ΣτΕ 2537/2007 ,ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ,ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΕΝΙΑΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ Α.94§2 Σ, ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΓΩΓΗ, Αρμόδιο το ΔΕΦ και στην αγωγή του ΔΗΜΟΣΙΟΥ κατά του ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ

ΣΤΕ

2537/2007 ΣΤΕ 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προμήθειες Δημοσίου. Οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις διοικητικές συμβάσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως διαφορές ουσίας του ν. 1406/1983. Το ίδιο ισχύει και για την αγωγή που ασκεί το Δημόσιο, κατά του αντισυμβαλλομένου ιδιώτη. Αγωγή του Δημοσίου για τη ζημία που υπέστη λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ιδιώτη προμηθευτή. Μη νόμιμα κρίθηκε ότι η εκδίκαση της αγωγής αυτής δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθμ. 3178/2002 ΔΕφΑθ).

  
Αριθμός 2537/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2007, με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Φ. Αρναούτογλου, K. Ευστρατίου, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Β. Πλαπούτα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος. Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2002 αίτηση : του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δήμητρα Κεφάλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Εταιρείας με την επωνυμία «ΘΕΡΜΟΓΚΡΕΚ» ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής (Λ. Βεΐκου 133), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεράσιμο Ποταμιάνο (Α.Μ. 9414), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3178/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Πλαπούτα. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3178/2002 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή αυτή το αναιρεσείον είχε ζητήσει να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη εταιρεία, με την οποία είχε συνάψει την από 5.6.1990 σύμβαση για την προμήθεια ενός φούρνου βαφής οχημάτων, να του καταβάλει αποζημίωση, ποσού 10.974.000 δραχμών, νομιμοτόκως, λόγω πλημμελούς εκτελέσεως της ανωτέρω σύμβασης, επικουρικά δε να υποχρεωθεί αυτή είτε να επισκευάσει το φούρνο είτε να αντικαταστήσει τα ελαττωματικά εξαρτήματα αυτού ή να καταβάλει στο αναιρεσείον το ποσό των 5.000.000 δραχμών για τη δαπάνη της επισκευής του φούρνου. 2. Επειδή, μέχρι την θέσπιση του Συντάγματος του 1975, οι διαφορές εκ διοικητικών συμβάσεων, είτε ανέκυπταν με εναγόμενο το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. λόγω των πράξεων ή παραλείψεών τους, είτε ανέκυπταν με εναγόμενο τον αντισυμβαλλόμενό τους ιδιώτη λόγω των πράξεων ή παραλείψεων τούτου, δικάζονταν ενιαία, σύμφωνα με τα άρθρα 82 και 86 του Συντάγματος του 1952 και το άρθρο 1 περ. δ΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. (β.δ. 657/1971-Α΄ 219), από τα πολιτικά δικαστήρια κατά τις διατάξεις της Δικονομίας αυτής, υπηρετώντας έτσι τον αυτονόητο σκοπό να είναι ένας ο δικαστής που ασχολείται με την όλη συμβατική σχέση, το κύρος και την ερμηνεία της συμβάσεως. Ενόψει του δεδομένου αυτού, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, ορίζοντας στο άρθρο 94 του Συντάγματος ότι «1. Η εκδίκασις των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει εις τα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Εκ των ως άνω διαφορών αι μη υπαχθείσαι εισέτι εις τα δικαστήρια ταύτα, δέον να υπαχθούν υποχρεωτικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτών εντός πέντε ετών από της ισχύος του παρόντος, της προθεσμίας ταύτης δυναμένης να παρατείνεται δια νόμου. 2. Μέχρι της υπαγωγής εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και των λοιπών ουσιαστικών διοικητικών διαφορών, είτε εν συνόλω είτε κατά κατηγορίας, αύται εξακολουθούν να υπάγονται εις τα πολιτικά δικαστήρια …. 3. Εις τα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται πάσαι αι ιδιωτικαί διαφοραί…», δεν θέλησε την για θεωρητικούς ενδεχομένως λόγους εφεξής διάσπαση του ενιαίου της εκδικάσεως των διαφορών αυτών ανάλογα με τον εκάστοτε εναγόμενο, – κάτι που θα οδηγούσε σε προφανή δυσλειτουργία, γιατί επί ασκήσεως αντιθέτων ενδίκων μέσων εκ μέρους και των δύο αντισυμβαλλομένων με το αυτό αίτημα, η αυτή διαφορά θα υπήγετο συγχρόνως και στα διοικητικά και στα πολιτικά δικαστήρια, – αλλά απέβλεψε στην συνέχιση της εν συνόλω ενιαίας υπαγωγής των διαφορών αυτών, εφεξής, όμως, στα διοικητικά δικαστήρια. Συνεπεία αυτού, ο ν. 1406/1983 (Α΄ 182), ο οποίος, σε εκτέλεση της ως άνω συνταγματικής επιταγής υπήγαγε με το άρθρο 1 παρ. 1, στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ περιέλαβε σ’ αυτές αδιάστικτα τις διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις διοικητικές συμβάσεις, δηλαδή τις διαφορές που ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως καθώς και σε οιανδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση, ανεξάρτητα μάλιστα από το πρόσωπο του εναγομένου.

