ΣτΕ 259/2020, Α τμ. παρ.7μ, ΑΝΑΙΡΕΣΗ , ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ , ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΗΛΑ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΣΤΗ ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΜΕΙΟΨ), ΑΡΘ.12 Ν. 3900/2010, ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝ

ΣΤΕ

ΣτΕ

αριθμός 259/2020, Α΄ Τμήματος

Περίληψη: Προϋποθέσεις παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 53 π.δ/τος 18.1989). Από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 3900/2010, όπως ισχύουν, και των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 57 του ίδιου νόμου, με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ενόψει και των επιδιωκόμενων με τις διατάξεις αυτές σκοπών, συνάγεται ότι, όταν πρόκειται για διαφορά με αντικείμενο περιοδική παροχή ή θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη ή δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή – διαφορά η οποία μάλιστα εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 – και προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα επί ορισμένου ζητήματος για το οποίο έχει δημιουργηθεί πάγια νομολογία, αρκεί απλώς να προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ΄ του π.δ/τος 18/1989 (εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή του νόμου) και δεν είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως ως προς το λόγο αυτό, να γίνεται επίκληση, με ειδικό και αυτοτελή ισχυρισμό, της αντίθεσης με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου και να αναφέρεται ο αριθμός της απόφασης αυτής. Τούτο δε, διότι δεν είναι ορθό να μένει άθικτη προδήλως εσφαλμένη νομικά δικαστική απόφαση, επειδή δεν προτάθηκε ο προσήκων ισχυρισμός της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Μειοψηφία. Παραπέμπει το ζήτημα στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Χ. Νέγρης, Πάρεδρος

Δικηγόρος: Χ. Μαραβέλιας

    2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2970/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) κατά της 195/2011 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η 4295/6.3.2009 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ο.Α.Ε.Ε. Βέροιας και αναγνωρίστηκε ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν ασφαλιστικώς ανάπηρος με ποσοστό 67% κατά το χρονικό διάστημα από 30.10.2008 έως 31.10.2009 και δικαιούνταν σύνταξη λόγω αναπηρίας για το χρονικό αυτό διάστημα.

    5. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, ακολούθως, συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του  ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016) -η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως- ορίζονται τα εξής: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. …» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, η οποία, κατ’ ουσίαν, προσέθεσε εδάφιο δεύτερο στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989). Περαιτέρω, στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. …».

    6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αν πρόκειται για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2132/2019, 1910-1912/2019, 773/2019 κ.ά.).

    7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 6.7.2016, μετά δηλαδή την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 (την 1η.1.2011, κατ’ άρθρο 70 του νόμου αυτού), και, επομένως, έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 12 του νόμου αυτού. Με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά η οποία ανέκυψε από την άσκηση προσφυγής με αντικείμενο που δεν εξαντλείται στο χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στις συντάξεις αναπηρίας του οικείου χρονικού διαστήματος (από 30.10.2008 έως 31.10.2009), αλλά αφορά τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, [βλ. άρθρο 22 παρ. 5 και 8 του Καταστατικού του Ο.Α.Ε.Ε. (π.δ. 258/2005)].

    9. Επειδή, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο προβάλλεται, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ότι το δικάσαν δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου θεώρησε ότι τα εκτιμηθέντα από αυτό πραγματικά στοιχεία εμπίπτουν στις κείμενες διατάξεις, ούτως ώστε να δικαιούται ο αναιρεσίβλητος σύνταξη αναπηρίας, καθώς η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή είχε γνωματεύσει ότι αυτός ήταν ασφαλιστικά ανάπηρος σε ποσοστό 60%, ήτοι σε ποσοστό μικρότερο του απαιτούμενου από τον νόμο (67%), η κρίση δε αυτή της υγειονομικής επιτροπής, μετά την έναρξη ισχύος του Καταστατικού του Ο.Α.Ε.Ε. (π.δ. 258/2005, έναρξη ισχύος από 1η.1.2006), είναι δεσμευτική τόσο για τα ασφαλιστικά όργανα όσο και για τα επιλαμβανόμενα ακολούθως διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου, άλλωστε, ότι η κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής χαρακτηρίζεται ρητώς ως τελεσίδικη (άρθρο 15 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Λειτουργίας του Ο.Α.Ε.Ε., ο οποίος εγκρίθηκε με την Φ80000/7228/308/7.9.2006 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Β΄ 1397), με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται στάδιο περαιτέρω κρίσης στα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια επί ζητημάτων ασφαλιστικής αναπηρίας.

    10. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, σκοπός του αναιρετικού ελέγχου είναι η ενιαία και ορθή ερμηνεία και η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων δικαίου και ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας ως Aναιρετικού Δικαστηρίου είναι η επίτευξη της ενότητας της νομολογίας και της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο α του Συντάγματος και το σύνολο των άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του κράτους δικαίου [βλ. Σ.τ.Ε. 1738/2017 Ολομ., πρβ. Α.Ε.Δ. 14/2013, Σ.τ.Ε. 2034/2011 Ολομ.. Επίσης, βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) απόφαση Nejdet Şahin και Perihan Şahin κατά Τουρκίας (Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης) αριθ. 13279/05 παρ. 49 – 58 και 61, 20 Οκτωβρίου 2011, απόφαση Hayati Çelebi και λοιποί κατά Τουρκίας, αριθ. 582/05, παρ. 52, 9 Φεβρουαρίου 2016, απόφαση Ferreira Santos Pardal κατά Πορτογαλίας, αριθ. 30123/10, παρ. 42, 30 Ιουλίου 2015, απόφαση Σινέ … Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδος αριθ. 17257/13, παρ. 48-52 και 58, 23 Μαΐου 2019]. Άλλωστε, στο ισχύον σύστημα απονομής δικαιοσύνης η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον αρμόδιο Υπουργό, τον εποπτεύοντα Υπουργό ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, η οποία μάλιστα δεν έχει επιπτώσεις στους διαδίκους [βλ. άρθρα 53 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (Α΄ 180), και 29 περίπτ. η του Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213)], καθώς και ο θεσμός της πρότυπης δίκης – δίκης «πιλότου» στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η δυνατότητα υποβολής στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικών ερωτημάτων από τα διοικητικά δικαστήρια με συνέπεια την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων [βλ. άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010, όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51)] υπαγορεύονται ακριβώς από τον πιο πάνω σκοπό του αναιρετικού ελέγχου και την αποστολή του Αναιρετικού Δικαστηρίου και επιπλέον ικανοποιούν την ανάγκη για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης (βλ. αιτιολογική έκθεση επί των άρθρων 1 και 57 του ν. 3900/2010 και Σ.τ.Ε 1841/2013 Ολομ., 2653/2014 7μ.). Περαιτέρω, σκοπός της θέσπισης των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 για το παραδεκτό της αναίρεσης είναι η αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό υποθέσεων που δεν θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα (βλ. αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 12 του  ν. 3900/2010). Όπως δε έχει κριθεί, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 25, 26, 93 και 95 παρ. 1 περίπτ. β του Συντάγματος ούτε στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου στη σύμβαση αυτή Πρωτοκόλλου, που έχουν κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) [βλ. Σ.τ.Ε. 1370 – 1371/2016 με περαιτέρω παραπομπές στην αναφερόμενη εκεί νομολογία του Σ.τ.Ε και του Ε.Δ.Δ.Α.]. Με βάση τα παραπάνω, από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 3900/2010, όπως ισχύουν, και των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 57 του ίδιου νόμου, με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ενόψει και των επιδιωκόμενων με τις διατάξεις αυτές σκοπών, συνάγεται ότι, όταν πρόκειται για διαφορά με αντικείμενο περιοδική παροχή ή θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη ή δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή – διαφορά η οποία μάλιστα εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 – και προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα επί ορισμένου ζητήματος για το οποίο έχει δημιουργηθεί πάγια νομολογία, αρκεί απλώς να προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989 (εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή του νόμου) και δεν είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως ως προς το λόγο αυτό, να γίνεται επίκληση, με ειδικό και αυτοτελή ισχυρισμό, της αντίθεσης με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου και να αναφέρεται ο αριθμός της απόφασης αυτής. Τούτο δε, διότι δεν είναι ορθό να μένει άθικτη προδήλως εσφαλμένη νομικά δικαστική απόφαση, επειδή δεν προτάθηκε ο προσήκων ισχυρισμός της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (πρβ. την περίπτωση β της παρ. 2 του άρθρου 562 του Κ.Πολ.Δ. και Α.Π. 1447/2002, 35/2019). Στην επίδικη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση 2970/17-12-2015 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης έγινε δεκτό ότι υπό το καθεστώς του εφαρμοστέου π.δ. 258/2005 (Α΄ 316, Καταστατικό του Ο.Α.Ε.Ε.) οι γνωματεύσεις των οικείων υγειονομικών επιτροπών είναι δεσμευτικές για τα ασφαλιστικά όργανα του Ο.Α.Ε.Ε. και για τα διοικητικά δικαστήρια μόνο ως προς την ιατρική αναπηρία και όχι και ως προς την ασφαλιστική αναπηρία ασφαλισμένου του Ο.Α.Ε.Ε., σε προφανή αντίθεση με την απόφαση 2182/8-6-2015 της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε κατόπιν σχετικού προδικαστικού ερωτήματος άλλου διοικητικού δικαστηρίου και πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης, καθώς και με σειρά αποφάσεων της πενταμελούς σύνθεσης του Τμήματος αυτού ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα που επιλύθηκε. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς ως προς το λόγο με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή του νόμου, έστω και αν δεν προτείνεται ο ειδικός ισχυρισμός της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 προς θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης ως προς το συγκεκριμένο αυτό λόγο. Πόσο μάλλον που στο πλαίσιο της προβολής του λόγου και προς ενίσχυση της βασιμότητάς του παρατίθεται στο αναιρετήριο αυτούσιο ολόκληρο το κείμενο της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της απόφασης της επταμελούς σύνθεσης και των αποφάσεων της πενταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ίδιο νομικό ζήτημα. Και τούτο, διότι, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ο σκοπός της αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις (όπως η επίδικη), στις οποίες τίθεται το ίδιο γενικότερης σημασίας νομικό ζήτημα ερμηνείας των διατάξεων του π.δ. 258/2005 (Καταστατικό του Ο.Α.Ε.Ε.) που επιλύθηκε με την απόφαση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με επταμελή σύνθεση, υποχωρεί έναντι της υπέρτερης αρχής της ασφάλειας του δικαίου, όπως αυτή έχει εκφραστεί διά μέσου του μηχανισμού της υποβολής του σχετικού προδικαστικού ερωτήματος από άλλο διοικητικό δικαστήριο, ο οποίος, όπως ο μηχανισμός της δίκης – «πιλότου» και η αναίρεση υπέρ του νόμου, είναι επιφορτισμένος να εξαλείφει τις αντιφάσεις που υπάρχουν στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων επί ζητήματος γενικότερης σημασίας, που αφορά πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Θα ήταν δε υπερβολική τυπολατρεία να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως και συνακόλουθα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως ως προς το λόγο αυτό, επειδή δεν προτάθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο σχετικός ισχυρισμός από την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, εμπεριέχεται στο λόγο αναιρέσεως. Υπό την αντίθετη αυτή εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο σκοπός της διασφάλισης της ενιαίας ερμηνείας και της ομοιόμορφης εφαρμογής από το εκάστοτε αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο των διατάξεων του π.δ. 258/2005 (Καταστατικό του Ο.Α.Ε.Ε.) των σχετικών με τις αρμοδιότητες των οικείων υγειονομικών επιτροπών να αποφαίνονται για το ποσοστό της υγειονομικής αναπηρίας και για το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας των ασφαλισμένων του Ο.Α.Ε.Ε. (πρώην Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α.), με συνέπεια την αναποτελεσματικότητα του πιο πάνω μηχανισμού που εφαρμόστηκε (βλ. τις προαναφερόμενες αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Nejdet Şahin και Perihan Şahin κατά Τουρκίας, παρ. 53, Hayati Çelebi και λοιποί κατά Τουρκίας, παρ. 52 και Ferreira Santos Pardal κατά Πορτογαλίας, παρ. 42, και Σινέ … Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδος, παρ. 42), τη διαφορετική και άνιση μεταχείριση των ίδιων ακριβώς περιπτώσεων ασφαλισμένων του Ο.Α.Ε.Ε. από τα διοικητικά δικαστήρια και τον κλονισμό της ασφάλειας και της σταθερότητας του δικαίου. Συνεπώς, κατά τη γνώμη που επικράτησε, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως παραδεκτώς έχει ασκηθεί σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Επικρατείας Π. Μπραϊμη, στη γνώμη της οποίας προσχώρησαν οι Πάρεδροι Χ. Κομνηνός και Χρ. Νέγρης. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 2173/2016 7μ., 4439/2012 7μ., 2582, 3008, 3799/2013, 945,1827/2014, 443, 2172, 4016/2015, 1693/2019 κ.ά.), οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, τέθηκαν χάριν της αποσυμφορήσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αναιρετικών δικών, στις οποίες δεν τίθενται σοβαρά νομικά ζητήματα ή τίθενται ζητήματα, τα οποία έχουν ήδη επιλυθεί. Τούτο δε, προς το σκοπό τόσο της εξυπηρετήσεως του προορισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου δικαστηρίου με κύρια αποστολή, κατά την άσκηση των αναιρετικών αρμοδιοτήτων του, την ενότητα της νομολογίας και γενικότερα την ενότητα του δικαίου στο πεδίο της διοικητικής δικαιοσύνης, όσο και προς τον σκοπό της επιταχύνσεως της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, εφόσον, πάντως, επί των συγκεκριμένων διαφορών υφίσταται τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και διαφυλάσσεται, κατά τον τρόπο αυτό, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από το δικαστήριο, ώστε αυτό να ασκεί αποτελεσματικά τις συνταγματικές του αρμοδιότητες ως ανώτατο δικαστήριο στις περιπτώσεις που κατεξοχήν επιβάλλεται. Εξάλλου, τυχόν σοβαρά ζητήματα, τα οποία, ανεξάρτητα από τις τασσόμενες με την ανωτέρω διάταξη δικονομικές προϋποθέσεις παραδεκτού, ενδείκνυται να αχθούν προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορούν, εκτός των άλλων (άρθρο 2 ν. 3900/2010), να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου, κατά τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1, 25, 26, 93 και 95 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, με την οποία κατοχυρώνεται η αναιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν συνάγεται, σε συνδυασμό και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται, κατά την άσκηση της ρυθμιστικής του αρμοδιότητας, να θεσπίσει, βάσει μάλιστα αντικειμενικών κριτηρίων, δικονομικές προϋποθέσεις που περιορίζουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο στις περιπτώσεις, στις οποίες επί των τιθεμένων ζητημάτων είτε δεν υπάρχει ακόμη νομολογία, είτε υπάρχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς την υπάρχουσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου. Εξάλλου, οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες ο νομοθέτης διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, σταθμίζοντας το δικαίωμα των διαδίκων να ακουστεί η υπόθεσή τους από το αναιρετικό δικαστήριο, με σκοπό τη διόρθωση τυχόν νομικών σφαλμάτων της προσβαλλόμενης αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με την κατά τα ανωτέρω ανάγκη της αποσυμφορήσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο όγκο αναιρετικών υποθέσεων δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 2.6.2016, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδος). Περαιτέρω, όπως έχει επίσης κριθεί (ΣτΕ 2173/2016 7μ. με την αναφερόμενη στην απόφαση αυτή νομολογία), οι προϋποθέσεις που τάσσονται με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 εξετάζονται αυτοτελώς για κάθε υπόθεση, ανεξαρτήτως της συνάφειας που ενδεχομένως εμφανίζει με άλλη υπόθεση, το αναιρετικό δε δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο για το κατ’ εξαίρεση παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, η απαίτηση του νομοθέτη να προσδιορίσει ο ίδιος ο διάδικος, ο οποίος ασκεί την αίτηση αναιρέσεως, τους λόγους άρσεως του απαραδέκτου της αιτήσεώς του, διευκολύνοντας την ταχύτερη επεξεργασία της υποθέσεώς του από τον αναιρετικό δικαστή, δεν συνιστά υπερβολικό και ιδιαίτερο βάρος γι’ αυτόν, ώστε να παραβιάζεται θεμελιώδες δικαίωμα, πολύ δε περισσότερο καθόσον, λόγω της μακράς εφαρμογής του ν. 3900/2010 από την έναρξη ισχύος του (1.1.2011) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης (6.7.2016) και της απορρίψεως με μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου ως απαραδέκτων αιτήσεων αναιρέσεως λόγω μη προβολής ειδικών ισχυρισμών προς άρση του ως άνω απαραδέκτου, δεν δύναται να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό του διαδίκου και, ιδίως, όταν ο διάδικος είναι ασφαλιστικός οργανισμός, ο οποίος, στο δικόγραφο της αιτήσεώς του, αναφέρει αυτούσιο ολόκληρο το κείμενο της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς να αναφέρει την αριθμό της (2182/2015), προς την οποία (απόφαση) είναι αντίθετη η ερμηνεία που υιοθέτησε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δεν προβάλλει λόγο περί άρσεως του απαραδέκτου, όπως εν προκειμένω. Αντίθετη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων του  ν. 3900/2010 θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση, υπό την έννοια της αδικαιολόγητα ευμενούς μεταχειρίσεως, του διαδίκου εκείνου, ο οποίος, αν και δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις του παραδεκτού για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, θεωρείται ότι ασκεί παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως, έναντι των λοιπών διαδίκων, των οποίων οι αιτήσεις αναιρέσεως απορρίπτονται ως απαράδεκτες λόγω μη προβολής ισχυρισμών προς άρση του απαραδέκτου. Ενόψει αυτών, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η κρινόμενη αίτηση, η οποία, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και με την οποία άγεται προς επίλυση κατ’ αναίρεση διαφορά η οποία ανέκυψε κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας με αντικείμενο τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη, είναι απαράδεκτη, εφόσον με το εισαγωγικό δικόγραφο το αναιρεσείον Ταμείο δεν προβάλλει κανέναν αυτοτελή και συγκεκριμένο ισχυρισμό προς άρση του απαραδέκτου της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν.

    11. Επειδή, ενόψει της σπουδαιότητας του ζητήματος που έχει ανακύψει ως προς το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989 και της αιτήσεως αναιρέσεως από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεσή του και ορίζει δικάσιμο την 4η Μαΐου 2020 και εισηγητή τη Σύμβουλο  Τ. Κόμβου.

Σημείωμα:

  Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού που εισήχθησαν στην αναιρετική δίκη με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα κατά την εφαρμογή τους, οδηγώντας μάλιστα σε ανεπιεικείς λύσεις που περιορίζουν δραστικά το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές έχουν κριθεί, ενόψει του σκοπού της αποσυμφόρησης του Δικαστηρίου,  τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και από το ΕΔΑΔ, ως συνταγματικά θεμιτές και σύμφωνες με την ΕΣΔΑ, εντούτοις η -αυστηρή ομολογουμένως και ανελαστική- ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, είχε ως συνέπεια τη δραστική αλλοίωση του ιδιαίτερου -ιστορικά και συνταγματικά- καθορισμένου ρόλου του. Η μετατόπιση του βάρους της αποτελεσματικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης από το κράτος στον πολίτη – διάδικο δεν συνιστά, τουλάχιστον υπό ομαλές συνταγματικές και πολιτειακές συνθήκες, επαρκή λόγο για τη δικαιολόγηση παρόμοιων αυστηρών δικονομικών προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων μέσων της αιτήσεως αναιρέσεως και της εφέσεως. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, το ίδιο το Δικαστήριο περιέρχεται σε προδήλως αμήχανη θέση, όταν θα πρέπει να αντιμετωπίσει προφανείς αδικίες και δυσανάλογες συνέπειες που επάγονται οι ρυθμίσεις αυτές όχι μόνον για τους διαδίκους αλλά και για την ίδια την αξιοπιστία του νομικού συστήματός μας συνολικά. Χαρακτηριστικό, όσο και απτό, δείγμα αυτής της δυσχερούς θέσεως που περιέρχεται ενίοτε ο Δικαστής αποτελεί η σχολιαζόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφούσα άποψη, απομακρυνόμενη από την έως σήμερα πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, έκρινε ότι «όταν πρόκειται για διαφορά με αντικείμενο περιοδική παροχή ή θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη ή δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή – διαφορά η οποία μάλιστα εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 – και προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα επί ορισμένου ζητήματος για το οποίο έχει δημιουργηθεί πάγια νομολογία, αρκεί απλώς να προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989 (εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή του νόμου) και δεν είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως ως προς το λόγο αυτό, να γίνεται επίκληση, με ειδικό και αυτοτελή ισχυρισμό, της αντίθεσης με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου και να αναφέρεται ο αριθμός της απόφασης αυτής. Τούτο δε, διότι δεν είναι ορθό να μένει άθικτη προδήλως εσφαλμένη νομικά δικαστική απόφαση, επειδή δεν προτάθηκε ο προσήκων ισχυρισμός της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/989». Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια (πλειοψηφούσα) άποψη, «θα ήταν δε υπερβολική τυπολατρεία να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως και συνακόλουθα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως ως προς το λόγο αυτό, επειδή δεν προτάθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο σχετικός ισχυρισμός από την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, εμπεριέχεται στο λόγο αναιρέσεως». Πρόκειται για σαφή ρωγμή στην έως σήμερα αυστηρή νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος. Η κρίση της μείζονος συνθέσεως του Τμήματος αναμένεται, έτσι, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρά ταύτα, μεγαλύτερη ακόμη σημασία θα είχε η καθοριστική παρέμβαση του κοινού νομοθέτη, με σκοπό τον ουσιαστικό εξορθολογισμό των διατάξεων που θεσπίζουν το υπόψη δικονομικό απαράδεκτο, κατά τρόπο που να εναρμονίζονται αυτές πληρέστερα με το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας αλλά και τον ιστορικό, συνταγματικό και θεσμικό ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τούτο επιβάλλει άλλωστε η επάνοδος της χώρας στην κανονικότητα.

Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου