ΣτΕ 301/12, Δεν ασκείται ανακοπη ερημοδικίας στο ΣτΕ – δεν υπάρχει υποχρεώση κοινοποίησης της κλήσης προς συζήτηση στον αιτούντα ή εκαλλούντα.

ΣΤΕ

301/2012 ΣΤΕ
 
  Αίτηση ακύρωσης. Προθεσμία για το παραδεκτό της παρέμβασης. Αν οι διάδικοι παρασταθούν και δεν προβάλουν ένστασης εκπροθέσμου ή συναινέσουν ρητά για την άρση του απαραδέκτου, καλύπτεται το απαράδεκτο. Επί μη παράστασης των διαδίκων κατά τη συζήτηση, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το εμπρόθεσμο. Δεν προβλέπεται κοινοποίηση στον αιτούντα ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξης του προέδρου περί καθορισμού εισηγητή και δικασίμου. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Το γεγονός ότι ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση ακυρώσεως και στον οποίο έγιναν κοινοποιήσεις, είχε αποβιώσει, δεν ασκεί επιρροή. Ο διάδικος του οποίου απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως δεν δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας. Νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου που υπέγραψε το δικόγραφο, καθώς και ότι δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής. Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Η παρέμβαση επιδόθηκε σε δικηγόρο που δεν ήταν αντίκλητος των εκκαλούντων. Μερικά δεκτή η έφεση.

 
Αριθμός 301/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2009, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αθ. Ράντος, Αντ. Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Μ. Τριπολιτσιώτη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Βαϊδάνη.

Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2007 έφεση:

των: 1) …………………………, 2) ……………………………, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Βασίλειο Ζορμπά (Α.Μ. 553 Πατρών), που τον διόρισαν στο ακροατήριο και 3) ………………………………., κατοίκου Δύμης Κάτω Αχαΐας (………………….), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Βασίλειο Ζορμπά, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας και 2) ………………………………., κατοίκου Άνω Βούλας Αττικής (…………………,), οι οποίοι δεν παρέστησαν,

και κατά των υπ’ αριθμ. 327/2005 και 76/2007 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πατρών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Τριπολιτσιώτη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3778571, 72, 73/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου) ζητείται η εξαφάνιση των αποφάσεων 327/2005 και 76/2007 του Διοικητικού Εφετείου Πατρών. Με την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου που την υπέγραψε, αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντων κατά της 49/9.4.2002 άδειας οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Κάτω Αχαϊας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαϊας, με την οποία επετράπη στην ……………………………….. η ανέγερση ισόγειου καταστήματος με υπόγειο σε σε οικόπεδο που βρίσκεται στην οδό Πάτρας – Πύργου, στην Κάτω Αχαΐα, όμορο προς ακίνητο που φέρεται ως ιδιοκτησία των εκκαλούντων και των με αριθμό πρωτοκόλλου ΟΙΚ. Κ. 224/20.2.2003 και ΟΙΚ. Κ. 225/20.2.2003 αποφάσεων του Νομάρχη Αχαϊας, με τις οποίες εγκρίθηκε, αντιστοίχως η κατεδάφιση ισόγειου κτίσματος και τμημάτων θεμελίων οικοδομής που έχουν ανεγερθεί στο ακίνητο των εκκαλούντων και χαρακτηρίστηκαν οριστικά ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες, πριν την έκδοση των νομαρχιακών αυτών πράξεων, με την 1/5.2.2003 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 4 παρ.4 του π.δ. 267/1998. Με τη δεύτερη από τις εκκαλούμενες αποφάσεις απορρίφθηκε ως απαράδεκτη “ανακοπή ερημοδικίας” των εκκαλούντων κατά της πρώτης εκκαλούμενης 327/2005 απόφασης του ίδιου διοικητικού εφετείου, με την αιτιολογία ότι οι δικονομικές διατάξεις που διέπουν την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών δεν προβλέπουν την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας.

2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρότι δεν παρέστησαν οι εφεσίβλητες Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαϊας και …………………………, εφόσον αντίγραφα της εφέσεως και της πράξης του Προέδρου του Ε’ Τμήματος με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος και εισηγητής επιδόθηκαν νομοτύπως σε αυτές (βλ. το από 13.3.2008 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ι. Παολίνου και το από 12.5.2008 αντίστοιχο αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή Π. Μητρόπουλου αντιστοίχως).

3. Επειδή, στις παραγράφους 1, 2 και 5 του άρθρου 27 Π.Δ. 18/1989 (8 Α’), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2479/1997 (67 Α’), ορίζονται τα εξής : «1. Η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου ή με προφορική δήλωση. Στην περίπτωση συνυπογραφής του δικογράφου εκ μέρους του διαδίκου η υπογραφή του δικογράφου από το δικηγόρο θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου …2. Για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το ήσκησε σε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη… 5. Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα, καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα».

4. Επειδή, στο άρθρο 49 του παραπάνω διατάγματος ορίζεται ότι : «1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του παρόντος και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, έξι τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους. 3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή. 4. Οι διατάξεις του άρθρου 18 για τον αντίκλητο έχουν εφαρμογή και στην παρέμβαση». Στην παρ. 6 του άρθρου 21 προβλέπεται ότι «Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αν οι διάδικοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το Δικαστήριο χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί ως προς αυτούς οι διατάξεις του παρόντος άρθρου για τις κοινοποιήσεις». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το παραδεκτό της παρέμβασης απαιτείται να κατατεθεί το σχετικό δικόγραφο στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του διοικητικού εφετείου έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση και ότι η ίδια προθεσμία πρέπει να τηρηθεί και για την κοινοποίηση του δικογράφου της παρέμβασης, με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, στους λοιπούς διαδίκους. Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3194/1990 Ολομ. κ.ά.), η παράσταση των διαδίκων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η μη προβολή ένστασης για τη μη τήρηση της εξαήμερης αυτής προθεσμίας, καθώς και η ρητή συναίνεση τους για την άρση του απαραδέκτου της παρέμβασης, το οποίο προκύπτει από το λόγο αυτό, καλύπτει, σύμφωνα με την προαναφερόμενη παράγραφο 6 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989, μόνο το απαράδεκτο λόγω της μη εμπρόθεσμης κοινοποίησης στους διαδίκους, όχι όμως και το απαράδεκτο λόγω της μη έγκαιρης κατάθεσης της παρέμβασης στη γραμματεία, απαράδεκτο που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων. Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι η μη παράσταση των διαδίκων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο επάγεται την υποχρέωση του δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τόσο το εμπρόθεσμο όσο και το εν γένει νομότυπο της κοινοποίησης της παρέμβασης (βλ. ΣτΕ 3406/2005, 1887/2008, 1272/2009 κ.α).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την από 24.3.2003 αίτηση ακυρώσεως οι ήδη εκκαλούντες ζήτησαν την ακύρωση α) της 49/9.4.2002 άδειας οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Κάτω Αχαϊας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαϊας, με την οποία επετράπη στην ………………………… η ανέγερση ισόγειου καταστήματος με υπόγειο στην οδό Πάτρας – Πύργου της Κάτω Αχαϊας και β) των με αριθμό πρωτοκόλλου ΟΙΚ. Κ. 224/20.2.2003 και ΟΙΚ. Κ. 225/20.2.2003 αποφάσεων του Νομάρχη Αχαϊας, με τις οποίες εγκρίθηκε η κατεδάφιση ισόγειου κτίσματος και τμημάτων θεμελίων οικοδομής, που φέρονται να ανήκουν στους εκκαλούντες και είναι όμορα του ακινήτου στο οποίο αφορά η παραπάνω άδεια, μετά την έκδοση της 1/5.2.2003 απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 4 παρ.4 του π.δ.267/1998, με την οποία οι εν λόγω κατασκευές χαρακτηρίστηκαν οριστικά ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες. Με το από 25.1.2005 δικόγραφο της η ………………………………………. παρενέβη για τη διατήρηση της ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων. Με την υπ` αριθμ. 327/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών η αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι οι εκκαλούντες δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου, ούτε προσκομίσθηκε από αυτούς μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα την αίτηση ακυρώσεως δικηγόρο, έγινε δε δεκτή η παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες άσκησαν ένδικο μέσο ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο χαρακτήρισαν ως ανακοπή ερημοδικίας και με το οποίο προέβαλαν ότι ακύρως εχώρησε η συζήτηση της αίτησής τους και η απόρριψή της ως απαράδεκτης με την παραπάνω 327/2005 απόφαση, διότι η μη παράστασή τους οφειλόταν στο γεγονός ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, στον οποίο επιδόθηκε με θυροκόλληση η πράξη ορισμού δικασίμου της αίτησής τους στις 30.9.2004, είχε ήδη αποβιώσει τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Το ένδικο αυτό μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο με τη δεύτερη εκκαλούμενη υπ` αριθμ. 76/2007 απόφαση του ίδιου Διοικητικού Εφετείου, με την αιτιολογία ότι, εφόσον από τις διατάξεις του άρθρου 21 του Π.Δ. 18/1989, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 702/1977, και στις αιτήσεις ακυρώσεως που υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, δεν προβλέπεται κοινοποίηση στον ασκούντα την αίτηση ακυρώσεως ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξης του προέδρου του οικείου δικαστηρίου που καθορίζει τον εισηγητή δικαστή και τη δικάσιμο της υπόθεσης, δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας κατά της σχετικής απόφασης που εκδόθηκε χωρίς να παραστεί κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως ο αιτών, ο οποίος μπορεί μόνο, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την οποία ήταν δικονομικώς απών και πριν εκδοθεί απόφαση, να ζητήσει την επανάληψη της συζήτησης αυτής, αν για λόγους ανωτέρας βίας, που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του ίδιου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του τελευταίου.

Εξάλλου, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε περαιτέρω ότι δικαίωμα ανακοπής δεν παρέχεται σε αυτόν που άσκησε αίτηση ακυρώσεως ούτε με βάση το άρθρο 576 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 40 του Π.Δ. 18/1989, αφού στο πρώτο από τα εν λόγω άρθρα ορίζεται ότι «1. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. 2. … 3…. 4. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τις παρ.1 έως 3 δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας».

6. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 21 του Π.Δ. 18/1989, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 702/1977, και στις αιτήσεις ακυρώσεως που υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, δεν προβλέπουν την κοινοποίηση στον ασκούντα την αίτηση ακυρώσεως ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιγράφου του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξης του προέδρου του οικείου δικαστηρίου που καθορίζει τον εισηγητή δικαστή και τη δικάσιμο της υπόθεσης, ούτε πριν από την πρώτη δικάσιμο ούτε ύστερα από τυχόν αναβολή της υπόθεσης για άλλη δικάσιμο. Η ρύθμιση αυτή του νόμου δεν παραβιάζει το κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, διότι δεν καθιστά ανέφικτη ούτε περιορίζει ουσιωδώς τη δυνατότητα παράστασης στο δικαστήριο αυτού που άσκησε το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως, εφόσον ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του έχουν υποχρέωση αλλά και μπορούν ευχερώς, επιδεικνύοντας στοιχειώδες και εύλογο ενδιαφέρον, να πληροφορούνται από τη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου την ημερομηνία κατά την οποία θα δικαστεί ως πρωτοείσακτη ή ύστερα από αναβολή η υπόθεσή τους (ΣτΕ 761/2000, 2020/1994 , 3455/1989 , βλ. και ΣτΕ 3310/1994 , πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 4740/1986 ). Για τους ίδιους δε λόγους, η παραπάνω ρύθμιση δεν έρχεται, εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 της κυρωθείσας με το Ν.Δ. 53/1974 (256 Α΄) Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την οποία κατοχυρώνεται επίσης το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό τη διατύπωση της “δίκαιης δίκης” (ΣτΕ 761/2000). Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει νόμιμη υποχρέωση κοινοποίησης στον ασκούντα την αίτηση ακυρώσεως της πράξης προσδιορισμού δικασίμου, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, ουδεμία επιρροή ασκεί για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον τρόπο νομιμοποίησης του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο αιτήσεως ακυρώσεως ως πληρεξούσιος του αιτούντος, το γεγονός ότι ο δικηγόρος αυτός, στον οποίο κοινοποιήθηκε τυχόν οικειοθελώς αντίγραφο της πράξης αυτής από τη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου, είχε αποβιώσει. Εξάλλου, δικαίωμα άσκησης ανακοπής από το διάδικο του οποίου απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως δεν παρέχεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ. 18/1989, ούτε από το άρθρο 576 του Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό προ το άρθρο 40 του Π.Δ. 18/1989, δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3037/2001), η δικονομική θέση του επισπεύδοντος τη συζήτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί με εκείνη του αιτούντος στην ακυρωτική δίκη. Κατ΄ ακολουθίαν, νομίμως απορρίφθηκε με την 327/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών η σχετική αίτηση ακυρώσεως λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου που υπέγραψε το δικόγραφο και, περαιτέρω, νομίμως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου μη επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής κατά της προηγουμένης αυτής απόφασης από τους ήδη εκκαλούντες.

Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως. Τέλος, επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ειδικότερος λόγος εφέσεως ότι η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού επιτρέπει την κλήτευση, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως, της διοίκησης και του παρεμβαίνοντος αλλά όχι του ίδιου του αιτούντος, δεδομένου ότι ο ασκών την αίτηση ακυρώσεως, που γνωρίζει το χρόνο κατάθεσης του δικογράφου, και μπορεί ευχερώς, επιδεικνύοντας στοιχειώδες ενδιαφέρον, να πληροφορηθεί την ημερομηνία της δικασίμου από τη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, δεν τελεί στις ίδιες συνθήκες με τη διάδικη διοικητική αρχή και τον παρεμβαίνοντα, που αγνοούν την άσκηση της αιτήσεως και το χρόνο κατάθεσης του δικογράφου, και δεν μπορούν, επομένως, να παραστούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αν δεν γίνουν προς αυτούς οι κατά το άρθρο 21 του Π.Δ. 18/1989 κοινοποιήσεις (ΣτΕ 3455/1989).

7. Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η 327/2005 εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, διότι με αυτήν έγινε δεκτή η παρέμβαση της ……………………………, παρότι θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, δεδομένου ότι αντίγραφο της εν λόγω παρέμβασης δεν κοινοποιήθηκε στους εκκαλούντες ή σε δικηγόρο που είχε ορισθεί από τους ίδιους ως αντίκλητός τους αλλά σε δικηγόρο που από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι είχε την ιδιότητα του νομίμου αντικλήτου τους για την επίδοση οποιουδήποτε δικογράφου σχετικού με την επίμαχη διαφορά. Σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στη σκέψη 4, εφόσον οι εκκαλούντες δεν παρέστησαν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως, το Διοικητικό Εφετείο είχε κατά νόμο την υποχρέωση να ελέγξει το νομότυπο της προς αυτούς επίδοσης της παρέμβασης της …………………………. (πρβλ. ΣτΕ 1950/2008). Με την 327/2005 εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η παρέμβαση αυτή ασκείται παραδεκτώς, χωρίς να περιέχεται κρίση σχετικά με την κοινοποίηση της στους αιτούντες, από δε την 10587 Β/28.1.2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθ. Λαμπρόπουλου προκύπτει ότι η εν λόγω παρέμβαση επιδόθηκε στο δικηγόρο Πατρών ………………….. αντίκλητο των εκκαλούντων, και όχι στο δικηγόρο ………………., ο οποίος υπέγραφε το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, χωρίς από άλλο στοιχείο της δικογραφίας να προκύπτει η ιδιότητα του δικηγόρου ………………. ως αντικλήτου των εκκαλούντων. Για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η εκκαλούμενη 327/2005 απόφαση, κατά το μέρος που δέχθηκε την παραπάνω παρέμβαση και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη της παρεμβαίνουσας στους ήδη εκκαλούντες να εξαφανισθεί, στη συνέχεια δε να εξετασθεί και να απορριφθεί η παρέμβαση για τον προαναφερόμενο λόγο.

9. Επειδή, τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη για την παρούσα δίκη.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη έφεση.

Εξαφανίζει εν μέρει την 327/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως.

Δικάζει και απορρίπτει την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παρέμβαση.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση. Η διάσκεψη