ΣτΕ 2547/2005, ΠΟΛΕΔΟΜΙΚΟ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΠΠΕ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ , Η προκαταρκτική περιβαλοντική εκτίμηση εάν είναι αρνητική είναι εκτελεστή πράξη , ενώ εάν είναι θετική είναι απλή γνωμοδότηση.

ΣΤΕ

 2547/2005 ΣΤΕ  
  Προστασία περιβάλλοντος. Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση κατά τις διατάξεις του Ν. 3010/2002, προκειμένου να πραγματοποιηθεί έργο ή δραστηριότητα. Αν κριθεί ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του προτεινομένου έργου ή δραστηριότητας, η σχετική πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η προκαταρκτική εκτίμηση αποτελεί απλή γνωμοδότηση, διότι με αυτή παρέχεται απλώς η δυνατότητα υποβολής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αντίθετη μειοψηφία. Για την εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού που αφορά συγκεκριμένη περιοχή και έναν ή περισσότερους πλησιόχωρους οικισμούς, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί της κατασκευής τους ευρύτερος σχεδιασμός. Δεν απαιτείται σύνταξη ωκεανογραφικής μελέτης. Κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, ο δικαστής εξετάζει άν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και άν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, καθώς και άν υπάρχει παράβαση της συνταγματικής αρχής της αειφορίας. Μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου οι τόποι που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο απολαύουν προστασίας. Δεν αποκλείεται όμως η εκτέλεση σε προστατευομένη περιοχή, εφόσον προστατεύεται το περιβάλλον. Δεν συνάγεται ότι η άσκηση προστατευτικών του περιβάλλοντος αρμοδιοτήτων ανήκει αποκλειστικά στα όργανα του Κράτους. Απορρίπτονται οι αιτήσεις ακυρώσεως.

 

Αριθμός 2547/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 31η Μαρτίου 2004, με την εξής σύνθεση : Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Σ. Ρίζος, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι, Β. Καμπίτση, Θ. Αραβάνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.

Για να δικάσει :

α) Την από 1 Αυγούστου 2002 αίτηση

των : 1) …………… , κατοίκου ………… Λευκάδας, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Άννα Τσούτη (Α.Μ. 4103), που την διόρισε στο ακροατήριο, 2) ……………. , κατοίκου Βλυχού Λευκάδας, 3) …… …… , κατοίκου Νυδρίου Λευκάδας, 4) ……………….. , κατοίκου Βλυχού Λευκάδας, 5) ……….. , κατοίκου Μεγανησίου Λευκάδας, οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισαν με πληρεξούσιο, 6) …………… , κατοίκου Πεύκης Αττικής, η οποία παρέστη αυτοπροσώπως και διόρισε στο ακροατήριο την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη και 7) Σωματείου με την επωνυμία «………………………», που εδρεύει στον ….. του …………………………. , το οποίο παρέστη με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισε στο ακροατήριο η Πρόεδρός της ……….. ,

κατά του …………. , ………………………….. , ο οποίος παρέστη με την Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 84317/11.6.2002 πράξη του Γενικού Διευθυντή περιβάλλοντος ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία η ως άνω αρχή προέβη σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση του έργου «……………………………………», στο νομό …… και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

β) Την από 24 Οκτωβρίου 2002 αίτηση

των : 1) ………….. , κατοίκου …………. Λευκάδας, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Άννα Τσούτη (Α.Μ. 4103), που την διόρισε στο ακροατήριο, 2) …………. , κατοίκου Βλυχού Λευκάδας, 3) …… ……. , κατοίκου Νυδρίου Λευκάδας, 4) ……………….. , κατοίκου Βλυχού Λευκάδας, 5) ………… , κατοίκου Μεγανησίου Λευκάδας, οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισαν με πληρεξούσιο, 6) …………. , κατοίκου Πεύκης Αττικής, η οποία παρέστη αυτοπροσώπως και διόρισε στο ακροατήριο την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη και 7) Σωματείου με την επωνυμία «……………………», που εδρεύει στον …………………………………. , το οποίο παρέστη με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισε στο ακροατήριο η Πρόεδρός της …………. ,

κατά της ………………………. , η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γρηγόριο Γερασίμου (Α.Μ. 10374), που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή του Επιτροπή.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ΔΥΠ 4122/2.8.2002 απόφαση του Νομάρχη Λευκάδας (Β΄ 1113), με την οποία καθορίσθηκε ως φυσικός αποδέκτης διάθεσης επεξεργασμένων οικιακών λυμάτων του Δήμου …….. η θαλάσσια περιοχή «….» και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Στην δίκη παρέστη και ο ……………………. , με την Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

γ) Την από 25 Αυγούστου 2003 αίτηση

των : 1) ……………. , κατοίκου Δήμου ………. Λευκάδας, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Άννα Τσούτη (Α.Μ. 4103), που την διόρισε στο ακροατήριο, 2) …………. , κατοίκου Βλυχού Λευκάδας, 3) ……. …….. , κατοίκου Νυδρίου Λευκάδας, 4) ……………. , κατοίκου ……… , 5) …………. , κατοίκου Μεγανησίου Λευκάδας, οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισαν με πληρεξούσιο, 6) ………….. , κατοίκου Πεύκης Αττικής, η οποία παρέστη αυτοπροσώπως και διόρισε στο ακροατήριο την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη και 7) Σωματείου με την επωνυμία «………………..», που εδρεύει στον ……………….. της νήσου Λευκάδας, το οποίο παρέστη με την ίδια πιο πάνω δικηγόρο Άννα Τσούτη, που την διόρισε στο ακροατήριο η Πρόεδρός της ……… ,

κατά των : 1) …………………………………….. , 2) ………………… , 3) ………… και …………. , οι οποίοι παρέστησαν με την Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 4) …………….. , ο οποίος παρέστη με τον Αντώνιο Κλαδιά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά του παρεμβαίνοντος ………. , ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Κονιδάρη (Α.Μ. 12466), που τον διόρισε με απόσπασμα πρακτικού συνεδριάσεως η ………. .

