ΣτΕ 2511/02,Ολομ., Η ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚ. ΠΡΑΞΗ, ΔΕΝ ΧΡΗΖΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 2511/2002
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2002, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Η. Παπαγεωργίου, Π. Χριστόφορος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Δ. Κωστόπουλος, Π.Ν. Φλώρος, Φ. Αρναούτογλου, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Ε. Δαρζέντας, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Ν. Στάθης, Σύμβουλοι, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 26 Οκτωβρίου 2001 αίτηση:
του Δήμου Αχαρνών, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Σπυρ. Φλογαΐτη (Α.Μ. 7043), που τον διόρισε με την υπ’ αριθμ. 573 απόφασή του ο Δήμαρχος,
κατά των Υπουργών : 1) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) Πολιτισμού, οι οποίοι παρέστησαν με τον Δ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 3) Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος παρέστη με τον Ν. Κατσίμπα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων : 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα (Καρόλου 27) , η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κων. Χριστοδούλου (Α.Μ. 12919), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος” (ΟΣΕ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Καρόλου 1), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ηλ. Δημάκη (Α.Μ. 1735), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004 Α.Ε.”, που εδρεύει στην Ν. Ιωνία (Φιλικής Εταιρείας και Ιωλκού), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους : α) Ηλ. Θεοδωράτο (Α.Μ. 12286) και β) Γεωργία Γιαννακούρου (Α.Μ. 11891), που τους διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 12 Απριλίου 2002 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 101017/30.8.2001 κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α. Ράντου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινουσών εταιριών και του αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου (άρθρο 36 παρ. 1 π. δ/τος 18/1989).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ο αιτών Δήμος ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθ. Α.Π. 101017/30.8.2001 κοινής αποφάσεως των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του Σιδηροδρομικού Κέντρου Αχαρνών (Σ.Κ.Α.). Στην δίκη παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως με χωριστά δικόγραφα η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ Α.Ε.)”, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε.” και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004 Α.Ε.” (ΟΕΟΑ – Αθήνα 2004 Α.Ε.).
3. Επειδή, ο Δήμος Αχαρνών με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινομένη αίτηση, στρεφόμενος κατά πράξεως που αφορά την εκτέλεση μεγάλης κλίμακος έργου στην διοικητική του περιφέρεια.
4. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η παρέμβαση της Α.Ε. ΟΣΕ ως κυρίας του έργου καθώς και η παρέμβαση της Α.Ε. ΕΡΓΑ ΟΣΕ, στην οποία έχει ανατεθεί από τον κύριο η εκτέλεση του έργου. Εξ άλλου, με έννομο συμφέρον ασκείται η παρέμβαση της ΟΕΟΑ – Αθήνα 2004 Α.Ε., κατ’ άρθρο 7 παρ. 10 του ν. 2730/1999 (Α’ 130), που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 7 του ν. 2819/2000 (Α’ 84), με το οποίο ορίζεται ότι η ΟΕΟΑ – Αθήνα 2004 Α.Ε. “δύναται να παρεμβαίνει προσθέτως . . . σε κάθε δίκη μεταξύ τρίτων ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σε υποθέσεις που αναφέρονται στα Ολυμπιακά Έργα, την εκτέλεσή τους . . . και γενικότερα σε υποθέσεις για την έκβαση των οποίων έχει έννομο συμφέρον”, δεδομένου ότι με την υπ’ αριθμ. Φ24/14615/1153/6.6.2001 κοινή απόφαση των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β’ 776) το έργο εκτελέσεως σιδηροδρομικών γραμμών του προαστιακού σιδηροδρόμου στην διαδρομή Πειραιάς – Αθήνα – ΣΚΑ – Αεροδρόμιο Σπάτων, στο οποίο εντάσσεται και η επίμαχη κατασκευή, χαρακτηρίσθηκε ως έργο εξωτερικής υποδομής απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
5. Επειδή προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι η προσβαλλομένη πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν έτυχε της προσηκούσης σε κανονιστικές πράξεις του είδους αυτού δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος προεχόντως διότι η προσβαλλομένη πράξη, περιοριζόμενη κατά περιεχόμενο στην θέσπιση ειδικών όρων και προϋποθέσεων κατασκευής και λειτουργίας συγκεκριμένου έργου, δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα.
6. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλομένη πράξη, που αφορά την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για έργο στην περιοχή του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών, αναρμοδίως εκδόθηκε από τους Υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών ενώ, κατά τα άρθρα 4 παρ. 2β τελευταίο εδάφιο του ν. 1650/1986 (Α’ 160) και 7 παρ. 7ε, 11 παρ. 10 του ν. 1515/1985 (Α’ 18), έπρεπε να εκδοθεί από την Εκτελεστική Επιτροπή του Οργανισμού Αθήνας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα κριθέντα με την ΣτΕ Ολομ., 1495/2002.
7. Επειδή, κατά τις παραγράφους 1 και 2α του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό υφισταμένων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων ή δραστηριοτήτων απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, μετά από υποβολή, για τα έργα της πρώτης κατηγορίας του προηγούμενου άρθρου 3 παρ. 1, δηλαδή τα έργα που είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εξ άλλου, κατά την παρ. 6 του αυτού άρθρου 4 του ν. 1650/1986, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 8 παρ. 1 της κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθείσης κοινής υπουργικής αποφάσεως αριθ. 69269/5387/24.10.1990 (Β’ 678), για νέα έργα ή δραστηριότητες της κατά τα ανωτέρω κατηγορίας, καθώς και για τον εκσυγχρονισμό ή επέκταση υφισταμένων, εφ’ όσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, απαιτείται προέγκριση που αφορά την χωροθέτηση. Στην ομάδα Ι της ως άνω πρώτης κατηγορίας έργων κατατάσσεται, κατά το άρθρο 4 της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως, και η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών μεγάλων αποστάσεων (αριθ. 7), ενώ στην ομάδα ΙΙ της αυτής πρώτης κατηγορίας κατατάσσεται, κατά το ίδιο άρθρο, και η κατασκευή, ως έργων υποδομής, τροχιοδρόμων, εναερίων ή υπογείων μετρό, εναερίων σιδηροδρόμων ή αναλόγων γραμμών ειδικού τύπου που χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς ή κυρίως για την μεταφορά επιβατών (αριθ. 10 ζ). Η κατά τα ανωτέρω προέγκριση χωροθετήσεως δεν απαιτείται, κατά το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, που η χωροθέτηση προβλέπεται από εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την επίδικη πράξη εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής και λειτουργίας του Σ.Κ.Α., το οποίο, κατά τα στοιχεία του φακέλου, περιλαμβάνει τη δημιουργία ευρύτερου σιδηροδρομικού και εν γένει συγκοινωνιακού κόμβου με τις συνοδευτικές του εγκαταστάσεις, καθώς και την χάραξη και κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών προσβάσεως σε αυτόν και την δημιουργία υπογείων σηράγγων για την διέλευση μέρους των γραμμών. Εν όψει δε του γεγονότος ότι το έργο, με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, υπάγεται στην πρώτη κατηγορία του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 1650/1986 και ότι δεν προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως η προέγκριση χωροθετήσεώς του, προβάλλεται, λόγω της παραλείψεως αυτής, ότι η προσβαλλομένη πράξη δεν είναι νόμιμη. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η ακριβής μορφή και θέση του ΣΚΑ προβλέπονται ήδη στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου Αχαρνών, και μάλιστα τόσο στο αρχικό σχέδιο, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 4941/514/1.2.1989 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ’ 145), όπου το ΣΚΑ αναφέρεται ως σταθμός μετεπιβιβάσεως, όσο και στην τροποποίησή του, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 92501/6953/7.11.1994 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Δ’ 1238), όπου το ΣΚΑ αναφέρεται ως Σ.Κ.Μ. (Συγκοινωνιακό Κέντρο Μενιδίου). Στο ίδιο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο προβλέπεται επίσης και η ακριβής θέση και τρόπος κατασκευής των σιδηροδρομικών προσβάσεων στο ΣΚΑ. Εξ άλλου, η συγκεκριμένη θέση και η λειτουργία του ΣΚΑ προβλέπονται επιπλέον και στο διάγραμμα 1 του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ε του ν. 2730/1999 (Α’ 130). Με τα δεδομένα αυτά, δεν απαιτείται, κατά νόμο, η έκδοση χωριστής πράξεως προεγκρίσεως της χωροθετήσεως του έργου αφού η χωροθέτηση προβλεπόταν σε κείμενα ευρύτερου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ο δε υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
9. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι, και αν ακόμη δεν απαιτείται προέγκριση χωροθετήσεως για το κύριο έργο του ΣΚΑ, η προέγκριση αυτή ήταν αναγκαία για τις προβλεπόμενες κτιριακές επεκτάσεις του ΣΚΑ, όπως είναι οι χώροι γραφείων, η ξενοδοχειακή μονάδα και το συγκρότημα υπεραγοράς και πολυκαταστημάτων, τα οποία μνημονεύονται στην μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, διότι, υπό αντίθετη εκδοχή, δεν θα υπήρχε ενιαία εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ολοκλήρου του έργου. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι, όπως προκύπτει από την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων μηνός Ιανουαρίου 2001, που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. Κεφ. 2, σελ. 2-6), η ύπαρξη των εγκαταστάσεων αυτών, που άλλωστε είναι απλώς ενδεχόμενη, είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία του ΣΚΑ, με το οποίο, επομένως, δεν συναποτελούν ενιαίο έργο. Εν πάση δε περιπτώσει, κατά τα οριζόμενα στον όρο Δ6 της προσβαλλομένης, για όποιες από τις εγκαταστάσεις αυτές είναι κατά νόμο αναγκαίο, θα τηρηθεί πλήρως και αυτοτελώς η κατά την περιβαλλοντική νομοθεσία διαδικασία χορηγήσεως αδείας.
10. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 1650/1986 και της 69269/1990 κοινής υπουργικής αποφάσεως που μνημονεύθηκαν σε προηγούμενη σκέψη και αφορούν στην εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου πράξεων εκδιδομένων κατ’ εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στον οποίο έλεγχο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της απορρεούσης από τις ανωτέρω διατάξεις αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές (πρβλ. Ολομ., ΣτΕ 3478/2000, 613/2002).
11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την συνταγείσα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) κατασκευής και λειτουργίας του ΣΚΑ και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ότι το ΣΚΑ θα είναι ένας συγκοινωνιακός κόμβος, στον οποίο θα συμβάλλουν τα βασικά υπόσυστήματα σιδηροδρομικών μεταφορών μητροπολιτικού και εθνικού επιπέδου, θα αποτελέσει δε ειδικότερα τον κόμβο που θα συνδέσει το προαστειακό με το υπεραστικό δίκτυο της Αττικής. Ο χώρος αναπτύξεώς του τοποθετείται βορείως του σχεδίου πόλεως Αχαρνών και νοτίως της ελεύθερης λεωφόρου Ελευσίνας – Σταυρού – Σπάτων, είναι δε ο χώρος που καταλαμβάνουν ο σιδηροδρομικός σταθμός Αμαλίας και το Τελωνείο Αχαρνών, με συνέπεια να μη θίγεται από την δημιουργία του ο πολεοδομικός ιστός. Η επιλογή της θέσεως υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι στην περιοχή ευρίσκεται το φυσικό σημείο συναντήσεως του υπεραστικού και του προαστειακού σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά και το σημείο τομής των σιδηροδρομικών αξόνων με την Αττική οδό. Με την λειτουργία του ΣΚΑ και των σιδηροδρομικών