ΣτΕ 2983/09, 7μ., ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ, ΟΔΟΙ, ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ , Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ,Δεν επιτρέπεται η μετά το 1923 αναγνώριση οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική πρωτοβουλία. Απαιτείται για τον καθορισμό Προεδρικό διάτ

ΣΤΕ

Αριθμός 2983/2009, 7μ.
 
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Δεν επιτρέπεται η μετά το 1923 αναγνώριση οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική πρωτοβουλία. Απαιτείται για τον καθορισμό Προεδρικό διάταγμα εκτός εάν είναι εντοπισμένη οπότε μπορεί και με νομαρχιακή απόφαση (μειοψηφία Μενουδάκος μπορεί να γίνειμε κανονιστική πράξη γιατί είναι διαπιστωτική).

 

Αριθμός 2983/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄ ,7μ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008, με την εξής σύνθεση : Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντ. Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ευαγγ. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Ιουλίου 2005 αίτηση :
των : 1) Κωνσταντίνου Στεφάνου Τσίπηρα, κατοίκου Αθηνών, οδός Δημ. Αιγινήτου, αριθμός 10 και πάροδος οδού Ιουλίου Σμίθ αριθμός 13 [Θησείο], 2) Ιορδάνη Ιωάννη Χατζηαγάπογλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Δημ. Αιγινήτου, αριθμός 12 και πάροδος οδού Ιουλίου Σμίθ αριθμός 15 [Θησείο], 3) Ηλία Γεωργίου Γεωργουλέα, κατοίκου Αθηνών, οδός Δημ. Αιγινήτου, αριθμός 8 και πάροδος οδού Ιουλίου Σμίθ αριθμός 11 [Θησείο] και 4) Χαραλάμπους Παπακωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών, πάροδος Ιουλίου Σμίθ αριθμός 5 [Θησείο], οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Γεωργία Θάνου (Α.Μ. 8632), που την διόρισαν στο ακροατήριο,
κατά των : 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Στυλιανό Τζαβάρα (Α.Μ. 4071), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ευαγγελία Μανίκα (Α.Μ. 12411), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά των παρεμβαινόντων : 1) Σοφοκλή Χριστοδούλου του Χριστοδούλου, 2) Ευανθίας συζ. Σοφοκλή Χριστοδούλου, το γένος Ευστρατίου Δανιηλίδου, κατοίκων Λευκωσίας Κύπρου, οδός Κάσου, αριθμός 12 [Πολυκατοικία Θ] και 3) Κατερίνας – Αγγέλας συζ. Παύλου Σιμάν, το γένος Κ. Λαζαρίδη, κατοίκου Λευκωσίας Κύπρου, οδός Αποστόλου Βαρνάβα, αριθμός 1, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Νικολάου (Α.Μ. 13500), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθμ. 11950/2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, περί αναγνώρισης οδού και όρων δομήσεως (ΦΕΚ 921/23.10.2002 τ. Δ΄), 2) η υπ’ αριθμ. 543/2005 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων και τα προσαρτώμενα σε αυτήν εγκεκριμένα τοπογραφικά διαγράμματα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Στρατή Παπαδόπουλου, ήτοι : α) το υπ’ αριθμ. ΚΟ1/15.9.2004 με τίτλο «Τοπογραφικό Διάγραμμα» Κατεδάφιση Μονώροφης Κατοικίας, β) το υπ’ αριθμ. ΤΟ1/15.9.2004 και με τίτλο «Τοπογραφικό Διάγραμμα» του Νέου Διωρόφου Κτιρίου Κατοικιών με Πυλωτή, γ) το υπ’ αριθμ. ΤΟ2/17.7.2002 και με τίτλο «Διάγραμμα Κάλυψης» του Νέου Διωρόφου Κτιρίου Κατοικιών με Πυλωτή, δ) το υπ’ αριθμ. ΑΟ4/17.7.2002 και με τίτλο «Πρόσοψη και Τομή ΑΑ» του Νέου Διωρόφου Κτιρίου με Πυλωτή, ε) το υπ’ αριθμ. Α01/17.7.2002 και με τίτλο «Κάτοψη Ισογείου» του Νέου Διωρόφου Κτιρίου Κατοικιών και Πυλωτής και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Ντουχάνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τους πληρεξουσίους των καθ’ ων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία έχει παραπεμφθεί εν μέρει προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1538/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (887500, 1199256/ 2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία συμπληρώνεται με το από 1.3.