Και ναι μεν ο αυτός νόμος στο άρθρο 2 και το εφαρμοζόμενο στις ανωτέρω διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, (κατά το άρθρο 4 του ίδιου νόμου), άρθρο 24 παρ. 1 του π.δ. 341/1978 αναφέρονται στα της ασκήσεως προσφυγών και αγωγών μόνον κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., όχι δε και κατά ιδιωτών, η αναφορά όμως αυτή, ρυθμίζοντας το συνήθως συμβαίνον, δεν αποκλείει, – ούτε θα μπορούσε, άλλωστε, εν όψει των αναφερθέντων περί της εννοίας των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος, – την εκ μέρους των διοικητικών δικαστηρίων επίλυση διαφορών εκ διοικητικών συμβάσεων κατόπιν αγωγής του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. κατά του αντισυμβαλλομένου ιδιώτη, η οποία, ελλείψει ειδικοτέρας ρυθμίσεως, δικάζεται κατ’ ανάλογο εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, (βλ. ΣτΕ 2087, 3493/2005, 1528/2004, 1622, 3814/2003).

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Με την 281/5.10.1989 διακήρυξη του Υπουργείου Εμπορίου προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την προμήθεια ενός φούρνου βαφής οχημάτων, (λεωφορείων και φορτηγών), για τις ανάγκες της Διεύθυνσης Τεχνικών Εφαρμογών Νότιας Ελλάδας. Ακολούθως, με την Π2/4933/2.5.1990 πράξη του Υπουργείου Εμπορίου κατακυρώθηκε η προμήθεια του ανωτέρω φούρνου στην αναιρεσίβλητη εταιρεία, αντί τιμήματος 11.800.000 δραχμών, συνολικά, (10.000.000 δρχ. πλέον 1.800.000 δρχ. Φ.Π.Α.). Κατόπιν αυτού, συνάφθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης η 70725/5.6.1990 σύμβαση, βάσει της οποίας η αναιρεσίβλητη ανέλαβε την εκτέλεση της ανωτέρω προμήθειας μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υπογραφή της σύμβασης. Στη συνέχεια, όμως, με την Π3/3310/5.12.1990 πράξη του Υπουργείου Εμπορίου αποφασίσθηκε η μη παραλαβή του υπό προμήθεια φούρνου, λόγω ελλείψεων και αποκλίσεων από τις τεχνικές προδιαγραφές, κατά τα αναφερόμενα στο από 23.10.1990 πρωτόκολλο της Επιτροπής παραλαβής, η κήρυξη της αναιρεσίβλητης έκπτωτης, και η διενέργεια διαγωνισμού για την προμήθεια του παραπάνω είδους, μέχρι τη διενέργεια του οποίου η αναιρεσίβλητη θα είχε τη δυνατότητα να προβεί σε τροποποιήσεις του εν λόγω φούρνου, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης και σε παράδοση αυτού στο αντισυμβαλλόμενο Δημόσιο. Η αναιρεσίβλητη πραγματοποίησε τις ως άνω τροποποιήσεις και την παράδοση του φούρνου, στη συνέχεια δε αφού διαπιστώθηκε από την αρμόδια υπηρεσία ότι ο φούρνος και μετά τις τροποποιήσεις αυτές είχε ελλείψεις, η Επιτροπή παραλαβής, με το από 10.5.1991 πρωτόκολλο, προέβη στην οριστική παραλαβή του φούρνου και με το Π3/3770/10.6.1991 έγγραφο της Διεύθυνσης Εκτελέσεως Συμβάσεων του Υπουργείου Εμπορίου διαβιβάσθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία τα δικαιολογητικά για την πληρωμή της αναιρεσίβλητης, με περικοπή του τιμήματος κατά 7 %, (700.000 δρχ.), λόγω των ανωτέρω εκτροπών, εκδόθηκε δε σχετικώς το 626/12.6.1991 χρηματικό ένταλμα για ποσό 10.974.000 δραχμές, το οποίο εξοφλήθηκε από την οικεία Δ.Ο.Υ. Όμως, μετά την παραλαβή του φούρνου, παρουσιάστηκαν προβλήματα στη λειτουργία του, με αποτέλεσμα αυτή να διακοπεί στις 6.3.1992. Κατόπιν αυτού, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να του καταβάλει αποζημίωση ίση με το τίμημα που της κατέβαλε για τον ανωτέρω φούρνο και συγκεκριμένα ποσό 10.794.000 δραχμών, εντόκως από της καταβολής του, επικουρικά δε να υποχρεωθεί αυτή είτε να επισκευάσει το φούρνο είτε να αντικαταστήσει τα ελαττωματικά εξαρτήματα αυτού ή να καταβάλει στο Δημόσιο το ποσό των 5.000.000 δραχμών για τη δαπάνη της επισκευής του φούρνου. Δικάζοντας επί της αγωγής αυτής, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του π.δ. 341/1978, επί συμβάσεων κρατικών προμηθειών, αν το Δημόσιο υποστεί ζημία λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ιδιώτη προμηθευτή, δεν δύναται να ασκήσει την κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω π. διατάγματος αγωγή κατ’ αυτού ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, διότι τέτοια αγωγή μπορεί να εγείρει μόνο όποιος έχει αξίωση κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., που πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και όχι το αντίστροφο. Με την αιτιολογία αυτή το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος Δημοσίου ως απαράδεκτη. Όμως, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, το αναιρεσείον Δημόσιο μπορούσε, κατά τις διατάξεις του ν. 1406/1983, κατόπιν της ως άνω δημιουργηθείσας διαφοράς να ασκήσει αγωγή, η οποία, ως πηγάζουσα από διοικητική σύμβαση, είχε το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, υπαγόμενης στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο για νέα νόμιμη κρίση. Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Αναιρεί την 3178/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό και Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη εταιρία τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2007. Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος   Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος     Θ. Χατζηπαύλου           Β. Ραφαηλάκη                     ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.  Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος