ΣτΕ 2683/2010, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΕ, ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΑ, ΙΚΑ, ΕΝΣΤΑΣΗ, ΕΡΓΑΤΙΚΑ, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η κρίση αυτής δεν πρέπει να επεκτείνεται και επί ζητημάτων, που αποτελούν αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσεως και εκκρεμούν ενώπιον των δικα

ΣΤΕ

 2683/2010 ΣΤΕ   Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η κρίση αυτής δεν πρέπει να επεκτείνεται και επί ζητημάτων, που αποτελούν αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσεως και εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων. Πότε είναι ορισμένη η ένσταση του υπερήμερου εργοδότη κατά το άρθρο 656 ΑΚ. Η Αρχή, για να αποφανθεί ότι η αιτούσα εταιρεία δεν έχει έννομο συμφέρον να αναζητήσει δεδομένα από ασφαλιστικούς φορείς για πρώην εργαζομένους της, προέβη σε κρίση περί του παραδεκτού ασκήσεως αναψηλάφησης, που εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της. Παραβίαση του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997, που επιβάλλει, για κάθε ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων σε τρίτο, την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου αυτών. Η κύρωση της καταστροφής του αρχείου δικαιολογείται και ήταν κατάλληλη. Είναι δυνατόν το ΙΚΑ, που διατηρεί το αρχείο, να επαναδιαβιβάσει στην αιτούσα τα αιτηθέντα στοιχεία με τη νόμιμη διαδικασία. Μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

  Αριθμός 2683/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Διομ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Μαρ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Αθανασίου.

Για να δικάσει την από 15 Απριλίου 2009 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………………… ……”, που εδρεύει στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός ……. και ……., αρ…, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Κρεμαλή (Α.Μ. 4866), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Κηφισίας, αρ. 1-3, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πέτρο Τσαντίλα (Α.Μ. 20211), που τον διόρισε με εντολή του ο αναπληρωτής Πρόεδρος.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 10/17-2-2009 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ευθ. Αντωνόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της Αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.

Μετά τη συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1074004/2009 ειδικό γραμμάτιο παράβολου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 10/17-2-2009 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το μέρος που με αυτήν, ύστερα από αίτηση της και νυν αιτούσης εταιρείας από 25-9-2006, καθώς και μετά από την από 16-7-2007 αίτηση θεραπείας της ίδιας εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. 34/19-4-2007 αποφάσεως της ίδιας Αρχής, κρίθηκε ότι η αιτούσα, ως υπερήμερος εργοδότης, δεν έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 να λάβει από διάφορους ασφαλιστικούς οργανισμούς στοιχεία που αφορούν πρώην εργαζομένους της στο εργοστάσιό της στην ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει σε εκκρεμείς με αυτούς δίκες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Επιπλέον η αίτηση στρέφεται και κατά του σκέλους της ίδιας αποφάσεως, με το οποίο κρίθηκε ότι παρανόμως διαβιβάσθηκαν στην αιτούσα εταιρεία από Υποκατάστημα του ΙΚΑ στοιχεία που αφορούσαν πρώην εργαζομένους της χωρίς την απαιτούμενη άδεια της Αρχής και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των εργαζομένων αυτών και της επιβλήθηκε η κύρωση της καταστροφής τους.

3. Επειδή ο Ν. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50), ο οποίος εκδόθηκε ενόψει και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (E.E.L. 281) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» και, στο άρθρο 2, με τον τίτλο «Ορισμοί», ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν… υγεία, … καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες. γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί… δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η συντήρηση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο [(η παρ. ε΄ αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006 (Α΄ 133) ως εξής: «”Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια»)], στ) … ζ)… η) … ιβ)…”. Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 τα εξής: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας… γ) … δ)…», στο άρθρο 5 τα εξής: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α)… ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. 3. …», στο άρθρο 7, ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο των δεδομένων έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση… γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 2915/2001, ΦΕΚ Α΄ 109)… Εξάλλου, ο ίδιος ως άνω νόμος ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του β) το σκοπό της επεξεργασίας γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών των δεδομένων δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. … 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς. 4. …». Τέλος, ο ανωτέρω νόμος ορίζει στο άρθρο 21 ότι «1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: α) Προειδοποίηση με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης. β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. γ) Προσωρινή ανάκληση άδειας. δ) Οριστική ανάκληση άδειας. ε) (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 30 του ν. 3471/2006) Καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή των σχετικών δεδομένων. 2. Οι υπό στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που καταλογίζεται. Οι υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής ή καθ’ υποτροπήν παράβασης. Πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί σωρευτικά και με τις υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ κυρώσεις…».

4. Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50), συνεστήθη «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή)» με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του εν λόγω νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 15 του ν. 2472/1997, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 15 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ Α` 72), ορίσθηκε ότι «Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή και εξυπηρετείται από δική της γραμματεία. Η Αρχή δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη της Αρχής απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η Αρχή υπάγεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης … ». Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 16 που αναφέρεται στη συγκρότηση της Αρχής και 19 που αναφέρεται στις αρμοδιότητές της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, τα μέλη της οποίας απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, έχει δε χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου, το οποίο δεν υπόκειται μεν σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο, αλλά υπάγεται κατά κλάδο στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία τεσσάρων τουλάχιστον μελών της και με φανερή, κατ` αρχήν, ψηφοφορία, αποτελούν δε διοικητικές πράξεις (βλ. Ολ. ΣτΕ 1662/2009). Η κρίση, συνεπώς, της Αρχής πρέπει να περιορίζεται εντός του κύκλου των αρμοδιοτήτων της ως διοικητικού οργάνου και να μην επεκτείνεται και επί ζητημάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσεως και εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.

5. Επειδή, τέλος, το άρθρο 656 ΑΚ ορίζει για την υπερημερία του εργοδότη τα ακόλουθα: «αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Κατά την παγία νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, προκειμένου να είναι ορισμένη η ένσταση του υπερήμερου εργοδότη για την έκπτωση των αλλαχού κερδηθέντων από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδ. β` της προαναφερόμενης διάταξης, πρέπει αυτή να περιέχει το συγκεκριμένο εργοδότη, στον οποίο απασχολήθηκε ο ενδιαφερόμενος μισθωτός, τη συγκεκριμένη εργασία, που προσέφερε ο ενδιαφερόμενος μισθωτός, καθώς επίσης, και τις συγκεκριμένες αποδοχές που έλαβε, ώστε να εκπέσουν αυτές από τις απαιτούμενες αποδοχές υπερημερίας (Βλ., σχετικά, ιδίως: Α.Π. 1180, 1759, 1762, 1765/1999, 652/2000, 915/2001, 142/2007, 389/2008 κ.ά.).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το φάκελο της υποθέσεως και το πραγματικό που εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα η αιτούσα εταιρεία υπέβαλε την υπ` αρ. πρωτ. Γ /ΕΙΣ/6235/25.09.2006 αίτηση, με την οποία ζήτησε όπως η Αρχή: (α) επιτρέψει – σύμφωνα με τα οριζόμενα είτε στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. (ε`) είτε στο άρθρο 7 στοιχ. (γ`) του Ν. 2472/1997 – την επεξεργασία (διαβίβαση) στην εν λόγω εταιρεία από το ΙΚΑ, τον ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ και τον ΟΑΕΔ – αντίστοιχα, ως υπευθύνους επεξεργασίας – δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων υποκειμένων, και (β) υποχρεώσει τους ως άνω δημόσιους οργανισμούς, ως υπευθύνους επεξεργασίας, να προβούν στη χορήγηση αυτή εντός μηνός από την υποβολή της ως άνω αιτήσεως ή, άλλως, όπως ορίσει το εύλογο διάστημα αναζήτησης των στοιχείων αυτών από τη Διοίκηση καθώς και ασφάλεια για, τυχόν, παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Η αιτούσα ζήτησε τη χορήγηση των στοιχείων αυτών, που τηρούνται στα αντίστοιχα αρχεία των προαναφερομένων δημόσιων οργανισμών, ως υπευθύνων επεξεργασίας, για το χρονικό διάστημα «μετά την 01/07/96 και έως σήμερα», προκειμένου – κατά τους ισχυρισμούς της – «νομίμως να τεθούν αυτά υπόψιν του δικαστηρίου και να συμψηφισθούν τα ποσά που ωφελήθηκαν αυτοί λόγω εργασίας τους αλλού προς τις απαιτήσεις τους για, δήθεν, μισθούς υπερημερίας», σύμφωνα με, τα οριζόμενα στο άρθρο 656 εδ. (β΄) ΑΚ. Παραλλήλως, υποβλήθηκε στην Αρχή (με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/6967/23.10.2006, όπως συμπληρώθηκε με το υπ` αρ. πρωτ. Γ /ΕΙΣ/8751/20.12.2006 έγγραφο υπόμνημα) από τον ΟΑΕΔ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, αυτοτελώς αίτηση για γνωμοδότηση σχετικά με τη νομιμότητα της ζητηθείσας από τη ….. χορήγησης των ως άνω στοιχείων. Στη συνέχεια, η εταιρεία ……, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, ενημέρωσε την Αρχή για το ότι ένα υποκατάστημα του ΙΚΑ (Ιωνίας Θεσσαλονίκης) της διαβίβασε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρώην εργαζομένων της. Επί της αιτήσεως της αιτούσης εταιρείας εκδόθηκε αρχικώς η υπ` αριθμ. 34/2007 απόφαση της Αρχής. Με την απόφαση αυτή, η Αρχή 1) Απεφάνθη ότι η διαβίβαση από το IΚΑ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στη ……. των επίμαχων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούν τους πρώην εργαζομένους στην εταιρεία, η οποία διενεργήθηκε χωρίς την απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 άδειά της, καθώς επίσης και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση των ενδιαφερομένων υποκειμένων τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 2472/1997, είναι παράνομη και το σχετικό αρχείο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που τηρεί η ….., έχει, συνεπώς, συσταθεί παρανόμως. 2) Διέταξε προσωρινά την άμεση ολική αναστολή κάθε επεξεργασίας, και με οποιονδήποτε τρόπο, των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από τη ……., καθώς και της λειτουργίας του σχετικού αρχείου, που τηρεί η εταιρεία, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των ενδιαφερομένων υποκειμένων από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων.

Η διαταγή αυτή ισχύει μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης από την Αρχή επί του αρχικού αιτήματος της ……., όπως αυτό υποβλήθηκε με τη με αρ. πρωτ … , από 25/09/2006, αίτηση της εταιρείας. 3) Κάλεσε την Διοίκηση του ΙΚΑ, ως υπευθύνου επεξεργασίας, να δώσει στην Αρχή, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της παρούσας Απόφασης, πλήρεις διευκρινήσεις για την κατά τα ανωτέρω παράνομη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλοντας ιδίως στην Αρχή αντίγραφα όλων των εγγράφων, που χορηγήθηκαν στη ……. … ». Στη συνέχεια, η αιτούσα εταιρεία, ……….., με την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5152/16.07.2007 αίτηση θεραπείας, ζήτησε την ανάκληση ή ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης 34/2007 της Αρχής. Από το ιστορικό της αίτησης θεραπείας προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι «( … ) στις 7 Νοεμβρίου 2006 [η ……. κατέθεσε] νέα αίτηση με αριθμ. πρωτ. 5806/06, η οποία είχε το ίδιο περιεχόμενο με τις ως άνω αιτήσεις, στο καθ’ ύλη αρμόδιο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ … και [έλαβε] από αυτό με το υπ` αριθ. πρωτ. 5808/7-11-2006 έγγραφό του θετική απάντηση με τα στοιχεία 130 λογαριασμών ασφαλισμένων της περιόδου 1996-2001, καθώς και 135 λογαριασμούς ασφαλισμένων της περιόδου 2002-2006 ( … )». Περαιτέρω, η εταιρεία ……. υπέβαλε στην Αρχή (με το υπ` αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/6265/17.11.2008 έγγραφό της, και τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα), αίτηση, με την οποία η εν λόγω εταιρεία επανέφερε την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/6235/25.09.2006 αίτηση της και ζήτησε από την Αρχή «(…) τη χορήγηση άδειας πρόσβασης και επεξεργασίας στοιχείων από το ΙΚΑ, τον ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ και τον ΟΑΕΔ σχετικά με την παροχή εργασίας των πρώην εργαζομένων του πρώην εργοστασίου μας του οποίου η λειτουργία έπαυσε οριστικά τον Ιούνιο του 1996 και νυν αντιδίκων μας με άλλους εργοδότες κατά το διαρρεύσαν διάστημα μετά την απόλυση τους, την 01/07/96 και έως σήμερα (…)». Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η νυν προσβαλλομένη αριθμ. 10/2009 απόφαση της ΑΠΔΠΧ. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, το ΙΚΑ με βάση όσα ορίστηκαν στην 34/2007 απόφαση, με σχετικό έγγραφο και φάκελο που απέστειλε στην ΑΠΔΠΧ, διευκρίνισε τα εξής, όπως αναφέρονται επακριβώς στην 10/2009 απόφασή της: «(1) Η κεντρική υπηρεσία του ΙΚΑ (Δ/νση Ασφάλισης Εσόδων) αρνήθηκε, αρχικά, να χορηγήσει τις ζητηθείσες από τη …… (μετά από σχετική αίτηση της εν λόγω εταιρείας) βεβαιώσεις για την υπαγωγή στις ασφαλίσεις καθενός από τους 322 πρώην εργαζομένους της εταιρείας, «για τυχόν χρόνους ασφάλισης, ανά μήνα και ανά έτος κατά το διάστημα 1/10/1996-1/10/2006 ή άλλως έως το χρονικό σημείο απάντησης του Ιδρύματος». Και τούτο, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 53 του Ν. 1539/1985 και 10 του Ν. 2972/2001 προκύπτει ότι τα ασφαλιστικά βιβλιάρια και τα μηχανογραφικά αποσπάσματα ασφάλισης των εργαζομένων απέκτησαν αποδεικτική δύναμη έναντι των τρίτων για τα στοιχεία που αναφέρονται στις ημέρες εργασίας, στη διάρκεια ασφάλισης, στις αποδοχές και στα στοιχεία του εργοδότη και ορίσθηκε ότι «όπου για την απόδειξη των στοιχείων τούτων απαιτείται βεβαίωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, θα υποβάλλονται αντί αυτής επικυρωμένες φωτοτυπίες των ασφαλιστικών βιβλιαρίων ή των μηχανογραφικών αποσπασμάτων ασφάλισης», τα οποία έχουν στην κατοχή τους οι εργαζόμενοι – ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. (2) Η ……. επανήλθε με την υποβολή αιτήσεως θεραπείας, ζητώντας να της χορηγηθούν τα προαναφερόμενα στοιχεία, και γνωστοποιώντας «για πρώτη φορά» στην κεντρική υπηρεσία του ΙΚΑ ότι από το τοπικό υποκατάστημα του ΙΚΑ της … (…) χορηγήθηκαν «για ένα μέρος των εργαζομένων» της τα ως άνω ζητηθέντα στοιχεία. Η κεντρική υπηρεσία του ΙΚΑ απάντησε (12/03/2007) ότι δεν είναι δυνατόν να της χορηγηθούν τα ως άνω ζητηθέντα στοιχεία, «αναλύοντας μάλιστα και την αντικειμενική αδυναμία των Υπηρεσιών [του Ιδρύματος] να τα χορηγήσουν». Και τούτο, ιδίως, διότι κρίθηκε ότι η ως άνω ζητηθείσα από τη …….. επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων υπερβαίνει το σκοπό της προβαλλόμενης επεξεργασίας και δημιουργεί υπέρμετρο και άσκοπο φόρτο στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. (3) Κατόπιν τούτων, η ……. προσέβαλε με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ – η οποία είναι εισέτι εκκρεμής – την άρνηση της κεντρικής υπηρεσίας του ΙΚΑ να προβεί στην ως άνω ζητηθείσα διαβίβαση, στη βάση των διατάξεων για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα. Υποβλήθηκαν, εξάλλου, στην Αρχή αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων. (4) Επιβεβαιώθηκε ότι το υποκατάστημα του ΙΚΑ στην… προέβη στη διαβίβαση στη …….. δεδομένων σημαντικού αριθμού πρώην εργαζομένων της, λόγω εσφαλμένης – κατά τους ισχυρισμούς της αρμόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ – εφαρμογής των διατάξεων για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα. Υποβλήθηκε στην Αρχή αντίγραφο του σχετικού φακέλου.». Εξ άλλου, ενόψει της συνεδρίασης της Αρχής, οι πρώην εργαζόμενοι της εταιρείας ….. υπέβαλαν στην Αρχή έγγραφο υπόμνημα σύμφωνα με το οποίο τόσο το αρχικό αίτημα της …… όσο και η ως άνω διενεργηθείσα διαβίβαση από το υποκατάστημα του ΙΚΑ στη ……… δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 2472/1997.

7. Με την υπ` αριθμ. 10/2009 απόφαση της Αρχής κρίθηκε καταρχήν, αν υφίστατο έννομο συμφέρον της αιτούσης να ζητήσει την διαβίβαση προσωπικών δεδομένων και ποιών ακριβώς, που αφορούσαν περιόδους κοινωνικής ασφάλισης πρώην εργαζομένων της, υπό το πρίσμα κυρίως της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 2472/1997 με την οποία ορίζεται ότι κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν: « … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Η Αρχή, αφού παρέθεσε την διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ και τη συναφή νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων σχετικά με το ορισμένο της ενστάσεως του υπερήμερου εργοδότη για την έκπτωση των αλλαχού κερδηθέντων, έκρινε τα εξής: « … από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, όπως αυτή ερμηνεύεται από την πάγια νομολογία των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων, σαφώς προκύπτει ότι προκειμένου η εταιρεία …….., ως υπερήμερος εργοδότης, να προβάλει κατά τρόπο ορισμένο την ένσταση για την έκπτωση των αλλαχού κερδηθέντων από τους οφειλόμενους στους πρώην εργαζομένους της μισθούς υπερημερίας, πρέπει η ένσταση αυτή να περιέχει το συγκεκριμένο εργοδότη, στον οποίο απασχολήθηκε ο κάθε ενδιαφερόμενος μισθωτός, τη συγκεκριμένη εργασία, που εκτέλεσε ο κάθε ενδιαφερόμενος μισθωτός, καθώς, επίσης, και τις συγκεκριμένες αποδοχές που έλαβε, ώστε να εκπέσουν αυτές από τις αιτούμενες αποδοχές υπερημερίας. Τα στοιχεία αυτά (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία του συγκεκριμένου εργοδότη, χρόνος συγκεκριμένης απασχόλησης και συγκεκριμένες αποδοχές, που αναλογούν στην απασχόληση αυτή) συνιστούν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εκάστοτε ενδιαφερομένου υποκειμένου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 στοιχ. (α΄) και (β΄) του Ν. 2472/1997». Με βάση τις σκέψεις αυτές η Αρχή αποφάνθηκε ότι η εταιρεία ………………………….., ως υπερήμερος εργοδότης, έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) του Ν. 2472/1997, να λάβει από το ΙΚΑ ή / και τον ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ, ως υπευθύνους επεξεργασίας τα ακόλουθα απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, που ενδεχομένως τηρούνται στα αρχεία των οργανισμών αυτών: το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του συγκεκριμένου εργοδότη το χρόνο συγκεκριμένης απασχόλησης και τις συγκεκριμένες αποδοχές, που αναλογούν στην απασχόληση αυτή. Η διαβίβαση των στοιχείων αυτών επιτρέπεται αποκλειστικά για τον προβαλλόμενο από την εν λόγω εταιρεία σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος συνίσταται στην προβολή της ένστασης των αλλαχού κερδηθέντων, κατά το άρθρο 656 εδ. β΄ ΑΚ, ενώπιον των αρμόδιων πρωτοβάθμιων πολιτικών δικαστηρίων». Στη συνέχεια, όμως η Αρχή, περιόρισε το χρονικό σημείο αναζήτησης των ανωτέρων προσωπικών δεδομένων, εξαιρώντας το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1996 έως 28.2.1997. Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, «με την υπ` αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/6265/17.11.2008 αίτησή της, που η εταιρεία …… υπέβαλε στην Αρχή και με την οποία, όπως προεκτέθηκε, επανέφερε την αρχική υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/6235/25.09.2006 αίτησή της, η αιτούσα ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «(…) οι αντίδικοι κατέθεσαν τις υπ’ αριθ. 359/11.02.2008, 359/11.02.2008, 359/11.02.2008 και 359/11.02.2008 κλήσεις με τις οποίες επανέφεραν τις υπ` αριθ. 8216/1998, 8214/1998, 8215/1998 και 8217/1998 εφέσεις αντίστοιχα κατά τις οποίες εκδόθηκαν οι υπ` αριθ. 5261/2008, 5260/2008, 5259/2008 και 5258/2008 αποφάσεις με τις οποίες έγιναν δεκτές οι ανωτέρω εφέσεις, εξαφανίστηκαν οι υπ’ αριθμ. 