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της 11950/ 147/2002/9.10.2002 απόφασης της Νομάρχου Αθηνών (ΦΕΚ 921 Δ΄), με την οποία αναγνωρίσθηκε οδός (πάροδος οδού Ιουλίου Σμίθ) στο Ο.Τ. 100/57, στην περιοχή του Θησείου του Δήμου Αθηναίων, ως προϋφισταμένη του έτους 1923. Με την ίδια αίτηση ζητείται η ακύρωση της 543/2005 άδειας οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, με την οποία επετράπη στους Κάτια Σιμάν και Σοφοκλή και Βασούλα Χριστοδούλου η ανέγερση νέας διώροφης οικοδομής κατοικιών με πυλωτή στο Ο.Τ. 100/57 της συνοικίας του Θησείου των Αθηνών, επί της οδού Ιουλίου Σμίθ 7, καθώς και τοπογραφικών διαγραμμάτων που προσαρτώνται στην ανωτέρω οικοδομική άδεια. Με την προαναφερόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών η υπό κρίση αίτηση παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά το μέρος που στρέφεται κατά της νομαρχιακής απόφασης, η εκδίκασή της δε αναβλήθηκε κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων.
3. Επειδή, η υπόθεση νομίμως εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος ύστερα από την έκδοση της 1062/2008 παραπεμπτικής απόφασης του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν.
4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνουν στη δίκη για να αντικρούσουν την υπό κρίση αίτηση οι Σοφοκλής Χριστοδούλου, Ευανθία Χριστοδούλου και Κατερίνα Σιμάν – Λαζαρίδη, δικαιούχοι της ανωτέρω οικοδομικής αδείας, η οποία εκδόθηκε ενόψει της αναγνώρισης της επίμαχης οδού ως προϋφισταμένης του έτους 1923 με την προσβαλλόμενη νομαρχιακή πράξη.
5. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ακινήτων γειτονικών προς το προαναφερόμενο, τα οποία έχουν πρόσωπο τόσο στην ανωτέρω οδό που αναγνωρίστηκε ως προϋφισταμένη του έτους 1923 με την προσβαλλόμενη πράξη, όσο και σε άλλους κοινόχρηστους χώρους, με έννομο συμφέρον ασκούν την υπό κρίση αίτηση.
6. Επειδή, στο άρθρο 20 του Ν.Δ. της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων» (ΦΕΚ 228 Α΄), του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 411 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.) που κυρώθηκε με το από 14.7.1999 Πρ. Δ/γμα (ΦΕΚ 580 Δ΄), ορίζονται τα εξής : «1. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μεταβίβασις της κυριότητος μέρους ή του όλου γηπέδου, εφ’ ου ο ιδιοκτήτης εσχημάτισεν ή ανεγνώρισεν σχηματισθέντας τυχόν άνευ της θελήσεώς του κοινοχρήστους χώρους (ιδιωτικάς οδούς και πλατείας κ.λ.π.) ή δεν εσχημάτισεν ουδ’ ανεγνώρισεν μεν τοιούτους, αλλ’ επιδιώκει το σχηματισμόν ή την αναγνώρισίν των διά της τοιαύτης μεταβιβάσεως. Εν τη εννοία του σχηματισμού κοινοχρήστων χώρων περιλαμβάνεται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον ιδιωτική πρωτοβουλία ή συμφωνία γινόμενος περιορισμός ή παραίτησις δικαιωμάτων επί των ειρημένων γηπέδων επί τω τέλει αμέσου ή εμμέσου σχηματισμού των εν λόγω χώρων. Πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γινομένη παρά τας ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Η περί ακυρότητος διάταξις αύτη ισχύει και αν ακόμη δεν εγένετο εν επισήμω τινί πράξει σαφής μνεία περί του σχηματισμού των ειρημένων κοινοχρήστων χώρων αλλ’ εμμέσως προκύπτει εκ των γενομένων μεταβιβάσεων ότι αύται εγένοντο επί τω τέλει του τοιούτου σχηματισμού και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας. 2. Διά τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων, κωμών, κ.τ.λ. γήπεδα επιτρέπεται εις ωρισμένας προϋποθέσεις … η παρέκκλισις από των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου μέχρις οιουδήποτε βαθμού. Τα της παρεκκλίσεως και των προϋποθέσεων και όρων αυτής κανονίζονται δια Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Δημοσίων Έργων εφ’ άπαξ δι’ εκάστην πόλιν, κώμην και λοιπά ή δι’ έκαστον αυτών τμήμα ή και δι’ έκαστην ειδικήν περίπτωσιν. 3. … Επίσης δεν ισχύουσιν αι διατάξεις της αυτής παραγράφου 1 : α) Διά πάσαν περαιτέρω μεταβίβασιν της κυριότητος γηπέδων, ων μετεβιβάσθη ήδη αύτη παρά τας διατάξεις της εν λόγω παραγράφου προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, εφ’ όσον δεν επέρχεται αύξησις της επιφανείας των προ της ισχύος του άρθρου τούτου σχηματισθέντων ιδιωτική πρωτοβουλία κοινοχρήστων χώρων και β) Ως προς τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων κ.λ.π. γήπεδα, εφ’ ων εσχηματίσθησαν ιδιωτική πρωτοβουλία προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, κοινόχρηστοι χώροι (ιδιωτικαί οδοί κ.λ.π.) εφ’ όσον η κυριότης τμημάτων τω εν λόγω γηπέδων μετεβιβάσθη ήδη προ της ισχύος του άρθρου τούτου, μετά δε την ισχύν αυτού, ουδεμία αύξησις των αρχικώς σχηματισθέντων κοινοχρήστων χώρων έλαβεν χώραν. 4. Αρμόδιος όπως αποφανθή διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν η μεταβίβασις της κυριότητος επί γηπέδων εγένετο επί τω σκοπώ σχηματισμού επ’ αυτών κοινοχρήστων χώρων και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας …, εάν επήλθεν ή ου αύξησις της εκτάσεως των κοινοχρήστων τούτων χώρων και οποία η θέσις και έκτασις αυτών και ειδικώτερον πότε υφίσταται περίπτωσις εφαρμογής των εξαιρέσεων α’ και β’ της προηγουμένης παραγράφου, είναι ο επί της Συγκοινωνίας Υπουργός, όστις αποφαίνεται επί πάντων των ζητημάτων τούτων, μετά γνώμην του Συμβουλίου των δημοσίων έργων. Εν περιπτώσει ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά της αποφάσεως του Υπουργού, δύναται να αναθεωρήση ούτος την αρχική απόφασίν του μόνον εφ’ άπαξ. Περίληψις των ανωτέρω αποφάσεων του Υπουργού και της σχετικής γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου των δημοσίων έργων δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
7. Επειδή, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17-7/16-8-1923 αποσκοπούν, κατά την έννοιά τους, στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και απαγορεύουν τον εντός των σχεδίων πόλεων σχηματισμό κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική βούληση. Ως εκ τούτου, ως κοινόχρηστοι χώροι αναγνωρίζονται μόνον εκείνοι που προβλέπονται από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο. Με την ίδιες, όμως, διατάξεις ο νομοθέτης απέβλεψε στη διατήρηση και των κοινοχρήστων χώρων που δημιουργήθηκαν επιτρεπτώς εντός σχεδίου πόλεως με ιδιωτική βούληση πριν θεσπισθεί η ανωτέρω απαγόρευση, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του παραπάνω άρθρου, που έλαβε χώρα στις 16-1-1924 (β.δ. από 4-1-1924, ΦΕΚ 8 Α’). Οι κοινόχρηστοι αυτοί χώροι αναγνωρίζονται ως υφιστάμενοι, για την εφαρμογή γενικώς της πολεοδομικής νομοθεσίας, παράλληλα με τους προβλεπομένους από το ρυμοτομικό σχέδιο, έως ότου καταργηθούν με τη νόμιμη διαδικασία, ενώ με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου θεσπίζεται αρμοδιότητα του Υπουργού Συγκοινωνιών (μετέπειτα του Υπουργού Δημοσίων Έργων και ήδη, κατά τα ανωτέρω, του οικείου Νομάρχη) να διαπιστώνει, μετά από γνώμη του αρμοδίου Συμβουλίου, κατά πόσον εδαφική λωρίδα έχει πράγματι αφεθεί στην κοινή χρήση, πριν από την παραπάνω ημερομηνία. Εξάλλου, οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει του ανωτέρω σκοπού τους, εφαρμόζονται σε περιοχές, οι οποίες διέθεταν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, δηλαδή πριν από την 16.1.1924, αφού, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απαγόρευση, μόνο στις περιοχές αυτές ήταν καταρχήν νοητή η θέσπιση ρύθμισης για την αναγνώριση από το νόμο ως κοινοχρήστων, για την εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, χώρων μη οριζομένων με το ρυμοτομικό σχέδιο παραλλήλως προς εκείνους που προβλέπονται στο σχέδιο. Οι διατάξεις, επομένως, αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε περιοχές, οι οποίες εντάχθηκαν σε σχέδιο πόλεως υπό το καθεστώς του από 17.7.1923 Ν.Δ/τος, αφού στις περιοχές αυτές οι κοινόχρηστοι και οι οικοδομήσιμοι χώροι καθορίζονται αποκλειστικά από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις εν γένει προϋποθέσεις που προβλέπονται με το νομοθέτημα αυτό, και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η αναγνώριση ως κοινοχρήστου χώρου, για την εφαρμογή της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας, εδαφικής λωρίδας μη προβλεπόμενης με το χαρακτηρισμό αυτό στο ρυμοτομικό σχέδιο, έστω και αν προηγουμένως είχε αφεθεί με ιδιωτική βούληση σε κοινή χρήση.
8. Επειδή, εξάλλου, όπως έχει παγίως κριθεί, η αρμοδιότητα αναγνώρισης οδών ως προϋφισταμένων του 1923 κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 του Ν. Δ/τος της 17.7.1923, έχει ήδη περιέλθει στο Νομάρχη (πρβλ. ΣτΕ 966/2006, 758/2005 επταμ., 5211/1997, 4774/1995, 1713/1981 κ.ά.) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 3200/1955 (ΦΕΚ 97 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι ο νομάρχης ασκεί αποκλειστικά τις κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις αρμοδιότητες Υπουργών, μεταξύ των οποίων και του Υπουργού Δημοσίων Έργων (ήδη Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), και του Ν.Δ. 532/1970 (ΦΕΚ 103 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι μετά την έκδοση των διαταγμάτων που το νομοθέτημα αυτό προέβλεπε για την παρακράτηση αρμοδιοτήτων από τους Υπουργούς ή τα διανομαρχιακού επιπέδου όργανα, η άσκηση των κατά τις κείμενες διατάξεις λοιπών υπουργικών αρμοδιοτήτων ανήκει αποκλειστικά στον οικείο νομάρχη (πρβλ. ΣτΕ 2235/1974 Ολομ., 3535/2001).
9. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλ’ εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί, επομένως, ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα και, κατά συνέπεια, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, καθώς και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δόμησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντ., αλλά ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δόμησης και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις, με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα τους, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3661/2005 Ολομ.). Περαιτέρω, η κατ’ εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων αναγνώριση ιδιωτικών οδών ως προϋφισταμένων του 1923, συνδεόμενη από την πολεοδομική νομοθεσία με την οικοδομησιμότητα των ακινήτων που έχουν πρόσωπο σ’ αυτές, έχει τις συνέπειες της δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου, επιτρεπτώς, όμως, ανατίθεται κατά τα ανωτέρω, σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων (πρβλ. ΣτΕ 963/2007 κ.ά.), εκτός αν η εν λόγω αναγνώριση αφορά σε οδό ευρισκομένη σε ευαίσθητη περιοχή φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση η αναγνώριση οδού προϋφισταμένης του 1923 πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου, Κ. Μενουδάκου, του Συμβούλου, Αντ. Ντέμσια και του Παρέδρου, Χρ. Ντουχάνη, η αναγνώριση ιδιωτικών οδών ως προϋφισταμένων του 1923 κατά τη διαδικασία που θεσπίζεται με τις ανωτέρω διατάξεις δεν έχει ως περιεχόμενο τον καθορισμό, με πράξη διαπλαστικού χαρακτήρα, κοινόχρηστου χώρου, αλλά μόνο τη διαπίστωση πραγματικής και νομικής κατάστασης που συνεπάγεται ευθέως εκ του νόμου την αναγνώριση συγκεκριμένης εδαφικής λωρίδας ως κοινόχρηστης οδού για την εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας και, συγκεκριμένα, τη διαπίστωση ότι έως την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου άρθρου 20 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 είχε δημιουργηθεί κοινοχρησία με ιδιωτική πρωτοβουλία. Κατ’ ακολουθίαν, κατά τη γνώμη αυτή, ενόψει του διαπιστωτικού χαρακτήρα των πράξεων που εκδίδονται κατά την παραπάνω διαδικασία, η σχετική αρμοδιότητα δεν επιβάλλεται, κατά την έννοια των άρθρων 24 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να ανατίθεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη και αν η διαπίστωση αναφέρεται σε εδαφική λωρίδα που ευρίσκεται σε ευαίσθητη περιοχή φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος.
10. Επειδή, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, με αίτηση του τοπογράφου μηχανικού Ευαγγέλου Καλαφάτη κινήθηκε η διαδικασία αναγνώρισης ως προϋφισταμένης του 1923 οδού στο Ο.Τ. 100/57 του Δήμου Αθηναίων και, συγκεκριμένα, παρόδου της οδού Ιουλίου Σμίθ της περιοχής του Θησείου, η οποία, όπως προκύπτει από το 9687/8.12. 2003 έγγραφο της Α΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων προς τους παρεμβαίνοντες, εμπίπτει εντός του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, εντός του Λόφου των Νυμφών, κηρυγμένου ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου και τόπου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και ενδιαφέροντος (Απόφαση Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως 24946/26. 8.1967, ΦΕΚ 606 Β΄) και εντός του ενιαίου περί την Ακρόπολη κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου (Απόφαση Υπουργού Πολιτισμού Φ.01/12970/503/ 25.2.1982, ΦΕΚ 387 Β΄/1983). Στην οικ. 29999/445/12.7.2002 υπηρεσιακή εισήγηση προς το Σ.Χ.Ο.Π. Αθηνών περιέχεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω οδός σχηματίσθηκε πριν την ισχύ του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 και προτείνεται η αποδοχή του αιτήματος αναγνώρισης. Η εισήγηση αυτή έγινε δεκτή με την 6/13.9.2002 πράξη του Σ.Χ.Ο.Π. του Τομέα Κεντρικής Αθήνας της Νομαρχίας Αθηνών. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 11950/147/2002/9.10.2002 απόφαση της Νομάρχου Αθηνών (ΦΕΚ 921 Δ΄), με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη και ιδιωτικοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων τα συμβόλαια 47697/2.4.1920 του συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγέλου Γρηγοροπούλου και 17199/16.12.1917 του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ρούσσου, τα οποία αναφέρονται σε ακίνητα που συνορεύουν με την επίμαχη οδό, αναγνωρίσθηκε η οδός αυτή (πάροδος οδού Ιουλίου Σμίθ) στο Ο.Τ. 100/57 στην περιοχή του Θησείου του Δήμου Αθηναίων ως προϋφισταμένη του έτους 1923. Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επιχειρείται η αναγνώριση ως προϋφισταμένης του 1923 οδού, η οποία ευρίσκεται σε περιοχή που τελεί σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς, αναρμοδίως εκδόθηκε από τη Νομάρχη Αθηνών. Για το λόγο αυτό, ο οποίος, κατά τη γνώμη που επικράτησε, προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου να ερευνήσει αν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και, ιδίως, αν η περιοχή όπου ευρίσκεται η υπό αναγνώριση οδός είχε περιέλθει σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως προ του χρόνου ισχύος των διατάξεων αυτών, και, σε καταφατική περίπτωση, να προβεί στην έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος.
11. Επειδή, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για τον προαναφερόμενο λόγο, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως αποβαίνει αλυσιτελής.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.
Ακυρώνει την 11950/147/2002/9.10.2002 απόφαση της Νομάρχου Αθηνών (ΦΕΚ 921 Δ΄).
Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση.
Επιβάλλει συμμέτρως στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς και τους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, που ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1.380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 31η Μαρτίου 2009
Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος    Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος