291/2011 ΣΤΕ
Εκτέλεση και προσωπική κράτηση για χρέη στο Δημόσιο. Με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 231 έως 243 του ΚΔΔ, που αποδίδουν την προηγουμένη ρύθμιση του ν. 1867/1989, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Εσφαλμένα το δικάσαν δικαστήριο έκρινε αντίθετα. Κατά το άρθρο 67 του ν. 3842/2010, για ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που διατάσσουν προσωπική κράτηση και έχουν συζητηθεί προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου, εκδίδεται δικαστική απόφαση. Δεκτές η αναίρεση και η έφεση, απορρίπτεται η αίτηση προσωποκρατήσεως του προϊσταμένου της ΔΟΥ.
Αριθμός 291/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2010, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος.
Για να δικάσει την από 4 Ιουλίου 2003 αίτηση: της ………….. του ……………, κατοίκου Σκοτίνας Ν. Πιερίας, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Αθανάσιο Καραλέκα (Α.Μ. 8803), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Λαϊνά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 5/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το κατά νόμον παράβολο (1027152-57/2003 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετά την 3805/2009 προδικαστική (αναβλητική) απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η αναίρεση της 5/2003 αποφάσεως του Προέδρου του Α’ Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατά μερική αποδοχή εφέσεως της αναιρεσειούσης κατά της 41/2002 αποφάσεως της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βεροίας, διετάχθη η προσωπική της κράτηση για διάστημα οκτώ μηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή η από 8.10.2001 αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρείας νομού Ημαθίας περί προσωποκρατήσεως της αναιρεσειούσης, λόγω ληξιπροθέσμων οφειλών της προς το Δημόσιο, προερχομένων από φόρους προστιθεμένης αξίας και πρόστιμα του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων, συνολικού ύψους 1.067.759.058 δραχμών και είχε διαταχθεί η προσωποκράτησή της για διάστημα ενός έτους.
3. Επειδή, το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη δημοσίων εσόδων εθεσπίσθη το πρώτον με το β. δ/γμα της 7(19).2.1835 και διεμορφώθη με διαδοχικά νομοθετήματα (ν. ΥΛΣΤ’/1971, ν. 4845/1930 – Ν.Ε.Δ.Ε., ν. δ/γμα 356/1974 – Κ.Ε.Δ.Ε.), επιβαλλόμενο από τα αρμόδια διοικητικά όργανα κατά των οφειλετών, αφ’ ενός μεν του Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατά περίπτωση. Ο θεσμός ανεμορφώθη ριζικώς με τον ν. 1867/1989, ο οποίος επέτρεψε την επιβολή του μέτρου αυτού μόνον με δικαστική απόφαση, εκδιδομένη κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξη οργάνου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ερρύθμισε δε τις ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής τούτου, κατά τρόπο ευνοϊκώτερο για τον οφειλέτη, εν σχέσει με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι διατάξεις του ν. 1867/1989, οι οποίες προβλέπουν το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως, εκρίθησαν, με τις υπ’ αριθμ. 250 και 251/2008 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αντισυνταγματικές. Ειδικώτερον, με τις ανωτέρω αποφάσεις το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη δημοσίων εσόδων διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κ.λπ.), τα οποία συνιστούν άμεσο επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτου προς είσπραξη του οφειλομένου προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού, όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτου, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτός στην διά παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους, πράγμα το οποίο είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, διότι είναι αντίθετο προς το άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Επηκολούθησε η θέση σε ισχύ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ο οποίος στο πρώτο τμήμα του Δευτέρου Μέρους και υπό τον Δεύτερο Τίτλο «Επιβολή Προσωπικής Κράτησης» (άρθρα 231-243), περιέλαβε νέα ρύθμιση του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως, κατά τρόπο εν πολλοίς ανάλογο με τις ρυθμίσεις του ν. 1867/1989, όπως αυτός ίσχυε προ των τροποποιήσεών του (βλ. και εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 231 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, όπου αναφέρεται ότι αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση).
4. Επειδή, με την 1/2009 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου παρεπέμφθη προς άρση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε’ του Συντάγματος και 6 περ. ε’ και 48 παρ. 2 του ν. 345/1976 (Α’ 141), η αμφισβήτηση, η οποία ανέκυψε ως προς την συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 1867/1989 περί προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο, λόγω αντιθέσεως της ως άνω αποφάσεως, με την οποία οι διατάξεις αυτές εκρίθησαν συνταγματικές, προς τις προμνησθείσες 250 και 251/2008 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι ίδιες διατάξεις εκρίθησαν αντίθετες προς το Σύνταγμα.
5. Επειδή, ήδη, η αμφισβήτηση αυτή ήρθη, με την 1/2010 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, υπέρ της γνώμης της υιοθετηθείσης με τις 250 και 251/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικώτερον, με την απόφαση αυτή εκρίθησαν τα εξής : Το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη δημοσίων εσόδων διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως, τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτου προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτου, προκειμένου να εξαναγκασθεί ο τελευταίος στην διά παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους. Τούτο, όμως, είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο προβλέπεται ότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται. Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, άλλωστε, και το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 25 του ν. 1882/1990, Α’ 43, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, Α’ 179). Είναι, όμως, όλως διάφορο το ζήτημα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλ’ ως διοικητικού μέτρου, αποβλέποντος στην άσκηση πιέσεως προς εξόφληση χρέους, με χρήματα, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξει ότι έχει ο οφειλέτης. Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος, διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσο ο σκοπός όσο και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξή του μέσα είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτά, οπότε και ερευνάται, περαιτέρω, η μεταξύ αυτών σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέτρο, όμως της προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο απαγορεύεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ως αντικείμενο στις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της αξίας του ανθρώπου και, για το λόγο αυτό, οι διατάξεις του ν. 1867/1989, όπως αυτές ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν με τα άρθρα 46 του ν. 2065/1992 και 33 του ν. 2214/1994, είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα.
6. Επειδή, εν όψει τούτων και όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 231 έως 243 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες αποδίδουν, κατά βάσιν, την μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικος ισχύουσα ρύθμιση του ν. 1867/1989, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος, μη επιβαλλομένης, μάλιστα της παραπομπής του ζητήματος της αντισυνταγματικότητος των διατάξεων αυτών (άρθρα 231-143 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας) στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εφ’ όσον, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό, οι νεώτερες αυτές διατάξεις αποδίδουν την ρύθμιση του ν. 1867/1989 (βλ. ΣτΕ 141/2009, πρβλ. ΣτΕ 2327-9/2009).
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση της αναιρεσειούσης, μετερρυθμίσθη η πρωτόδικος απόφαση και διετάχθη η προσωρινή κράτησή της για διάστημα οκτώ μηνών, κατ’ αποδοχήν αιτήματος του Δημοσίου περί προσωποκρατήσεώς της, υποβληθέν συμφώνως προς τα άρθρα 231-243 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας. Με την απόφαση αυτή εκρίθη, μεταξύ άλλων, ότι η προσωπική κράτηση του άρθρου 236 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, διατάσσεται με τις εγγυήσεις της δικαστικής κρίσεως κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητος, κατά τη λήψη δε αυτής λαμβάνονται υπ’ όψιν οι επιταγές του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος περί σεβασμού και προστασίας της ανθρωπίνης αξίας και σταθμίζονται αυτές με τον σκοπό που επιδιώκεται με το αναγκαστικό μέτρο το οποίο λαμβάνεται, προκειμένου, τελικώς, να εξασφαλίζεται η τήρηση του προσήκοντος και αναγκαίου μέτρου. Με την ιδία απόφαση εκρίθη, περαιτέρω, ότι νομοθετική ρύθμιση για την προσωπική κράτηση των οφειλετών του Δημοσίου, το επιτρεπτόν της οποίας δεν ρυθμίζεται άλλωστε από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά από εκείνες των άρθρων 5 και 6 αυτού, συνάπτεται στενώς με ιδιαιτέρως σοβαρό δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον και, επιπλέον, με κριτήρια γενικά και αντικειμενικά. Εν όψει τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο της προσωποκρατήσεως δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος περί κατοχυρώσεως της οικονομικής ελευθερίας, με τις οποίες δεν αποκλείεται η θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών σε αυτήν για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος υπό την επιφύλαξη ότι οι τελευταίοι δεν συνιστούν ουσιώδη παρακώλυσή της. Ούτε, όμως, προς τη διάταξη του άρθρου 6 του Συντάγματος αντίκειται το μέτρο αυτό, διότι η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον στις εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας έναντι ποινικής διώξεως, η δε προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο δεν αποτελεί δίωξη ποινικού χαρακτήρος, αλλά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως, το οποίο ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Τέλος, το μέτρο αυτό δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος περί δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι η προσωπική κράτηση διατάσσεται με απόφαση δικαστηρίου, κατά της αποφάσεως δε αυτής προβλέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Εν όψει τούτων, το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθώς εκρίθη με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η συνταγματικότητα του μέτρου της προβλεπομένης εκ των διατάξεων του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας προσωποκρατήσεως.
8. Επειδή, με το άρθρο 67 του ν. 3842/2010 (Α’ 58/23.4.2010) αντικατεστάθη το άρθρο 33 του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων [(ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90Α’)], ειδικώτερον δε στην παράγραφο 6α αυτού ορίζεται ότι : «Η προσωποκράτηση ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη δημοσίων εσόδων καταργείται. Αποφάσεις που διατάσσουν προσωπική κράτηση για βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και δεν έχουν εκτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται. Εκκρεμείς αιτήσεις, καθώς και ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω αποφάσεων δεν εισάγονται για συζήτηση και οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που διατάσσουν προσωπική κράτηση για βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και έχουν συζητηθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου προ της ενάρξεως ισχύος του ως άνω νομοθετήματος, ως εν προκειμένω, δεν υπάγονται στις προαναφερθείσες ρυθμίσεις τούτου και επ’ αυτών εκδίδεται δικαστική απόφαση.
9. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν είναι νομίμως ητιολογημένη, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, οι διατάξεις, κατ’ εφαρμογήν των οποίων επεβλήθη εις βάρος της αναιρεσειούσης προσωπική κράτηση διαρκείας οκτώ μηνών, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο πρέπει να δεχθεί την κρινομένη αίτηση, να αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως, να διακρατήσει την υπόθεση, η οποία δεν χρήζει διευκρινήσεως ως προς το πραγματικό, να δικάσει, περαιτέρω, και να δεχθεί την ασκηθείσα υπό της αναιρεσειούσης έφεση, για τον αυτό ως άνω λόγο, να εξαφανίσει την 41/2002 απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βεροίας και να απορρίψει την από 8.10.2001 αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρείας του νομού Ημαθίας περί προσωποκρατήσεως της αναιρεσειούσης.
10. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων ότι το Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης για την κατ’ αναίρεση δίκη (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989), περαιτέρω δε ότι πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα τόσο της κατ’ έφεση όσον και της πρωτοβαθμίου δίκης (βλ. ΣτΕ 949/2008).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 5/2003 απόφαση του Προέδρου του Α’ Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Απαλλάσσει το Δημόσιο της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσειούσης.
Δικάζον περαιτέρω κατ’ ουσίαν επί της εφέσεως της αναιρεσειούσης δέχεται αυτήν και εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 41/2002 απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βεροίας.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της εφέσεως στην αναιρεσείουσα.
Απαλλάσσει το Δημόσιο της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσειούσης για την κατ’ έφεση δίκη.
Δικάζον κατ’ ουσίαν επί της από 8.10.2001 αιτήσεως προσωποκρατήσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρείας του νομού Ημαθίας απορρίπτει αυτήν.
Απαλλάσσει το Δημόσιο της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσειούσης για την επί της αιτήσεως προσωποκρατήσεως δίκη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου και 31 Μαΐου 2010.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας Θ. Παπαευαγγέλου Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31 Ιανουαρίου 2011.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας Θ. Παπαευγγέλου Λ. Ρίκος Α.Σ.