ΣτΕ 3036/2008, Ολομ., ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΓΛ, ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ, ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΕ, ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ , ΑΓΩΓΗ κατ΄άρθρο 105 ΕισΝΑκ συνταξιούχου κατά του Ελληνικού δημοσίου διότι δεν εφήρμοσε απόφαση του Ελεγκτικ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 3036/2008 
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : 
 
ΣτΕ Ολομ. 3036/2008
Με αγωγή του, συνταξιούχος του Δημοσίου ζήτησε αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, λόγω της, κατ’  αυτόν, παράνομης αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, καταβάλλοντας σ’  αυτόν την προσδιορισθείσα με την εν λόγω απόφαση συμπληρωματική σύνταξη. Ενόψει τούτου, η εκδίκαση της ασκηθείσης αγωγής υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι την αξίωσή του προς αποζημίωση στήριξε ο συνταξιούχος στην άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, η άρνηση δε αυτή είναι άσχετη προς την προηγηθείσα άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει στον συνταξιούχο συμπληρωματική σύνταξη, για την νομιμότητα της οποίας απεφάνθη το έχον δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν ασκεί δε, κατά τούτο, επιρροή το γεγονός ότι ο συνταξιούχος, προς υπολογισμό και μόνον του ύψους της ζημίας, την οποία υπέστη από την μη εκτέλεση της αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσδιόρισε, με την αγωγή του, την αιτούμενη αποζημίωση με βάση το ποσό της συμπληρωματικής συντάξεως, που αναγνωρίσθηκε με την εν λόγω απόφαση ότι πρέπει να καταβληθεί σ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία αυτών, το κεφάλαιο της ανωτέρω αγωγής του συνταξιούχου, που αφορούσε στο αίτημά του για την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την, κατά τα ανωτέρω, παράνομη, κατ’  αυτόν, άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, υπάγεται και αυτό στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Σχετικά με το ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κρίθηκε οτι Με την 3036/2008 απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε ότι η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη ήταν παράνομη, διότι κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση αυτή (7.4.1997) ίσχυε η διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η παρανομία δε αυτή της ανωτέρω αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου δεν ήρθη εκ των υστέρων με την διάταξη του άρθρου 15 του νεωτέρου ν. 2521/1997, με την οποία τροποποιήθηκε, κατΆ ουσίαν, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 και ορίσθηκε ότι η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατΆ αποφάσεως Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της, αναστέλλουν την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου και στην οποία προσδόθηκε αναδρομική ισχύ, διότι οι νεώτερες αυτές ρυθμίσεις, κατά το τελευταίο αυτό μέρος, συνιστούν ευθεία επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος.

 
 

Αριθμός 3036/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ν. Ντούβας, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε.Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Α. Σδράκα, Χ. Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 2000 αίτηση :
του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1. Θ. Ηλιάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Άγγελου Αγγελούση, κατοίκου Αθηνών, οδός Ηλ. Ποταμιάνου αρ. 7-9, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χιώλο (Α.Μ. 2192), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την υπ΄ αριθμ. 1095/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3642/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο, Κ. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους εκπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά νόμο, καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 3642/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, συνταξιούχου βουλευτή, κατά της υπ’ αριθ. 6278/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή, κατά το μέρος που με αυτήν είχε απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσιβλήτου περί καταβολής σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και, περαιτέρω, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτού και αναγνωρίσθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 2.000.000 δραχμών για την ως άνω αιτία.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. 1095/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, ενόψει της σπουδαιότητος των ζητημάτων που ανακύπτουν σε αυτήν και αφορούν αφενός μεν στην ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκασή της και αφετέρου στην έννοια και στην συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 15 του ν. 2521/1997, ενόψει και της υπάρξεως της υπ’ αριθ. 1091/2003 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή, ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, άποψη διαφορετική από την άποψη που διατύπωσε η πλειοψηφία του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς.
5. Επειδή, στο άρθρο 98 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί διαφορών εξ απονομής συντάξεων (παρ. 1 περ. ε΄ και ήδη, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής – ΦΕΚ Α΄ 84 – , περ. στ΄). Εξάλλου, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – ΦΕΚ Α΄ 164) για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διατάξεως που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του κατά το ανωτέρω άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, επί αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
6. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής, ως προς το πραγματικό της υποθέσεως : Ο αναιρεσίβλητος, συνταξιούχος βουλευτής, με αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ζήτησε την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, λόγω της αυξήσεως των μηνιαίων αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας που επήλθε με την υπ’ αριθμ. 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, προς εξίσωση των αποδοχών αυτών με τις αποδοχές των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. Α-3390/21.5.1996 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά της οποίας ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η έφεση αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται συμπληρωματικής συντάξεως για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ανερχομένης στο ποσό των 348.640 δραχμών μηνιαίως. Μετά την κοινοποίηση, την 14.2.1997, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους της ανωτέρω αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο αναιρεσίβλητος, με την από 2.4.1997 αίτησή του προς το εν λόγω Γενικό Λογιστήριο, ζήτησε την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την υπ’ αριθ. Α-2792/7.4.1997 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, με την αιτιολογία ότι εδόθη εντολή στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων να αναβάλει την εκτέλεση των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες επεδικάζοντο ποσά συμπληρωματικών συντάξεων σε συνταξιούχους βουλευτές, μέχρι την ψήφιση νομοσχεδίου, στο οποίο θα περιελαμβάνετο διάταξη, προβλέπουσα ότι οι ανωτέρω υποθέσεις τίθενται στο αρχείο. Στις 10.4.1997 ο αναιρεσίβλητος άσκησε αγωγή, με βάση το άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, όπως προκύπτει από το δικόγραφο αυτής, ζήτησε αφενός μεν αποζημίωση, ίση με τα ποσά των συμπληρωματικών συντάξεων, τα οποία ανεγνωρίσθησαν ως οφειλόμενα σε αυτόν με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την, κατ’ αυτόν, παράνομη άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση, αφετέρου δε χρηματική ικανοποίηση, ύψους 10.000.000 δρχ., προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άρνηση αυτή. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 6278/1998 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η εκδίκαση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου υπάγεται στη δικαιοδοσία του, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο έκρινε, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η εκδίκαση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος που με αυτήν εζητούντο ως αποζημίωση τα ποσά των συμπληρωματικών συντάξεων, τα οποία ανεγνωρίσθηκαν ως οφειλόμενα σε αυτόν με την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά σε αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι, συνεπώς, ορθώς απερρίφθη η αγωγή αυτή, κατά το ανωτέρω μέρος της, αν και με διαφορετική αιτιολογία, με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, όμως, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε εν μέρει την έφεση του αναιρεσιβλήτου και έκρινε ότι η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να εκτελέσει την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ήταν εκτελεστή από την κοινοποίησή της στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, συνιστούσε παράνομη συμπεριφορά, ότι η παρανομία αυτή δεν θεραπεύθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2521/1997, αφού το Δημόσιο δεν άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, αν και παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον του έτους από την κοινοποίησή της, και ότι, συνεπώς, ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, την οποία, κατά μερική αποδοχή της αγωγής αυτού, προσδιόρισε στο ποσό των 2.000.000 δραχμών.
7. Επειδή, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, με την αγωγή του ο αναιρεσίβλητος ζήτησε αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, λόγω της, κατ’ αυτόν, παράνομης αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την προαναφερθείσα, υπ’ αριθ. 168/1997, απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, καταβάλλοντας σ’ αυτόν την προσδιορισθείσα με την εν λόγω απόφαση συμπληρωματική σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 1.1.1991 έως 31.12.1995. Ενόψει τούτου, η εκδίκαση της ασκηθείσης από τον αναιρεσίβλητο αγωγής υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι την αξίωσή του προς αποζημίωση στήριξε ο αναιρεσίβλητος στην άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, η άρνηση δε αυτή είναι άσχετη προς την προηγηθείσα, κατά τα προεκτεθέντα, άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη, για την νομιμότητα της οποίας απεφάνθη το έχον δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν ασκεί δε, κατά τούτο, επιρροή το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος, προς υπολογισμό και μόνον του ύψους της ζημίας, την οποία υπέστη από την μη εκτέλεση της αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσδιόρισε, με την αγωγή του, την αιτούμενη αποζημίωση με βάση το ποσό της συμπληρωματικής συντάξεως, που αναγνωρίσθηκε με την εν λόγω απόφαση ότι πρέπει να καταβληθεί σ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία αυτών, το κεφάλαιο της ανωτέρω αγωγής του αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε στο αίτημά του για την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την, κατά τα ανωτέρω, παράνομη, κατ’ αυτόν, άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, υπάγεται και αυτό στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διαφορετική αιτιολογία, δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν, αν στην υπό κρίση περίπτωση ο αναιρεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη από την κατά τα ανωτέρω άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να εκτελέσει την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου και των Συμβούλων Ν. Σκλία, Δ. Πετρούλια, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουκάκη, Δ. Αλεξανδρή, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιά, ως και Ι. Γράβαρη, η εκδίκαση της ασκηθείσης από τον αναιρεσίβλητο αγωγής υπάγεται στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η παράλειψη συμμορφώσεως του Ελληνικού Δημοσίου αφορά απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε μη νόμιμη η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να χορηγήσει συμπληρωματική σύνταξη στον αναιρεσίβλητο, αποτελεί δε έμμεση συνέπεια της εν λόγω αρνήσεως, την οποία το Δημόσιο, παραλείποντας να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου – με την αιτιολογία, μάλιστα, ότι πρόκειται να ψηφισθεί διάταξη νόμου, που θα προβλέπει ότι παρόμοιες υποθέσεις, που αφορούν δικαιώματα συνταξιούχων βουλευτών, τίθενται στο αρχείο σε οποιοδήποτε στάδιο και αν εκκρεμούν – θεωρεί ότι είναι ισχυρή. Άλλωστε, αρμόδιο για να διαπιστώσει την συμμόρφωση ή μη προς τις αποφάσεις του, αλλά και να προσδιορίσει τις συνέπειες, που απορρέουν από την τυχόν μη συμμόρφωση προς αυτές, είναι το ίδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής αποτελεί και το γεγονός ότι, προκειμένου για τις δικαστικές αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274) ορίσθηκε ότι η αρμοδιότητα για την λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου μέτρων για την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, το κεφάλαιο της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε στο αίτημά του για την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπάγεται και αυτό στη δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου. Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε, για τον λόγο αυτόν, να αναιρεθεί κατά το προσβαλλόμενο μέρος της, που αφορά στην τελικώς εν μέρει αποδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και στην αναγνώριση της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση ποσό 2.000.000 δρχ., κατά το μέρος δε τούτο η αγωγή θα έπρεπε να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Επειδή, το άρθρο 61 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189) ορίζει ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων του Συνεδρίου είναι εκτελεσταί, επιτρεπομένου μόνον του … ενδίκου μέσου της αναιρέσεως». Το δε π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει στο άρθρο 91 ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των τμημάτων, αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν, είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον», στο άρθρο 109 ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις το ένδικον μέσον της αναιρέσεως», στο άρθρο 112 ότι «1. Η άσκησις της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν άλλως ειδικώς ορίζεται. 2. Εάν εκ της εκτελέσεως της αποφάσεως πιθανολογήται κίνδυνος βλάβης η αποκατάσταση της οποίας δεν είναι ευχερής, δύναται να διαταχθή, κατ’ αίτησιν τινος των διαδίκων, η εν όλω ή εν μέρει αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως,…» και στο άρθρο 114 παρ. 1 ότι «1. Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται εντός προθεσμίας ενός έτους, αρχομένης δια τον ιδιώτην, από της κοινοποιήσεως αυτώ της αποφάσεως, δια το Δημόσιον και τα Νομικά Πρόσωπα, αφ’ ης η απόφασις περιήλθεν εις την υπηρεσίαν αυτών και διά τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας, από της εκδόσεως της αποφάσεως» (βλ., ως προς την προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως, και το άρθρο 58 παρ. 3 του προαναφερθένος π.δ/τος 774/1980). Με το άρθρο 15 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄ 174/1.9.1997) ορίσθηκε ότι «Η άσκηση έφεσης ή αναίρεσης κατά των πράξεων ή αποφάσεων των κλιμακίων και των τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίστοιχα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση αυτών, αναστέλλουν την εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ», με το άρθρο δε 26 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «Η ισχύς των διατάξεων 1-15 πλην της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.1997. …».
9. Επειδή, η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, που εκδηλώθηκε με την υπ’ αριθ. Α-2792/7.4.1997 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, ήταν παράνομη, διότι κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η πράξη αυτή (7.4.1997) ίσχυε η παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η παρανομία δε αυτή της ανωτέρω αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, που συνέτρεχε κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η άρνηση αυτή ενόψει του τότε (7.4.1997) ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, δεν ήρθη εκ των υστέρων με την διάταξη του άρθρου 15 του νεωτέρου ν. 2521/1997, με την οποία τροποποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 και ορίσθηκε ότι η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της, αναστέλλουν την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου και στην οποία προσδόθηκε αναδρομική ισχύ από 1.1.1997, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή αφορά όχι μόνον στην αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που επιδικάσθηκαν με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και στην αναστολή της επελεύσεως όλων των εννόμων συνεπειών που απορρέουν από την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο δε διότι οι νεώτερες αυτές ρυθμίσεις συνιστούν ευθεία επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας (στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα πραγματικής ικανοποιήσεως της αναγνωρισθείσης από το δικαστήριο αξιώσεως) και την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών και από τα οποία απορρέει η υποχρέωση σεβασμού των τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 542/1999) και συμμορφώσεως προς αυτές όχι μόνον εκ μέρους της εκτελεστικής, αλλά και εκ μέρους της νομοθετικής λειτουργίας. Κατά την γνώμη δε του Προέδρου του Δικαστηρίου και των Συμβούλων Γ. Παπαμετζελόπουλου, Ν. Σκλία, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλια, Αθ. Ράντου, Ε. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκη, Αθ. Καραμιχαλέλη, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ι. Γράβαρη, ως και Ι. Ζόμπολα, προς την οποία ετάχθησαν και οι Πάρεδροι, η παρανομία της ανωτέρω αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη, η οποία συνέτρεχε κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η άρνηση αυτή, ενόψει του τότε (7.4.1997) ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος (άρθρο 112 παρ. 1 π.δ/τος 1225/1981), δεν ήρθη εκ των υστέρων με την διάταξη του άρθρου 15 του νεωτέρου ν. 2521/1997 και την πρόσδοση σ’ αυτήν αναδρομικής ισχύος, ανεξαρτήτως της ειδικότερης εννοίας της εν λόγω διατάξεως και της συμφωνίας ή μη αυτής προς το Σύνταγμα. Τούτο δε διότι, προκειμένου να κριθεί αν πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου είναι νόμιμη και αν, ως εκ τούτου, συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη το νομοθετικό καθεστώς που πράγματι ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως ή συντελέσεως της παραλείψεως, ο τυχόν δε, κατά τον χρόνο αυτόν, παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως δεν μπορεί να αρθεί με μεταγενέστερη τροποποίηση του ανωτέρω νομοθετικού καθεστώτος, έστω και αν η τροποποίηση αυτή έχει αναδρομική ισχύ, η οποία καταλαμβάνει και τον χρόνο εκδηλώσεως της παρανομίας.
10. Επειδή, εφόσον, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 15 του ν. 2521/1997 δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ως αντικειμένη στο Σύνταγμα, η εκδηλωθείσα την 7.4.1997 άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, συνιστά παράνομη συμπεριφορά, ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο, κατ’ αρχήν, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ως εκ της παράνομης αυτής συμπεριφοράς, όπως νομίμως κρίθηκε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
11. Επειδή, απορριπτομένης της κρινομένης αιτήσεως, πρέπει να επιβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο η δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ για την παράστασή του με πληρεξούσιο δικηγόρο τόσον ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσον και ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου (460 + 460).
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου και 27 Νοεμβρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 2008.
Ο Πρόεδρος    Ο Γραμματέας
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Β. Μανωλόπουλος
 
 

 
 

 
 

Αριθμός 3036/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ν. Ντούβας, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε.Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Α. Σδράκα, Χ. Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 2000 αίτηση :
του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1. Θ. Ηλιάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Άγγελου Αγγελούση, κατοίκου Αθηνών, οδός Ηλ. Ποταμιάνου αρ. 7-9, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χιώλο (Α.Μ. 2192), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την υπ΄ αριθμ. 1095/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3642/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο, Κ. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους εκπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά νόμο, καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 3642/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, συνταξιούχου βουλευτή, κατά της υπ’ αριθ. 6278/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή, κατά το μέρος που με αυτήν είχε απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσιβλήτου περί καταβολής σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και, περαιτέρω, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτού και αναγνωρίσθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 2.000.000 δραχμών για την ως άνω αιτία.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. 1095/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, ενόψει της σπουδαιότητος των ζητημάτων που ανακύπτουν σε αυτήν και αφορούν αφενός μεν στην ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκασή της και αφετέρου στην έννοια και στην συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 15 του ν. 2521/1997, ενόψει και της υπάρξεως της υπ’ αριθ. 1091/2003 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή, ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, άποψη διαφορετική από την άποψη που διατύπωσε η πλειοψηφία του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς.
