2684/2010 ΣΤΕ
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΙΚΑ και υποχρέωση αυτού να απαντά επί αιτήματος του εργοδότη, ο οποίος έχει κηρυχθεί υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, για τη χορήγηση στοιχείων σχετικών με την απασχόληση πρώην εργαζομένων του σε άλλους εργοδότες, για την υποβολή ένστασης του άρθρου 656 Α.Κ. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και με την επιτόπια μετάβαση του ενδιαφερόμενου στην υπηρεσία όπου τηρούνται τα έγγραφα και με την μελέτη τους και τη λήψη αντιγράφων. Τυχόν δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Διοίκηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της αυτής δικαιολογούν την υπέρβαση της τασσόμενης προθεσμίας, όχι όμως την οριστική άρνηση ικανοποιήσεως του αιτήματος. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, κατά την οποία η χορήγηση από το ΙΚΑ των αιτηθέντων στοιχείων δεν είναι δυνατή για λόγους που αφορούν το Ίδρυμα, δεν είναι νόμιμη. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 2684/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Διομ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Α-Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 12 Απριλίου 2010 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………………. ……”, που εδρεύει στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, οδός ……. και ……, αρ. .., η οποία παρέστη με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Κρεμαλή (Α.Μ. 4866), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αγ. Κωνσταντίνου, αρ. 8, το οποίο παρέστη με τον Αντώνιο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. Γ99/1/23/16-2-2010 πράξη της Διευθύντριας της Κεντρικής Διοίκησης του ΙΚΑ, Γενική Διεύθυνση Ασφάλισης-Εσόδων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ευθ. Αντωνόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Ιδρύματος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2587800-1/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της Γ99/1/23/16- 2-2010 πράξεως της Διευθύντριας Ασφάλισης – Εσόδων της Διοίκησης του ΙΚΑ, με την οποία εδόθη αρνητική απάντηση στις από 5-11-2009 και 24-12-2009 αιτήσεις της αιτούσης εταιρείας περί παροχής σ` αυτήν ασφαλιστικών στοιχείων από τα τηρούμενα στις διάφορες υπηρεσίες του Ιδρύματος σχετικών με πρώην εργαζομένους της αιτούσης που απασχολούνταν στο εργοστάσιο κατασκευής και εμπορίας ελαστικών στην ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 1996 έως την 31-12-2001.
3. Επειδή με τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν.2690/1999, Α΄ 45) ορίσθηκε ότι οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να αποφαίνονται επί όλων των αιτημάτων των ενδιαφερομένων, πλην αυτών που είναι προδήλως παράνομα ή επαναλαμβάνονται με τρόπο καταχρηστικό. Περαιτέρω, στις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1998, Α΄ 45), όπως ισχύουν με τις τροποποιήσεις του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 2880/2001 (Α΄ 9) και του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 3230/2004 (Α΄ 44/11.2.2004), ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται : α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν πρόκειται για πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν. 5 … 6. Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες.».
4. Επειδή, στο άρθρο 656 Α.Κ. ορίζονται τα εξής: «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σ` άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.».
5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Διοίκηση υποχρεούται να απαντά επί των νομίμων αιτημάτων που της υποβάλλονται από τους διοικουμένους (βλ. Σ.Ε. 3500/2002). Τέτοιο νόμιμο αίτημα συνιστά και το υποβαλλόμενο εκ μέρους εργοδότη, ο οποίος έχει κηρυχθεί υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, κατ` άρθρο 656 του Α.Κ, που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση από τους αρμόδιους ασφαλιστικούς οργανισμούς στοιχείων σχετικών με την ειδικότητα των πρώην εργαζομένων του, δεδομένου ότι απαραίτητο στοιχείο για να είναι, συγκεκριμένη η ένσταση του που βασίζεται στο εδάφιο β της διατάξεως αυτής είναι και η παράθεση του στοιχείου αυτού (βλ. Α.Π. 389/2008, Α.Π. 142,1165/2007 κ.α.). Εξάλλου, το δικαίωμα αυτό του διοικουμένου να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων που τον αφορούν μπορεί να ασκηθεί και με την επιτόπια μετάβασή του στην υπηρεσία όπου τηρούνται τα έγγραφα αυτά και με την μελέτη τους και τη λήψη αντιγράφων. Τυχόν, δε δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Διοίκηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της αυτής δικαιολογούν την υπέρβαση της προθεσμίας που τάσσεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 του Ν.2690/1999 όχι όμως την οριστική άρνηση ικανοποιήσεως του αιτήματος.
6. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτούσα εταιρεία, μετά την οριστική παύση λειτουργίας του εργοστασίου της κατασκευής και εμπορίας ελαστικών στην ΣΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης και την απόλυση των εργαζομένων που απασχολούσε σ’ αυτό τελούσε σε δικαστική διαμάχη με τους τελευταίους, οι οποίοι με αγωγές στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια υποστήριξαν ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ήταν άκυρη λόγω παραβιάσεως διατάξεων του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου περί ελέγχου των ομαδικών απολύσεων. Με τις υπ` αριθμ. 37-40/2007 αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου και σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα στις 7-9-2006 σχετική απόφαση του Δ.Ε.Κ, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος κρίθηκε ότι η καταγγελία των συμβάσεων αυτών ήταν άκυρη λόγω παραβιάσεως της Οδηγίας 75/129/ΕΟΚ και, περαιτέρω, παραπέμφθηκαν οι υποθέσεις προς εκδίκαση στο Εφετείο. Ενόψει της νομολογίας αυτής του ΔΕΚ η εταιρεία ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2006 υπέβαλε αίτηση προς το ΙΚΑ ζητώντας τη χορήγηση στοιχείων που αφορούσαν τους πρώην εργαζομένους της για να χρησιμοποιηθούν στις εκκρεμείς ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δίκες. Τα στοιχεία αυτά αφορούσαν την τυχόν μετά την απόλυση απασχόληση των πρώην εργαζομένων της σε άλλους εργοδότες, ούτως ώστε, η εταιρεία να έχει τη δυνατότητα να προβάλει την προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 656 του Α.Κ. ένσταση των αλλαχού κερδηθέντων. Παράλληλα, στις 25-9-2006 η εταιρεία υπέβαλε και αίτηση προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να της επιτραπεί η επεξεργασία από το ΙΚΑ και άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς των στοιχείων αυτών της μετά την απόλυση απασχολήσεως των πρώην εργαζομένων της. Τελικώς, με την υπ` αριθμ. 10/2009 απόφαση της ανωτέρω Αρχής ικανοποιήθηκε το ανωτέρω αίτημα για το χρονικό διάστημα από 1-3-1997 μέχρι την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως, ενώ κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η ικανοποίησή του για το διάστημα από τον Ιούλιο του 1996 μέχρι της 28-2-1997. Η τελευταία αυτή δυσμενής για την αιτούσα κρίση έχει ήδη ακυρωθεί με την υπ` αριθμ. 2683/2010 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ύστερα από αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η εταιρεία. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα η εταιρεία επανήλθε επικαλούμενη την απόφαση αυτή και εζήτησε από το ΙΚΑ τη χορήγηση των προαναφερομένων στοιχείων που αφορούσαν τους πρώην εργαζομένους της (υπ` αριθμ. 6136/18-2-2009 αίτηση). Ειδικότερα, ζήτησε για τους πρώην εργαζομένους της, να της διαβιβασθούν το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του συγκεκριμένου εργοδότη, ο χρόνος συγκεκριμένης απασχόλησης και οι συγκεκριμένες αποδοχές, που αναλογούν στην απασχόληση αυτή για το χρονικό διάστημα από 1.3.1997 και μετά. Περαιτέρω, με την υπ` αριθμ. 8194/6.3.2009 συμπληρωματική της αίτηση, η αιτούσα ζήτησε και την άμεση χορήγηση τουλάχιστον των ήδη διαβιβασθέντων στοιχείων από το υποκατάστημα ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης. Επί των αιτήσεων αυτών, η Κεντρική Διοίκηση του ΙΚΑ με την υπ` αριθμ. Γ 99-2/112/10.9.2009 απόφασή της, ανέφερε τα εξής: «Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ βεβαιώνει, με την σύμφωνη γνώμη της ΑΠΔΠΧ και με βάση τα τηρούμενα σε αυτό στοιχεία, ότι οπό 1.3.1997 έως 31.12.2001 βρέθηκαν απασχολούμενοι, οπό τους 321 ασφαλισμένους που αναφέρονται στην αίτησή σας, οι 212. Από τα συνημμένα αποσπάσματα λογαριασμών ασφαλισμένων προκύπτει η περίοδος που φέρεται α) ότι απασχολήθηκε ο κάθε ασφαλισμένος και β) έλαβε τις αντίστοιχες μικτές αποδοχές ανά μήνα. Κάθε απόσπασμα συνοδεύεται από μία κατάσταση που περιλαμβάνει τους εργοδότες στους οποίους απασχολήθηκε ο ασφαλισμένος την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Γίνεται μνεία ότι η ακρίβεια των παραπάνω στοιχείων τελεί υπό την ρητή προϋπόθεση και επιφύλαξη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ της μη τροποποιησής τους συνεπεία ουσιαστικού τακτικού ελέγχου των αποτελεσμάτων ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Τα στοιχεία παρέχονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δικαστική διένεξη της εταιρείας ………………………… με τους ασφαλισμένους που αναφέρονται στο παραπάνω σχετικό. Τα δεδομένα που αφορούν το υπόλοιπο διάστημα, θα σας διατεθούν μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας τους». Στη συνέχεια, η αιτούσα, με την υπ` αριθμ. 42075/5.11.2009 αίτησή της προς την Κεντρική Διοίκηση του ΙΚΑ, ζήτησε «την άμεση διαβίβαση και βεβαίωση του κρισιμότατου, για το ορισμένο της ενστάσεως της εταιρείας μας, στοιχείου της συγκεκριμένης εργασίας που ασκούν ή άσκησαν οι εν λόγοι αντίδικοι για το χρονικό διάστημα από 1.3.1997 έως σήμερα, άλλως, να μας επιτρέψετε άμεσα την πρόσβαση στους εργοδοτικούς φακέλους των αντίστοιχων εργοδοτών των παραπάνω υποκαταστημάτων του Ιδρύματος για τη λήψη και βεβαίωση του στοιχείου της συγκεκριμένης εργασίας-ειδικότητας που ασκούν ή ήσκησαν οι εν λόγω αντίδικοι – πρώην εργαζόμενοι της εταιρείας μας …». Εν τω μεταξύ, με το uπ` αριθμ. πρωτ. Γ99/2/170/4.12.2009 έγγραφο του ΙΚΑ προς την αιτούσα, διαβιβάσθηκαν τελικώς και τα υπόλοιπα αιτηθέντα στοιχεία που αφορούσαν τους πρώην εργαζομένους της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2008, τα οποία περιείχαν και το κρίσιμο για την αιτούσα στοιχείο της ειδικότερης απασχόλησης. Με νεότερη, την υπ’ αριθμ. 51465/24.12.2009 αίτησή της προς το ΙΚΑ η αιτούσα επανέλαβε το αίτημά της, να της επιτραπεί άμεση πρόσβαση στους εργοδοτικούς φακέλους των αντίστοιχων εργοδοτών των παραπάνω υποκαταστημάτων του Ιδρύματος για τη λήψη βεβαίωσης του στοιχείου της συγκεκριμένης εργασίας ειδικότητας που ασκούν ή άσκησαν οι εν λόγω αντίδικοι-πρώην εργαζόμενοι της εταιρείας μας». Επί των αιτήσεων αυτών, εκδόθηκε η Γ99/1/23/16.2.2010 απόφαση του ΙΚΑ (ήδη προσβαλλόμενη) με το εξής περιεχόμενο: «Σε απάντηση των παραπάνω αιτήσεών σας και των μνημονευομένων σ’ αυτήν εγγράφων… σας γνωρίζουμε τα εξής: «Στο σύστημα Εσόδων Ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το οποίο ήταν σε παραγωγική λειτουργία από τον Ιούλιο 1996 μέχρι 31.12.2001, είχαν καταχωρηθεί στις καρτέλες των ασφαλισμένων του Ιδρύματος δεδομένα που αφορούσαν τον αριθμό μητρώου εργοδότη, τη διάρκεια απασχόλησης με τον αντίστοιχο αριθμό ημερομισθίων, τις αποδοχές, τις αναλογούσες εισφορές, το ποσοστό υπολογισμού τους κ.α. χωρίς να εμπεριέχεται οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την ειδικότητα του ασφαλισμένου. Σημειωτέον ότι μεταξύ των πληροφοριών, υπήρχε καταχώρηση με τον τίτλο «ΕΙΔ. ΑΠ» που αποτελεί τη συντομογραφία του «Είδους Αποδοχών» και αφορούσε τη διάκριση μεταξύ τακτικών αποδοχών, υπερωριών, αναδρομικών κ.λ.π. Κατά συνέπεια, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεν έχει διαθέσιμα μηχανογραφημένα στοιχεία σχετικά με την ειδικότητα των ασφαλισμένων για την παραπάνω περίοδο. Το αίτημά σας περί πρόσβασης στους εργοδοτικούς φακέλους των αντίστοιχων εργοδοτών για τη λήψη και βεβαίωση του στοιχείου της ειδικότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτό για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων: απαιτείται πρόσβαση σε υπερμεγέθη αρχεία μεγάλου αριθμού υποκαταστημάτων που έχουν ήδη συγχωνευθεί ή αποσχισθεί ή μεταφερθεί και που αποθηκεύονται σε διάφορα ακίνητα και έχουν κατά τη διαδρομή του χρόνου μεταφερθεί και μετακινηθεί σε διάφορα σημεία φύλαξης. Η διαδικασία αναζήτησης θα απαιτούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της λειτουργίας των υπηρεσιών με την ανάλωση πολλών εργατομηνών από υπαλλήλους του Ιδρύματος που θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την τρέχουσα και σημαντική τους απασχόληση κυρίως στα τμήματα εσόδων. Η λήψη και βεβαίωση της (εν πολλοίς αυθαίρετα από πλευράς, εργοδότη δηλούμενης) ειδικότητας, αν και όπου αυτή έχει ενδεχομένως καταγραφεί, αποτελεί περαιτέρω επεξεργασία. Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεν έχει αρμοδιότητα βεβαίωσης περί της ειδικότητας των εργαζομένων».
7. Επειδή, κατ` αρχήν, η αιτούσα προβάλλει ότι δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος, με το οποίο το ΙΚΑ εξεδήλωσε αδυναμία ικανοποιήσεως του αιτήματός της με τη σκέψη ότι δεν έχει διαθέσιμα μηχανογραφικά στοιχεία για τη χρονική περίοδο από τον Ιούλιο του 1996 έως την 31-12-2001 δεδομένου ότι τέτοια στοιχεία δεν καταχωρούντο στο σύστημα εσόδων ασφάλισης, εφόσον, κατά την άποψή της, από τις διατάξεις του Α.Ν.1846/1951, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 του Ν. 2972/2001 (Α΄ 291), προέκυπτε υποχρέωση των οργάνων του ΙΚΑ να τηρούν μηχανογραφικώς τα στοιχεία αυτά. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, κατά την οποία η χορήγηση των ανωτέρω στοιχείων και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν είναι δυνατή, διότι δεν τηρείται σχετικό μηχανογραφημένο αρχείο, είναι νόμιμη, εφόσον δεν αμφισβητείται η πραγματική βάση της (η μη ύπαρξη δηλαδή μηχανογραφικά των σχετικών στοιχείων). Επομένως, είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου παρατεθέντες ισχυρισμοί της αιτούσας, με τους οποίους δεν πλήττεται, κατ` ουσίαν, η παραπάνω αιτιολογία, αλλά αμφισβητείται η νομιμότητα διοικητικών ενεργειών ή παραλείψεων και συγκεκριμένα της μη τηρήσεως μηχανογραφικά των σχετικών στοιχείων, ο έλεγχος της οποίας, όμως (νομιμότητας), εκφεύγει των ορίων της παρούσης δίκης (πpβλ. ΣτΕ 2623/2009 σκ. 7).
