Αριθμός 2961/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008, με την εξής σύνθεση : Π.Ν. Φλώρος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Μ. – Ελ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Κ. Κουσούλης, Χρ. Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ευαγ. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 2005 αίτηση :
των : 1) Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και 2) Δασάρχη Πεντέλης Αττικής, οι οποίοι παρέστησαν με τον Π. Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Ιωάννη Παπαγιαννάκου, κατοίκου Μαρκόπουλου Μεσογαίας Αττικής, οδός Αλαγιάννη, αριθμός 3, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Πάλλη (Α.Μ. 1278), που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3998/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Λιάκουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αναίρεσης δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3998/2005 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά του υπ’ αριθμ. 1622/11.3.1999 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης του Δασάρχη Πεντέλης, με το οποίο είχε επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσιβλήτου ειδική αποζημίωση 22.474.800 δραχμών για διατήρηση αυθαίρετου λυόμενου κτίσματος εμβαδού 54 τ.μ., στην θέση «Μοναστήριζα» στο Πόρτο Ράφτη, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.1993 μέχρι 11.3. 1999.
3. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, το επίδικο πρωτόκολλο έχει εκδοθεί δυνάμει της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990 (Α’ 101), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993 (Α’ 88). Η διάταξη αυτή εντάσσεται στο σύστημα του ως άνω άρθρου 114, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του ν. 998/1979 (Α’ 289). Ειδικότερα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 2145/1993, «1. Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος .. την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος … ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση … και με χρηματική ποινή …», ενώ, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου 71 του ν. 998/1979, «2. … Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υποχρέου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφισιν των κτισμάτων. Εξάλλου, κατά την παραγρ. 1 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, «Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά …», ενώ, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, «2. Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου νομάρχη από την τεχνική υπηρεσία της νομαρχίας με την συνδρομή της δασικής υπηρεσίας». Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993, «3. Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, του φερομένου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της αποφάσεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου, εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα … Η προσφυγή συζητείται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της και η οριστική απόφαση εκδίδεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη συζήτηση και σε κάθε περίπτωση εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Η απόφαση κοινοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευσή της στους διαδίκους, στον οικείο δασάρχη και στον Υπουργό Οικονομικών, εφαρμοζομένου αναλόγως και για την κοινοποίηση αυτήν του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Οι επί της … προσφυγής αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα …», ενώ, κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, «6. Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 998/1979». Τέλος, κατά την παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου, όπως ισχύει, «5. Από της κλητεύσεως και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημιώσεως που επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται εφαρμοζομένης αναλόγως και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στο δασάρχη της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 3. Της υποχρεώσεως αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων ή εγκαταστάσεων εντός των δημόσιων δασών ή εκτάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από το δασάρχη πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής. Κατά των πρωτοκόλλων επιβολής αποζημιώσεως, τα οποία εκδίδονται ανά τρίμηνο μέχρι την κατεδάφιση ή την ως άνω οικειοθελή παράδοση, χωρεί προσφυγή εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή τους, ενώπιον του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου. Είναι απαράδεκτοι οι λόγοι προσφυγής κατά το μέρος που καλύπτονται από την απόφαση επί της προσφυγής κατά της πράξεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως, ως και εκείνοι που δεν αποδεικνύονται αμέσως. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Τα ποσά των αποζημιώσεων που καθίστανται οριστικά, είτε γιατί δεν ασκήθηκε προσφυγή, είτε γιατί η ασκηθείσα απορρίφθηκε εν όλω ή εν μέρει, βεβαιώνονται στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974) και αποδίδονται ως έσοδο στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών. Το ύψος της αποζημιώσεως ανά τετραγωνικό μέτρο κτίσματος και ανά ημέρα διατηρήσεως αυτού ορίζεται σε διακόσιες (200) δραχμές. … Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας».
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων το πρώτο πρωτόκολλο της ειδικής αποζημίωσης λόγω διατήρησης αυθαιρέτου σε δασική έκταση, το οποίο εκδίδεται εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση στον αρμόδιο δασάρχη της απόφασης του Προέδρου του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο κατά της πράξης κατεδάφισης του αυθαιρέτου, ή από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για την άσκησή της, αφορά το χρονικό διάστημα που έχει ως αφετηρία την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της πρόκλησης να κατεδαφίσει το αυθαίρετο, η οποία προηγείται της έκδοσης της πράξης κατεδάφισης, και διαρκεί έως την κοινοποίηση στο δασάρχη της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης κατεδάφισης ή έως την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης της αίτησης ακυρώσεως. Συνεπώς, το πρώτο αυτό πρωτόκολλο, το οποίο σύμφωνα με το νόμο εκδίδεται και αφορά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δύναται να αφορά, εκ των πραγμάτων, χρόνο πολύ μεγαλύτερο του τριμήνου, η χρονική δε αυτή υπέρβαση των τριών μηνών, προβλεπόμενη από το νόμο, δεν το καθιστά μη νόμιμο. Περαιτέρω, όμως, ενόψει του σκοπού του νόμου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη σχετική εισηγητική έκθεση και τις συζητήσεις της Βουλής (συνεδρίαση ΡΚΑ΄ – 5.5. 1993, σ. 6269), είναι η αποφυγή επιβολής με ένα πρωτόκολλο υψηλών ποσών ειδικής αποζημίωσης, λόγω του μεγάλου χρόνου στον οποίο αφορά, που θα δυσχεραίνουν την καταβολή τους καθώς και η υπενθύμιση στον ενδιαφερόμενο, με την έκδοση του κάθε πρωτοκόλλου σε τακτά και σύντομα χρονικά διαστήματα, της δυνατότητάς του να προβεί στην κατεδάφιση ή την οικειοθελή παράδοση της αυθαίρετης κατασκευής ώστε να απαλλαγεί από την καταβολή της ειδικής αποζημίωσης, τα επόμενα από το πρώτο πρωτόκολλα, αν αφορούν χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών είναι μη νόμιμα. Κατά την γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου του Τμήματος Π.Ν. Φλώρου, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να καταστρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία, που αφορά τόσο την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής εντός δάσους ή δασικής έκτασης όσο και την επιβολή ειδικής αποζημίωσης στην περίπτωση διατήρησης της κατασκευής αυτής, η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένες σύντομες προθεσμίες. Ενόψει αυτού αλλά και του ανωτέρω σκοπού των διατάξεων που αφορούν την ειδική αποζημίωση, τα πρωτόκολλα ειδικής αποζημίωσης, πλην του πρώτου, πρέπει επί ποινή ακυρότητας να εκδίδονται κάθε τρίμηνο. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη αυτή, το πρώτο εκδιδόμενο πρωτόκολλο μπορεί μεν, κατά νόμο, να αφορά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου, πρέπει όμως να εκδίδεται εντός της ημερομηνίας που προβλέπει ο νόμος (δέκα ημέρες από την κοινοποίηση στο αρμόδιο Δασάρχη της απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου που απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως του ενδιαφερόμενου κατά της πράξης κατεδάφισης του αυθαιρέτου ή από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης της αίτησης ακυρώσεως) και δεν μπορεί, επί ποινή ακυρότητας, να ανατρέχει σε χρονικό διάστημα πέραν του τριμήνου που ξεπερνά τον εύλογο χρόνο. Τέλος, κατά την άποψη των παρέδρων Κ. Κουσούλη και Χ. Λιάκουρα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η έκδοση τόσο του πρώτου όσο και των επομένων πρωτοκόλλων ειδικής αποζημίωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου δεν καθιστά μη νόμιμα τα πρωτόκολλα αυτά, όχι μόνο για τους προαναφερόμενους στην πλειοψηφήσασα άποψη λόγους (όσον αφορά το πρώτο πρωτόκολλο), αλλά και διότι οι όποιες δυσμενείς συνέπειες από την έκδοση τους για χρονικό διάστημα πέραν του τριμήνου αίρονται στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος παραδώσει οικειοθελώς προς κατεδάφιση την αυθαίρετη κατασκευή έστω και μετά την έκδοση του πρωτοκόλλου, αφού, έτσι αποφεύγει την καταβολή της ειδικής αποζημίωσης, ενώ, εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου 21 του ν.3208/2003 η βεβαίωση, εκτέλεση και είσπραξη των εν λόγω πρωτοκόλλων, τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 19 του ίδιου νόμου εκδίδονται πλέον ανά έτος, αναστέλλεται μέχρι την κατάρτιση και κύρωση των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 2664/1998 δασικών χαρτών.
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ’ αριθμ. 4150/93/27.12.1994 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής διατάχθηκε η κατεδάφιση κτίσματος διαστάσεων 4,5 Χ 12 μ. με τη τσιμεντένια βάση του, το οποίο ο ήδη αναιρεσίβλητος φέρεται ότι κατασκεύασε αυθαίρετα, από το τέλος του έτους 1990 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 1991, μέσα σε δημόσια δασική έκταση, εμβαδού 2.250 τ.μ. στη θέση «Μοναστήριζα» στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 4148/93/30.3.1994 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής. Η ανωτέρω απόφαση περί κατεδάφισης εκδόθηκε, αφού επιδόθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο, στις 14.10. 1991, η 4796/19.9.1991 έγγραφη πρόσκληση για να κατεδαφίσει και να απομακρύνει, εντός δύο ημερών, την ως άνω αυθαίρετη κατασκευή, στην οποία, όμως, αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Κατά της εν λόγω απόφασης περί κατεδάφισης αυθαιρέτου κτίσματος, ο ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με την 152/1997 απόφασή του. Κατόπιν αυτών, ο Δασάρχης Πεντέλης εξέδωσε σε βάρος του αναιρεσίβλητου το υπ’ αριθμ. 1622/11.3.1999 πρωτόκολλο, με το οποίο του επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων, ειδική αποζημίωση ύψους 22.474.800 δραχμών για διατήρηση αυθαίρετου κτίσματος, επιφάνειας 54 τ.μ., για 2.081 ημέρες, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.1993 έως 11.3. 1999. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού, το οποίο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι το πρώτο, ο ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε, αυτεπαγγέλτως, ότι από τις προαναφερόμενες εφαρμοστέες διατάξεις συνάγεται ότι τα πρωτόκολλα επιβολής ειδικής αποζημίωσης εκδίδονται έπειτα από την κοινοποίηση στο Δασάρχη της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε επί προσφυγής κατά της απόφασης για την κατεδάφιση (ή την άπρακτη προθεσμία προσβολής της), ανά τρίμηνο, μέχρι την κατεδάφιση ή την οικειοθελή παράδοση της αυθαίρετης κατασκευής και συνεπώς, το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, με το οποίο επιβλήθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο ειδική αποζημίωση, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, είναι μη νόμιμο και ακυρωτέο.
6. Επειδή, στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 – Α΄ 97), ο οποίος είναι εφαρμοστέος εν προκειμένω λόγω του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ορίζεται ότι : «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί : α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της ή γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου». Στην προκείμενη περίπτωση, ο λόγος ότι, κατά την έννοια του νόμου, το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης πρέπει να εκδίδεται ανά τρίμηνο και όχι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, αφορά σε πλημμέλεια της νομικής βάσης του προσβαλλόμενου πρωτοκόλλου και συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, ότι μη ορθώς ελέγχθηκε αυτεπαγγέλτως από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο η προσβαλλόμενη πράξη, απορρίπτεται ως αβάσιμος, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του εδαφ. β της παρ.1 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
7. Επειδή, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ότι η ανωτέρω κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένη, διότι, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων, δεν τίθεται αποκλειστική προθεσμία για την έκδοση των πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημίωσης, αλλά ενδεικτική, υπό την έννοια ότι, τα πρωτόκολλα ειδικής αποζημίωσης δεν δύνανται μεν να εκδίδονται για χρονικό διάστημα μικρότερο του τριμήνου, δεν αποκλείεται, όμως, η έκδοσή τους για καταλογισμό αποζημίωσης για δύο ή περισσότερα τρίμηνα μαζί. Κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε, ο ανωτέρω λόγος, ορθώς ερμηνευόμενος, είναι βάσιμος και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι στην προκείμενη περίπτωση προσβάλλεται το πρώτο πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης, το οποίο νομίμως αναφέρεται σε χρονικό διάστημα πέραν του τριμήνου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην τέταρτη σκέψη. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη των Παρέδρων Κ. Κουσούλη και Χ. Λιάκουρα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, ανεξαρτήτως εάν το προσβαλλόμενο με την προσφυγή πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης είναι το πρώτο ή όχι. Κατά τη γνώμη όμως, του Αντιπροέδρου Π.Ν. Φλώρου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορθώς και νομίμως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το προσβαλλόμενο πρώτο πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης εκδόθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα (2081 ημερών), δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει κατά πολύ τον εύλογο χρόνο, πέραν του τριμήνου, στον οποίο δύναται, κατά νόμο, να ανατρέχει το πρωτόκολλο αυτό. Ενόψει, όμως της σπουδαιότητας του ζητήματος που ανέκυψε, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, να οριστεί εισηγητής ενώπιον αυτής ο Πάρεδρος Χ. Λιάκουρας και δικάσιμος η 3η Δεκεμβρίου 2008.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απέχει από την οριστική κρίση της υπόθεσης.
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Ε΄ Τμήματος και
Ορίζει εισηγητή τον Πάρεδρο Χρήστο Λιάκουρα και δικάσιμο την 3η Δεκεμβρίου 2008.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος
Π.Ν. Φλώρος Ευαγ. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 14 Οκτωβρίου 2008.
Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος
Κ. Μενουδάκος Ευαγ. Κουμεντέρη