3016/2010 ΣΤΕ
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Απόδειξη και διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Ακόμη και μετά το διορισμό τεχνικού συμβούλου από το διάδικο, δεν είναι υποχρεωτική η κλήση του κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Αν όμως ο διάδικος υποβάλει ειδικό αίτημα να παραστεί κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, τότε το Δικαστήριο οφείλει να τον καλέσει να παραστεί, άλλως απαγγέλλεται ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να απαιτείται επίκληση άλλης ειδικότερης δικονομικής βλάβης. Μη νόμιμα απορρίφθηκε σχετικός λόγος έφεσης του αναιρεσείοντος. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 238/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς).
Αριθμός 3016/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιουνίου 2010, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Σ. Χρυσικοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 9 Μαΐου 2006 αίτηση: του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Αντωνίου (Α.Μ. 1266 ΔΣ Πειραιά), που τον διόρισε με απόφαση του Διευθυντή του Νοσοκομείου,
κατά της …………, κατοίκου Πειραιά (………..), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 238/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Α. Καλογεροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998-Α΄ 31), καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 238/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς κατά το μέρος που με αυτή έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, μεταρρυθμίστηκε η 2905/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς και επιδικάσθηκε στην αναιρεσίβλητη, κατόπιν μερικής αποδοχής αγωγής της και εις βάρος του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, ποσό ύψους 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί από παράνομες πράξεις των οργάνων του Νοσοκομείου και συγκεκριμένα από ανεπιτυχή χειρουργική επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί από ιατρούς του Νοσοκομείου. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε επιδικασθεί στην αναιρεσίβλητη για την ανωτέρω αιτία ποσό ύψους 58.695 ευρώ.
3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά τη μη παράσταση της αναιρεσίβλητης κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, εφόσον, όπως προκύπτει από την 9798ΣΤ/19.1.2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Νικολάου Τσαλουχίδη που υπάρχει στο φάκελο της υποθέσεως, αντίγραφα της πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου της υποθέσεως καθώς και του δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως επιδόθηκαν σ’ αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως. Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση, ασκηθείσα εμπροθέσμως και εν γένει κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω ερευνητέα.
4. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 62 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο ν. 2717/1999-Α΄ 97, ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων οι οποίες διενεργήθηκαν, από το ίδιο ή από διάδικο, κατά παράβαση των διατάξεων που τις ρυθμίζουν. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ακυρότητα απαγγέλλεται από το δικαστήριο: α) αυτεπαγγέλτως… β) ύστερα από αίτηση του διαδίκου σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον κριθεί ότι η παράβαση προκάλεσε σε αυτόν βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με άλλον τρόπο. 3…». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Το δικαστήριο, αν κρίνει ότι ανακύπτουν ζητήματα για τη διάγνωση των οποίων απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, διατάζει πραγματογνωμοσύνη και διορίζει, για τη διεξαγωγή της, έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες. …», στην παρ. 4 του άρθρου 163 του Κώδικα ότι: «Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλλουν στους πραγματογνώμονες υπομνήματα με τις απόψεις τους για το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και κάθε άλλο συναφές με αυτό στοιχείο και να παρευρίσκονται κατά την εξέταση ή τη θεώρηση του αντικειμένου της» και στην παρ. 1 του άρθρου 164 ότι: «Για τη διεξαγωγή και το συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης, οι πραγματογνώμονες συντάσσουν έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι ενέργειες που έγιναν και η αιτιολογημένη γνώμη τους.». Τέλος, στο άρθρο 167 του ως άνω Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Αν το δικαστήριο αποφασίσει το διορισμό πραγματογνώμονα, κάθε διάδικος μπορεί να ορίσει, με δαπάνη του, έναν τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος πρέπει να είναι πρόσωπο που έχει την ικανότητα να διοριστεί πραγματογνώμονας. 2… 3. Οι τεχνικοί σύμβουλοι βοηθούν τους διαδίκους με τις τεχνικές γνώσεις τους, μπορούν δε να παρευρίσκονται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες είναι δυνατόν να παρευρίσκονται και οι πραγματογνώμονες, να λαμβάνουν γνώση της δικογραφίας…
