Αριθμός 2975/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο στις 20 Ιουνίου 2013, συγκροτούμενο από τον Σύμβουλο της Επικρατείας Δ. Μακρή, ο οποίος ορίσθηκε με την από 30 Απριλίου 2013 πράξη του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος, βάσει του άρθρου 56 παρ. 1 του ν. 4055/2012, με την παρουσία της Δ. Τετράδη, Γραμματέως του Γ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 5 Απριλίου 2013 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012),
της Άννας Θεοφάνη Κοροβέση, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (Λεβαδείας 20), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία Τασσοπούλου (Α.Μ. 20534), που την διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Σπυρίδωνα Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αιτούσας, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1053381-2/2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα ζητεί, κατά τα άρθρα 53 και επόμενα του ν. 4055/2012 (φ. 51), να της επιδικασθεί το συνολικό ποσό ύψους 28.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την υλική και ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης που άρχισε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 10.4.2006 με την κατάθεση της από 3.4.2006 αιτήσεως ακυρώσεως κατά της 21182/1.3.2006 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Δικηγορικού Λειτουργήματος – Συμβολαιογραφείων, Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της Γενικής Διευθύνσεως Διοικήσεως Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης και περατώθηκε με την δημοσίευση της 4437/2012 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Γ΄).
3. Επειδή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (φ. 256) ορίζει στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως … εντός λογικής προθεσμίας υπό … δικαστηρίου … το οποίον θα αποφασίση … επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως … » και στο άρθρο 13 ότι: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη … Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Εξ άλλου στα άρθρα 53 έως 58, του Κεφαλαίου Δ΄ «Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και αίτηση επιτάχυνσης» του ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ορίζονται τα εξής: Άρθρο 53: «1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». Άρθρο 54: «1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) … (γ) … 2. … ». Άρθρο 55: «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής … 2. … 3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου … Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου». Άρθρο 56: «1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκασή της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση. 2. … 3. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών. 4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης. 5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο». Άρθρο 57: «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης … β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων … ». Άρθρο 58: «1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών … 2. … ».
4. Επειδή με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από την σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση – πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ), της 21ης.12.2010, Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδας, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των αναφερθέντων άρθρων της Συμβάσεως και ιδίως του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις προαναφερθείσες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως, τον αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστικό σχηματισμό για την εκδίκασή της, την διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού, καθώς και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 του νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στην συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στην στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή την σημασία, της υποθέσεως για τον αιτούντα. Όπως συνάγεται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Το δικαστήριο αποφαίνεται εν πρώτοις αν η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται ακολούθως αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν αντιθέτως μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του εν λόγω δικαιώματος μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. ΕΔΑΔ αποφάσεις της 29ης.3.2006: Cocchiarella κατά Ιταλίας –σκέψη 95η, της 23ης.9.2004: Αγαθός Θ. κ.λπ. κατά Ελλάδας –σκέψη 35η και της 15ης.7.2004: Θεοδωρόπουλος Π. κατά Ελλάδας –σκέψη 35η). Εάν το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει αφενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας ιδίως υπ’ όψιν την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία και αφετέρου στην επιβολή στο Δημόσιο των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012 (ΣτΕ 4467/2012, 1/2013).