προσβάσεων σε αυτό υπογειοποιείται, διά της κατασκευής σηράγγων, τμήμα του διερχομένου από την περιοχή Αχαρνών σιδηροδρομικού δικτύου, μειώνεται δε σημαντικά ο αριθμός των διερχομένων από τον οικισμό Αχαρνών συρμών, οι οποίοι θα είναι πλέον ηλεκτροκινούμενοι. Ο χώρος που θα κατασκευασθεί το έργο είναι δημόσιος και το συνολικό εύρος του υφισταμένου σιδηροδρομικού διαδρόμου δεν αυξάνεται, με συνέπεια ο αριθμός των απαλλοτριώσεων ιδιοκτησιών που θα απαιτηθεί να είναι μικρός, θα αφορά δε κυρίως ιδιοκτησίες θιγόμενες από τον θόρυβο. Όπως προκύπτει από τις σελ. 1-5 έως 1-7 της Μ.Π.Ε., για τον ακριβή τρόπο κατασκευής των σιδηροδρομικών προσβάσεων στο ΣΚΑ μελετήθηκαν πέντε εναλλακτικές λύσεις, επελέγη δε εκείνη που, κατά την αντίληψη και εκτίμηση της διοικήσεως, παρουσίαζε τα περισσότερα συγκοινωνιακά πλεονεκτήματα χωρίς μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι η προσβαλλομένη πράξη είναι μη νόμιμη διότι στηρίζεται σε πλημμελή Μ.Π.Ε. Ειδικότερα προβάλλεται ότι η Μελέτη είναι πλημμελής, και πάντως ανεπαρκώς αιτιολογημένη στα αντίστοιχα σημεία, ως προς την εκτίμηση της σεισμικότητας της περιοχής, του τρόπου απορροής των ομβρίων υδάτων, ως προς την καθαίρεση ζώνης πρασίνου για την δημιουργία της γραμμής, την φυσική και ηχητική ρύπανση κατά το στάδιο της κατασκευής και της λειτουργίας του έργου, την κυκλοφοριακή επιβάρυνση της περιοχής, τις επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλεως και την εκτίμηση των εναλλακτικών λύσεων. Όπως, όμως, προκύπτει από την Μ.Π.Ε. και την προσβαλλομένη πράξη, τα στοιχεία αυτά έχουν ειδικώς εξετασθεί και εκτιμηθεί. Ειδικότερα, το ζήτημα της σεισμικότητος της περιοχής και των επιπτώσεων στην κατασκευή και λειτουργία του έργου εξετάζεται αναλυτικώς στα κεφάλαια 4, σελ. 4-9, 4-10, και 6, σελ. 15, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα ότι τα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά με συγκεκριμένα μέτρα κατά το στάδιο της κατασκευής. Ως προς την απορροή των υδάτων αναφέρεται ότι έχει εκπονηθεί υδραυλική μελέτη, προβλέπεται η ανάπτυξη δικτύου αγωγών, το δε έργο, αντί να δημιουργήσει προβλήματα, θα συμβάλλει στην αντιπλημμυρική προστασία του Δήμου Αχαρνών (κεφάλαιο 2, σελ. 7,9 κεφάλαιο 6, σελ. 16-20). Ως προς την μείωση του πρασίνου, από τα στοιχεία προκύπτει ότι εφ’ όσον δεν επέρχεται διεύρυνση του ήδη προβλεπομένου χώρου διελεύσεως των γραμμών, δεν θα υπάρξει τέτοια μείωση, αλλ’ ότι, αντιθέτως, σε τμήμα του χώρου του Τελωνείου θα δημιουργηθεί το καλούμενο “πάρκο ΣΚΑ”, με συνέπεια την αύξηση του πρασίνου της περιοχής. Εξ άλλου, τα δημιουργούμενα κατά το στάδιο της κατασκευής μέτωπα εκσκαφών θα αποκαθίστανται ευθύς με φυτεύσεις (βλ. και όρους Δ42 και Δ48 της προσβαλλομένης). Και προβάλλεται μεν με το παραδεκτώς κατατεθέν από τον αιτούντα υπόμνημα ότι η καταστροφή πρασίνου προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. 2708/4.6.2002 έγγραφο του Δασαρχείου Πάρνηθας, στο οποίο γίνεται λόγος για κοπή 686 δένδρων, όπως όμως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στο έγγραφο κοινή υπουργική απόφαση, η βλάβη αυτή αποτελεί ενδεχόμενη επίπτωση άλλου έργου και όχι του επίμαχου. Συνεπώς, ο ειδικότερος αυτός ισχυρισμός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Αντίστοιχες λεπτομερείς προβλέψεις υπάρχουν ως προς τα ζητήματα της φυσικής και ηχητικής ρυπάνσεως και την κυκλοφοριακή επιβάρυνση της περιοχής, για την οποία αντιθέτως προκύπτει ότι θα υπάρξει συνολική βελτίωση λόγω της ηλεκτροκινήσεως της γραμμής, της εν μέρει υπογειοποιήσεώς της, της μειώσεως του αριθμού των συρμών που θα διέρχονται από το κέντρο της πόλεως και της κατασκευής των σιδηροτροχιών με νέα βελτιωμένη μέθοδο (“συγκολλημένων τροχιών”) που μειώνει τον θόρυβο, αλλά και λόγω της κατασκευής ανισοπέδων οδικών διαβάσεων και τοπικών οδών που θα διευκολύνουν την οδική κυκλοφορία. Ως προς τις επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική ζωή, εκτιμάται από την Μελέτη, ότι εν όψει των ανωτέρω δεδομένων κατασκευής του έργου, αυτές θα είναι θετικές για την περιοχή. Εξ άλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, προτάθηκαν και εξετάσθηκαν εναλλακτικές λύσεις για τον τρόπο κατασκευής του έργου, η σχετική δε εκτίμηση και κρίση της διοικήσεως, που είναι, κατ’ αρχήν, νομίμως αιτιολογημένη, είναι, κατά τα λοιπά, ανέλεγκτη ως ουσιαστική. Συνεπώς, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος.
12. Επειδή προβάλλεται ότι η Διοίκηση υπείχε εν προκειμένω υποχρέωση ειδικότερης αιτιολογίας, εν όψει του ότι προηγήθηκαν αρνητικές γνωμοδοτήσεις επί της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ειδικότερα δε οι υπ’ αριθμ. 62 και 74/2001 αποφάσεις του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ανατολικής Αττικής και η υπ’ αριθμ. 382/2001 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου, οι οποίες μάλιστα, εν όψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, που κυρώθηκε με τον ν. 1850/1989 (Α’ 114), έχουν βαρύνουσα νομική σημασία. Οι γνωμοδοτήσεις όμως αυτές, όπως προκύπτει από το προοίμιο της προσβαλλομένης πράξεως, ελήφθησαν ρητώς υπ’ όψιν και συνεξετιμήθησαν από την Διοίκηση. Εξ άλλου, από το περιεχόμενό τους δεν προκύπτει ούτε αποδοκιμασία της συνολικής συλλήψεως του έργου και των βασικών δεδομένων κατασκευής του ούτε ειδικότερη αιτιολογία για την αρνητική κρίση ούτε και υπόδειξη εναλλακτικών λύσεων για την κατασκευή του έργου, αλλά μόνον πρόταση άλλων περαιτέρω “διορθωτικών και εξισορροπιστικών” έργων, ορισμένα από τα οποία ήδη προβλέπονται, ενώ άλλα είναι τοπικώς και από άποψη περιεχομένου μη συναφή προς το ΣΚΑ, η δε κατασκευή τους, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως αποκλείεται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, η εκτεθείσα στην προηγουμένη σκέψη ειδική αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως είναι νόμιμη και επαρκής και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
13. Επειδή προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι η προσβαλλομένη πράξη εξεδόθη κατά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς την Διοίκηση, για τον λόγο ότι έπρεπε να περιληφθούν σ’ αυτή όροι και προϋποθέσεις κατασκευής του έργου που είχαν περιληφθεί σε σχέδιο μνημονίου, καταρτισθέντος κατόπιν διαπραγματεύσεων του Δήμου με την ΟΣΕ ΑΕ και την ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ, το οποίο όμως, με υπαιτιότητα της άλλης πλευράς, δεν υπεγράφη. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, όπως προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι η τυχόν έκδοση της προσβαλλομένης με περιεχόμενο αντίθετο προς το πόρισμα διαπραγματεύσεων του αιτούντος με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεν συνιστά παραβίαση καμμίας αρχής του δημοσίου δικαίου και ειδικότερα της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
14. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.
Δέχεται τις παρεμβάσεις.
Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ, και των παρεμβαινόντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων τριάντα (530) ευρώ για κάθε παρέμβαση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
 Ο Πρόεδρος  Ο Γραμματέας
 
 
 Χ. Γεραρής  Μ. Καλαντζής