4. Οι τεχνικοί σύμβουλοι μπορούν να υποβάλλουν εγγράφως ή να διατυπώνουν προφορικώς στο ακροατήριο τις παρατηρήσεις τους για την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, καθώς και να απευθύνουν ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες κατά την ακροαματική διαδικασία».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ακόμη και μετά το διορισμό τεχνικού συμβούλου από το διάδικο, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 167 του Κ.Δ.Δ., δεν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική η κλήση του διαδίκου κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης προκειμένου αυτός είτε να παραστεί σε αυτήν αυτοπροσώπως είτε να εκπροσωπηθεί από τον τεχνικό του σύμβουλο. Στην περίπτωση, όμως, που ο διάδικος υποβάλει ειδικό αίτημα να παραστεί κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, τότε, προκειμένου να μπορεί να γίνεται χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 163 του ΚΔΔ για την υποβολή παρατηρήσεων και ερωτήσεων, το Δικαστήριο προς το οποίο υποβάλλεται το σχετικό αίτημα είναι υποχρεωμένο να καλέσει το διάδικο να παραστεί κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν ο διάδικος δεν κληθεί προς τούτο, το Δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης με μόνη την εκ μέρους του διαδίκου επίκληση της παραλείψεως κλητεύσεώς του, χωρίς να απαιτείται η περαιτέρω επίκληση άλλης ειδικότερης δικονομικής βλάβης.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, που είναι υπάλληλος του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, εισήλθε στις 10.05.1995 στη χειρουργική κλινική αυτού, πάσχουσα από «βλαισό μεγαδάκτυλο (ΔΕ) ποδός» και, όπως αναφέρεται στο οικείο βιβλίο πρακτικών χειρουργείου, υποβλήθηκε στον τυπικό προεγχειρητικό και ακτινολογικό έλεγχο, που περιλάμβανε «ακτινογραφία θώρακος και ακτινογραφία ποδοκνημικής ποδός για τον έλεγχο υπαρχούσης άλλης σκελετικής διαταραχής». Στις 12.5.1995 υποβλήθηκε σε εγχειρητική διορθωτική οστεοτομία τύπου Chevron, η διαδικασία της οποίας περιγράφεται στο ως άνω βιβλίο, εξήλθε δε από το νοσοκομείο στις 15.5.1995, με την κατάσταση της υγείας της να χαρακτηρίζεται στο οικείο εξιτήριο ως «στάσιμη». Ακολούθως, στις 12.2.1999, η αναιρεσίβλητη άσκησε κατά του αναιρεσείοντος νοσοκομείου αγωγή, με την οποία προέβαλε ότι η εγχείρηση στην οποία είχε υποβληθεί ήταν ανεπιτυχής, γεγονός που οφειλόταν στον ελλιπή προεγχειρητικό έλεγχο του ιατρού που την είχε χειρουργήσει, καθόσον αυτός δεν είχε φροντίσει να την υποβάλει στις απαιτούμενες ακτινολογικές εξετάσεις, συνεπεία δε της ανεπιτυχούς αυτής επεμβάσεως, το πρόβλημα υγείας της αναιρεσίβλητης δεν αποκαταστάθηκε, αλλ’ επιδεινώθηκε, και η ίδια υπέστη μεγάλη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα το χειρουργηθέν μέλος της εμφάνιζε οίδημα και δυνατούς πόνους, που καθιστούσαν αδύνατη τη βάδισή της, ενώ, επιπροσθέτως, επανεμφανίστηκαν τα προβλήματα ψυχικής υγείας (κατάθλιψη), που είχε κατά το παρελθόν. Ενόψει όλων αυτών, η αναιρεσίβλητη με την ως άνω αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί το Νοσοκομείο να της καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της υγείας της, το ποσό των 30.000.000 δραχμών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών η αναιρεσίβλητη προσκόμισε πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων: α) Το από 27.12.1995 πιστοποιητικό νοσηλείας της στο αναιρεσείον Νοσοκομείο, στο οποίο αναφερόταν ως διάγνωση, εκτός των άλλων «χειρουργηθέν Halluyvalgus (ΔΕ) με ανάπτυξη αρθρίτιδος μεταταρσοφαλαγγικής», β) την από 18.7.1997 ιατρική γνωμάτευση του Διευθυντή του Δ΄ Ορθοπεδικού Τμήματος του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αττικής ΚΑΤ, στην οποία αναφερόταν ότι η αναιρεσίβλητη είχε εξεταστεί στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου αυτού στις 24.6.1997 και είχε βρεθεί ότι έπασχε από «βλαισό μέγα δάκτυλο ποδός χειρουργηθέν προ διετίας περίπου αλλαχού» και από «πτώση κεφαλών μεταταρσίων και σφυροδακτυλία», γ) το από 28.7.1997 ιατρικό σημείωμα χειρουργού ορθοπεδικού ιατρού, στο οποίο αναφερόταν ότι στο χειρουργηθέν προ διετίας βλαισό μεγάλο δάκτυλο «κλινικά παρατηρείται επώδυνη δυσκαμψία του δακτύλου και άλγη τοπικά με την πίεση», δ) σειρά ιατρικών σημειωμάτων νευρολόγου ψυχιάτρου στα οποία βεβαιωνόταν ότι η αναιρεσίβλητη έπασχε από χρόνια μελαγχολία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επειδή από τα στοιχεία που υπήρχαν δεν αποδεικνυόταν η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υφιστάμενης βλάβης του ποδιού της αναιρεσίβλητης και της επεμβάσεως στην οποία αυτή είχε υποβληθεί, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί: α) εάν η κατάσταση του χειρουργηθέντος μέλους της οφειλόταν σε πλημμελή πραγματοποίηση της οικείας επεμβάσεως και β) εάν κατά την επέμβαση αυτή είχαν τηρηθεί όλες οι απαραίτητες κλινικές διαδικασίες, τόσο κατά το προ της εγχειρήσεως στάδιο, όσο και κατά το στάδιο μετά από αυτήν, όρισε δε πραγματογνώμονα χειρουργό ορθοπεδικό. Το νοσοκομείο, με την από 6.2.2002 έγγραφη δήλωσή του, κατ’ άρθρο 167 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., προς τον εισηγητή δικαστή της πραγματογνωμοσύνης, όρισε τεχνικό σύμβουλο ιατρό του Ε.Σ.Υ. και υπέβαλε αίτημα να γνωστοποιηθεί ο ορισμός του και στον νομίμως διορισθέντα πραγματογνώμονα, έτσι ώστε αυτός να συνεργάζεται με τον εν λόγω τεχνικό σύμβουλο, να τον καλεί εγγράφως πριν από κάθε ενέργεια ή εργασία του και να προβαίνει σε αυτές με την παρουσία του. Σε εκτέλεση της προαναφερόμενης προδικαστικής αποφάσεως συντάχθηκε η από 21.2.2002 έκθεση του πραγματογνώμονα, που κατέληξε, στο συμπέρασμα, ως προς μεν την δεύτερη ερώτηση που τέθηκε, ότι «κατά τον έλεγχο των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας εις το Διοικητικό Πρωτοδικείο, οι ακτινογραφίες που υπάρχουν εις το φάκελο είναι ακτινογραφίες θώρακος και ποδοκνημικής, αλλά δεν υπάρχει προεγχειρητική ακτινογραφία άκρου ποδός (έλεγχος που θα αφορούσε την επέμβαση στην οποία υπεβλήθη η κα ………..)», ως προς δε την πρώτη ερώτηση ότι, «παραπέμποντας εις τον πρόσφατο προσκομισθέντα ακτινολογικό έλεγχο άκρου ποδός και εις την κλινική εξέταση (μη έχοντας όμως σύγκριση με ακτινολογικό έλεγχο προ του χειρουργείου, εφόσον δεν υπάρχουν ακτινογραφίες άκρου ποδός), διαπιστούται και πάλι βλαισός μέγας δάκτυλος με εμφανείς μετεγχειρητικές αλλοιώσεις, κατάσταση διά την οποίαν και είχε χειρουργηθεί η πάσχουσα και προφανώς είναι παρόμοια με την εικόνα που διεπίστωσε ο … (ιατρός) Νοσ.ΚΑΤ, την 24/6/97, δηλαδή δύο έτη μετά την επέμβαση, και την παρέπεμψε εις το Νοσοκομείο που είχε χειρουργηθεί, πράγμα που υποδηλώνει ότι η επέμβαση οστεοτομίας, εις την οποία είχε υποβληθεί εις το Νοσοκομείο Τζάνειο το 1995, δεν διόρθωσε το πρόβλημα, για το οποίο η κα ………….. χειρουργήθηκε, κατάσταση η οποία παραμένει ίδια μέχρι και σήμερον». Μετά την κατάθεση της κατά τα ανωτέρω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το αναιρεσείον νοσοκομείο, προσκόμισε την 3924/29.11.2002 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ορθοπεδικού χειρουργού, Αναπληρωτή Διευθυντή της Ορθοπεδικής του Κλινικής που ελήφθη μετά από σύννομη κλήτευση της αναιρεσίβλητης προ 10 ημερών. Με την βεβαίωση αυτή ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι η διορθωτική κατά SHEVRON οστεοτομία της κεφαλής του 1ου μεταταρσίου δεν είναι δυνατόν να θεραπεύσει τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις της 1ης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως, γιατί είναι εξωαρθρική εγχείριση, που γίνεται αφενός για την εξάλειψη της επώδυνης εξοστώσεως (κότσι), που κυρίως απασχολεί τους ασθενείς, αλλά και για τη διόρθωση του άξονος του μεταταρσίου. Το δεύτερο επιτυγχάνεται με ιατρογενές κάταγμα, του οποίου η συγκράτηση μέχρι πωρώσεως, για δύο περίπου μήνες, είναι επισφαλής και απαιτεί την απόλυτη πειθαρχία του ασθενούς στις οδηγίες του θεράποντος χειρουργού, κυρίως όσον αφορά τη φόρτιση του σκέλους. Επίσης, στη βεβαίωση αυτή ο ως άνω χειρουργός, εξέφρασε την απορία του σχετικά με το λόγο για τον οποίο η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσέλθει στους θεράποντες ιατρούς της, προκειμένου να επανεξεταστεί και να βοηθηθεί δεόντως τα τελευταία πέντε έτη από την επέμβασή της, τελικώς δε διατύπωσε την άποψη ότι η οποιαδήποτε επιδείνωση ή υποτροπή της παραμορφώσεως οφειλόταν «το πιθανότερον» σε πλημμελή παρακολούθηση της ασθενούς με υπαιτιότητα της ίδιας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, έκρινε ότι η υφιστάμενη βλάβη στην κατάσταση του χειρουργηθέντος μέλους της αναιρεσίβλητης τελούσε σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την επέμβαση στην οποία αυτή είχε υποβληθεί από τους ιατρούς του αναιρεσείοντος νοσοκομείου και ότι συνέτρεχε ευθύνη αυτού προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 106 Εισ.Ν.Α.Κ., δέχθηκε δε εν μέρει την αγωγή της και υποχρέωσε το νοσοκομείο να της καταβάλει νομιμοτόκως ως χρηματική ικανοποίηση ποσό ύψους 20.000.000 δραχμών (58.695 ευρώ). Έφεση του νοσοκομείου κατά της πρωτόδικης αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτή από το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε λόγο εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο μη νομίμως η πρωτόδικη απόφαση στήριξε την κρίση της στη διενεργηθείσα πρωτοδίκως πραγματογνωμοσύνη, που ήταν παράνομη, αφού είχε χωρήσει κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και ειδικότερα, κατά παράβαση της σχετικής διατάξεως του άρθρου 343 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι δεν είχε κλητευθεί το αναιρεσείον νοσοκομείο να παραστεί κατά τη διεξαγωγή της, με συνέπεια να μην εμφανιστεί κατ’ αυτήν ο ορισθείς από το νοσοκομείο τεχνικός του σύμβουλος, έπρεπε δε εξ αυτού του λόγου να απαγγελθεί η ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 62 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. Αιτιολογία της απορρίψεως ήταν ότι, ανεξάρτητα από το ότι οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 167 του Κ.Δ.Δ. δεν έτασσαν κανένα τέτοιο ουσιώδη τύπο της διαδικασίας διεξαγωγής της πραγματογνωσύνης και ανεξάρτητα από το κατά πόσον μπορούσε να συναχθεί η αναγκαιότητα τηρήσεως της διαδικασίας αυτής κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 343 Κ.Πολ.Δ. (οι οποίες αναφέρονται σε αποδεικτική διαδικασία διεξαγόμενη από διάδικο, στα πλαίσια του συζητητικού συστήματος που διέπει την πολιτική δίκη), πάντως αναιρεσείον το νοσοκομείο δεν είχε προσδιορίσει με το πρωτοδίκως υποβληθέν, υπόμνημά του, σε τι συνίστατο η ανεπανόρθωτη βλάβη που είχε υποστεί από μια τέτοια παράλειψη (η οποία βλάβη, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), κατ’ άρθρο 62 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., προϋπόθεση για την απαγγελία από το Δικαστήριο της δικονομικής ακυρότητας, καθόσον μάλιστα ο τεχνικός του σύμβουλος είχε σε κάθε περίπτωση πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία της δικογραφίας και δυνατότητα επικοινωνίας με τον ορισθέντα πραγματογνώμονα και αντικρούσεως της εκθέσεώς του. Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο εκτίμησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε προκληθεί η προσβολή της υγείας της αναιρεσίβλητης, και έκρινε υπερβολική τη χρηματική ικανοποίηση που της είχε επιδικαστεί με την πρωτόδικη απόφαση, την περιόρισε δε στο εύλογο κατά την κρίση του ποσό των 30.000 ευρώ.
7. Επειδή, η ως άνω κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ως προς την απόρριψη του λόγου εφέσεως του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, κατά τον οποίο η διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη ήταν πλημμελής για το λόγο ότι δεν είχε παραστεί κατά τη διεξαγωγή της το αναιρεσείον νοσοκομείο, παρά το ότι είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, δεν είναι νόμιμη κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, δεδομένου ότι, υπό τις εν προκειμένω συντρέχουσες συνθήκες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να καλέσει τον διάδικο κατά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, δεν ήταν δε αναγκαία, για τον κατ’ έφεση έλεγχο της νομιμότητος της σχετικής κρίσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ή επίκληση άλλης ειδικότερης δικονομικής βλάβης από την παράλειψη αυτή. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, ενώ αποβαίνει περιττή η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως.
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την 238/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό. Και
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2010
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος Αθ. Ράντος Μ. Παπασαράντη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2010.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Βλασερού ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα, ……………………………………….
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος Α.Σ.