3898/1997, 3899/1997, 2624/1997 και 2623/1997 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη («……… …………………..») οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα, μισθούς υπερημερίας με το νόμιμο τόκο για το επίδικο διάστημα των επτά μηνών. Ειδικότερα δε, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση που προβάλαμε περί αλλαχού κερδηθέντων του άρθρου 656 εδ. 2 ΑΚ ως αόριστη, καθότι δεν προβάλαμε όλα τα περιστατικά από τα οποία προέκυψε η ωφέλεια του μισθωτού στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, ήτοι το είδος της εργασίας που παρασχέθηκε και το συγκεκριμένο ποσό που αποκόμισε. Περαιτέρω οι αντίδικοι με τις υπ` αριθμ. 4282/2002, 4283/2002, 4284/2002 και 4285/2002 αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τις οποίες επανέφεραν με τις υπ` αριθμ. 1939/2008, 1944/2008, 1941/2008 και 1943/2008 κλήσεις αντίστοιχα, διεκδικούν μισθούς υπερημερίας και για τα διαστήματα από 1/3/1997 ως 31/12/2002 οι οποίες έχουν προσδιοριστεί για 02.02.2009. Επιπλέον με την υπ` αριθμ. 2284/2008 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διεκδικούν μισθούς υπερημερίας και για τα διαστήματα από 1/12/2002 ως 31.12.2007 οι οποίες έχουν προσδιοριστεί για 19.02.2009. ( … ) Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η προσκόμιση των σχετικών εγγράφων καθίσταται αναγκαία προκειμένου, στα πλαίσια του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος υπεράσπισης μας, να μη στερηθούμε ένα επιπλέον ένδικο μέσο, που μας προσφέρει ο νόμος, αυτό της αναψηλάφησης των ήδη εκδιδομένων αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών υπ` αριθ. 5261/2008, 5260/2008, 5259/2008 και 5258/2008. Ειδικότερα, στο άρθρο 544 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο …. 7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία (…)». Ως ανώτερη βία νοείται απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός που δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Στην έννοια της “ανώτερης βίας” εντάσσεται κάθε περίπτωση όπου ο διάδικος παρακωλύθηκε να ενεργήσει δεόντως, ενώ ανώτερη βία μπορεί να δικαιολογηθεί, αν το έγγραφο φυλάσσεται σε αρχείο, αλλά δεν καταχωρίζεται σε δημόσιο βιβλίο (…). Επομένως, καθίσταται σαφές ότι n άρνηση παροχής των αιτούμενων εγγράφων από τις αρμόδιες υπηρεσίες συνιστά λόγο ανωτέρας βίας και δικαιολογεί την άσκηση αναψηλάφησης, την οποία θα στερηθούμε σε περίπτωση που η επίδικος παρεμπίπτουσα αγωγή μας δεν γίνει δεκτή. Άλλωστε, συντρέχει και η περίπτωση κατά την οποία οι αντίδικοι κατακράτησαν τα περί ων ο λόγος έγγραφα, ως προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη (…)». Επί του αιτήματος αυτού, όμως, κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής ότι: «… η εταιρεία ……., ως υπερήμερος εργοδότης, δεν έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) του Ν. 2472/1997, να λάβει από το ΙΚΑ ή τον ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ, ως υπευθύνους επεξεργασίας, για καθένα από τους ενδιαφερόμενους πρώην εργαζομένους της, οι οποίοι διεκδίκησαν από την εν λόγω εταιρεία μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1996 έως και την 28/02/1997, τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την άσκηση από την εν λόγω εταιρεία του ένδικου μέσου της αναψηλάφησης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, κατά των αποφάσεων 5261/2008, 5260/2008, 5259/2008 και 5258/2008 του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη …… οφείλει να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες πρώην εργαζομένους της μισθούς υπερημερίας με το νόμιμο τόκο για το ως άνω επίδικο διάστημα των επτά μηνών. Και τούτο, διότι, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς της εταιρείας ……, δεν συντρέχει περίπτωση λόγου ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ακόμα και εάν συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας, η …… δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον έχει σαφώς παρέλθει η πρώτη συζήτηση των κρίσιμων αγωγών, κατά την οποία έπρεπε να είχε προταθεί η ένσταση των αλλαχού κερδηθέντων, όπως παγίως κρίνει η νομολογία των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων.». Στη συνέχεια, εξετάσθηκε από την Αρχή η αίτηση θεραπείας της αιτούσης κατά της 34/2007 αποφάσεως της ίδιας Αρχής. Η αίτηση αυτή κρίθηκε αβάσιμη με την ακόλουθη αιτιολογία: «… από τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου και από όσα προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής προκύπτει ότι η προαναφερόμενη αίτηση θεραπείας, που άσκησε η …… κατά της Απόφασης 34/2007 της Αρχής, είναι αβάσιμη. Και τούτο, διότι ενώ η κεντρική υπηρεσία του ΙΚΑ (Δ/νση Ασφάλισης Εσόδων) αρνήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, να χορηγήσει τις ως άνω ζητηθείσες από τη …… βεβαιώσεις για την υπαγωγή στις ασφαλίσεις καθενός από τους 322 πρώην εργαζομένους της εταιρείας, «για τυχόν χρόνους ασφάλισης, ανά μήνα και ανά έτος κατά το διάστημα 1/10/1996-1/10/2006 ή άλλως έως το χρονικό σημείο απάντησης του Ιδρύματος», το τοπικό υποκατάστημα του ΙΚΑ της … (…) χορήγησε στη ……. «για ένα μέρος των εργαζομένων της τα ως άνω ζητηθέντα στοιχεία. Όπως ρητά συνομολόγησαν οι εκπρόσωποι του ΙΚΑ ενώπιον της Αρχής, κατά την ακροαματική διαδικασία, στα ως άνω χορηγηθέντα από το προαναφερόμενο τοπικό υποκατάστημα του ΙΚΑ στη …… στοιχεία περιέχονται ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων υποκειμένων, καθόσον οι επίμαχες βεβαιώσεις περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας των υποκειμένων αυτών. Οι διαβιβάσεις των επίμαχων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το προαναφερόμενο τοπικό υποκατάστημα του ΙΚΑ στη ……. διενεργήθηκαν χωρίς την απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 άδεια της Αρχής, καθώς, επίσης, και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση των ενδιαφερομένων υποκειμένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997.». Μετά την κρίση αυτή, η Αρχή έκρινε περαιτέρω ότι: «με βάση τα προαναφερόμενα, παρανόμως η εταιρεία ……. έχει συλλέξει τα ως άνω απλά και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων πρώην εργαζομένων της και ότι παρανόμως τηρεί έκτοτε το σχετικό αρχείο αλλά και ότι το αρχείο αυτό είναι όντως διαρθρωμένο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. (ε΄) του Ν. 2472/1997, καθόσον αυτό όντως συνιστά διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους – πρώην εργαζομένων της ……., τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια στα αρμόδια όργανα και στους εκπροσώπους της εν λόγω εταιρείας (όπως είναι, ιδίως, το ονοματεπώνυμο του εκάστοτε ενδιαφερομένου εργαζομένου). Με τα δεδομένα αυτά η Αρχή, κατά πλειοψηφία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του Ν. 2472/1997, επέβαλε στην εταιρεία ……, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, την κύρωση της καταστροφής των, κατά τα προαναφερόμενα, παρανόμως συλλεχθέντων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους. Τέλος, η Αρχή, έκρινε ότι το ΙΚΑ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει, εξαιτίας ενεργειών και παραλείψεων των οργάνων του, παραβιάσει τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2, 11 παρ. 3, και, συνεπώς, και εκείνες του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 και επέβαλε για τις ως άνω διαπιστωθείσες παραβιάσεις των προαναφερομένων διατάξεων, συνολικό πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του Ν. 2472/1997.

7. Επειδή, εν προκειμένω, η Αρχή για να αποφανθεί ότι η αιτούσα εταιρεία δεν έχει έννομο συμφέρον να αναζητήσει τα επίμαχα δεδομένα για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1996 έως και την 28/02/1997, προέβη όπως εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, σε κρίση, περί της εννοίας του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ και του απώτατου χρονικού ορίου προβολής της ενστάσεως του άρθρου 656 ΑΚ και τελικώς περί του παραδεκτού ασκήσεως εκ μέρους της αιτούσης εταιρείας του ένδικου μέσου της αναψηλάφησης κατά των αποφάσεων 5261/2008, 5260/2008, 5259/2008 και 5258/2008 του Εφετείου Αθηνών, επ’ ευκαιρία ασκήσεως του οποίου και θα προσκομίζονταν τα σχετικά προσωπικά δεδομένα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Η κρίση όμως αυτή, αμιγώς δικαιοδοτικής φύσεως, η οποία ανήκει κατά το Σύνταγμα αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη τέταρτη σκέψη, εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Αρχής, όπως οριοθετούνται από τη φύση της αποστολής της αλλά και τις σχετικές διατάξεις (ιδίως άρθρο 19 ν. 2472/1997). Συνεπώς, η κρίση της Αρχής ότι η αιτούσα εταιρεία δεν έχει έννομο συμφέρον, να λάβει από το ΙΚΑ για καθένα από τους ενδιαφερόμενους πρώην εργαζομένους της, τα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1996 έως και την 28/02/1997, είναι σύμφωνα και με όσα βασίμως προβάλλονται, μη νομίμως αιτιολογημένη, και η προσβαλλόμενη κατά το μέρος τούτο, θα πρέπει να ακυρωθεί.