8. Επειδή, περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η άρνηση του ΙΚΑ να της χορηγήσει τα αιτηθέντα στοιχεία είναι παράνομη, διότι τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στις διάφορες υπηρεσίες του, έστω και αν δεν τηρούνται μηχανογραφικά όπως πράγματι προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξεως, το ΙΚΑ δεν αρνείται ότι διαθέτει τα σχετικά στοιχεία σε επιμέρους αρχεία, επικαλείται όμως, προκειμένου να μην διαβιβάσει τα στοιχεία αυτά, το γεγονός της επιβάρυνσης των υπηρεσιών του Ιδρύματος λόγω της δυσκολίας αναζήτησης των στοιχείων σε αρχεία διάσπαρτα σε διάφορα υποκαταστήματα της χώρας. Η αιτιολογία όμως αυτή που περιέχεται στην προσβαλλόμενη, δεν είναι νόμιμη, διότι, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό στην 5η σκέψη -ενόψει και του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της αιτούσας για την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων της ενώπιον δικαστηρίων, που αποτελεί άσκηση νομίμου δικαιώματος – και βάσιμη υποτιθέμενη θα δικαιολογούσε εύλογη καθυστέρηση στην αναζήτηση και διαβίβαση των σχετικών στοιχείων σε σχέση με τη γενική εικοσαήμερη (20) προθεσμία χορήγησης αιτηθέντων εγγράφων που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 2690/1999, δεν δικαιολογεί όμως την άρνηση χορήγησης των εν λόγω στοιχείων, δεδομένου ότι αυτά δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου για τις οποίες προβλέπεται στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα. Περαιτέρω, μη νόμιμα αιτιολογημένη είναι και η άρνηση πρόσβασης στα αρχεία των υπηρεσιών σε εκπροσώπους της αιτούσας, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ασκείται, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 5 και με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ιδίως ενόψει του προβαλλόμενου από το ΙΚΑ ισχυρισμού που περιέχεται στην προσβαλλόμενη πράξη ότι η αναζήτηση των στοιχείων αυτών θα απασχολούσε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων των υπηρεσιών της. Εξάλλου, όπως βασίμως προβάλλεται, μη νόμιμα αιτιολογημένη είναι η ανωτέρω άρνηση του ΙΚΑ να παράσχει τα εν λόγω στοιχεία, που στηρίζεται στην επάλληλη αιτιολογία ότι το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεν έχει αρμοδιότητα βεβαίωσης περί της ειδικότητας των εργαζομένων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών αιτήσεων προς το ΙΚΑ, η αιτούσα ζήτησε τα στοιχεία αυτά όπως προκύπτουν από τους φακέλους των εργοδοτών και δεν ζήτησε βεβαίωση ειδικότητας με την έννοια που ισχυρίζεται το ΙΚΑ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η αιτιολογία αυτή δεν εμπόδισε το ΙΚΑ να παράσχει τα κρίσιμα στοιχεία μετά το 2002. Τέλος, η επάλληλη επίσης αιτιολογία ότι η λήψη και βεβαίωση της ειδικότητας αν και όπου αυτή έχει ενδεχομένως καταγραφεί αποτελεί περαιτέρω επεξεργασία, όπως βασίμως προβάλλεται, είναι αόριστη και δεν δύναται να στηρίξει αυτοτελώς την άρνηση ικανοποιήσεως του αιτήματος της αιτούσης.
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την Γ99/1/23/16-2-2010 πράξη της Διευθύντριας της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλισης-Εσόδων ΙΚΑ κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου.
Επιβάλλει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2010
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας Σωτ. Ρίζος Νικ. Αθανασίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου 2010.
Ο Πρόεδρος του Γ` Τμήματος Η Γραμματέας του Δ` Τμήματος Διακοπών Νικ. Σακελλαρίου Δημ. Μουζάκη ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα, ……………………………………….
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος Α.Σ.