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΑΠ 130418/27.6.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Υγείας και Πρόνοιας και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι του έργου «αποχέτευση και εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων του Δήμου Ελλομένου» στο νομό Λευκάδας και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος …. , τον πληρεξούσιο της ………………………………………………. , οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή τους.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση των κρινομένων αιτήσεων έχει καταβληθεί το κατά νόμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1003223, 1126534/2003, 163763, 225137/2002 και 308396, 242950/2002 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 84317/11.6.2002 πράξεως του Γενικού Διευθυντή περιβάλλοντος ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία η ως άνω αρχή προέβη σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση του έργου «………………………….. ……», στο νομό …….. . Με τη δεύτερη κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΔΥΠ 4122/2.8.2002 αποφάσεως του Νομάρχη Λευκάδας (Β΄ 1113), με την οποία καθορίσθηκε ως φυσικός αποδέκτης διάθεσης επεξεργασμένων οικιακών λυμάτων του …….. η θαλάσσια περιοχή «…….». Τέλος, με την τρίτη κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΑΠ 130418/27.6.2003 κοινής αποφάσεως των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Υγείας και Πρόνοιας και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι του έργου «αποχέτευση και εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων του ………….» στο νομό …… .

3. Επειδή, οι κρινόμενες αιτήσεις, οι οποίες στρέφονται κατά πράξεων που αφορούν στο ίδιο έργο, το βιολογικό καθαρισμό του ……………. , πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συναφείας τους.

4. Επειδή, παρεμβαίνει για να αποκρούσει την τρίτη από τις ανωτέρω αιτήσεις ο ……… με προφανές έννομο συμφέρον.

5. Επειδή, οι αιτούντες, κάτοικοι του …………….. και σωματείο με καταστατικό σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής, ασκούν τις κρινόμενες αιτήσεις εμπροθέσμως και με έννομο συμφέρον, προβάλλοντας ότι από την εκτέλεση του επίμαχου έργου δημιουργείται κίνδυνος υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, παραδεκτώς δε ομοδικούν, εφόσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως.

6. Επειδή, ενόψει της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 για την προστασία του περιβάλλοντος, εκδόθηκε ο ν. 1650/1986 (Α΄ 160), με τον οποίο θεσπίσθηκαν κανόνες, αναφερόμενοι, πλην άλλων, στις προϋποθέσεις και στη διαδικασία για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή εκτέλεσης έργων, από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ειδικότερα, με το άρθρο 3 του νόμου αυτού παρέχεται εξουσιοδότηση για την κατάταξη, με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, των δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και με κριτήρια το είδος και το μέγεθός τους, το είδος και την ποσότητα των εκπεμπόμενων ρύπων και κάθε άλλη επίδραση στο περιβάλλον, τη δυνατότητα να προληφθεί η παραγωγή ρύπων από την εφαρμοζόμενη παραγωγική διαδικασία, τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος και το βαθμό της ανάγκης να επιβληθούν περιορισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του παραπάνω νόμου προβλέπεται, πλην άλλων, ότι “για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό ή τη μετεγκατάσταση υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες του προηγούμενου άρθρου, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης ή πραγματοποίησης της δραστηριότητας ή του έργου” (παρ. 1), ότι “για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της πρώτης κατηγορίας απαιτείται υποβολή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων” (παρ. 2α), ότι “για νέα έργα και δραστηριότητες της πρώτης κατηγορίας απαιτείται προέγκριση που αφορά τη χωροθέτηση . . . Η διαδικασία για την προέγκριση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με την απόφαση της παρ. 10 . . .” (παρ. 6) και ότι “με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζονται η διαδικασία έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η προθεσμία υποβολής τους . . .” (παρ. 10). Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής : “1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζεται το περιεχόμενο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που μπορεί να διαφοροποιείται κατά κλάδους ή ομάδα έργων και δραστηριοτήτων. Με όμοια απόφαση ορίζεται το περιεχόμενο της μελέτης ανάλογα με τα στάδια έγκρισης του έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 6. Η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον : α) περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας με πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης, το σχεδιασμό και το μέγεθός του, β) εντοπισμό και αξιολόγηση των βασικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, γ) περιγραφή των μέτρων για την πρόληψη, μείωση η αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, δ) εξέταση εναλλακτικών λύσεων και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης, ε) απλή περίληψη του συνόλου της μελέτης. Εξάλλου, με βάση εξουσιοδοτήσεις παρεχόμενες με διατάξεις του παραπάνω νόμου, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερόμενα άρθρα 3, 4 παρ. 10 και 11 και 5 παρ. 1, αλλά και σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Ιουνίου 1984 και της 27ης Ιουνίου 1985, αντιστοίχως, εκδόθηκε η κοινή απόφαση 69269/5387/24.10.1990 των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας, Πολιτισμού, Εμπορικής Ναυτιλίας, Τουρισμού, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών (φ. 678/25.10.1990, τευχ. Β΄), με την οποία, πλην άλλων, ορίζονται τα έργα και οι δραστηριότητες που κατατάσσονται στην πρώτη κατηγορία, καθορίζονται τα απαιτούμενα στοιχεία και προδιαγραφές του περιεχομένου των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 της απόφασης αυτής, στο οποίο προβλέπεται η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι περιβαλλοντικοί όροι για τις δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας εγκρίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού, η οποία “αναφέρεται τουλάχιστον στα παρακάτω θέματα : α) Στο είδος και στο μέγεθος της δραστηριότητας. β) Στις ειδικές οριακές τιμές εκπομπής ρυπαντικών φορτίων και συγκεντρώσεων σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. γ) Στις ειδικές οριακές τιμές στάθμης θορύβου και δονήσεων σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. δ) Στα τεχνικά έργα και μέτρα αντιρύπανσης ή γενικότερα αντιμετώπισης της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που επιβάλλεται να κατασκευασθούν λαμβανομένης υπόψη της καλύτερης διαθέσιμης τεχνολογίας, με τον όρο ότι η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος. ε) Στο περιβάλλον της περιοχής και ιδιαίτερα στα ευαίσθητα στοιχεία του και ενδεχομένως στις ειδικά προστατευόμενες ζώνες και στον καθορισμό αναγκαίων για τη διατήρησή τους μέτρων και έργων. στ) Στον καθορισμό του χρονικού διαστήματος, για το οποίο ισχύει η χορηγούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων καθώς και των προϋποθέσεων για την αναθεώρησή τους” (παρ. 4). Με τις διατάξεις του νεώτερου ν. 3010/2002 (Α΄ 91) επιδιώκεται η εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11/ΕΕ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» και 96/61/ΕΕ «για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης». Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 4 του ν. 1650/1986, προβλέπονται τα εξής : 1.α. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται επίσης για την επέκταση, την τροποποίηση ή και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων, που έχουν καταταγεί στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Β. Με την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η Διοίκηση επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά. γ. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας. δ. Για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρείται : δα) η διαδικασία της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 6α και 10α και η δημοσιοποίηση της θετικής γνωμοδότησης ή της αρνητικής απόφασης επί της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5. δβ) η διαδικασία υποβολής και η αξιολόγηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή Περιβαλλοντικής Έκθεσης, κατά περίπτωση, καθώς και η διαδικασία δημοσιοποίησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5. 2. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας απαιτείται υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων και του συναρμόδιου Υπουργού. Ως συναρμόδιος θεωρείται ο αρμόδιος Υπουργός για το έργο ή τη δραστηριότητα. Εάν από το έργο ή τη δραστηριότητα επέρχονται επιπτώσεις σε αρχαιότητες ή σε δασικές εκτάσεις ή σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας ή στην παράκτια ή τη θαλάσσια ζώνη ή σε περίπτωση που το έργο ή η δραστηριότητα αφορά στην εγκατάσταση μονάδας επεξεργασίας αστικών λυμάτων ή στη δημιουργία χώρου επεξεργασίας και διάθεσης απορριμμάτων, τότε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γίνεται αντίστοιχα και από τον Υπουργό Πολιτισμού ή Γεωργίας ή Εμπορικής Ναυτιλίας ή Υγείας και Πρόνοιας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου για το έργο ή τη δραστηριότητα Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται η αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας να μεταβιβάζεται στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γνωμοδοτούν : α) κατά περίπτωση οι Οργανισμοί που έχουν συσταθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α΄), του Ν. 1515/1985 (ΦΕΚ 18 Α΄) και του Ν. 1561/1985 (ΦΕΚ 148 Α΄) και β) το οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο ……… 6. α. Για νέα έργα και δραστηριότητες ή τη μετεγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό, επέκταση ή τροποποίηση των υφισταμένων, της πρώτης (Α) κατηγορίας, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, απαιτείται μαζί με την αίτηση και η υποβολή Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Επί της Προμελέτης αυτής η αρμόδια για έγκριση περιβαλλοντικών όρων αρχή προβαίνει σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης που συνίσταται σε γνωμοδότηση ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τη χρήση των φυσικών πόρων, τη συσσωρευτική δράση με άλλα έργα, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση και τις οχλήσεις, καθώς και τον κίνδυνο ατυχημάτων ιδίως από τη χρήση ουσιών ή τεχνολογίας. β. Για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη : αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. ββ) Η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, που ενδέχεται να θιγεί από το έργο ή τη δραστηριότητα. γγ) Τα χαρακτηριστικά των ενδεχομένων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα, η ένταση και η έκτασή τους, ο διασυνοριακός χαρακτήρας τους, η διάρκεια, η συχνότητα και η αναστρεψιμότητά τους. δδ) Τα οφέλη για την εθνική οικονομία, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και η εξυπηρέτηση άλλων λόγων δημόσιου συμφέροντος. εε) Οι θετικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μία ευρύτερη περιοχή από εκείνη που επηρεάζεται άμεσα από το έργο ή τη δραστηριότητα. γ. Μετά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης : αα) είτε καλείται ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης ή αρμόδιος φορέας να υποβάλει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετα στοιχεία και τεκμηριώσεις για επί μέρους περιβαλλοντικά μέσα ή παραμέτρους, ββ) είτε του γνωστοποιείται ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας όπως προτάθηκε …. δ …. ε. Η Διοίκηση, προκειμένου να εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους, μπορεί, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης οποιασδήποτε πρότασης έργου ή δραστηριότητας, να απαιτήσει την υποβολή περιβαλλοντικής μελέτης ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας και να υπαγάγει το έργο ή τη δραστηριότητα στη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας από αυτήν που υπάγεται το έργο ή η δραστηριότητα, αν εκτιμάται ότι θα προκύψουν σοβαρές επιπτώσεις για το περιβάλλον από την πραγματοποίησή του. Αρμόδια προς τούτο είναι η αρχή που αξιολογεί την Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και γνωμοδοτεί σχετικά. στ. Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία, στις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.) του άρθρου 10 του Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α΄) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων, σύμφωνα με την περ. Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α΄), καθώς και στις μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. 7. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μπορεί να εκδίδεται για ορισμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ίδια απόφαση, μετά την πάροδο του οποίου υπόκειται σε αναθεώρηση ή ανανέωση. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, μόνον εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. 8. Αν δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή αν παρατηρηθούν επιπτώσεις στο περιβάλλον, που δεν είχαν προβλεφθεί από τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ή από την περιβαλλοντική έκθεση, το αρμόδιο όργανο για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετους περιβαλλοντικούς όρους ή να μεταβάλλει τους αρχικούς ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία υπάγεται το έργο ή η δραστηριότητα. 9.α. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες πρώτης (Α) κατηγορίας του άρθρου 3 χορηγείται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την υποβολή της αίτησης, εφόσον ο κατατεθείς φάκελος ήταν πλήρης και περιελάμβανε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ……». Περαιτέρω με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι με κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου (παρ. 11), καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα έργα και οι δραστηριότητες της Β΄ κατηγορίας, για τα οποία απαιτείται προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, καθώς και το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές κάθε τύπου προμελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Π.Π.Ε.), Μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και Περιβαλλοντικής Έκθεσης για κάθε ομάδα έργων ή δραστηριοτήτων κλπ. Εξάλλου, με το άρθρο 3 του νόμου, που αντικατέστησε το άρ. 5 του ν. 1650/1986, ορίζονται για το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων τα εξής : «1. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον : α) Περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας με πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης, το σχεδιασμό και το μέγεθός του. β) Περιγραφή των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά από το προτεινόμενο έργο ή τη δραστηριότητα. γ) Εντοπισμό και αξιολόγηση των βασικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. δ) Περιγραφή των μέτρων για την πρόληψη, μείωση ή αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. ε) Σύνοψη των κύριων εναλλακτικών λύσεων και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης. στ) Απλή (μη τεχνική) περίληψη του συνόλου της μελέτης. ζ) Σύντομη αναφορά των ενδεχόμενων δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Οι προδιαγραφές και το ειδικότερο περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων καθορίζονται με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 10β του προηγούμενου άρθρου. 2. ….. 3. Οι αποφάσεις που αφορούν στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων, για έργα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις της Διοίκησης για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση επί των υποβαλλομένων ……., διαβιβάζονται στο οικείο ή στα οικεία νομαρχιακά συμβούλια προκειμένου να λάβουν γνώση και να ενημερώσουν τους πολίτες και τους φορείς εκπροσώπησής τους. Η διαδικασία ενημέρωσης των πολιτών καθορίζεται με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου». Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε ότι : «1. Διαδικασίες για την προέγκριση χωροθέτησης ή την έγκριση περιβαλλοντικών όρων που εκκρεμούν μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στην παρ. 10α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται ως εξής : α) Διαδικασίες Προέγκρισης Χωροθέτησης : H Προέγκριση Χωροθέτησης συνιστά γνωμοδότηση της αρμόδιας υπηρεσίας κατά την έννοια προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης της πρότασης του έργου ή δραστηριότητας που προβλέπεται στην παρ. 6α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Β) Διαδικασίες Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων : H έγκριση περιβαλλοντικών όρων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1650/1986, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τον παρόντα νόμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες αυτές. 2. Εκκρεμείς υποθέσεις για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται εκείνες για τις οποίες έχει υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο φορέα ή ιδιώτη αίτηση, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δικαιολογητικά, στην αρμόδια κάθε φορά υπηρεσία, είτε για προέγκριση χωροθέτησης είτε για έγκριση περιβαλλοντικών όρων. 3. Όπου στο Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος ή άλλο νόμο αναφέρεται ο όρος «προέγκριση χωροθέτησης» νοείται εφεξής προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση. …». Εξάλλου, με βάση εξουσιοδοτήσεις παρεχόμενες με διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και σε συμμόρφωση με τις ήδη μνημονευθείσες Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 96/61/ΕΚ εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 15393/2332/5.8. 2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 1022/5.8.2002), με την οποία ορίζονται τα έργα και δραστηριότητες που κατατάσσονται σε 10 ομάδες, κοινές για την Α΄ και Β΄ κατηγορία του άρ. 3 του ν. 1650/1986 (άρ. 1 ν. 3010/2002) και υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 για την Α΄ κατηγορία και 3 και 4 για τη Β΄ κατηγορία. Ειδικότερα, στην 4η Ομάδα (Συστήματα Υποδομών) περιλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας και διάθεσης αστικών λυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη κατηγορία με υποδιακρίσεις αναλόγως αν τα λύματα διατίθενται σε ευαίσθητο ή μη αποδέκτη ή στο έδαφος. Στη συνέχεια, κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρ. 2 παρ. 2 του ν. 3010/2002 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 25536/3281/15.11.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., Υγείας και Πρόνοιας, Γεωργίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, (Β΄ 1463/20.11.2002), με την οποία ορίσθηκε ότι για τα έργα και δραστηριότητες που κατατάσσονται στην υποκατηγορία 2 της κατηγορίας Α΄, σύμφωνα με την Η.Π. 15393/2332/2002 κ.υ.α., η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων εκδίδεται από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εκτός αν αυτά πραγματοποιούνται μέσα σε περιοχές του Εθνικού Καταλόγου του Ευρωπαϊκού Οικολογικού δικτύου ……… ή εκτελούνται από Κεντρικές Υπηρεσίες Υπουργείων. Ακολούθως, κατ’ επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων του ίδιου ως άνω νόμου, και ιδίως του άρθρου 2 αυτού, εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 11014/703/Φ104/14.3.2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 332/20.3.2003), με την οποία καθορίσθηκαν λεπτομέρειες ως προς τη διαδικασία προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (π.π.ε.α.) και την έγκριση περιβαλλοντικών όρων κατά κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων.

7. Επειδή με τις παραπάνω διατάξεις του ν. 1650/1986, που θεσπίστηκαν σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική επιταγή για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, προς την αρχή της πρόληψης στον τομέα αυτόν, προβλέπεται διοικητική διαδικασία, με την οποία παρέχεται στα αρμόδια όργανα της Διοίκησης η δυνατότητα να εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και, ενόψει ιδίως των συνεπειών αυτών, της φύσης και της σημασίας των τυχόν θιγόμενων οικοσυστημάτων ή μεμονωμένων στοιχείων, του χαρακτήρα και του σκοπού του συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας και των υφιστάμενων μέσων αποτροπής, άρσης ή μείωσης της πιθανολογούμενης βλάβης του περιβάλλοντος, να κρίνουν αν και με ποιούς όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί το έργο ή η δραστηριότητα ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και, γενικότερα, οι παραπάνω ορισμοί του Συντάγματος και οι αναφερόμενοι στο περιβάλλον ορισμοί της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση του έτους 1992 (Συνθήκης του Μάαστριχτ) που κυρώθηκε με το ν. 2077/1992 (A’ 136) και, συγκεκριμένα, οι διατάξεις του άρθρου 130Ρ της Συνθήκης αυτής, με τις oποίες, καθιερώνεται επίσης η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης αποτελεί η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία παρέχει στα αρμόδια διοικητικά όργανα τη δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητας και να εκτιμούν εκ των προτέρων αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας καθώς και με τις ήδη αναφερθείσες συνταγματικές επιταγές και τους ορισμούς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Με τις νεώτερες διατάξεις του ως άνω ν. 3010/2002 η προέγκριση χωροθέτησης του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 αντικαθίσταται από την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, η οποία περιέχει την καταρχήν εκτίμηση της Διοικήσεως σχετικά με τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου έργου ή της δραστηριότητας, ενόψει των γενικών χωροταξικών κατευθύνσεων, των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών στοιχείων της περιοχής, των θετικών επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή και άλλων λόγων δημοσίου συμφέροντος. Αν κατά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση, κριθεί ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητος, η σχετική πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (αρνητική απόφαση κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. δα του νόμου) αφού η έκδοσή της έχει ως συνέπεια να αποκλείεται η συνέχιση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δηλαδή η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Σε αντίθετη περίπτωση, καλείται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (μ.π.ε.) για έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Στην περίπτωση αυτή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του ν. 3010/2002, η προκαταρκτική εκτίμηση αποτελεί απλή γνωμοδότηση, διότι με αυτή παρέχεται απλώς η δυνατότητα υποβολής μ.π.ε., χωρίς να προκύπτει από την ως άνω προκαταρκτική εκτίμηση οποιαδήποτε δεσμευτικότητα ακόμη και ως προς το καταρχήν επιτρεπτό και τη θέση του προτεινόμενου έργου, διότι και τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο της συνολικής εκτιμήσεως της Διοικήσεως η οποία θα διαμορφωθεί βάσει της μελέτης που θα υποβληθεί προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι. Προς το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προκαταρκτικής εκτιμήσεως εναρμονίζεται, άλλωστε, και η θεσπιζόμενη από το νόμο διαδικασία, κατά την οποία για την εκτίμηση αυτή αρκεί η υποβολή προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν απαιτείται πλήρης μελέτη, η κατάρτιση της οποίας θα ήταν επιβεβλημένη αν προέκυπτε οποιαδήποτε δέσμευση από την θετική προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση. Με τα δεδομένα αυτά διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της προλήψεως, δεδομένου ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων από το προτεινόμενο έργο ή δραστηριότητα προηγείται και αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε αδείας για την εκτέλεσή του και επομένως πληρούνται οι απαιτήσεις του συνταγματικού αλλά και του κοινοτικού, νομοθέτη, δεδομένου ότι το προβλεπόμενο από το ν. 1650/1986, πριν την τροποποίησή του με το ν. 3010/2002, διακεκριμένο στάδιο προεγκρίσεως χωροθετήσεως δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά ούτε επιβάλλεται από τις μνησθείσες Οδηγίες. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Α. Ράντου, στην οποία προσχώρησε ο Πάρεδρος Θ. Αραβάνης, η κατά το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 3010/2002 προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση αποτελεί, παρά τον χαρακτηρισμό της στο νόμο ως γνωμοδοτήσεως, εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού με αυτή το όργανο που είναι αρμόδιο και για την έκδοση της τελικής αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων εκτιμά και αξιολογεί τις επιπτώσεις του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητος στο περιβάλλον και λαμβάνει τη θεμελιώδη απόφαση ότι είναι καταρχήν επιτρεπτή η πραγματοποίησή του στο συγκεκριμένο χώρο, τούτο δε ανεξαρτήτως εάν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε σύνθετη διοικητική ενέργεια, είναι ενδεχόμενο, εν όψει των δεδομένων που προκύπτουν από το επόμενο στάδιο, να ματαιωθεί τελικώς η πραγματοποίηση του έργου. Η απόφαση μάλιστα αυτή δεν λαμβάνεται μετά από απλό εξωτερικό έλεγχο της συνδρομής ή μη ωρισμένων τυπικών προϋποθέσεων, αλλά μετά από εις βάθος εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των σημαντικών παραμέτρων που εκτίθενται στις περ. α και β της ως άνω παρ. 6. Η έκδοση δε αυτής της πράξεως, που, πράγματι, δεν επιβάλλεται από την οδηγία, σε συμμόρφωση προς την οποία εξεδόθη ο ν. 3010/2002, αλλά προβλέπεται πρωτοτύπως από την ελληνική νομοθεσία, συνιστά εν τούτοις για την Χώρα, όχι μόνον νομικώς, αλλά και λογικώς αναγκαίο προηγούμενο στάδιο της οικείας διαδικασίας, δεδομένου ότι δεν υφίσταται στην Ελλάδα, γενική ή ειδική, τομεακή νομοθεσία, δυνάμει της οποίας να καθορίζονται κατά προηγούμενη αυτοτελή διαδικασία, οι χώροι όπου μπορούν να εγκατασταθούν τα αντίστοιχα έργα ή να ασκηθούν οι οικείες δραστηριότητες, οπότε καθίσταται αναγκαίος ο κατά περίπτωση προηγούμενος καθορισμός του κατά τα ανωτέρω χώρου. Εξ άλλου, και από τη διατύπωση της παρ. 8 του αυτού άρθρου, που δεν προβλέπει, τουλάχιστον ρητώς την ενδεχόμενη ματαίωση του έργου, ακόμη και στην περίπτωση που ανακύπτουν από την κατασκευή του σοβαρά ή απρόβλεπτα προβλήματα υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, αλλά μόνον την προσθήκη ή τροποποίηση των αντίστοιχων περιβαλλοντικών όρων, προκύπτει, κατά την αυτή γνώμη, ότι η προέχουσα απόφαση για την εκτέλεση ή όχι του έργου δεν λαμβάνεται κατά το στάδιο της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων, όπου, κυρίως κρίνεται ο τρόπος εκτελέσεως του έργου, αλλά κατά το στάδιο της εκδόσεως της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτιμήσεως και αξιολογήσεως. Δεν νοείται δε, εξ άλλου, απλή γνωμοδότηση του αποφασίζοντος οργάνου προς τον εαυτό του, όπως αυτή που, κατά τη διατύπωση της διατάξεως, εισάγει ο νόμος. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, κατά την αυτή πάντοτε γνώμη, από την έκδοση της «γνωμοδοτήσεως» αυτής, που μάλιστα δεν είναι σύμφωνη, αλλ’ απλή, προκύπτουν, κατά το σύστημα του νόμου, τρεις, τουλάχιστον, εκτελεστές πράξεις, δηλαδή η «γνωστοποίηση» ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου κατά τον προταθέντα τρόπο (άρ. 4 παρ. 6 περ. γ εδ. ββ), η απαίτηση υποβολής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων ανώτερης από την προβλεπόμενη κατηγορία (άρ. 4 παρ. 6 περ. ε) και η απαίτηση υποβολής προσθέτων στοιχείων και τεκμηριώσεων για επί μέρους περιβαλλοντικές παραμέτρους του έργου (άρθρο 4 παρ. 6 περ. γ εδ. αα), γεγονός που συνηγορεί υπέρ της εν όλω εκτελεστότητος της πράξεως.

