαλλοτρίωση, έγιναν στο απαλλοτριωμένο ακίνητο μεταβολές από τις οποίες γεννώνται απαιτήσεις του υπέρ ου ή του καθ` ου η απαλλοτρίωση, οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής και δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία, του άρθρου 19. Η απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 22. 7. . . .». Εξ άλλου, στο άρθρο 29 του ίδιου Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. . . . 4. Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος . . . 5. . . . 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως (άρθρο 29 του Κ.Α.Α.Α.) αυτή δεν αφορά στην ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτριώσεως διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απολλοτριώσεως διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητας της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοίκησης κ.λπ.) τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως αλλά στο στάδιο υλοποιήσεως αυτής (βλ.Ολ. 1982/2005 κ.α.).

Κατά συνέπεια ο υπολογισμός της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, ο οποίος εντάσσεται στη διαδικασία ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, διέπεται κατ` αρχήν από το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως των σχετικών διοικητικών πράξεων νομοθετικό καθεστώς. Πλην όταν οι πράξεις αυτές εκδίδονται στο πλαίσιο της συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οφείλουν να διέπονται από το νομικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως ή συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, εφ` όσον οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις εντάσσονται στη διαδικασία ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως η οποία λαμβάνει χώρα σε συμμόρφωση προς την υπ` αριθμ. 1982/2005 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως της Διοικήσεως να άρη την επίμαχη απαλλοτρίωση (3.5.1994), τούτο δε είναι το Ν.Δ. 797/1971 (Α΄ 1/1.1.1971).

6. Επειδή, κατά το άρθρο 12 του Ν.Δ. 797/1971: «1. . . . 2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, γ) επιχειρήσεων που ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και δ) οργανισμών κοινής ωφέλειας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. 4. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης γίνεται, με απόφαση της αρχής η οποία την έχει κηρύξει με τη διαδικασία, που ορίζεται από το άρθρο 1, ύστερα από επιστροφή στο βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης της αποζημίωσης που καταβλήθηκε. Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή για την κήρυξή της έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών και β) με απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αναπροσαρμογή της επιστρεπτέας αποζημίωσης με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, και εξευρίσκεται δια πολλαπλασιασμού της αποζημίωσης που εισπράχθηκε από τον καθ` ου η απαλλοτρίωση επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή του χρόνου της έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (Τ2) και του χρόνου εισπράξεως της αποζημίωσης από το δικαιούχο (Τ1). Εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν έχει εισπράξει την αποζημίωση που έχει παρακατατεθεί, ως επιστρεπτέα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό καθορίζεται μόνο το ποσό της αποζημίωσης που έχει παρακατατεθεί, χωρίς αναπροσαρμογή».

7. Επειδή με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις υπολογισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως μη νομίμως έλαβαν υπ` όψιν τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Οκτωβρίου 2006, ενώ ώφειλαν να λάβουν υπ` όψιν τον αντίστοιχο δείκτη του Μαΐου 1994, ήτοι του χρόνου κατά τον οποίο συνετελέσθη η ακυρωθείσα με την υπ` αριθμ. 1982/05 απόφαση του ΣτΕ παράλειψη της Διοικήσεως και στον οποίο πρέπει να ανατρέξουν οι εκδιδόμενες σε συμμόρφωση με την εν λόγω ακυρωτική απόφαση διοικητικές πράξεις. Ο λόγος είναι βάσιμος. Και τούτο, διότι η έκδοση της πράξεως καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως και αποτελεί κατά νόμον (άρθρ. 12 παρ. 4 Ν.Δ. 797/71) αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση της ανακλητικής της απαλλοτριώσεως διοικητικής πράξεως. Κατά συνέπεια, όταν η έκδοση της εν λόγω ανακλητικής πράξεως χωρεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και ανατρέχει, εκ του λόγου τούτου, στον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως η, ως εν προκειμένω, συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως, στον αυτό χρόνο πρέπει να ανατρέξη και η διοικητική πράξη καθορισμού της οφειλομένης αποζημιώσεως, η οποία οφείλει κατά νόμον να προηγηθή της περί ανακλήσεως αποφάσεως ως αποτελούσα την νόμιμη προϋπόθεση αυτής. Εν όψει τούτων, μη νομίμως οι προσβαλλόμενες πράξεις ερείδονται στο ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως αυτών νομικό καθεστώς και λαμβάνουν υπ` όψιν τον κατά τον χρόνον αυτόν ισχύοντα δείκτη τιμών καταναλωτή, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, έπρεπε να εκδοθούν επί τη βάσει του ισχύοντος κατά τον χρόνο συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως της Διοικήσεως νομικό και πραγματικό καθεστώς (3.5.1994) και να λάβουν υπ` όψιν τους τον κατά τον χρόνον εκείνον ισχύοντα δείκτη τιμών καταναλωτού.

8. Επειδή, κατά ταύτα, η υπό κρίσιν αίτηση πρέπει να γίνη δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της ερεύνης των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος της υποθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει αυτή να παραπεμφθή ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, ορίζει δε ως εισηγητή την Σύμβουλο Μ. Καραμανώφ και νέα δικάσιμο την 1η Δεκεμβρίου 2008.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απέχον να αποφανθή.

Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, ορίζει δε ως εισηγητή την Σύμβουλο Μ. Καραμανώφ και νέα δικάσιμο την 1η Δεκεμβρίου 2008. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Στ. Χαραλάμπους Ο. Κουτεντάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος Θ. Χατζηπαύλου Β. Ραφαηλάκη