Αριθμός 3088/2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Συνταγματικότητα του ακυρωτικού παραβόλου κατ΄ αρθ.36 πδ 18/89 επί αναιρέσεως , κυρίως λόγω του μικρού χρηματικού ύψους του . Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων ενδίκων μέσων και, συνακόλουθα, στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, οι προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, με τις οποίες η καταβολή του παραβόλου μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του ενδίκου μέσου τάσσεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία δυο Συμβούλων σύμφωνα με την οποία η σοβαρά πρόθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου προκύπτει από το σύνολο των εξόδων του παρισταμένου κατά την συζήτηση διαδίκου, ήτοι αμοιβές σύνταξης δικογράφου αναιρέσεως, παράστασης Δικηγόρου κλπ που είναι πολλαπλάσια του ποσού του παραβόλου που μπορούσε να καταλογιστεί και με την δικαστική απόφαση. Αντίθετη η υπ΄ αριθμ. 2375/2009 αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας,
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Α. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χ. Σιταρά, Ο. Νικολαράκου-Μαυρομιχάλη, Ε. Μουργιά, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Αντωνόπουλος και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Ο. Νικολαράκου-Μαυρομιχάλη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 29 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση :
της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑ Α.Ε.Τ.Β. & Τ.Ε. – FOMENTO DE CONSTRUCCIONES Y CONTRATAS S.A.», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Μεσογείων 357-359), ως και των εταιρειών μελών αυτής, ήτοι: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑ Α.Ε.Τ.Β. & Τ.Ε.» και ήδη με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Μεσογείων 357-359) και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «FOMENTO DE CONSTRUCCIONES Y CONTRATAS S.A.», που εδρεύει στη Βαρκελώνη, οδός Balmes 36, oι οποίες παρέστησαν με την δικηγόρο Αικατερίνη Καφτάνη (Α.Μ. 90915), που την διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ευγενία Βελώνη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 2375/2009αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 157/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Κ. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αναιρεσειουσών, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 157/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειουσών, κοινοπραξίας και εταιρειών μελών της, επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του δημοσίου έργου «Νέος Λιμένας Ηγουμενίτσας – Α΄ Ολοκληρωμένη Φάση», την εκτέλεση του οποίου είχε αναλάβει η κοινοπραξία.
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της υπ’ αριθ.2375/2009 αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, που θεσπίζουν παράβολο για την άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3. Επειδή, το άρθρο 36 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8), όπως οι διατάξεις της παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67) και με την παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ίσχυαν δε κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση χρόνο, όριζε τα εξής : «1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές, όταν πρόκειται για αίτηση αναστολής εκτελέσεως σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές. Τα παράβολα στις αιτήσεις ερμηνείας ή διόρθωσης ορίζονται σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές. Από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά των παραβόλων. 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο. 4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιοδήποτε άλλο λόγο, το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Μπορεί επίσης να απαγγείλει και το διπλασιασμό του παραβόλου σε περίπτωση προφανώς απαραδέκτου ή αστήρικτου ένδικου μέσου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων». Εξάλλου, κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση χρόνο το παράβολο για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως ανερχόταν, ενόψει της εισαγωγής του ευρώ, σε είκοσι εννέα (29) ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 περ. δ΄ και 5 παρ. 3 του ν. 2943/2001 (Α΄ 203).
4. Επειδή, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. Α.Ε.Δ. 33/1995, Σ.τ.Ε. 1583/2010 Ολομ.,647/2004 Ολομ.).
5. Επειδή, το ποσό παραβόλου (10.000 δραχμές ή 29 ευρώ, κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση χρόνο), που έπρεπε να καταβληθεί για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, είναι μικρού ύψους. Επομένως, δεν μπορούσε από τη φύση του να παρεμποδίσει το δικαίωμα των αναιρεσειουσών, κοινοπραξίας, που αναλαμβάνει την εκτέλεση δημοσίων έργων, και των εταιρειών μελών της, να ασκήσουν το προβλεπόμενο από τον νόμο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στην περίπτωση της συγκεκριμένης διαφοράς ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων ενδίκων μέσων και, συνακόλουθα, στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, οι προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, με τις οποίες η καταβολή του παραβόλου μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του ενδίκου μέσου τάσσεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1583/2010 Ολομ., καθώς και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων α) της 28.5.2009, υπ’ αριθ. 44685/07 προσφυγή Τσέλικα – Σκούρτη κατά Ελλάδος, και β) της 12.1.2006, υπ’ αριθ. 13404/03 προσφυγή Φίλιππου Γρυπαίου κατά Ελλάδος). Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου και Γ. Ποταμιά, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, καθ’ ο μέρος συνδέουν το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την καταβολή παραβόλου μικρού ύψους (30 ευρώ) σε σχέση με τα έξοδα για τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, την παράσταση κατά τη συζήτηση του ενδίκου αυτού μέσου του πληρεξουσίου δικηγόρου, κ.λπ., ανερχόμενα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε πολύ ανώτερο αυτού ποσό, αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την ρητώς προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος τους αυτό, είναι ανίσχυρες. Ενόψει δε του από την άποψη αυτή ανισχύρου των ανωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την ασκηθείσα ενώπιόν του αίτηση αναιρέσεως λόγω μη καταβολής του προβλεπομένου από τις διατάξεις αυτές παραβόλου, αλλά προχωρεί στην εκδίκασή της κατά τα λοιπά και, αν συντρέχει περίπτωση, καταλογίζει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση.
6. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως καταβλήθηκε παράβολο ποσού δεκαπέντε ευρώ, όπως προκύπτει από τα ευρισκόμενα στη δικογραφία υπ’ αριθ. 739880, 957453, 1017945/2.1.2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου. Οι αναιρεσείουσες ισχυρίσθηκαν, με το από 20.2.2009 υπόμνημά τους ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι κατέβαλαν στις 2.1.2007, κατά την κατάθεση της κρινομένης αιτήσεως στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων από τη δικηγόρο Βιργινία Μυταρέλλη, παράβολο ποσού τριάντα ευρώ, όπως αυτό, κατά τους ισχυρισμούς της, αποδεικνύεται από τα ευρισκόμενα στη δικογραφία υπ’ αριθ. 739880, 957453, 1017945/2.1.2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου και από απλό φωτοαντίγραφο των υπ’ αριθ. 2022607 και 1005897/2.1.2007 αποκομμάτων ειδικών γραμματίων παραβόλου, ποσού δεκαπέντε ευρώ, που προσκομίσθηκε από αυτήν στο Δικαστήριο με το εν λόγω υπόμνημα. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες ισχυρίσθηκαν ότι τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το γεγονός ότι η Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων δέχθηκε την κατάθεση της κρινομένης αιτήσεως, καθόσον οι Γραμματείες των δικαστηρίων αρνούνται να παραλάβουν τα δικόγραφα εάν αυτά δεν συνοδεύονται από το νόμιμο παράβολο, και ότι η απώλεια του παραβόλου, προφανώς, έλαβε χώρα κατά τη μεταφορά του φακέλου από το Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων προς το Συμβούλιο της Επικρατείας. Προς απόδειξη των ανωτέρω οι αναιρεσείουσες επικαλέσθηκαν και την υπ’ αριθ. 58/13.2.2009 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων της δικηγόρου Βιργινίας Μυταρέλλη, αντίγραφο της οποίας προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο με το ανωτέρω υπόμνημα και στην οποία αναφέρονται τα εξής : «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε. Συγκεκριμένα είναι αλήθεια ότι : Στις 2 Ιανουαρίου 2007 κατέθεσα στο Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων, στην Γραμματέα του κ. Μαρία Καραβασίλη, τις από 29.12.2006 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, απευθυνόμενες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και μαζί παρέδωσα τα υπ’ αριθμ. 770906, 1653367, 1891324 και 104109 παράβολα δημοσίου συνολικής αξίας 30 ευρώ για τη μια αναίρεση και τα υπ’ αριθμ. 739880, 1017945, 957453, 2022607 και 1005897 παράβολα δημοσίου συνολικής αξίας 30 ευρώ για τη δεύτερη αναίρεση. Για την κατάθεση αυτών των αναιρέσεων συντάχθηκαν οι υπ’ αριθμ. 1 και 2/2007 εκθέσεις του Γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων». Εξάλλου, με την από 5.12.2008 αίτηση της πληρεξουσίας δικηγόρου των αναιρεσειουσών προς το Δικαστήριο (αριθ. καταθέσεως Π 8365/5.12.2008), ζητήθηκε να κατατεθεί για την κρινόμενη αίτηση συμπληρωματικό παράβολο ύψους 185 ευρώ και προσκομίσθηκαν, για το σκοπό αυτό, τα υπ’ αριθ. 4427923, 1947364, 2206090 και 857430/5.12.2008 ειδικά γραμμάτια παραβόλου. Όμως, ανεξαρτήτως της αποδεικτικής αξίας του ανωτέρω απλού φωτοαντιγράφου των αποκομμάτων ειδικών γραμματίων παραβόλου, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι τα ανωτέρω αποκόμματα αφορούν ειδικά γραμμάτια παραβόλου, που καταβλήθηκε για την κρινόμενη αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, κατά την κατάθεση αυτής στις 2.1.2007 στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων (βλ. υπ’ αριθ. 1/2007 σχετική πράξη καταθέσεως) ή μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση αυτή. Εξάλλου, η ένορκη βεβαίωση για καταβολή παραβόλου δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κατάθεση των οικείων γραμματίων στο δικαστήριο, από την οποία αποδεικνύεται η καταβολή του κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989 παραβόλου. Ούτε η από 5.12.2008 αίτηση της πληρεξουσίας δικηγόρου των αναιρεσειουσών περί καταθέσεως συμπληρωματικού παραβόλου, ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή, εφόσον η καταβολή του εν λόγω παραβόλου έγινε μετά την πάροδο της προβλεπομένης στο άρθρο 36 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 προθεσμίας του ενός μηνός από την κατάθεση της κρινομένης αιτήσεως. Συνεπώς, το καταβληθέν για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως παράβολο ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) ευρώ, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα υπ’ αριθ. 739880, 957453, 1017945/2.1.2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, έπρεπε να έχει καταβληθεί παράβολο ποσού είκοσι εννέα (29) ευρώ, εφόσον η κρινόμενη αίτηση δεν αφορά διαφορά κοινωνικής ασφαλίσεως. Ως εκ τούτου το καταβληθέν παράβολο των δεκαπέντε ευρώ υπολείπεται του απαιτουμένου κατά το νόμο και, για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, όμως, εφόσον οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, καθ’ ο μέρος συνδέουν το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την καταβολή του ανωτέρω παραβόλου, είναι αντίθετες στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρες, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως και, αν συντρέξει περίπτωση, να καταλογίσει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση.
7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθεί στις αναιρεσείουσες η δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται, ενόψει του ότι το Δημόσιο παρέστη και κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (460+460=920) ευρώ.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, που κατατέθηκε με τα υπ’ αριθ. 739880, 957453, 1017945/2.1.2007 ειδικά γραμμάτια.
Επιβάλλει στις αναιρεσείουσες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2010.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Οκτωβρίου 2011.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Μ. Παπασαράντη