8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπ’ αριθ. 84317/11.6.2002 πράξη του Γεν. Διευθυντή Περιβάλλοντος Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία γνωμοδότησε θετικά επί της προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επίδικου έργου, απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς, διότι στερείται, κατά τα ανωτέρω, εκτελεστότητος.

9. Επειδή, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι μη νομίμως επιχειρείται με την προσβαλλόμενη πράξη αποσπασματικά ή διαχείριση των υγρών αποβλήτων του Δήμου …….. , χωρίς να έχει καταστρωθεί συνολικό σχέδιο για τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων ολόκληρου του νησιού. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού που αφορούν συγκεκριμένη κάθε φορά περιοχή και έναν ή περισσότερους μικρούς πλησιόχωρους οικισμούς, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί της κατασκευής τους ευρύτερος σχεδιασμός (βλ. ΣτΕ 2889/2002).

Πρέπει εξάλλου να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο λόγος ότι δεν προηγήθηκε η σύνταξη ωκεανογραφικής μελέτης, διότι δεν απαιτείται κατά την οικεία νομοθεσία η τήρηση του τύπου αυτού για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων.

10. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα ( Ολομ. ΣτΕ 3478/2000, 613/ 2002) κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου πράξεων εκδιδομένων κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας για την εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον σχεδιαζομένων έργων, ή δραστηριοτήτων, στον οποίο έλεγχο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της απορρεούσης από τις ανωτέρω διατάξεις αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές. Παράβαση όμως της συνταγματικής αρχής της αειφορίας μπορεί να ελεγχθή ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας, και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή την δραστηριότητα βλάβη του περιβάλλοντος, είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή.

11. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου συστήθηκε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (….. …), σε συμμόρφωση δε προς την Οδηγία αυτή, κατ’ επίκληση και του ν. 1650/1986 εκδόθηκε η κ.υ.α. 33318/28.12.1998 για τον καθορισμό μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση φυσικών οικοτόπων και άγριας πανίδας και χλωρίδας. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου οι τόποι που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατηρήσεώς τους και πάντως απαγορεύεται να ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες συνεπαγόμενες την υποβάθμισή τους. Δεν αποκλείεται όμως η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής.

12. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ12/11826/825/14.5.2002 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, η χωροθέτηση του επίμαχου έργου, σύμφωνα με τη «μελέτη προέγκρισης χωροθέτησης» υπό συγκεκριμένους όρους.

Ακολούθως, με την μνημονευθείσα υπ’ αριθ. 84317/11.6.2002 πράξη του ο Γεν. Δ/ντής Περιβάλλοντος Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. γνωμοδότησε θετικά επί της προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επίμαχου έργου, σε θέση νοτιοδυτικά του οικισμού Ράχη, ορίσθηκε δε ότι στην εν λόγω μονάδα επεξεργασίας θα καταλήγουν τα λύματα των οικισμών .. , μέσω κεντρικών αγωγών μήκους 19.500 μ. και ότι τα επεξεργασμένα λύματα θα διατεθούν στη θαλάσσια περιοχή ανάντι της θέσης «……..», μέσω χερσαίου αγωγού διάθεσης 9.180 μ. περίπου, ο οποίος οδεύει επί υφισταμένης οδού, στην κατάληξη της οποίας θα ξεκινήσει ο υποθαλάσσιος αγωγός μήκους 500 μ. Περαιτέρω για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λήφθηκαν, μεταξύ άλλων, υπόψη η περιβαλλοντική ευαισθησία των περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από το έργο, όπως και το ότι η διάθεση των επεξεργασμένων λυμάτων βρίσκεται στην περιοχή «…………………..» (…..), η οποία είχε περιληφθεί στον Εθνικό Κατάλογο των περιοχών, των οποίων εξετάζεται η καταλληλότητα για ένταξη στο Ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ……… . Τέλος, στην ως άνω γνωμοδότηση καθορίσθηκαν ορισμένα θέματα τα οποία θα έπρεπε, κατά την εκπόνηση της μελέτης, να αντιμετωπισθούν με ιδιαίτερη προσοχή (εξέταση εναλλακτικών λύσεων, αναφορά στις επιπτώσεις στην προστατευόμενη θαλάσσια περιοχή, κ.λπ.). Στη συνέχεια, επίσης με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. Δ.Υ.Π. 4122/2.8.2002 απόφαση του Νομάρχη Λευκάδας, καθορίσθηκε ως τελικός αποδέκτης για τη διάθεση των λυμάτων του Δήμου ……. η θαλάσσια περιοχή ……………………………… , υπό την προϋπόθεση ότι τα λύματα πριν ριφθούν στη θάλασσα θα υπόκεινται σε κατάλληλη επεξεργασία. Ακολούθως, συντάχθηκε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το επίμαχο έργο, επί της οποίας γνωμοδότησαν οι κατά νόμο αρμόδιοι φορείς και τελικώς με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 130418/ 27.6.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Υγείας και Πρόνοιας και Πολιτισμού, εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για το επίμαχο έργο. Κατά των προσβαλλομένων πράξεων προβάλλεται, ότι είναι πλημμελώς αιτιολογημένες, ότι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις οποίες στηρίζονται οι πράξεις αυτές, είναι ελλιπείς και ότι από την εγκατάσταση και λειτουργία της μονάδας επαπειλείται σοβαρή διατάραξη του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, ιδιαίτερα των ακτών και του θαλάσσιου χώρου που ορίσθηκε ως αποδέκτης διάθεσης των λυμάτων και βρίσκεται σε περιοχή ενταγμένη στο δίκτυο ………….. , και δυσμενείς επιπτώσεις στη δημόσια υγεία κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ. 1 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Όπως προκύπτει από τις σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το πρόβλημα της διαθέσεως των λυμάτων του …….. είναι οξύτατο, ενόψει της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης και της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας (μόνιμος πληθυσμός 3.200 κάτοικοι, εκτιμώμενος πληθυσμός εικοσαετίας 16.400), ενώ η διασπορά των λυμάτων που από τους υφιστάμενους βόθρους καταλήγουν στη θάλασσα είναι ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω του κλειστού σχήματος του κόλπου του ……. και των δυτικών – βορειοδυτικών ανέμων που επικρατούν στην περιοχή κυρίως κατά το μήνα Αύγουστο, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ρύποι. Για την επίλυση του προβλήματος εξετάσθηκαν τρεις εναλλακτικές λύσεις και προκρίθηκε η τελικώς επιλεγείσα, σύμφωνα με την οποία η θέση της εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων βρίσκεται κοντά στον κύριο όγκο του οικισμού και δίπλα στο χώρο απόρριψης των απορριμμάτων ενώ η διάθεση των επεξεργασμένων λυμάτων γίνεται στη θαλάσσια περιοχή ανάντι της θέσης «……», όπου κατά τη μελέτη επιτυγχάνεται η καλύτερη διάχυση των ρύπων, ακόμη και σε περίπτωση δυσλειτουργίας της μονάδας. Η λύση αυτή εξάλλου απαιτεί μικρότερη κατανάλωση ενέργειας κατά τη λειτουργία της. Οι σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις εστιάζονται στο θαλάσσιο περιβάλλον της περιοχής κατασκευής και λειτουργίας του έργου, γιατί τόσο η άμεση όσο και η ευρύτερη περιοχή ανήκουν στην προτεινόμενη περιοχή …. «……………………» που ορίζεται από τη …………….. και την …… και ένα αρχιπέλαγος 36 μικρών νησιών. Στην περιοχή αυτή απαντά ο τύπος οικοτόπων «εκτάσεις θαλάσσιου βυθού με βλάστηση (……..)». Ως προς το θαλάσσιο αποδέκτη, στη μελέτη αναφέρεται ότι η δημιουργία της μονάδας, αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα, ενόψει του ότι, σήμερα τα λύματα απορρίπτονται ανεπεξέργαστα στη θάλασσα, ενώ με την προτεινόμενη λύση δεν αναμένονται επιπτώσεις ιδιαίτερης έντασης, λόγω της ικανοποιητικής διάχυσης που επιτυγχάνεται. Με την προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, εξάλλου, επιβάλλεται η συστηματική παρακολούθηση, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του έργου, (όροι 6.3, 6.4, 6.5 της προσβαλλομένης) της ποιότητας των νερών της άμεσης περιοχής διάθεσης και των προς διάθεση επεξεργασμένων λυμάτων, ώστε να μην παρατηρούνται υπερβάσεις των προκαθορισμένων ορίων των θρεπτικών συστατικών. Με την πράξη αυτή προβλέπεται επίσης η χρησιμοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων για ελεγχόμενη άρδευση επιλεγμένων καλλιεργειών κατά τη διάρκεια της αρδευτικής περιόδου (όροι 6.6, 6.7, 6.8, 7.1), υπάρχουν δε ειδικές προβλέψεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος των οσμών (όροι 8.1 και 8.2) και για τον έλεγχο της ποιότητας των νερών στις γειτονικές ακτές κολύμβησης (όρος 6.4). Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, που εκδόθηκε κατ’ επίκληση, πλην άλλων, των εγγράφων, στα οποία περιέχονται οι απόψεις των οικείων υπηρεσιών, και στηρίζεται στις σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς τα ζητήματα που τίθενται με τις κρινόμενες αιτήσεις, περαιτέρω δε έλεγχος των σχετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της διοικήσεως εξέρχεται των ορίων δικαστικού ελέγχου κατά την προκειμένη ακυρωτική δίκη. Εξάλλου, δεδομένου ότι η κατασκευή σταθμού βιολογικού καθαρισμού λυμάτων οικισμού είναι θεμελιώδες έργο υποδομής για τη δημιουργία οικισμού, βασικό δε έργο εξυγιάνσεως όταν οι οικισμός υφίσταται ήδη χωρίς να λειτουργεί σχετική μονάδα, όχι μόνο δεν αναιρούνται, αλλ’ ειδικώς εξυπηρετούνται οι θαλπόμενοι από τα άρθρα 21 και 24 του Συντάγματος σκοποί προστασίας της δημοσίας υγείας και του περιβάλλοντος από την κατασκευή και λειτουργία της επίμαχης μονάδας. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.

13. Επειδή, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4122/2.8.2002 απόφαση του Νομάρχη ….. , με την οποία καθορίσθηκε ως φυσικός αποδέκτης των επεξεργασμένων αστικών λυμάτων του …….. η θαλάσσια περιοχή «………», εκδόθηκε κατ’ επίκληση της υπ’ αριθ. 5673/400/ 5.3.1997 κοινής υπουργικής αποφάσεως (Β΄ 192), που καθόρισε τις προϋποθέσεις διάθεσης των αστικών λυμάτων σε εναρμόνιση με τις διατάξεις της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου και προέβλεψε ότι θα καθορισθούν οι ευαίσθητες περιοχές, στις οποίες η διάθεση αστικών λυμάτων σε υδάτινο αποδέκτη, προϋποθέτει αυστηρότερη επεξεργασία (άρθρα 4 και 5). Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 19661/1982/2.8.1999 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 1811) προσδιορίσθηκαν οι κατά τα ανωτέρω ευαίσθητες περιοχές, μεταξύ των οποίων η περιοχή «………..» και προβλέφθηκαν ανώτατες τιμές συγκέντρωσης. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη, η οποία κατά τα λοιπά παραπέμπει στις οικείες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι νόμιμη, ενώ ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί αναρμοδιότητος του αιρετού Νομάρχη ενόψει του άρθρου 24 του Συντάγματος, πρέπει να απορριφθεί, διότι από την ως άνω συνταγματική διάταξη δεν συνάγεται ότι η άσκηση προστατευτικών του περιβάλλοντος αρμοδιοτήτων ανήκει αποκλειστικώς στα όργανα του Κράτους.

14. Επειδή, κατόπιν τούτων, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να γίνει δεκτή η παρέμβαση του ……….. .

Δ ι ά τ α ύ τ α

Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις και τις απορρίπτει.