ΣτΕ Ολ 3086/2011
Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος Επικρατείας
Δικηγόροι: Δ. Τσοβόλας, Στ. Δέτσης, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους
Καταστροφή θερμοκηπιακών μονάδων από χιονοπτώσεις. Δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ από νομοθέτηση ή παράλειψή της. Αρχή της ισότητας κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 Συντ . Κανονιστική ρύθμιση αποζημίωσης παραγωγών νομού, των οποίων οι θερμοκηπιακές μονάδες καταστράφηκαν από έντονα καιρικά φαινόμενα. O όρος «καταστράφηκαν» στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή προσφυγή στην χρήση του δευτέρου εδαφίου. Στο εννοιολογικό εύρος του όρου αυτού περιλαμβάνεται η καταστροφή και όχι η απλή ζημία και, συνεπώς, αν στις πέντε περιπτώσεις των ονομαστικά μνημονευόμενων στο δεύτερο εδάφιο παραγωγών περιλαμβάνεται παραγωγός, του οποίου οι θερμοκηπιακές μονάδες υπέστησαν απλή ζημία, και όχι καταστροφή, η διάταξη αυτή αντίκειται προς την αρχή της ισότητας ως εισάγουσα αδικαιολόγητη ευμενή ρύθμιση. Επομένως, δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση τρίτος παραγωγός επικαλούμενος ότι υπέστη ζημία ανάλογη με τη ζημία παραγωγού που περιλαμβάνεται στις πέντε περιπτώσεις. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου συντρέχει περίπτωση σοβαρού λόγου εισαγωγής εξαίρεσης στην πάγια νομολογιακή θέση του μη ελέγχου των interna corporis σε εξόφθαλμες παραβάσεις του Συντάγματος. (μειοψ.).
Διατάξεις: άρθρα 4 [παρ. 1] Συντ., 105 ΕισΝΑΚ, 17β Ν 2538/1997
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (… έντυπα παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 1885/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 9576/2002 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή είχε τελικώς ζητήσει να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να της καταβάλει ως αποζημίωση ποσό 190.560.000 δραχμών, για την αποκατάσταση ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, είχε υποστεί από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του να τη συμπεριλάβουν στη ρύθμιση του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 .
2. Επειδή, με την 2546/2010 απόφαση του Α΄ Τμήματος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 .
3. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΠΔ 456/1984 , ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανά της ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψη αυτή γεννάται αντίθεση προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου (ΣτΕ 909/2007 ).
4. Επειδή, εξ άλλου, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος , αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων τα οποία τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν αυτή θεσπίζει, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια. Κατά το δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 1386/2007 ). Εάν το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας, οφείλει, κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού, να άρει τη διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα.
5. Επειδή, στο άρθρο 17β του Ν 2538/1997 (ΦΕΚ Α΄ 242) ορίζονται τα ακόλουθα: «Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει να καλύψει κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) τις κατά την 13.10.1997 συνολικές οφειλές, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων, προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος των παραγωγών του Νομού Καρδίτσας από δάνεια για την κατασκευή και λειτουργία θερμοκηπιακών μονάδων, που καταστράφηκαν από τις χιονοπτώσεις κατά το Μάρτιο 1987, το Δεκέμβριο του 1988, το 1994 και την ανεμοθύελλα του 1995. Το συνολικό ποσό που θα καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται σε εκατόν ογδόντα τρία εκατομμύρια διακόσιες εννιά χιλιάδες εξακόσιες επτά (183.209.607) δραχμές και κατανέμεται κατά παραγωγό ως εξής: α) ΑΝΘΟΦΑΡΜ ΑΕ 97.272.673 δρχ. β) Παπαγεωργίου Χαράλαμπος του Δημητρίου 27.420.014 δρχ. γ) Παπαρούνας Ιωάννης του Χρήστου 6.786.920 δρχ. δ) Αναγνωστόπουλος Χρήστος του Βαΐου 20.550.000 δρχ. ε) Οικονόμου Γεώργιος του Αποστόλου 31.180.000 δρχ. Η ρύθμιση του παραπάνω ποσού θα πραγματοποιηθεί με έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ισόποσου ομολογιακού δανείου (άρθρα 31 και 32 του Ν 1914/1990 ), οι ομολογίες του οποίου θα διατεθούν στην ΑΤΕ ΑΕ διατηρουμένων εν ισχύι των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν 2459/1997». Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, με το πρώτο εδάφιο αυτής ο νομοθέτης ρυθμίζει κανονιστικά το ζήτημα της αποζημίωσης των παραγωγών του Νομού Καρδίτσας, των οποίων οι θερμοκηπιακές μονάδες καταστράφηκαν από τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή καιρικά φαινόμενα, ενώ με το δεύτερο εδάφιο εξατομικεύει την ανωτέρω ρύθμιση. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Καραμανώφ, Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Κ. Κουσούλης και Θ. Αραβάνης, στη γνώμη των οποίων προσχώρησε η Πάρεδρος Β. Μόσχου. Κατά τη γνώμη αυτή η ρύθμιση είναι στο σύνολό της ατομική και αφορά μόνο τους ανωτέρω ονομαστικά αναφερόμενους πέντε παραγωγούς. Τούτο συνάγεται από την εισηγητική έκθεση του νόμου και τις συζητήσεις στη Βουλή, καθώς και από τη μνεία στο δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω διάταξης του συνολικού ποσού που υποχρεώνεται να καταβάλει το Δημόσιο και στο τρίτο εδάφιο αυτής του τρόπου καταβολής του.
6. Επειδή, περαιτέρω, ο όρος «καταστράφηκαν» στο πρώτο εδάφιο της πιο πάνω διάταξης πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή προσφυγή στη χρήση του δεύτερου εδαφίου. Στο εννοιολογικό εύρος του όρου αυτού περιλαμβάνεται η καταστροφή, ήτοι η ολική ή ιδιαίτερα μεγάλη φθορά, όχι όμως και η απλή ζημία, δηλαδή η απλή μείωση της αξίας των πιο πάνω θερμοκηπιακών μονάδων. Συνεπώς, αν στις πέντε περιπτώσεις των ονομαστικά μνημονευομένων στο δεύτερο εδάφιο παραγωγών περιλαμβάνεται παραγωγός, του οποίου οι θερμοκηπιακές μονάδες υπέστησαν απλή ζημία, και όχι καταστροφή, η διάταξη αντίκειται κατά τούτο προς την αρχή της ισότητας, γιατί εισάγει αδικαιολόγητη ευμενή ρύθμιση υπέρ του παραγωγού αυτού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην τέταρτη σκέψη. Εν όψει τούτων, δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση τρίτος παραγωγός επικαλούμενος ότι υπέστη ζημία ανάλογη με τη ζημία – και όχι καταστροφή – θερμοκηπιακών μονάδων παραγωγού που περιλαμβάνεται στις ανωτέρω πέντε περιπτώσεις. Εξ άλλου, κατά τη συγκλίνουσα κατ΄ αποτέλεσμα γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, το άρθρο 73 παρ. 3 του Συντάγματος απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την κατάθεση τροπολογιών που συνεπάγονται δαπάνες σε βάρος του Δημοσίου προκειμένου να δοθεί όφελος σε κάποιο πρόσωπο. Περαιτέρω, στο άρθρο 74 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος προβλέπεται ότι νομοσχέδια που περιέχουν διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγονται προς συζήτηση, ενώ κάθε τροπολογία συνοδεύεται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση, και ότι δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογίας με διατάξεις άσχετες προς το κύριο αντικείμενο του προς συζήτηση νομοσχεδίου. Βεβαίως, όπως παγίως έχει κριθεί, από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος προκύπτει ότι, εφόσον πρόκειται περί νόμου έχοντος πάντα τα απαιτούμενα για την υπόσταση αυτού εξωτερικά στοιχεία, τα δικαστήρια έχουν την εξουσία προς έλεγχο μόνο της συμφωνίας του κειμένου του νόμου προς το Σύνταγμα, όχι δε και της τήρησης των διαδικαστικών διατάξεων που καθιερώνονται από το Σύνταγμα για την ψήφιση των νόμων (όπως είναι και οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 3 και 74), ο δε έλεγχος της τήρησης των διατάξεων τούτων, απόκειται σε αυτό τούτο το Νομοθετικό Σώμα (βλ. ΣτΕ 1852/1977 , 665/1978, 3845/1980, 4129/1980, 902-3/1981, 1721/1991, 2185, 2927/2004, 444/1995, 1686, 1913/2003, 309/2010 κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Βουλής, το επίμαχο άρθρο αποτελεί υιοθέτηση τροπολογίας βουλευτών, σε νομοσχέδιο που κατατέθηκε με τον ίδιο τίτλο που έχει ο νόμος («Τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας για τα γεωργικά και κτηνιατρικά φάρμακα, ρύθμιση χρεών συνεταιριστικών οργανώσεων και άλλες διατάξεις») και προϋπολογιζόμενη επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό άνω των 120.000.000.000 δραχμών. Κατά τη συζήτηση στην οικεία Διαρκή Επιτροπή της Βουλής επισημάνθηκε ότι «[Ο] τίτλος του νομοσχεδίου δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του, αφού από τα 74 άρθρα τα 12 αναφέρονται στην τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας για τα γεωργικά και κτηνιατρικά φάρμακα, τα 5 άρθρα αναφέρονται στη ρύθμιση των χρεών των συνεταιριστικών οργανώσεων των ΑΣΟ και τα 55 άρθρα αναφέρονται στις άλλες διατάξεις. Δηλαδή, τα 3/4 και περισσότερα των άρθρων αναφέρονται στις άλλες διατάξεις … Πολλά από τα άρθρα αυτά μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν σχέδια νόμου, διότι αφορούν ολόκληρους τομείς της αγροτικής οικονομίας …». Μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου κατατέθηκαν 30 περίπου προσθήκες και τροπολογίες από μέλη της Κυβέρνησης και μεμονωμένους βουλευτές, προϋπολογιζομένης δαπάνης, μόνο σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο Β΄ (άρθρα 14 -18) για τα χρέη των Συνεταιριστικών Οργανώσεων, άνω των 40.000.000.000 και 1.000.000.000 δραχμών αντιστοίχως. Επίσης, κατατέθηκαν και άλλες 70 τροπολογίες για άλλα ζητήματα. Αποτέλεσμα ήταν το εν λόγω Κεφάλαιο Β΄ να αποτελείται στην ψηφισθείσα μορφή του από 9 άρθρα έναντι 5 και η συνολική του έκταση να τριπλασιασθεί μαζί με την αύξηση της δαπάνης που θα προκαλούσε ο νόμος στον κρατικό προϋπολογισμό. Οι περισσότερες ψηφισθείσες τροπολογίες, όπως και η επίδικη, περιείχαν μία σύντομη εισηγητική έκθεση, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, ενώ εμφανίζονται και αρκετές τροπολογίες όμοιου ακριβώς περιεχομένου. Με αυτά τα δεδομένα, και παρά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία ευλόγως εκφράζει το συνήθως συμβαίνον και την αποχή του ελέγχου εκ μέρους των δικαστηρίων των interna corporis της Νομοθετικής Εξουσίας στα πλαίσια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, συντρέχει, κατά τη γνώμη αυτή, σοβαρός λόγος να εισαχθεί εξαίρεση στην εν λόγω πάγια νομολογιακή θέση σε εξόφθαλμες παραβιάσεις του Συντάγματος. Συνεπώς, κατά την ίδια γνώμη, η επίμαχη ανεπίτρεπτη ατομική ρύθμιση είναι αντισυνταγματική και ως εκ τoύτου ανεφάρμοστη. Το μη εφαρμόσιμο δε της εν λόγω διάταξης δεν μπορεί να οδηγήσει σε διασταλτική ισότητα, υπό την έννοια ότι και ο τυχόν μη ρητώς μνημονευόμενος παραγωγός δικαιούται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, να λάβει και αυτός την αντισυνταγματικώς θεσπισθείσα οικονομική ενίσχυση, αλλά ότι η Διοίκηση, στο μέτρο που έχει εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, υποχρεούται να αναζητήσει ως αδικαιολογήτως καταβληθέντα τα ποσά στους ονομαστικά μνημονευόμενους παραγωγούς, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η δυνατότητα των τελευταίων αυτών να ζητήσουν αποζημίωση για παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εάν και εφόσον και οι ίδιοι δεν συνέπραξαν αθέμιτα στην προώθηση και ψήφιση της εν λόγω διάταξης, όπου αναφέρεται με ακρίβεια δραχμής το χρέος ενός εκάστου εξ αυτών στην Αγροτική Τράπεζα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Σκαλτσούνης, Α. Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου, Α. Καλογεροπούλου και Θ. Αραβάνης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Το δεύτερο εδάφιο του ανωτέρω άρθρου εξειδικεύει το πρώτο – με το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί συνδυαστικά – και ειδικότερα τον όρο «καταστράφηκαν». Ο νομοθέτης, δηλαδή, θεωρεί ότι υπάρχει, πάντως, «καταστροφή» των θερμοκηπιακών μονάδων στις πέντε περιπτώσεις που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου τούτου. Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 , στο βαθμό που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής των ευνοϊκών της ρυθμίσεων παραγωγούς του Νομού Καρδίτσας, των οποίων οι θερμοκηπιακές μονάδες καταστράφηκαν στην ίδια ή παρόμοια έκταση με τις μονάδες των παραγωγών του ίδιου νομού που μνημονεύονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, από τα αναφερόμενα σ’ αυτήν καιρικά φαινόμενα, αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας· από τη διαπίστωση αυτή γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση των εν λόγω παραγωγών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, αν παραγωγός, ο οποίος υπάγεται κατ’ αρχήν στη ρύθμιση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 , προβάλει με αγωγή του παραβίαση, ως προς αυτόν, της αρχής της ισότητας, επικαλούμενος ότι τελεί υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, ως προς την έκταση καταστροφής της θερμοκηπιακής του μονάδας, με κάποιον από τους παραγωγούς που μνημονεύονται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, τα δικαστήρια της ουσίας πρέπει να εκφέρουν επί του ζητήματος αυτού αιτιολογημένη κρίση.
7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα εταιρεία είχε ως αντικείμενο την παραγωγή ανθοκομικού πολλαπλασιαστικού υλικού βολβών και λειτουργούσε ως φυτωριακή μονάδα, διατηρώντας προς τούτο θερμοκήπιο στο Νομό Καρδίτσας. Ενόψει του ότι ο νομός αυτός είχε πληγεί από ακραία καιρικά φαινόμενα κατά το διάστημα των ετών 1980 έως 1995, το Δημόσιο με την ψήφιση της διάταξης του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 ανέλαβε να καλύψει τις οφειλές προς την Αγροτική Τράπεζα των ονομαστικά αναφερόμενων στη διάταξη αυτή παραγωγών του νομού, οι οποίοι είχαν υποστεί καταστροφή των θερμοκηπίων τους από τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου 1987, του Δεκεμβρίου 1988, του 1994 και την ανεμοθύελλα του 1995. Η αναιρεσείουσα με την αγωγή της προέβαλε ότι η ανωτέρω ρύθμιση, κατά το μέρος που δεν συμπεριέλαβε και την ίδια στις ευεργετικές της ρυθμίσεις, αντέκειτο στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι οι λόγοι για τη θέσπισή της, συνιστάμενοι στην κρατική ενίσχυση των παραγωγών που είχαν υποστεί ζημίες από τη θεομηνία, συνέτρεχαν και για την ίδια, η οποία ανήκε στην ίδια κατηγορία με τους ως άνω παραγωγούς και είχε υποστεί ζημίες στον ίδιο βαθμό με αυτούς από τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου 1987, την ξηρασία του 1990 και την πλημμύρα του 1994· η αναιρεσείουσα προέβαλε επίσης ότι η παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να την περιλάβουν στην ανωτέρω ρύθμιση, παρά το ότι είχε υποβάλει στις 10.2.1998 σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Γεωργίας, της προκάλεσε ζημία ίση προς το συνολικό χρέος της προς την Αγροτική Τράπεζα, ανερχόμενο στις 15.9.2000 στο ποσό των 190.560.000 δραχμών, το οποίο αδυνατούσε να καταβάλει λόγω των οικονομικών δυσχερειών από τις προκληθείσες θεομηνίες. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η αναιρεσείουσα προσκόμισε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου: α) την 15743/12.9.2000 βεβαίωση της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, σύμφωνα με την οποία αυτή είχε υποστεί ζημίες στις εγκαταστάσεις της από τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου 1987, την ξηρασία του 1990 και την πλημμύρα του 1994, β) την 3726/15.9.2000 βεβαίωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, από την οποία προέκυπτε ότι το σύνολο των οφειλών της μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης ανερχόταν στο ποσό των 190.560.000 δραχμών και γ) την 18751/9/.10.1997 βεβαίωση της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας. Από την τελευταία αυτή βεβαίωση προέκυπτε ότι μία από τις θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις, έκτασης δύο στρεμμάτων, του Χαράλαμπου Παπαγεωργίου, ενός από τους παραγωγούς που είχαν περιληφθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις, είχε υποστεί ζημία από τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου 1987 και του Φεβρουαρίου 1994, άλλη, έκτασης ενός στρέμματος, από τις χιονοπτώσεις του έτους 1994, και τα πιο πάνω δύο θερμοκήπιά του, έκτασης τριών στρεμμάτων, είχαν υποστεί ζημίες κατά τις ανεμοθύελλες του Φεβρουαρίου 1995. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με την 9576/2002 απόφασή του, κατά της οποίας η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση. Το διοικητικό εφετείο δέχτηκε τα εξής: α) από τη διάταξη του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 προκύπτει ότι το Δημόσιο ανέλαβε τις συνολικές οφειλές συγκεκριμένων παραγωγών του Νομού Καρδίτσας προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος από δάνεια αυτών για την κατασκευή και λειτουργία θερμοκηπιακών μονάδων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είχαν υποστεί καταστροφή από ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα περιοριστικώς στη διάταξη αυτή καιρικά φαινόμενα και ειδικότερα τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου του 1987, του Δεκεμβρίου του 1988, τις χιονοπτώσεις του 1994 και την ανεμοθύελλα του 1995· β) η αναιρεσείουσα, όπως προέκυψε από την προσκομισθείσα βεβαίωση της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, υπέστη μεν ζημίες στις θερμοκηπιακές της μονάδες από ένα από τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή καιρικά φαινόμενα, και συγκεκριμένα από τις χιονοπτώσεις του Μαρτίου του 1987, όχι όμως και καταστροφή, καθόσον άλλωστε από το 7270/8.5.2001 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας που προσκόμισε πρωτοδίκως το Δημόσιο, προκύπτει ότι αυτή δεν ενισχύθηκε οικονομικά, διότι η ζημία της από τις χιονοπτώσεις του 1987 ήταν χαμηλότερη από το προβλεπόμενο ποσοστό που θεμελίωνε δικαίωμα οικονομικής ενίσχυσης· γ) οι αναφερόμενες λοιπές ζημίες της είχαν προέλθει από άλλα καιρικά φαινόμενα, μη μνημονεύομενα στην ως άνω διάταξη και, ειδικότερα, αφενός μεν από την ξηρασία του έτους 1990, για την οποία άλλωστε, σύμφωνα με το πιο πάνω έγγραφο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, δεν εκδόθηκε διαταγή από το Υπουργείο Γεωργίας για την κάλυψη των ζημιών των παραγωγών του νομού, αφετέρου δε από τις πλημμύρες του έτους 1994, για τις οποίες η αναιρεσείουσα επιδοτήθηκε με το ποσό των 20.000.000 δραχμών. Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι ίδιες συνθήκες που θα υπαγόρευαν την ίδια αντιμετώπιση της αναιρεσείουσας με τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 παραγωγούς και, συνεπώς, η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που δεν την καταλάμβανε, δεν αντέκειτο στο άρθρο 4 του Συντάγματος . Κατόπιν τούτων, το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας.
8. Επειδή, η κρίση στην οποία κατέληξε το διοικητικό εφετείο είναι νόμιμη. Τούτο, διότι, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα είχε υποστεί ζημία, όχι όμως καταστροφή στις θερμοκηπιακές της εγκαταστάσεις, στήριξε δε την αποζημιωτική της αξίωση κατά του Δημοσίου στο ότι οι εγκαταστάσεις ονομαστικά υπαχθέντων στην επίδικη ρύθμιση παραγωγών είχαν επίσης υποστεί ζημία, ανάλογη σε είδος και έκταση με τη ζημία που η ίδια είχε υποστεί. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη, η αξίωση αυτή της αναιρεσείουσας δεν μπορούσε, κατά το νόμο, να ικανοποιηθεί. Συνεπώς, τόσο ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 17β του Ν 2538/1997 , όσο και ο λόγος, με τον οποίο πλήττεται η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το διοικητικό εφετείο δεν έλαβε υπόψη του επικληθέντα και προσαχθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα. Πέραν όμως του ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι εκτιμήθηκαν τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω, εν πάση περιπτώσει ως αλυσιτελής,· τούτο, διότι, κατά τα ιστορούμενα στο αναιρετήριο, με τα αποδεικτικά αυτά μέσα επιχειρήθηκε να αποδειχθεί ότι η ζημία που είχε υποστεί η αναιρεσείουσα στις θερμοκηπιακές της εγκαταστάσεις ήταν ανάλογη προς τη ζημία εγκαταστάσεων παραγωγών ονομαστικά υπαχθέντων στην επίδικη ρύθμιση. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατά το μέρος που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, ως προς την έκταση της βλάβης των θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων της αναιρεσείουσας.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
[Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.]