Αριθμός 2574/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μπριόλας, Δ. Μαρινάκης, Ι. Μαντζουράνης, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.
Για να δικάσει την από 16 Δεκεμβρίου 2002 αίτηση:
της Σταυρούλας Κατσαφαρέα, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (οδός Περικλέους αριθ. 13), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Παπαϊωάννου (Α.Μ. 2104), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Γεώργιο Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 6226/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου, Δ. Μπριόλα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Γραμμάτια Παραβόλου Α. 773948-50/2002).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 6226/2001 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως 5367/2000 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει, με τους νόμιμους τόκους, ποσό 513.622.350 δραχμών συνολικά, ως αποζημίωση, εκ των οποίων : α) ποσό 113.622.500 δρχ. για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπέστη εξαιτίας της παράνομης παραμονής της στη φυλακή επί 4 έτη και 9 μήνες, λόγω δίωξης και καταδίκης της για ποινικά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, για τα οποία αθωώθηκε αμετακλήτως, β) ποσό 400.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη λόγω της άδικης δίωξης και καταδίκης της.
3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος, με την από 6.5.2003 πράξη του Προέδρου αυτού, λόγω σπουδαιότητας.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
5. Επειδή, με το άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους» ενώ με το άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει …». Τέλος, στο άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι». Το Σύνταγμα, με τις προμνησθείσες διατάξεις, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπομένου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (Α.Ε.Δ. 18/2005). Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτός, κατά το Σύνταγμα, ο έλεγχος, ούτε ευθέως, ούτε παρεμπιπτόντως, από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, εφόσον τα τελευταία ανήκουν σε άλλο δικαιοδοτικό κλάδο.
6. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Νόμος ορίζει με ποιούς όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία». Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως, η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του άδικου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος, στη συνέχεια, κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή), ενταγμένου στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος, δεν μπορεί, πάντως, να αναθέσει τη διάγνωση αυτή σε δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, όπως είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, ενόψει του εκτεθέντος στην προηγούμενη σκέψη οργανωτικού συστήματος χωριστών δικαιοδοσιών που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας [που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1493/1950 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό διάταγμα 258/1986 (Α΄ 121)] προβλέπει συναφώς στο τρίτο κεφάλαιο του 8ου βιβλίου αυτού υπό τον τίτλο «Αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά» (άρθρα 533 – 545), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν, δηλαδή, από την αντικατάστασή του με το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 (Α΄ 109), στο άρθρο 533 τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως εκείνων που καταδικάσθηκαν με απόφαση ποινικού δικαστηρίου και ύστερα αθωώθηκαν ή τιμωρήθηκαν με ελαφρότερη ποινή (παρ. 1), εκείνων που κρατήθηκαν προσωρινά και κατόπιν αθωώθηκαν με βούλευμα ή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου (παρ. 2 και 3), ενώ στο άρθρο 535 προβλέπονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκλείεται το δικαίωμα προς αποζημίωση του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος. Περαιτέρω, στο άρθρο 536 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ρητώς ότι αρμόδιο δικαστήριο για να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως του κρατηθέντος ή καταδικασθέντος είναι το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση (δηλαδή το ποινικό), το οποίο αποφαίνεται με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από προφορική αίτηση εκείνου που αθωώθηκε ή και αυτεπαγγέλτως. Με την ίδια απόφαση το ποινικό δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί ότι η καταδίκη ή η προσωρινή κράτηση δεν οφείλεται σε παράνομη ενέργεια των δικαστικών λειτουργών που την επέβαλαν, στην περίπτωση δε αυτή κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αργότερα το ίδιο ζήτημα, ενόψει των ορισμών του άρθρου 541 του αυτού Κώδικα. Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 536 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται ότι, αν η ποινική υπόθεση δικάζεται και πάλι κατ’ αποδοχή ενδίκου μέσου, το δικαστήριο που την δικάζει αποφαίνεται και για την υποχρέωση του δημοσίου προς αποζημίωση, ενώ η προηγούμενη απόφαση δεν ισχύει. Στο άρθρο 537 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής μεταγενέστερης αίτησης αποζημιώσεως, αν δεν αποφάνθηκε επ’ αυτού το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 536. Η αίτηση αυτή παραδίδεται στον Εισαγγελέα του ιδίου ποινικού δικαστηρίου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας, εισάγεται δε την πρώτη εργάσιμη ημέρα στο δικαστήριο αυτό, αποτελούμενο, κατά προτίμηση, από τους ίδιους δικαστές που έκριναν την ποινική υπόθεση, το εν λόγω δε δικαστήριο αποφαίνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 536. Τέλος, στο μεν άρθρο 539 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας προβλέπεται η έγερση αγωγής από το δικαιούχο ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προκειμένου να επιδικάσουν την αιτούμενη αποζημίωση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αναγνωριστεί από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο η υποχρέωση αποζημιώσεως, την οποία δεν μπορεί να εξετάσει το πολιτικό δικαστήριο, στο δε άρθρο 540 του αυτού Κώδικα καθορίζεται το αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση, δηλαδή η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον ίδιο τον κρατηθέντα ή σε δικαιούχους διατροφής παρ’ αυτού, εξαιτίας της προσωρινής κράτησης ή ποινικής καταδίκης, καθώς και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στον κρατηθέντα ή φυλακισθέντα, κατά την κρίση του πολιτικού δικαστηρίου.
7. Επειδή, με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, – που επαναλαμβάνει, κατά βάση, τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος ν. 4915/1931 – περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, όπως εκτέθηκαν στην πέμπτη σκέψη, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν, όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας. Ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 παρ. 2, περ. η΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η έλλειψη δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επί των διαφορών αυτών επαληθεύεται και από το ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2915/2001, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας προς το σκοπό, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ίδιου νόμου, να καταστούν δικαιότερες και απλούστερες οι ουσιαστικές και οι δικονομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την επιδίκαση της εν λόγω αποζημίωσης, ενόψει των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το νόμο 2462/1997, διατηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, είτε με ταυτόχρονη απόφαση, είτε με μεταγενέστερη. Αν αναγνωριστεί τέτοια υποχρέωση από το ποινικό δικαστήριο, το ύψος της αποζημιώσεως μπορεί να καθοριστεί, είτε από αυτό το ίδιο το ποινικό δικαστήριο, είτε, σε περίπτωση που ο δικαιούχος το θεωρεί ανεπαρκές ή το Δημόσιο υπερβολικό, από τα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
8. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη, προκύπτουν τα εξής : Η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. 21–25/19.11.1991 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Τριπόλεως για ανθρωποκτονία των γονέων της, παράνομη οπλοφορία, κατοχή όπλων και οπλοχρησία, στην ποινή της ισόβιας καθείρξεως (δις). Με την απόφαση αριθ. 79–83 και 86/1995 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου κηρύχθηκε αθώα από τα αδικήματα αυτά, η απόφαση δε αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως που είχε ασκήσει κατ’ αυτής ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την απόφαση 162/1997 του Αρείου Πάγου. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου αποφάνθηκε με την ανωτέρω αθωωτική απόφασή του ότι δεν συντρέχει λόγος αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας για το χρονικό διάστημα που αυτή κρατήθηκε στις φυλακές, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέρχεται συνολικά σε 4 έτη και 9 μήνες. Με την από 19.11.1998 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατατέθηκε στις 24.12.1998, η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε, κατ’ αρχάς, τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 (Α΄ 25) και τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με την Φ.0546/63ΑΣ/292/Μ.280/7.5.1997 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών (φ. Α΄ 92/16.5.1997) από 5.8.1997, στην οποία ορίζεται ότι : «Εάν μια οριστική ποινική καταδίκη ακυρωθεί από ανώτερο δικαστήριο ή αν δοθεί χάρις, διότι προέκυψε ένα νέο πρόσφατα αποκαλυφθέν γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη δικαστικής πλάνης, το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε ποινή εξαιτίας αυτής της καταδίκης αποζημιώνεται σύμφωνα με το νόμο, εκτός αν αποδειχθεί ότι ευθύνεται το ίδιο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει για τη μη έγκαιρη αποκάλυψη του αγνώστου στοιχείου». Ισχυρίσθηκε δε ότι με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη αυτή τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του Κώδ. Ποινικής Δικονομίας, και πλέον ούτε απαιτείται η αναγνώριση της υποχρέωσης αποζημιώσεως από το ποινικό δικαστήριο, ούτε κωλύεται η έγερση της σχετικής αγωγής από τυχόν κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως του αδίκως καταδικασθέντος, όπως εν προκειμένω. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι η αγωγή της υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στα οποία μετεφέρθη με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983, ζήτησε δε να επιδικαστεί εντόκως : α) ποσό 113.622.350 δρχ. για την αποκατάσταση της ζημίας (θετικής και αποθετικής), την οποία υπέστη, λόγω της παραμονής της στη φυλακή επί 4 έτη και 9 μήνες, διότι διέκοψε τη λειτουργία επιχειρήσεως καφέ – μπαρ – ψησταριάς που διατηρούσε στην περιοχή Οιτύλου Λακωνίας και προέβη σε εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για να αντιμετωπίσει τα έξοδα διαβίωσής της και υπεράσπισής της στην ποινική δίκη, ως και β) ποσό 400.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω στέρησης της προσωπικής ελευθερίας της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά και λόγω του κοινωνικού στίγματος της μητροκτόνου και πατροκτόνου που της αποδόθηκε με την άδικη ποινική δίωξη και αρχική καταδίκη της. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού δέχθηκε κατ’ αρχάς τη δικαιοδοσία του, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτωση η΄ του ν. 1406/1983, απέρριψε με την 5367/2000 απόφασή του την αγωγή, κρίνοντας ότι δεν καταργήθηκαν με το ανωτέρω Διεθνές Σύμφωνο οι διατάξεις του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας και, ειδικότερα, το άρθρο 539 αυτού που προϋποθέτει κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως, την οποία αρνήθηκε εν προκειμένω το Μικτό Ορκωτό Εφετείο για την αναιρεσείουσα. Έφεση της τελευταίας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν την ένδικη αγωγή αποζημιώσεως, η οποία μεταφέρθηκε σε αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983. Η αγωγή όμως αυτή μεταφέρθηκε με τους περιορισμούς που προέβλεπε το άρθρο 539 του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας, όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 26 του ν. 2315/2001, για τα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή να έχει προηγουμένως αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, προϋπόθεση που, όπως ήδη εκτέθηκε, δεν συντρέχει στην κρινόμενη περίπτωση. Η κρίση δε αυτή του ποινικού δικαστηρίου ότι δηλαδή δεν συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, δεν μπορεί να ελεγχθεί, σύμφωνα με το Διοικητικό Εφετείο, ούτε παρεμπιπτόντως, από τα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 539 του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας. Περαιτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι με το προαναφερθέν άρθρο 14 παρ. 6 του ανωτέρω Διεθνούς Συμφώνου καταργήθηκε η αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να αποφανθεί για την ύπαρξη υποχρεώσεως προς αποζημίωση, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω Διεθνές Σύμφωνο κατοχυρώνει δικαίωμα προς αποζημίωση του καταδικασθέντος που κηρύχθηκε αθώος, σύμφωνα όμως με τους όρους του εσωτερικού δικαίου, ήτοι εν προκειμένω των άρθρων 533 – 545 του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας.
9. Επειδή, η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία η αγωγή για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως του άρθρου 539 του Κώδ. Ποιν. Δικονομίας μεταφέρθηκε από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983, δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, οι οποίοι τελικώς κηρύχθηκαν αθώοι, όπως η αναιρεσείουσα, δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, η οποία μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων με το ν. 1406/1983, αλλά, συνδεόμενη αρρήκτως με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, κατ’ επιταγήν των άρθρων 7 παρ. 4 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, παρέμεινε στη δικαιοδοσία των ποινικών και των πολιτικών δικαστηρίων, όπως εκτέθηκε ειδικότερα στην έβδομη σκέψη. Για το λόγο αυτό, αναγόμενο στην δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως κατ’ αναίρεση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, περαιτέρω δε πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας όπως αναπτύσσονται με τα εμπροθέσμως κατατεθέντα υπομνήματά της, σύμφωνα με τους οποίους τα διοικητικά δικαστήρια μπορούσαν να ελέγξουν την κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχε υποχρέωση προς αποζημίωση.
10. Επειδή, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διευκρίνηση, ως προς το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 (φ. Α΄ 8). Ειδικότερα, πρέπει να δικαστεί και να γίνει δεκτή η έφεση για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο της έλλειψης δικαιοδοσίας του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Μετά δε την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, πρέπει να δικαστεί και απορριφθεί η αγωγή της αναιρεσείουσας για τον ίδιο λόγο.
11. Επειδή, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της παρούσας δίκης, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη στο διάδικο που ηττήθηκε, ούτε για την κατ’ αναίρεση δίκη [άρθρο 39 παρ. 1 π.δ/τος 19/1989), ούτε για την κατ’ έφεση, ούτε, τέλος, για την πρωτόδικη (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδ. Διοικ. Δικονομίας (ν. 2717/1999, φ. Α΄ 97)].
12. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 1649/1986 (Α΄ 149) ορίζεται ότι : «4. Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενόψει των ρυθμίσεων του ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου. Το δικαστικό ένσημο, που τυχόν έχει καταβληθεί για το ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε, συνυπολογίζεται και για το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου». Ενόψει της ανωτέρω διατάξεως, εφόσον με την παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε αμετακλήτως η αγωγή της αναιρεσείουσας, ως μη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις του ν. 1406/1983, η αναιρεσείουσα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει την αγωγή αυτή ενώπιον του αρμοδίου Πολιτικού Πρωτοδικείου υπό τους όρους της ανωτέρω διατάξεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1800/2001, 7μελ., 2754/2000, 448/2002). Ανάλογες ρυθμίσεις περιέχει και η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 2915/2001, όταν απορρίπτεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο για έλλειψη δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, για το λόγο ότι υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 1109/2004, 3623/2002, 1846/2003).
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την απόφαση 6226/2001 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως αναιρέσεως.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη για την κατ’ αναίρεση δίκη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Κρατώντας περαιτέρω την υπόθεση.
Δέχεται την από 6.11.2000 έφεση της Σταυρούλας Κατσαφαρέα.
Εξαφανίζει την απόφαση 5367/2000 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάζει την απόδοση του παραβόλου της εφέσεως.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη για την κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Δικάζει την υπό χρονολογία 19.11.1998 (αριθ. καταθ. 1634/ 24.12.1998) αγωγή της Σταυρούλας Κατσαφαρέα και την απορρίπτει. Και
Απαλλάσσει την ενάγουσα – αναιρεσείουσα από τη δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου και 14 Δεκεμβρίου 2005
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Γ. Παναγιωτόπουλος Α. Κολιοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2006.
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος
Γ. Ανεμογιάννης Ε. Κουμεντέρη