5. Επειδή στην κρινόμενη υπόθεση, με την ασκηθείσα στις 10.4.2006 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αιτούσα ζήτησε την ακύρωση της προμνησθείσας 21182/1.3.2006 αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της ιδίας, πρώην Πρωτοδίκη, περί διορισμού της ως Δικηγόρου στο Εφετείο Αθηνών, κατά το άρθρο 21 παράγραφος 3 του κώδικα περί δικηγόρων, κατόπιν της 26/3.11.2005 αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, με την οποία αυτή παύθηκε οριστικά από την υπηρεσία λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας (άρθρο 60 παράγραφος 2 εδάφιο β΄ του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, ν. 1756/1988, φ. 35). Σύμφωνα με το Γ 430/13/22.5.2013 έγγραφο της Γραμματέως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εκδίκαση της αναφερθείσας αιτήσεως ακυρώσεως προσδιορίσθηκε, με την από 17.4.2006 πράξη του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως αυτού, αρχικώς για την δικάσιμο της 23ης.11.2006, οπότε και αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως για την δικάσιμο της 3ης.5.2007, κατόπιν δε αναβλήθηκε εκ νέου, αυτεπαγγέλτως, διαδοχικώς για τις δικασίμους 22.11.2007, 5.6.2008, 20.11.2008, 30.4.2009, 19.11.2009, 6.5.2010, 25.11.2010 (οπότε αναβλήθηκε λόγω των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 7ης.11.2010), 7.12.2010, 17.3.2011. Η υπόθεση συζητήθηκε τελικώς κατά την δικάσιμο της 5ης.5.2011. Η διάσκεψη για την υπόθεση έγινε στις 17.6.2011 και στις 15.11.2012 δημοσιεύθηκε η 4437/2012 απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η διαδικασία καθαρογραφής, θεωρήσεως και υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως ολοκληρώθηκε στις 4.1.2013. Ειδικότερα με την απόφαση 4437/2012 έγιναν δεκτά τα εξής: (σκέψη 3η): « … το άρθρο 21 του … κώδικα των δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 1366/1983 … , ορίζει στην παρ. 3 ότι: “Κατεξαίρεση οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί μέχρι και (του βαθμού) του εφέτη … εκτός από εκείνους που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή εξέρχονται από την υπηρεσία λόγω πνευματικής ανικανότητας, μπορούν να διορίζονται ή να επαναδιορίζονται δικηγόροι, εφόσον δεν συντρέχει κώλυμα από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 26, 62 και 63 …” και στην παρ. 4 ότι: “Για τη μετάθεση ή το διορισμό ή επαναδιορισμό δικηγόρων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης …”» – (σκέψη 4η): « … με την 26/3.11.2005 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου η αιτούσα, τότε Πρωτοδίκης Αθηνών, παύθηκε οριστικά από την υπηρεσία, λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, κατά το άρθρο 60 παρ. 2 περ. β΄ του προαναφερθέντος κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Επακολούθησε η έκδοση του από 23.12.2005 π.δ. (φ. Γ΄ 30.12.2005) περί οριστικής παύσεως της αιτούσας από την υπηρεσία, από 2.12.2005, για τον ανωτέρω λόγο. Στη συνέχεια, η αιτούσα υπέβαλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την από 17.2.2006 αίτησή της, με την οποία ζήτησε να διορισθεί ως δικηγόρος στο Εφετείο Αθηνών, κατά το άρθρο 21 παρ. 3 του κώδικα των δικηγόρων. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την ως άνω 21182/1.3.2006 προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ επίκληση της ανωτέρω διατάξεως περί μη δυνατότητας διορισμού ως δικηγόρου του απολυθέντος εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος δικαστικού λειτουργού “σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 26/2005 αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου”. Εν τω μεταξύ, ανεξάρτητα από την διαδικασία για οριστική παύση της αιτούσας λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, η οποία κατέληξε στην έκδοση της πιο πάνω 26/3.11.2005 αποφάσεως, είχε ασκηθεί εις βάρος της αιτούσας η 59/12.7.2005 πειθαρχική αγωγή του Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεωρήσεως των Δικαστηρίων. Επί της εν λόγω πειθαρχικής αγωγής εκδόθηκε η 11, 12/2.11.2006 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, κατόπιν της 36/2006 παραπεμπτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή της Ολομελείας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι η αιτούσα τέλεσε τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία διωκόταν και επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως. Κατόπιν αυτού, εκδόθηκε το από 4.1.2007 π.δ. (φ. Γ΄ 14/16.1.2007) περί οριστικής παύσεως της αιτούσας από 29.11.2006, λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων» – (σκέψη 5η:) « … η αιτούσα επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό της ως δικηγόρου. Εφόσον, όμως, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (10.4.2006), η αιτούσα, όπως προαναφέρθηκε, παύθηκε οριστικά από την υπηρεσία λόγω διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεν μπορεί πλέον να διορισθεί ως δικηγόρος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του κώδικα των δικηγόρων, η οποία εξαιρεί από την δυνατότητα αυτή τους δικαστικούς λειτουργούς που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση έχει πλέον καταστεί αλυσιτελής και πρέπει, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί».
6. Επειδή το διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση, άρχισε στις 10.4.2006, με την κατάθεση της αναφερθείσας αιτήσεως ακυρώσεως της ήδη αιτούσας και έληξε στις 15.11.2012, με την δημοσίευση της 4437/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου. Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, έξι (6) έτη, επτά (7) μήνες και πέντε (5) ημέρες για ένα (1) βαθμό δικαιοδοσίας. Εξ άλλου, ναι μεν, όπως δέχεται και η νομολογία του ΕΔΑΔ, η εκτέλεση της αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΑΔ αποφάσεις της 12ης.4.2001: Μεσοχωρίτης κατά Ελλάδας, της 29ης.9.1996: Zappia κατά Ιταλίας κ.ά.), όμως, εν προκειμένω, η προαναφερθείσα 4437/2012 απόφαση, ως απορριπτική, δεν έθετε ζήτημα εκτελέσεως ούτε απαιτούσε την λήψη συγκεκριμένων μέτρων ώστε να διασφαλισθεί η εκτέλεσή της ως προς την αιτούσα. Ως εκ τούτου, η αιτούσα, η οποία άλλωστε, με την δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στις 15.11.2012, είχε την δυνατότητα να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της, δεν υπέστη, ούτε άλλωστε επικαλείται, οποιαδήποτε βλάβη από την πάροδο του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως και της καθαρογραφής της (βλ. ΣτΕ 4467/2012, σκέψεις 6η-7η).
7. Επειδή εν όψει των αναφερθέντων, ως προς το κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 του ν. 4055/2012 κριτήριο της συμπεριφοράς της αιτούσας κατά την εξέλιξη της επίμαχης δίκης, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με την συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, αφού οι έντεκα (11) αναβολές συζητήσεώς της δόθηκαν αυτεπαγγέλτως, εκ των οποίων η μία (1) λόγω της διενέργειας δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Ως προς το οριζόμενο κριτήριο της πολυπλοκότητας των τιθέμενων ζητημάτων, δεν προκύπτει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η 4437/2012 απόφαση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ή περίπλοκη, η οποία έθετε κατά βάση ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της προσβληθείσας αποφάσεως του Υπουργείου Δικαιοσύνης και πάντως η σχετική αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε ως καταστάσα αλυσιτελής, κατά τα προεκτεθέντα. Ως προς το κατά την μνησθείσα διάταξη κριτήριο της στάσεως των αρμοδίων κρατικών αρχών, προκύπτει ότι τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως με τις απόψεις της Διοικήσεως περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 4.8.2006, 30.7.2009 και 11.3.2011 (βλ. και το από 21.6.2013 υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου), κατόπιν της κοινοποιήσεως σε αυτήν της πράξεως του Προέδρου για προσδιορισμό δικασίμου και της αποστολής σε αυτήν των από 25.7.2006 και 10.3.2011 υπομνηστικών εγγράφων από τους Εισηγητές του Δικαστηρίου και άρα η Διοίκηση συνέβαλε στην καθυστέρηση της εκδικάσεως της υποθέσεως. Τέλος ως προς το κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 του ν. 4055/2012 κριτήριο του διακυβεύματος της υποθέσεως για την αιτούσα, προκύπτει σύμφωνα και με την 4437/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι ήδη μετά την άσκηση (στις 10.4.2006) της αιτήσεως ακυρώσεως, η αιτούσα παύθηκε οριστικώς από την υπηρεσία, εκ νέου, αυτή την φορά λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων, από 29.11.2006 δυνάμει του από 4.1.2007 (φ. Γ΄ 14/16.1.2007) προεδρικού διατάγματος, κατόπιν της 11,12/2.11.2006 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και επομένως, για τον λόγο αυτόν και σύμφωνα με τα κριθέντα με την μνησθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη από την 29η.11.2006 η αιτούσα δεν μπορούσε πλέον να επιτύχει από την δίκη επί της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεώς της που είχε ασκήσει ολίγους μήνες προηγουμένως νομικά ωφέλιμο αποτέλεσμα και ειδικότερα τον διορισμό της ως δικηγόρου, όπως επεδίωκε. Κατά συνέπεια από την ημερομηνία αυτή (29.11.2006), η οποία είναι εντός του ευλόγου χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως, το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν ήσσονος σημασίας για την αιτούσα. Εξ άλλου κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, εάν το διακύβευμα της υποθέσεως είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όταν αφορά την δυνατότητα εργασίας, ο εύλογος χρόνος εκδικάσεως της υποθέσεως μπορεί να είναι (κατ’ ανώτατο όριο) και μικρότερος των δύο ετών. Στην κρινόμενη υπόθεση που αφορούσε την πρόσβαση της αιτούσας στο ελεύθερο επάγγελμα του δικηγόρου συνέτρεχε πράγματι η εν λόγω περίπτωση ιδιαίτερα σημαντικού διακυβεύματος πριν από την δεύτερη οριστική παύση της λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων, καθώς όμως από την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως μέχρι την αναφερθείσα ημερομηνία, στην οποία ανατρέχει η δεύτερη οριστική παύση της αιτούσας, μεσολάβησαν μόλις επτά (7) μήνες και δέκα εννέα (19) ημέρες, το χρονικό διάστημα αυτό δεν παρίσταται ως υπερβαίνον τον εύλογο χρόνο. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως (έξι έτη, επτά μήνες και πέντε ημέρες), και με την αφαίρεση του διαστήματος των δώδεκα (12) ημερών που διήρκησαν οι προμνησθείσες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012 ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ.
8. Επειδή η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει συνολικά το ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την υλική και ηθική βλάβη που υπέστη λόγω παραβιάσεως του δικαιώματός της σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικότερα η αιτούσα προβάλλει ότι η καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως της προκάλεσε υλική βλάβη (τουλάχιστον 300 ευρώ μηνιαίως = 3.600 ευρώ ετησίως επί 5 έτη = 18.000 ευρώ), καθώς ανέμενε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου να μπορέσει να εργασθεί, αλλά κυρίως ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, δεδομένων μάλιστα των συνεπειών της υποθέσεως στην επαγγελματική της κατάσταση, η οποία μπορεί να εκτιμηθεί ότι ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Απεναντίας το Ελληνικό Δημόσιο με το από 21.6.2013 υπόμνημά του προβάλλει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως, εν όψει του ανύπαρκτου ή του όλως ασήμαντου διακυβεύματος, δεν πρέπει να καταβληθεί στην αιτούσα χρηματικό ποσό για δίκαιη ικανοποίηση, διότι αρκεί η διαπίστωση της παραβιάσεως, άλλως το ύψος της δίκαιης αποζημιώσεως δεν πρέπει να υπερβεί το ποσόν των χιλίων (1.000) ευρώ, με επίκληση α) της καθιερώσεως με τις διατάξεις του ν. 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την επιδίκαση μειωμένου χρηματικού ποσού σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΑΔ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, β) του σημερινού βιοτικού επιπέδου της Χώρας και γ) του όλως ελάσσονος χαρακτήρα του διακυβεύματος. Εν όψει των προαναφερθέντων κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το αίτημα της επιδικάσεως του αναφερθέντος ποσού λόγω υλικής βλάβης για δίκαιη ικανοποίηση της αιτούσας είναι απορριπτέο, διότι από τα προεκτεθέντα δεδομένα της υποθέσεως δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαπιστωθείσας παραβάσεως και της υλικής ζημιάς που επικαλείται η αιτούσα, αορίστως άλλωστε. Περαιτέρω το αίτημα της επιδικάσεως του αναφερθέντος ποσού λόγω ηθικής βλάβης είναι απορριπτέο, διότι το διακύβευμα της υποθέσεως για την αιτούσα είχε πάψει να είναι σημαντικό, πριν από την πάροδο του ευλόγου χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 4467/2012 –13η σκέψη), κατόπιν της δεύτερης οριστικής παύσεώς της, από 29.11.2006, λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων της, που αποστέρησε από την αχθείσα στις 10.4.2006 διαφορά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κάθε συνέπεια που θα μπορούσε αυτή να επιτύχει με την σχετική δίκη. Με τις συνθήκες αυτές το Δικαστήριο κρίνει ότι η ηθική βλάβη της αιτούσας επανορθώνεται επαρκώς με την διαπίστωσή του περί παραβιάσεως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (βλ. ΕΔΑΔ αποφάσεις της 18ης.4.2013: Αναστασιάδης Ιω. κ.λπ. κατά Ελλάδας –σκέψεις 43η-44η και Φεργαδιώτη-Ριζάκη Κ. κατά Ελλάδας –σκέψη 27η, της 28ης.4.2005: Αθανασιάδης Χ. κ.λπ. κατά Ελλάδας –σκέψη 27η, της 23ης.9.2004: Αγαθός Θ. κ.λπ. κατά Ελλάδας –σκέψη 35η και της 15ης.7.2004: Θεοδωρόπουλος Π. κατά Ελλάδας –σκέψη 35η).
9. Επειδή κατόπιν των προηγουμένων το Δικαστήριο δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, διαπιστώνει ότι υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, κρίνει ότι μόνη η διαπίστωση περί παραβιάσεως του εν λόγω δικαιώματος προσφέρει στην αιτούσα επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη και απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση. Ακολούθως πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα το κατατεθέν παράβολο και κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.
Διαπιστώνει την παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της αιτούσας, κατά το αιτιολογικό.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 9η Αυγούστου 2013
Ο Σύμβουλος της Επικρατείας Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
Δ. Μακρής Δ. Τετράδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Αυγούστου 2013.
Ο Σύμβουλος της Επικρατείας Η Γραμματέας
Δ. Μακρής Γ. Μουλοπούλου