8. Επειδή, ως προς τις σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως της Αρχής, με τις οποίες αφενός απερρίφθη η αίτηση θεραπείας της αιτούσης κατά της 34/2007 προηγουμένης αποφάσεως της ίδιας Αρχής και κρίθηκε ότι ήταν παράνομη η διαβίβαση στοιχείων των πρώην εργαζομένων της από το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, εφόσον δεν ζητήθηκε προηγουμένως η άδεια της Αρχής και δεν ενημερώθηκαν οι ενδιαφερόμενοι και, αφετέρου της επιβλήθηκε η κύρωση της καταστροφής των δοθέντων στοιχείων προβάλλεται από την αιτούσα, ότι η επίδικη κύρωση που της επεβλήθη δεν τηρεί τις απαιτήσεις της αναλογικότητας δεδομένου ότι το σχετικό Αρχείο που διατηρούσε, δεν περιείχε ευαίσθητα δεδομένα υγείας παρά μόνο απλά προσωπικά δεδομένα. Ειδικότερα, ισχυρίζεται, ότι, το Αρχείο που διαβίβασε το υποκατάστημα ΙΚΑ Ιωνίας, δεν περιείχε ευαίσθητα δεδομένα υγείας πρώην εργαζομένων της, προβάλλοντας ότι αυτό περιείχε μόνο απλά προσωπικά δεδομένα και συγκεκριμένα τα δεδομένα που η ίδια η Αρχή στην προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε ότι είχε έννομο συμφέρον η αιτούσα να αναζητήσει (το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του συγκεκριμένου εργοδότη, το χρόνο συγκεκριμένης απασχόλησης και τις συγκεκριμένες αποδοχές, που αναλογούν στην απασχόληση αυτή, των πρώην εργαζομένων της) και ότι συνεπώς με μη νόμιμη αιτιολογία κρίθηκε ότι το σχετικό αρχείο είχε συσταθεί κατά παράβαση του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997 δεδομένου μάλιστα ότι η Αρχή δεν ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφασή της ποια συγκεκριμένα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας περιέχοντο στο σχετικό Αρχείο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, η Αρχή εκτός από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997, έκρινε ότι παραβιάσθηκε και η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997, οι προστατευτικές δε διατάξεις του ν. 2472/1997 αφορούν σε οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο, ειδικότερα δε, το άρθρο 11 παρ. 3 του νόμου αυτού επιβάλλει, για κάθε ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων σε τρίτο, την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου αυτών, ακόμη και σε περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ως άνω ν. 2472/1997, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση του υποκειμένου αυτών (βλ, ΣτΕ 3154/2008, 2251-2/2005). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της αιτούσης ότι η κύρωση της καταστροφής του ανωτέρου αρχείου είναι δυσανάλογη και υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας διότι επελέγη η βαρύτερη δυνατή κύρωση, είναι αβάσιμος διότι, η επίδικη κύρωση εδικαιολογείτο και ήταν κατάλληλη, ενόψει της παραβίασης της προστατευτικής για τα υποκείμενα των δεδομένων διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997. Τέλος, ο ισχυρισμός της αιτούσης ότι η κύρωση της καταστροφής του εις χείρας της αρχείου προκαλεί δυσανάλογη ζημία στην ίδια διότι θα είναι ιδιαίτερη xρονοβόρα ως αδύνατη η νόμιμη επανάκτηση των εμπεριεχόμενων στο αρχείο απλών προσωπικών δεδομένων, είναι απορριπτέος, διότι, ο ισχυρισμός αυτός, αφενός μεν, δεν επιδρά στην νομιμότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως της Αρχής, αφετέρου δε, διότι συνάπτεται με εκπλήρωση υποχρέωσης από τρίτο, εν προκειμένω το ΙΚΑ, το οποίο άλλωστε από το αρχείο που διαβίβασε αρχικώς τα σχετικά δεδομένα, παρανόμως, μπορεί και τα επαναδιαβιβάσει με τη νόμιμη διαδικασία, δεδομένου άλλωστε και ότι δεν προβάλλεται ότι το αρχείο αυτό έχει παύσει να διατηρείται από το Ίδρυμα. Συνεπώς, η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα κατά το μέρος αυτό ως αβάσιμη.

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση και ακυρώνει την 10/2009 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατά το μέρος που δέχθηκε ότι η αιτούσα δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει από τους αρμόδιους ασφαλιστικούς οργανισμούς στοιχεία της περιόδου από τον Ιούλιο του 1996 έως τις 28-2-1997.

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2010

 Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος  Ο Γραμματέας     Σωτ. Ρίζος  Νικ. Αθανασίου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου 2010.

 Ο Πρόεδρος του Γ` Τμήματος  Η Γραμματέας του Δ` Τμήματος  Διακοπών    Νικ. Σακελλαρίου   Δημ. Μουζάκη

Α.Σ.