ΣτΕ 2790/11, Στ΄7μ. παρ.Ολομ., Δημοσια Συμβαση, Ενδικοφανής προσφυγή δεν απαιτείται ενημέρωση στα δημόσια έργα και γενικά όταν την προβλέπει ο ίδιος νόμος.

ΣΤΕ

Αριθμός 2790/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Δ. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ’ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Σύμβουλοι, Αντ. Χλαμπέα, Φ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 8 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:
της ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία “ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΑΛΕΞΙΟΥ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Εμμανουήλ Μπενάκη, αριθ. 108, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Πάνο Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ” (ΕΟΑ), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Δαούτη (Α.Μ. 1764), που τον διόρισε με πράξη του ο Πρόεδρος της Ε.Ο.Α.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία ο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3033/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Παπαδοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου ν.π.δ.δ. (Ε.Ο.Α.), ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Eπειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθμ. Α 1050013/2000 ΔΟΥ Δικαστ. Εισπράξεων Αθηνών, 1790004/2000 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 3033/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος με αυτήν απερρίφθη το από 18.8.1997 ένδικο βοήθημα της αναιρεσείουσας, αναδόχου του έργου «Μελέτη – Κατασκευή Νέου Κτιρίου Γραφείων Ε.Ο.Α. στο Χαλάνδρι Αττικής», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού και ειδικότερα από την απόρριψη αιτήματός της για την καταβολή ποσού 482.059.568 δρχ., ως αποζημίωση λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου κατά τα από 9.3/28.5.96 και 19.7.96/18.3.97 χρονικά διαστήματα διακοπής των εργασιών.
3. Eπειδή ,το άρθρο 12 του ν. 1418/1984 (Α 23), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου (13.2.1998), ορίζει ότι «1. Κατά των πράξεων της διευθύνουσας Υπηρεσίας, που προσβάλλει έννομο συμφέρον του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση ασκείται με κατάθεση στη διευθύνουσα Υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 15 ημερών, από την κοινοποίηση της πράξης, … 2. Η ένσταση απευθύνεται στην προϊσταμένη αρχή, … Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκδώσει την απόφασή της μέσα σε δύο μήνες από την κατάθεση της ένστασης. 3. Αν η ένσταση απορριφθεί στο σύνολό της ή μερικώς ή αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει αίτηση θεραπείας σε ανατρεπτική προθεσμία τριών μηνών, από την κοινοποίηση της απόφασης ή από την άπρακτη πάροδο του διμήνου …. 7. Σε κάθε αίτηση θεραπείας αποφασίζει ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την επίδοση της αίτησης θεραπείας. 8. Αν η αίτηση θεραπείας απορριφθεί με απόφαση του Υπουργού Δημοσίων ΄Εργων ή αν ο Υπουργός δεν εκδώσει την απόφασή του μέσα στην τρίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται αυτός που υπέβαλε την αίτηση θεραπείας να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου. 9. …». Το επόμενο δε άρθρο 13 του ν. 1418/1984 ορίζει ότι «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου επιλύεται από το αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις των επομένων παραγράφων. 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πιο πάνω διαφορών είναι το Εφετείο … 3. … 4. Της προσφυγής στο Εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη ….»
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις , η τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12 του ν.1418/1984 ενδικοφανούς διαδικασίας (άσκηση ένστασης και εν συνεχεία αίτησης θεραπείας ), ορίζεται ρητώς ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, κατά το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου επί διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Εξάλλου, ναι μεν με την απόφαση 2892/1993 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, έγινε δεκτό, καθ’ ερμηνείαν της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989-αντίστοιχης εκείνης του άρθρου 13 παρ.4του ν.1418/1984- ότι η μη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως σε περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση δεν ενημέρωσε τον αιτούντα, με την ίδια την επίμαχη πράξη ή το έγγραφο κοινοποιήσεώς της, ότι κατά της πράξης αυτής προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, εντός ορισμένης προθεσμίας και ενώπιον συγκεκριμένου οργάνου. Ωστόσο, όπως παγίως γίνεται δεκτό κατά την ερμηνεία της παρόμοιας διάταξης του άρθρου 3 παρ.2 του ν.2522/1997, που διέπει το προσυμβατικό στάδιο της ανάθεσης δημόσιας σύμβασης (έργου, προμηθειών και υπηρεσιών), τα κριθέντα με την απόφαση αυτή της Ολομελείας αφορούν ενημέρωση του ενδιαφερομένου για την ύπαρξη ειδικής διαδικαστικής διατάξεως διοικητικού νόμου, η οποία προβλέπει την άσκηση, κατά ορισμένης πράξης, ενδικοφανούς προσφυγής, η άσκηση της οποίας αποτελεί, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα που τάσσει το άρθρο 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, προϋπόθεση της παραδεκτής προσβολής της πράξεως αυτής με αίτηση ακυρώσεως και δεν μπορούν να ισχύσουν και σε περιπτώσεις , όπως εκείνη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν.2522/1997, όπου η ίδια δικονομική διάταξη η οποία προβλέπει την άσκηση συγκεκριμένου ειδικού ενδίκου βοηθήματος, επιτάσσει ρητώς την προηγούμενη τήρηση της οριζόμενης με αυτήν ενδικοφανούς διαδικασίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος. (βλ. Ε.Α. του Δ΄ Τμήματος 1402/2008, 1299/2007, 474/2004, 389/2003). Και ευλόγως, διότι η επιβαλλόμενη στη Διοίκηση υποχρέωση ενημέρωσης αποσκοπεί στην ικανοποίηση πραγματικής ανάγκης ενημέρωσης των ενδιαφερομένων για την τήρηση της προβλεπόμενης από ειδική διάταξη νόμου ενδικοφανούς διαδικασίας ως προϋπόθεσης της παροχής δικαστικής προστασίας. Τέτοια δε ανάγκη ενημέρωσης δεν υφίσταται, όταν με τις διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν την άσκηση συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, επιτάσσεται η προηγούμενη τήρηση της οριζόμενης στις ίδιες αυτές διατάξεις, ενδικοφανούς διαδικασίας. Aπό καμιά διάταξη, εξάλλου, δεν επιβάλλεται, η εκ μέρους της Διοικήσεως, ενημέρωση των ενδιαφερομένων για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που η έννομη τάξη παρέχει για τη δικαστική τους προστασία. Επομένως, υποχρέωση ενημέρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβαλλομένη και για τις, κατ΄ άρθρο 12 του ν. 1418/84, ένσταση και αίτηση θεραπείας, η άσκηση των οποίων τάσσεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής του άρθρου 13 του νόμου αυτού, δεδομένου ότι η ενδικοφανής αυτή διαδικασία δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη, διαδικαστικού χαρακτήρα, άλλου διοικητικού νόμου, αλλά από τις ίδιες διατάξεις του αυτού νόμου (άρθρα 12 και 13 ν. 1418/84 ), για την έννοια των οποίων δεν καταλείπεται καμία εύλογη αμφιβολία, οι οποίες, προβλέπουν την άσκηση προσφυγής και επιβάλλουν ρητώς, ως προϋπόθεση του παραδεκτού ασκήσεως αυτής την τήρηση της οριζόμενης με αυτές ενδικοφανούς διαδικασίας σε δυο στάδια (άσκηση ένστασης και αίτησης θεραπείας). Άλλωστε, δεν μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι μια εργοληπτική επιχείρηση εγγεγραμμένη στο μητρώο εργοληπτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν. 1418/1984, με σκοπό την κατασκευή δημοσίων έργων, η οποία μετέχει σε διαγωνισμούς για την ανάθεση της κατασκευής δημοσίων έργων και η οποία έχει ανακηρυχθεί ανάδοχος με βάση τις διατάξεις του ανωτέρω ν. 1418/1984, αγνοεί τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ισχύοντος από το 1984 νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν τη δικαστική της προστασία επί διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης κατασκευής ενός δημοσίου έργου. Με αυτά τα δεδομένα ,η αντίθετη άποψη όχι μόνον υπερακοντίζει το σκοπό της ενημέρωσης, αλλά επιτρέπει και την καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1418/1984, οι οποίες, λόγω της σοβαρότητας του αντικειμένου των δημοσίων έργων, προβλέπουν την υποχρεωτική τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας σε δύο μάλιστα στάδια. Σύμφωνα όμως με τη γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, στην οποία προσχώρησαν και οι Πάρεδροι, από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984, συνάγεται, ενόψει της ως άνω 2892/1993 αποφάσεως τη Ολομελείας, της παγίας έκτοτε νομολογίας του Α’ και του ΣΤ’ Τμήματος του Δικαστηρίου επί διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων έργων (βλ. ΣτΕ 2090/1999, 1992/2003, 1269/2004, 2756/2008, 3237,3614/2009 κα), καθώς και της πολυπλοκότητας και των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων της σχετικής νομοθεσίας ,ότι προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αναδόχου τήρηση της διοικητικής διαδικασίας, από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό της ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου προσφυγής του, απαιτείται να γνωστοποιείται σ’ αυτόν από την υπηρεσία, με ειδική μνεία στην ίδια την πράξη ή στο τυχόν συνοδεύον αυτήν έγγραφο, η ενδικοφανής προσφυγή στην οποία υπόκειται η πράξη αυτή, το διοικητικό όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται και η προς τούτο τασσόμενη από το νόμο αποκλειστική προθεσμία. Συνέπεια τούτου είναι ότι εάν η Διοίκηση δεν τηρήσει την υποχρέωσή της αυτή, η μη άσκηση ή η μη προσήκουσα άσκηση της προβλεπόμενης από το νόμο ενδικοφανούς διαδικασίας δεν καθιστά, εκ μόνου του λόγου τούτου ,απαράδεκτο το ασκούμενο ένδικο βοήθημα. Περαιτέρω, όμως κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, το εκ της μη τηρήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας απαράδεκτο, δεν θεραπεύεται σε περίπτωση που, αν και παραλείφθηκε η ως άνω ενημέρωση, αποδεικνύεται ή ομολογείται ότι ο ανάδοχος-προσφεύγων γνώριζε την υποχρέωση τηρήσεως της ως άνω διοικητικής προδικασίας, καθώς και τους ειδικότερους όρους αυτής. (βλ.μειοψ. ΣτΕ1992/2003)
5. Eπειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, μεταξύ της αναιρεσείουσας, εργοληπτικής επιχείρησης και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, ΕΟΑ” (ήδη “Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, ΕΟΕ”) συνήφθη η από 15-7-1993 σύμβαση με αντικείμενο την εκτέλεση του δημόσιου έργου “Μελέτη – Κατασκευή Νέου Κτιρίου Γραφείων ΕΟΑ στο Χαλάνδρι Αττικής”. Κατά την εκτέλεση των εργασιών, η ανάδοχος υπέβαλε ειδικές δηλώσεις διακοπής εργασιών παραπονούμενη για τη μη έγκαιρη εξόφληση λογαριασμών καθώς και σειρά αιτήσεων για καταβολή αποζημίωσης λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου. Τελικώς, υπέβαλε προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία την υπ’ αριθ. 73/19-3-97 αίτηση, με την οποία ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρο 7 παρ.2 του ν. 1418/84, την αναγνώριση και καταβολή συνολικού ποσού 482.059.568 δραχμών, ως αποζημίωση, λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου κατά τις χρονικές περιόδους α) από 9-3-96 έως 28-5-96 και β) από 19-7-96 έως 18-3-97, κατά τις οποίες αυτή είχε αναγκαστεί να διακόψει τις εργασίες λόγω καθυστέρησης εξόφλησης των υπ’ αριθμ. 23 και 24 λογαριασμών και λόγω καθυστέρησης έγκρισης του 3ου Συγκριτικού Πίνακα και ΠΚΤΜΝΕ .Επί της ανωτέρω αιτήσεως , η διευθύνουσα υπηρεσία εξέδωσε οκτώ πράξεις (υπ, αριθ. 4, 57, 60, 170, 354, 401, 429, 547/ 2-4-97) με τις οποίες απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων . Κατ’ αυτών η αναιρεσείουσα άσκησε την υπ’ αριθ. 100/16-4-97 ένσταση ενώπιον της Προϊσταμένης Αρχής, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς, κατά της σιωπηρής δε απορρίψεως της ενστάσεώς της άσκησε ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου το από 18-8-1997 ένδικο βοήθημα με τίτλο «προσφυγή – αγωγή», ζητώντας να υποχρεωθεί η καθ’ ης να της καταβάλει το εν λόγω ποσό. Ακολούθως, άσκησε κατά της ως άνω σιωπηρής απορρίψεως και την από 16-9-1997 αίτηση θεραπείας, επί της οποίας εκδόθηκε η από 16-10-1998 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού με την οποία ικανοποιήθηκε εν μέρει το αίτημα της. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την ήδη προσβαλλομένη υπ αριθμ. 3033/2000 απόφασή του, αφού χαρακτήρισε το ασκηθέν ενώπιον του ένδικο βοήθημα ως προσφυγή, έκρινε περαιτέρω, απορρίπτοντας αντίθετο προβληθέντα ισχυρισμό της ΕΟΑ, ότι αυτή ασκήθηκε παραδεκτώς, με τη σκέψη ότι, ναι μεν η ανάδοχος δεν άσκησε αίτηση θεραπείας κατά της σιωπηρής απόρριψης της ένστασης της σύμφωνα με το αρθρ. 12 παρ. 3 και 4 του ν. 1418/1984, πλην όμως τα όργανα διοίκησης του έργου, δεν την είχαν ενημερώσει ότι δικαιούται να ασκήσει ένσταση και εν συνεχεία αίτηση θεραπείας. Στη συνέχεια, το Εφετείο απέρριψε την προσφυγή κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη ότι ο κύριος του έργου δεν κατέστη υπερήμερος, ενώ, καθ’ ο μέρος το αίτημα του αναδόχου είχε γίνει δεκτό με την ως άνω από 16-10-1998 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού , κήρυξε τη δίκη κατηργημένη.
6. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, η προσφυγή της αναιρεσείουσας ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου, είχε, σύμφωνα με το άρθρο.13 του ν. 1418/1984, ασκηθεί απαραδέκτως. Και τούτο διότι, ναι μεν αυτή υπέβαλε κατά των επιδίκων πράξεων την από 16-4-97 ένσταση ενώπιον της Προϊστάμενης Αρχής, κατά της σιωπηρής όμως απορρίψεως της ενστάσεως άσκησε την από 18-8-1997 προσφυγή, χωρίς να ασκήσει προηγουμένως και αίτηση θεραπείας. Το απαράδεκτο δε αυτό δεν αίρεται από την μη ενημέρωση της αναιρεσείουσας αναδόχου από τη Διοίκηση για την υποχρεωτική, και επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής, τήρηση και των δύο σταδίων της ενδικοφανούς διαδικασίας, όπως αντιθέτως εσφαλμένα έκρινε το Εφετείο, διότι, όπως έγινε, κατά πλειοψηφία δεκτό στη σκέψη 4, από τις εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984 δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης της Διοικήσεως. Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού και των Παρέδρων, υπήρχε μεν κατ΄ αρχήν, υποχρέωση της Διοικήσεως να ενημερώσει την ανάδοχο ότι όφειλε να ασκήσει τόσο ένσταση ,όσο και αίτηση θεραπείας κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στα παρατεθέντα άρθρα 12 και 13 του ν.1418/84, η παράλειψη όμως ενημερώσεως δεν αίρει , εν προκειμένω, το απαράδεκτο της προσφυγής, δεδομένου ότι ,όπως προκύπτει την προσβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα είχε γνώση της υποχρέωσης τηρήσεως της εν λόγω προδικασίας, αφού, μετά την κατάθεση της επίδικης προσφυγής, άσκησε αίτηση θεραπείας κατά της σιωπηράς απορρίψεως της ενστάσεως της, εν συνεχεία δε κατέθεσε νέα προσφυγή. Συνεπώς , η προσφυγή της αναιρεσείουσας ήταν, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως απαράδεκτη.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω γενομένων δεκτών στην προηγούμενη σκέψη, ορθώς ,κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η προσφυγή της αναδόχου, (βλ. ΣτΕ 3138/2001, 1764/2004, 3238/2006,2240/2009) και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, εάν δηλαδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984, που διέπουν το στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης κατασκευής δημοσίου έργου, η Διοίκηση οφείλει να ενημερώνει τον ανάδοχο για την υποχρεωτική τήρηση, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής, της διαγραφομένης στο άρθρο 12 ενδικοφανούς διαδικασίας και εάν, σε περίπτωση μη ενημέρωσης, αίρεται το απαράδεκτο της προσφυγής, λόγω της μη άσκησης των προβλεπομένων ενδικοφανών προσφυγών, της πάγιας αντίθετης νομολογίας του Τμήματος (βλ. ΣτΕ 1992/2003, 1269/2004, 2756/2008, 3237, 3614/2009 κ.λ.), καθώς και της διαφορετικής προς αυτήν νομολογίας του Δ΄ Τμήματος που αφορά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν.2522/1997, η οποία διέπει το προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Παραπέμπει το ανωτέρω ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου
Ορίζει εισηγήτρια τη Σύμβουλο Μαρίνα Παπαδοπούλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2011
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος