ΣτΕ 2551/2010, Α τμ.,ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΦΕΣΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΟΣ, ΑΝΩΤΕΡΑ ΒΙΑ, 7μ απο παρ. της 205/10, Η ανωτέρα βία για το εκπρόθεσμο της εφέσεως ΔΕΝ μπορεί να προτείνεται με το υπόμνημα

ΣΤΕ

  Αριθμός  2551/2010
 
 

 
 

Αριθμός 2551/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιουνίου 2010, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Θεοδ. Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Αθηνάς-Αρίστης Βουμβάκη, κατοίκου Αγ. Στεφάνου Αττικής (Κορυτσάς 8), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1069/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος Ιδρύματος δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση του συμπεράσματος της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Α. Καλογεροπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31), καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1069/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η 1973/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια δε απορρίφθηκε η πρωτοδίκως γενόμενη δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 879/Συν.100Β΄/25.10.1999 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Συντάξεων Αθηνών, με την οποία είχε κριθεί τελικώς ότι η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο σύνταξη απλής αναπηρίας για το χρονικό διάστημα από 10.5.1999 έως 9.5.2001 και όχι σύνταξη μερικής αναπηρίας, όπως είχε κρίνει ο Διευθυντής του ίδιου Υποκαταστήματος.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στο Τμήμα με επταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητος, μετά την έκδοση της 205/2010 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά τη μη παράσταση της αναιρεσίβλητης κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, εφόσον, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό που βρίσκεται στο φάκελο της υποθέσεως, αντίγραφα της ανωτέρω 205/2010 παραπεμπτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και της σχετικής πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση, ασκηθείσα εμπροθέσμως και εν γένει κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω ερευνητέα.
5. Επειδή, στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 61 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (97 Α΄), ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες της παρ. 1, [δηλαδή εκείνες που αρχίζουν από την επίδοση εγγράφου] εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα, η δε τήρησή τους εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 94 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης». Εξάλλου, το άρθρο 95 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι: «Λόγο έφεσης μπορεί να θεμελιώσει κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της απόφασης και κάθε παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όσα είχε υποχρέωση» και η παρ. 1 του άρθρου 131 ότι: «Οι διάδικοι μπορούν να προβάλλουν, εκτός από τους λόγους οι οποίοι περιέχονται στο ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε από αυτούς, και πρόσθετους λόγους…» Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 138 του Κ.Δ.Δ.: «Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε το υπόμνημα μπορεί, με δικό του υπόμνημα, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του.».
6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της επιτρεπτής υπερβάσεως ανατρεπτικής προθεσμίας για λόγους ανωτέρας βίας, συνάγεται ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, όπως ο ισχυρισμός ότι συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως, πρέπει να προβάλλονται είτε με το δικόγραφο της εφέσεως είτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων και όχι με υπόμνημα, το οποίο μόνο ανάπτυξη των ισχυρισμών που προβάλλονται με τα ανωτέρω δικόγραφα μπορεί να περιέχει (πρβ. Σ.τ.Ε. 2850/1976, 4058/1983, 143, 144/1991).
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό προς τα λοιπά παραδεκτώς ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, η πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε νομοτύπως στην αναιρεσίβλητη στις 17.4.2002, η έφεσή της δε κατά της αποφάσεως αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 21.6.2002, μετά δηλαδή την πάροδο της 60νθήμερης προθεσμίας που τάσσεται από τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 94 του Κ.Δ.Δ. και η οποία συμπληρώθηκε στις 17.6.2002, αφού η 60στή ημέρα ήταν Κυριακή (κατά νόμον εξαιρετέα). Το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη είχε προβάλει το πρώτον παραδεκτώς με το από 12.2.2004 υπόμνημά της, κατατεθέν ενώπιόν του, μετά την συζήτηση της υποθέσεως, ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό της ανωτέρας βίας, δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό ως βάσιμο, έκρινε, δηλαδή, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης λόγοι ανωτέρας βίας, οι οποίοι δικαιολογούσαν την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, στη συνέχεια δέχθηκε την έφεση κατ’ ουσίαν επικυρώνοντας την κρίση της οικείας Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ ότι η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο σύνταξη απλής και όχι μερικής αναπηρίας, ακολούθως δε εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει το αντίθετο και απέρριψε την προσφυγή του ΙΚΑ κατά της προσβληθείσης με αυτή αποφάσεως της ως άνω Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής.
8. Επειδή, η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι η αναιρεσίβλητη είχε προβάλει παραδεκτώς το πρώτον με το υπόμνημά της ενώπιόν του ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό της λόγων ανωτέρας βίας που δικαιολογούσαν την υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεώς της, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη αυτή, τέτοιοι πραγματικοί ισχυρισμοί θα μπορούσαν να προβληθούν μόνον με το δικόγραφο της εφέσεως της αναιρεσίβλητης ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, αποβαίνει δε περιττή η εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.
9. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό και την κρατεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει την έφεση της αναιρεσίβλητης ως εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 21.6.2002 ασκήθηκε, δηλαδή, μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του ΚΔΔ από την κοινοποίηση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην αναιρεσίβλητη που έγινε στις 17.4.2002, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό που υπάρχει στη δικογραφία και η οποία συμπληρώθηκε στις 17.6.2002, δεδομένου ότι η εξηκοστή ημέρα ήταν κατά νόμο εξαιρετέα (Κυριακή).
10. Επειδή, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 277 παρ. 10 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το παράβολο της εφέσεως, το οποίο αποδόθηκε στην αναιρεσίβλητη με την αναιρεθείσα απόφαση του διοικητικού εφετείου, δεν πρέπει να αναζητηθεί.
11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ταμείου για την κατ’ αναίρεση (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989-8 Α΄) και την κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο πέμπτο ΚΔΔ).
Διά ταύτα
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί την 1069/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση.
Απορρίπτει την έφεση της αναιρεσίβλητης. Και
Απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος για την κατ’ αναίρεση και την κατ’ έφεση δίκη, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
 
 
 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2010.
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος  Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
 
 
Αθ. Ράντος Μ. Παπασαράντη

205/2010 ΣΤΕ 
 
  Εφεση. Αιτιάσεις κατά της πρωτόδικης αποφάσεως μπορούν να προβληθούν είτε με το δικόγραφο της εφέσεως είτε με δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Πραγματικοί όμως ισχυρισμοί σχετικά με το εμπρόθεσμο της εφέσεως, το οποίο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, μπορούν να προβληθούν το πρώτον και με υπόμνημα. Πραγματικοί ισχυρισμοί που αφορούν τη συνδρομή ανωτέρας βίας, η οποία δικαιολογεί την υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και οι οποίοι δεν αναφέρονται σε σφάλματα της πρωτόδικης αποφάσεως, μπορούν να προβληθούν το πρώτον και με υπόμνημα. Αντίθετη μειοψηφία. Νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο ερεύνησε σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

  Αριθμός 205/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μπριόλας, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, ΄Α. Καλογεροπούλου, Τ. Κόμβου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση:

του Iδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Θεοδ. Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της ……-……. ……., κατοίκου Αγίου Στεφάνου Αττικής (………. .), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1069/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1069/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η 1973/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια δε απορρίφθηκε η πρωτοδίκως γενόμενη δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 879/Συν.100 Β΄/25.10.1999 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Συντάξεων Αθηνών, με την οποία είχε κριθεί τελικά ότι η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο σύνταξη απλής αναπηρίας για το χρονικό διάστημα από 10.5.1999 έως 9.5.2001 και όχι σύνταξη μερικής αναπηρίας, όπως είχε κρίνει ο Διευθυντής του ίδιου Υποκαταστήματος.

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά τη μη παράσταση της αναιρεσίβλητης κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, εφόσον, όπως προκύπτει από τις 2689Β, 2690Β/16.2.2006 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ελένης Παρρησιάδου, αντίγραφα της πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου της υποθέσεως καθώς και του δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση, ασκηθείσα εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, είναι περαιτέρω ερευνητέα.

4. Επειδή, στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (97 Α΄) ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες που αρχίζουν από την επίδοση εγγράφου τρέχουν και εναντίον εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση». Στη δε παρ. 5 του ίδιου άρθρου 61 ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες της παρ. 1, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα, η δε τήρησή τους εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 94 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης». Εξάλλου, το άρθρο 95 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι: «Λόγο έφεσης μπορεί να θεμελιώσει κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της απόφασης και κάθε παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όσα είχε υποχρέωση.» και η παρ. 1 του άρθρου 131 ότι: «Οι διάδικοι μπορούν να προβάλλουν, εκτός από τους λόγους οι οποίοι περιέχονται στο ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε από αυτούς, και πρόσθετους λόγους. Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων κατατίθεται στη γραμματεία και, με τη φροντίδα του διαδίκου που το ασκεί, επιδίδεται σε κυρωμένο αντίγραφο στους άλλους διαδίκους δέκα πέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη πρώτη συζήτηση.». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 138 του Κ.Δ.Δ.: «Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε το υπόμνημα μπορεί, με δικό του υπόμνημα, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του.».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αιτιάσεις κατά της πρωτόδικης αποφάσεως μπορούν να προβληθούν είτε με το δικόγραφο της εφέσεως είτε με δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Πραγματικοί όμως ισχυρισμοί που συνάπτονται με το εμπρόθεσμο της εφέσεως, το οποίο, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 61 του Κ.Δ.Δ., ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μπορούν να προβληθούν το πρώτον και με υπόμνημα. Ενόψει αυτού, πραγματικοί ισχυρισμοί που αφορούν τη συνδρομή ανωτέρας βίας, η οποία δικαιολογεί την υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως-ισχυρισμοί οι οποίοι δεν αναφέρονται σε σφάλματα της πρωτόδικης αποφάσεως-μπορούν να προβληθούν το πρώτον και με υπόμνημα, εφόσον, πάντως, υπάρχει η δυνατότητα στον αντίδικο να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 138 του ΚΔΔ. Μειοψήφησε ο Προεδρεύων Σύμβουλος Γ. Παπαμεντζελόπουλος, στη γνώμη του οποίου προσχώρησε και η Πάρεδρος Άννα Καλογεροπούλου, ο οποίος διετύπωσε την άποψη ότι από τις ανωτέρω διατάξεις του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, όπως ο ισχυρισμός ότι συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως, πρέπει να προβάλλονται είτε με το δικόγραφο της εφέσεως είτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων και όχι με υπόμνημα, το οποίο μόνο ανάπτυξη των ισχυρισμών που προβάλλονται με τα ανωτέρω δικόγραφα μπορεί να περιέχει (Σ.τ.Ε. 2850/1976, 4058/1983, 143, 144/1991).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε νομίμως στην αναιρεσίβλητη στις 17.4.2002, η έφεσή της δε κατά της αποφάσεως αυτής κατατέθηκε από αυτήν στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 21.6.2002, μετά δηλαδή την πάροδο της 60νθήμερης προθεσμίας που τάσσεται από τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 94 του Κ.Δ.Δ. και η οποία συμπληρώθηκε στις 17.6.2002, αφού η 60στή ημέρα ήταν Κυριακή (κατά νόμον εξαιρετέα). Το διοικητικό εφετείο, κατ’ αποδοχή σχετικού ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, τον οποίο αυτή προέβαλε με το από 12.2.2004 υπόμνημά της ενώπιόν του, έκρινε ότι η έφεσή της ήταν τύποις δεκτή και εξεταστέα κατ’ ουσίαν, με την αιτιολογία ότι συνέτρεχαν λόγοι ανωτέρας βίας που δικαιολογούσαν την εκπρόθεσμη άσκησή της και οι οποίοι εμπόδισαν την αναιρεσίβλητη να ασκήσει είτε η ίδια είτε με πληρεξούσιο δικηγόρο εμπροθέσμως την έφεσή της. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο έλαβε υπόψη του ιατρικές βεβαιώσεις τις οποίες προσκόμισε ενώπιόν του η αναιρεσίβλητη και συγκεκριμένα: την από 4.7.2003 βεβαίωση νοσηλείας της αναιρεσίβλητης στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. Γεννηματάς» από 26.8.2000 έως 22.9.2000 για ψυχιατρικές παθήσεις, την από 10.6.2002 βεβαίωση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας του ίδιου Τμήματος με αναφορά στις παθήσεις της αναιρεσίβλητης, καθώς και την από 7.2.2003 βεβαίωση της ίδιας, με την οποία βεβαιωνόταν ότι: «η …… ……….. πάσχει από συναισθηματική διαταραχή τύπου ΙΙ με καταθλιπτικά επεισόδια, κατά τη διάρκεια των οποίων κυριαρχούν αυτοκτονικός ιδεασμός αρχικά και καταλήγουν σε βραδυψυχισμό, αρνητισμό στη λήψη τροφής και κατάργηση οιασδήποτε λειτουργικότητας με έντονη κλινοφιλία, εικόνα η οποία ίσχυε και κατά το διάστημα από 10.6.2002 έως τον Ιούλιο του έτους 2002, οπότε και άρχισε ανταποκρινόμενη στην αντικαταθλιπτική αγωγή». Η νοσηρή αυτή κατάσταση της αναιρεσίβλητης συνιστούσε, κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, λόγω ανωτέρας βίας που την εμπόδιζε να ενεργήσει η ίδια ή με πληρεξούσιο με σύνεση και επιμέλεια, ώστε να αποτραπεί η εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσής της, η αδυναμία της δε αυτή υπήρχε πράγματι κατά τη χρονολογία εκπνοής της εξηκονθήμερης προθεσμίας και μέχρι την άσκηση της έφεσής της στις 21.6.2002, αφού η φύση των παθήσεών της είχε ως συνέπεια την κατάργηση κατά την περίοδο εκείνη «οιασδήποτε λειτουργικότητας».

7. Επειδή, κατά την άποψη που επεκράτησε στο Τμήμα, νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο ερεύνησε τον ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης περί συνδρομής στο πρόσωπό της λόγων ανωτέρας βίας, οι οποίοι δικαιολογούσαν την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, παρά το ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προβληθεί με το υπόμνημά της ενώπιον του δικάσαντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και όχι με το δικόγραφο της εφέσεώς της ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων εφέσεως. Ο λόγος δε αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ιδρύματος ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός μπορούσε να προβληθεί μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων και ότι, κατά συνέπεια, το δικάσαν εφετείο μη νομίμως ερεύνησε και δέχθηκε τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης που είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα, θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός. Λόγω της σπουδαιότητος όμως του ανωτέρω ζητήματος το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή του σύνθεση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (8 Α΄), και να οριστεί εισηγητής η Πάρεδρος Άννα Καλογεροπούλου.

Διά ταύτα

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει την υπόθεση στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος με εισηγητή την Πάρεδρο Άννα Καλογεροπούλου.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2009

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος   Η Γραμματέας     Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Βλασερού

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2010.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος   Η Γραμματέας     Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Ιωαννίδου

Π.Β.