5. Επειδή, στο άρθρο 98 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί διαφορών εξ απονομής συντάξεων (παρ. 1 περ. ε΄ και ήδη, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής – ΦΕΚ Α΄ 84 – , περ. στ΄). Εξάλλου, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – ΦΕΚ Α΄ 164) για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διατάξεως που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του κατά το ανωτέρω άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, επί αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
6. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής, ως προς το πραγματικό της υποθέσεως : Ο αναιρεσίβλητος, συνταξιούχος βουλευτής, με αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ζήτησε την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, λόγω της αυξήσεως των μηνιαίων αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας που επήλθε με την υπ’ αριθμ. 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, προς εξίσωση των αποδοχών αυτών με τις αποδοχές των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. Α-3390/21.5.1996 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά της οποίας ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η έφεση αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται συμπληρωματικής συντάξεως για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ανερχομένης στο ποσό των 348.640 δραχμών μηνιαίως. Μετά την κοινοποίηση, την 14.2.1997, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους της ανωτέρω αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο αναιρεσίβλητος, με την από 2.4.1997 αίτησή του προς το εν λόγω Γενικό Λογιστήριο, ζήτησε την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την υπ’ αριθ. Α-2792/7.4.1997 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, με την αιτιολογία ότι εδόθη εντολή στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων να αναβάλει την εκτέλεση των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες επεδικάζοντο ποσά συμπληρωματικών συντάξεων σε συνταξιούχους βουλευτές, μέχρι την ψήφιση νομοσχεδίου, στο οποίο θα περιελαμβάνετο διάταξη, προβλέπουσα ότι οι ανωτέρω υποθέσεις τίθενται στο αρχείο. Στις 10.4.1997 ο αναιρεσίβλητος άσκησε αγωγή, με βάση το άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, όπως προκύπτει από το δικόγραφο αυτής, ζήτησε αφενός μεν αποζημίωση, ίση με τα ποσά των συμπληρωματικών συντάξεων, τα οποία ανεγνωρίσθησαν ως οφειλόμενα σε αυτόν με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την, κατ’ αυτόν, παράνομη άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση, αφετέρου δε χρηματική ικανοποίηση, ύψους 10.000.000 δρχ., προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άρνηση αυτή. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 6278/1998 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η εκδίκαση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου υπάγεται στη δικαιοδοσία του, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο έκρινε, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η εκδίκαση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος που με αυτήν εζητούντο ως αποζημίωση τα ποσά των συμπληρωματικών συντάξεων, τα οποία ανεγνωρίσθηκαν ως οφειλόμενα σε αυτόν με την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά σε αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι, συνεπώς, ορθώς απερρίφθη η αγωγή αυτή, κατά το ανωτέρω μέρος της, αν και με διαφορετική αιτιολογία, με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, όμως, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε εν μέρει την έφεση του αναιρεσιβλήτου και έκρινε ότι η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να εκτελέσει την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ήταν εκτελεστή από την κοινοποίησή της στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, συνιστούσε παράνομη συμπεριφορά, ότι η παρανομία αυτή δεν θεραπεύθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2521/1997, αφού το Δημόσιο δεν άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, αν και παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον του έτους από την κοινοποίησή της, και ότι, συνεπώς, ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο αποζημιώσεως, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, την οποία, κατά μερική αποδοχή της αγωγής αυτού, προσδιόρισε στο ποσό των 2.000.000 δραχμών.
7. Επειδή, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, με την αγωγή του ο αναιρεσίβλητος ζήτησε αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, λόγω της, κατ’ αυτόν, παράνομης αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την προαναφερθείσα, υπ’ αριθ. 168/1997, απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, καταβάλλοντας σ’ αυτόν την προσδιορισθείσα με την εν λόγω απόφαση συμπληρωματική σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 1.1.1991 έως 31.12.1995. Ενόψει τούτου, η εκδίκαση της ασκηθείσης από τον αναιρεσίβλητο αγωγής υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι την αξίωσή του προς αποζημίωση στήριξε ο αναιρεσίβλητος στην άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, η άρνηση δε αυτή είναι άσχετη προς την προηγηθείσα, κατά τα προεκτεθέντα, άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη, για την νομιμότητα της οποίας απεφάνθη το έχον δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν ασκεί δε, κατά τούτο, επιρροή το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος, προς υπολογισμό και μόνον του ύψους της ζημίας, την οποία υπέστη από την μη εκτέλεση της αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσδιόρισε, με την αγωγή του, την αιτούμενη αποζημίωση με βάση το ποσό της συμπληρωματικής συντάξεως, που αναγνωρίσθηκε με την εν λόγω απόφαση ότι πρέπει να καταβληθεί σ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία αυτών, το κεφάλαιο της ανωτέρω αγωγής του αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε στο αίτημά του για την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την, κατά τα ανωτέρω, παράνομη, κατ’ αυτόν, άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, υπάγεται και αυτό στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διαφορετική αιτιολογία, δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν, αν στην υπό κρίση περίπτωση ο αναιρεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη από την κατά τα ανωτέρω άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να εκτελέσει την προαναφερθείσα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου και των Συμβούλων Ν. Σκλία, Δ. Πετρούλια, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουκάκη, Δ. Αλεξανδρή, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιά, ως και Ι. Γράβαρη, η εκδίκαση της ασκηθείσης από τον αναιρεσίβλητο αγωγής υπάγεται στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η παράλειψη συμμορφώσεως του Ελληνικού Δημοσίου αφορά απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε μη νόμιμη η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να χορηγήσει συμπληρωματική σύνταξη στον αναιρεσίβλητο, αποτελεί δε έμμεση συνέπεια της εν λόγω αρνήσεως, την οποία το Δημόσιο, παραλείποντας να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου – με την αιτιολογία, μάλιστα, ότι πρόκειται να ψηφισθεί διάταξη νόμου, που θα προβλέπει ότι παρόμοιες υποθέσεις, που αφορούν δικαιώματα συνταξιούχων βουλευτών, τίθενται στο αρχείο σε οποιοδήποτε στάδιο και αν εκκρεμούν – θεωρεί ότι είναι ισχυρή. Άλλωστε, αρμόδιο για να διαπιστώσει την συμμόρφωση ή μη προς τις αποφάσεις του, αλλά και να προσδιορίσει τις συνέπειες, που απορρέουν από την τυχόν μη συμμόρφωση προς αυτές, είναι το ίδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής αποτελεί και το γεγονός ότι, προκειμένου για τις δικαστικές αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274) ορίσθηκε ότι η αρμοδιότητα για την λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου μέτρων για την συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, το κεφάλαιο της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε στο αίτημά του για την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπάγεται και αυτό στη δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου. Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε, για τον λόγο αυτόν, να αναιρεθεί κατά το προσβαλλόμενο μέρος της, που αφορά στην τελικώς εν μέρει αποδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και στην αναγνώριση της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση ποσό 2.000.000 δρχ., κατά το μέρος δε τούτο η αγωγή θα έπρεπε να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Επειδή, το άρθρο 61 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189) ορίζει ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων του Συνεδρίου είναι εκτελεσταί, επιτρεπομένου μόνον του … ενδίκου μέσου της αναιρέσεως». Το δε π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει στο άρθρο 91 ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των τμημάτων, αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν, είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον», στο άρθρο 109 ότι «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις το ένδικον μέσον της αναιρέσεως», στο άρθρο 112 ότι «1. Η άσκησις της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν άλλως ειδικώς ορίζεται. 2. Εάν εκ της εκτελέσεως της αποφάσεως πιθανολογήται κίνδυνος βλάβης η αποκατάσταση της οποίας δεν είναι ευχερής, δύναται να διαταχθή, κατ’ αίτησιν τινος των διαδίκων, η εν όλω ή εν μέρει αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως,…» και στο άρθρο 114 παρ. 1 ότι «1. Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται εντός προθεσμίας ενός έτους, αρχομένης δια τον ιδιώτην, από της κοινοποιήσεως αυτώ της αποφάσεως, δια το Δημόσιον και τα Νομικά Πρόσωπα, αφ’ ης η απόφασις περιήλθεν εις την υπηρεσίαν αυτών και διά τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας, από της εκδόσεως της αποφάσεως» (βλ., ως προς την προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως, και το άρθρο 58 παρ. 3 του προαναφερθένος π.δ/τος 774/1980). Με το άρθρο 15 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄ 174/1.9.1997) ορίσθηκε ότι «Η άσκηση έφεσης ή αναίρεσης κατά των πράξεων ή αποφάσεων των κλιμακίων και των τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίστοιχα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση αυτών, αναστέλλουν την εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ», με το άρθρο δε 26 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «Η ισχύς των διατάξεων 1-15 πλην της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.1997. …».
9. Επειδή, η άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, που εκδηλώθηκε με την υπ’ αριθ. Α-2792/7.4.1997 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, ήταν παράνομη, διότι κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η πράξη αυτή (7.4.1997) ίσχυε η παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η παρανομία δε αυτή της ανωτέρω αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, που συνέτρεχε κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η άρνηση αυτή ενόψει του τότε (7.4.1997) ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, δεν ήρθη εκ των υστέρων με την διάταξη του άρθρου 15 του νεωτέρου ν. 2521/1997, με την οποία τροποποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 112 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 και ορίσθηκε ότι η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της, αναστέλλουν την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου και στην οποία προσδόθηκε αναδρομική ισχύ από 1.1.1997, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή αφορά όχι μόνον στην αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που επιδικάσθηκαν με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και στην αναστολή της επελεύσεως όλων των εννόμων συνεπειών που απορρέουν από την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο δε διότι οι νεώτερες αυτές ρυθμίσεις συνιστούν ευθεία επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας (στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα πραγματικής ικανοποιήσεως της αναγνωρισθείσης από το δικαστήριο αξιώσεως) και την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών και από τα οποία απορρέει η υποχρέωση σεβασμού των τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 542/1999) και συμμορφώσεως προς αυτές όχι μόνον εκ μέρους της εκτελεστικής, αλλά και εκ μέρους της νομοθετικής λειτουργίας. Κατά την γνώμη δε του Προέδρου του Δικαστηρίου και των Συμβούλων Γ. Παπαμετζελόπουλου, Ν. Σκλία, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλια, Αθ. Ράντου, Ε. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκη, Αθ. Καραμιχαλέλη, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ι. Γράβαρη, ως και Ι. Ζόμπολα, προς την οποία ετάχθησαν και οι Πάρεδροι, η παρανομία της ανωτέρω αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο συμπληρωματική σύνταξη, η οποία συνέτρεχε κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η άρνηση αυτή, ενόψει του τότε (7.4.1997) ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος (άρθρο 112 παρ. 1 π.δ/τος 1225/1981), δεν ήρθη εκ των υστέρων με την διάταξη του άρθρου 15 του νεωτέρου ν. 2521/1997 και την πρόσδοση σ’ αυτήν αναδρομικής ισχύος, ανεξαρτήτως της ειδικότερης εννοίας της εν λόγω διατάξεως και της συμφωνίας ή μη αυτής προς το Σύνταγμα. Τούτο δε διότι, προκειμένου να κριθεί αν πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου είναι νόμιμη και αν, ως εκ τούτου, συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη το νομοθετικό καθεστώς που πράγματι ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως ή συντελέσεως της παραλείψεως, ο τυχόν δε, κατά τον χρόνο αυτόν, παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως δεν μπορεί να αρθεί με μεταγενέστερη τροποποίηση του ανωτέρω νομοθετικού καθεστώτος, έστω και αν η τροποποίηση αυτή έχει αναδρομική ισχύ, η οποία καταλαμβάνει και τον χρόνο εκδηλώσεως της παρανομίας.
10. Επειδή, εφόσον, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 15 του ν. 2521/1997 δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ως αντικειμένη στο Σύνταγμα, η εκδηλωθείσα την 7.4.1997 άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα με την υπ’ αριθ. 168/1997 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, συνιστά παράνομη συμπεριφορά, ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο, κατ’ αρχήν, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ως εκ της παράνομης αυτής συμπεριφοράς, όπως νομίμως κρίθηκε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
11. Επειδή, απορριπτομένης της κρινομένης αιτήσεως, πρέπει να επιβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο η δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ για την παράστασή του με πληρεξούσιο δικηγόρο τόσον ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσον και ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου (460 + 460).
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου και 27 Νοεμβρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 2008.
Ο Πρόεδρος    Ο Γραμματέας
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Β. Μανωλόπουλος