ΣτΕ 32/13, Ολομ., ΔΑΣΟΣ, ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ το άρθρο 1 του Ν. 3208/2003 που ορίζει % επικάλυψης του Δάσους. ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΤΑ ΟΡΙΣΟΥΝ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 32/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Α. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Ρόζος, Ε. Σαρπ, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Χ. Ντουχάνης, Μ. Τσακάλη, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ. Σταματελάτου και Β. Ραφτοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Τσακάλη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 22 Μαΐου 2005 αίτηση:
του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και με τον διακριτικό τίτλο ΓΕΩΤ.Ε.Ε., που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Βενιζέλου 64), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Δ. Νικόπουλο (Α.Μ. 1042 Δ.Σ. Θεσ/κης), που τον διόρισε με πρακτικό το Διοικητικό του Συμβούλιο,
κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η υπόθεση εισήχθη εκ νέου στην Ολομέλεια μετά την υπ’ αριθμ. 3973/2009 αναβλητική απόφασή της.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν Επιμελητήριο επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 90532/2005/Β-370/16.3.2005 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ν. Ρόζου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Επιμελητηρίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 17.4.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 90532/174/16.3.2005 αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας υπό τον τίτλο «Καθορισμός διαδικασίας κατάρτισης, τήρησης, κωδικοποίησης και ενημέρωσης του δασολογίου» (ΦΕΚ Β΄ 370/23.3.2005).
2. Επειδή, επί της αιτήσεως αυτής δημοσιεύτηκε η 3973/2009 απόφαση της Ολομέλειας του δικαστηρίου τούτου. Με οριστικές διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως διατάχθηκε η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου και απορρίφθηκαν οι λόγοι ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε α) αναρμοδίως κατά χρόνο και β) κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος δηλαδή ότι μη νομίμως εκδόθηκε ως απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και όχι ως διάταγμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περαιτέρω προβαλλόταν λόγος ακυρώσεως περί αντιθέσεως της προσβαλλόμενης στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η προβλεπόμενη από αυτήν να διεξαχθεί εργασία καταρτίσεως του δασολόγου γίνεται βάσει των ορισμών του δάσους και της δασικής εκτάσεως, όπως αυτοί δίνονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303 Α΄), που αντικατέστησαν τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), αναφερόμενες (οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003) εφεξής ως «νέο άρθρο 3 Ν. 998/1979», λαμβανομένων επίσης υπόψει των οριζομένων στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 3147/2003 (ΦΕΚ 135 Α’). Σύμφωνα δε με τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως αυτό, οι ανωτέρω ορισμοί είναι αντίθετοι προς την προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη διότι απομειώνουν την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Επί του λόγου αυτού το Δικαστήριο δεν έλαβε θέση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Τούτο δε εν όψει της ήδη εχούσης δημοσιευθεί 3559/2008 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, προκειμένης εφαρμογής των διδομένων στο ανωτέρω νέο άρθρο 3 του Ν. 9981/1979 ορισμών του δάσους και της δασικής εκτάσεως και δοθέντος ότι οι ορισμοί αυτοί δεν συμπίπτουν με τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που δίδονται με το άρθρο 3 εδαφ. α) και β) του ισχύοντος από 1.1.2003 Κανονισμού 2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17.11.2003 «για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα “Έμφαση στα δάση”» (EE L 324), είχαν υποβληθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) ερωτήματα, από την απάντηση στα οποία εξαρτάται το κύρος των ανωτέρω ορισμών που δίδονται με το νέο άρθρο 3 του Ν. 998/1979. Ειδικότερα δε, αν οι διδόμενοι από τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού ορισμοί εφαρμόζονται και σε θέματα προστασίας και διαχειρίσεως των κατά τους ανωτέρω ορισμούς του κανονισμού δασών και δασικών εκτάσεων τα οποία δεν ρυθμίζονται ρητώς από αυτόν, προβλέπονται όμως από την ελληνική έννομη τάξη. Επί των ερωτημάτων αυτών, με την απόφασή του της 22.4.2010 (C – 82/09), το Δ.Ε.Κ. αποφάνθηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Κανονισμού 2152/2003 ορίζουν τις έννοιες «δάσος» και «δασική έκταση» αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς του Κανονισμού και δεν αποκλείουν εθνικές διατάξεις περιέχουσες διαφορετικούς ορισμούς των εννοιών αυτών όσον αφορά προγράμματα προστασίας των δασών που δεν διέπονται από τον Κανονισμό.
3. Επειδή, μετά την περιέλευση της αποφάσεως αυτής του Δ.Ε.Κ. στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 5.5.2010, η παρούσα υπόθεση συζητείται εκ νέου στην Ολομέλεια κατόπιν ορισμού δικασίμου της με την από 13.12.2010 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Επειδή, μετά την ανωτέρω απόφαση του Δ.Ε.Κ. και εν όψει του ότι ο Κανονισμός 2152/2003 δεν περιλαμβάνει τη σύνταξη δασολογίου στα προγράμματα προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων, τις έννοιες των οποίων δίνει στο άρθρο 3 στοιχεία α΄ και β΄ αυτού, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι εξεταστέα εν όψει των ορισμών που δίνει στις έννοιες αυτές η ελληνική νομοθεσία.
5. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 3818/2010 (ΦΕΚ 17/16.2.2010) ορίζεται ότι «Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303 Α΄) καταργείται, πλην της περιπτώσεως υπό στοιχείο γ) η οποία διατηρείται σε ισχύ ως αυτοτελής παράγραφος 5. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, όπως ισχύει, αναριθμούνται αντιστοίχως σε παραγράφους 3 και 4», ενώ με την παρ. 12 του άρθρου 25 του Ν. 3889/2010 (ΦΕΚ 182 Α΄/14.10.2010) ορίζεται ότι «Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3818/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής: μετά το ανωτέρω πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του Ν. 3818/2010 «Η κατάργηση αφορά και εκκρεμείς διαδικασίες για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, προς το σκοπό της επίλυσης του σχετικού ζητήματος σε όποιο στάδιο και αν βρίσκονται». Εν όψει των ανωτέρω δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της παρούσας δίκης και άρθρο 32 π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄), εφ’ όσον η προσβαλλόμενη, όπως το περιεχόμενο της είχε κατά τη δημοσίευσή της, ίσχυε κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, (δηλαδή την 13.6.2008) κατόπιν της οποία δημοσιεύτηκε η αναφερόμενη στη σκέψη 2 3973/2009 απόφαση (ΣτΕ Ολομ. 693/1986, Ολομ. 2612/1989, Ολομ. 1993/1992, Ολομ. 4022/2006) εξακολουθεί δε να ισχύει (βλ. και το 119441/687/27.11.2011 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Δασικών Χαρτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής).
6. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος 1975 ορίζεται ότι «1. Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξιν αυτού. Νόμος καθορίζει τα αφορώντα εις την προστασίαν των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων …» και στο άρθρο 117, (το οποίο δεν τροποποιήθηκε κατά τις αναθεωρήσεις του 1985 και του 2001), ότι «1. … 2. … 3. Δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή δασικές εκτάσεις καταστραφείσαι ή καταστρεφόμεναι εκ πυρκαϊκάς ή άλλως πως αποψιλωθείσαι ή αποψιλούμεναι δεν αποβάλλουν εκ του λόγου τούτου τον ον εκέκτηντο προ της καταστροφής των χαρακτήρα και κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέα, αποκλειομένης της διαθέσεως τούτων δι’ έτερον προορισμόν. 4. …». Υπό την ισχύ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και προς εκτέλεσή τους δημοσιεύτηκε ο Ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄). Με το άρθρο 1 αυτού, ευρισκόμενο στο υπό τον τίτλο «Γενικαί Διατάξεις» πρώτο κεφάλαιό του (άρθρα 1 -5), καθορίζεται ο σκοπός του, που είναι αφ’ ενός μεν ο καθορισμός των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας για τη διατήρηση, ανάπτυξη και βελτίωση των δασών και των δασικών εκτάσεων, αφ’ ετέρου δε ο προσδιορισμός των όρων και προϋποθέσεων με τις οποίες μπορεί να μεταβληθεί η κατά τον προορισμό τους χρήση τους ή να εξυπηρετηθεί και άλλη. Και τούτο διότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις συνιστούν εθνικό κεφάλαιο (άρθρο 2 αυτού Ν.). Με το επόμενο άρθρο 3 δίδεται ο ορισμός του δάσους και της δασικής εκτάσεως, ενώ τα εξαγγελόμενα στο ανωτέρω άρθρο 1 μέτρα προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων περιέχονται όχι μόνο στο υπό τον τίτλο αυτό τρίτο κεφάλαιό του (άρθρ. 11-22), όπου προβλέπονται, πλην άλλων, η σύνταξη δασικών χαρτών και δασολογίου καθώς και η μέχρι τη σύνταξη του δασολογίου προσωρινή επίλυση του χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δάσους ή δασικής (άρθρα 12 – 14), αλλά και στο τέταρτο κεφάλαιο (άρθρα 23 – 36), όπου περιέχονται ειδικότερες ρυθμίσεις ως προς την προστασία τους από τις πυρκαγιές καθώς και στο πέμπτο (άρθρα 37 – 44). Σε αυτό περιέχονται ειδικότερες ρυθμίσεις όσον αφορά την αναδάσωση, την αναδημιουργία δηλαδή της δασικής βλαστήσεως που έχει κατά οποιοδήποτε τρόπο καταστραφεί ή σημαντικώς αραιωθεί ή κατ’ άλλον τρόπο υποβαθμιστεί (άρθρ. 37 παρ. 1). Η αναδάσωση, που είναι υποχρεωτική εάν δάσος ή δασική έκταση καταστραφεί ή αποψιλωθεί, πλην άλλων, με παράνομη υλοτομία (άρθρ. 38 παρ. 1), κηρύσσεται με διοικητική πράξη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρ. 41 παρ. 1). Οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του Ν. 998/1979 ως προς την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων τίθενται εν όψει του ορισμού αυτών, που δίδεται, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 3 αυτού, κατά το οποίο «1. Ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρών ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. 2. Ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών. 3. …».
7. Επειδή, όπως σαφώς προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, οι δοθέντες από αυτόν ορισμοί του δάσους και της δασικής εκτάσεως, η συμφωνία των οποίων προς το Σύνταγμα επιβεβαιώθηκε και με την αναφερόμενη στην επόμενη σκέψη απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.), εκκίνησαν από την άποψη ότι το δάσος και η δασική έκταση είναι οικοσυστήματα που η σημασία τους για το επιθυμητό ποιοτικό επίπεδο ζωής υπερβαίνει τις ωφέλειες από τη δασοπονική και μόνο διαχείρισή τους, ως πηγής παραγωγής ξυλείας, στοιχείο δηλαδή, στο οποίο η παλαιότερη νομοθεσία αποκλειστικώς απέβλεπε. Εν όψει δε αυτών, δεν ορίστηκαν ούτε η ελάχιστη επιφάνεια που πρέπει να καταλαμβάνει ένα δάσος ή μία δασική έκταση, διότι τούτο, όπως ρητώς αναφέρεται στην ανωτέρω εισηγητική έκθεση, είναι χρήσιμο μόνο για τον καθορισμό μιας μονάδας εκμεταλλεύσεως, δηλαδή αφορά τη δασοπονική διαχείριση (βλ. σελ. 1 – 4 εισηγητικής εκθέσεως). Δεν ορίστηκαν επίσης, ορισμένα μόνο είδη άγριων ξυλωδών φυτών, η οργανική ενότητα των οποίων μπορεί να προσδώσει την ιδιότητα του δάσους ή της δασικής εκτάσεως στην επιφάνεια επί της οποίας φύονται, εφ’ όσον η ανωτέρω ενότητα μπορεί να δημιουργηθεί από όλα τα είδη των αγρίων ξυλωδών φυτών.
8. Επειδή, αίρον την αμφισβήτηση που ανέκυψε από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 5 διατάξεως του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, με την 27/1999 απόφασή του, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ) δέχτηκε ομοφώνως τα ακόλουθα: «το Σύνταγμα, προστατεύοντας δια του άρθρου 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας. Είναι δε, κατά την οικεία επιστήμη (δασική οικολογία), δάσος ή δασικό οικοσύστημα, οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Εξ άλλου, δασική έκταση υπάρχει όταν στο ανωτέρω σύνολο η αγρία ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι ο οργανική ενότης της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία καθιστάμενη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαιτέρα του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς η ενότης αυτή δύναται να συνάγεται εκ των εις τα στοιχεία του φακέλλου περιγραφόμενων χαρακτηριστικών της περί της εκάστοτε πρόκειται αγρίας ξυλώδους βλαστήσεως. Πάντως, εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της εννοίας του δάσους ή δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του εις τον κύκλο άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου η συγκράτηση τν ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.ο.κ. Τοιουτρόπως δεν απαιτείται να βεβαιούται εκάστοτε ρητώς και ειδικώς κατά τον χαρακτηρισμό δάσους ή δασικής εκτάσεως η προϋπόθεση αυτή. Κατά ταύτα, ορίζοντας το άρθρο 3 του ν. 998/1979 ότι «δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος», είναι σύμφωνος με την προεκτεθείσα επιστημονική έννοια του δάσους, διότι, κατά την αληθή του έννοια, το άρθρο τούτο δεν θέτει δύο αθροιστικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του δάσους, αλλά μόνον μίαν, ήτοι την οργανική ενότητα αυτού, ώστε αν αυτή υπάρχει έπεται κατ’ ανάγκην, πλεοναστικώς αναφερομένη εις τον νόμον, η συμβολή του δάσους στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτησιν της διαβιώσεως του ανθρώπου ή με τα προϊόντα της δασοπονίας».

Σύμφωνα επομένως με τους διδόμενους και ερμηνευόμενους με την απόφαση αυτή ορισμούς, το δασικό οικοσύστημα, δυνάμενο να δημιουργηθεί από την οργανική ενότητα όλων των ειδών των αγρίων ξυλωδών φυτών, δύναται μεν να προσφέρει και δασικά προϊόντα στον άνθρωπο πλην δεν παύει να υφίσταται και όταν για ποικίλους λόγους δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, οπότε συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος.
9. Επειδή, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, η μεν παρ. 1 του άρθρου 24 αυτού αντικατασταθείσα διατυπώθηκε ως εξής: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους…», υπό δε το άρθρο τούτο (24) προστέθηκε η εξής ερμηνευτική δήλωση: «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η αγρία ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».

Από την αντιπαραβολή της διατυπώσεως της ερμηνευτικής αυτής δηλώσεως με εκείνη της παρατιθέμενης στην προηγούμενη σκέψη αποφάσεως του Α.Ε.Δ. ως προς την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως συνάγεται ότι η μόνη διαφορά συνίσταται στην προσθήκη, στην ερμηνευτική δήλωση, της λέξεως «αναγκαία» πριν από τις λέξεις «επιφανεία του εδάφους».

Προκύπτει δε από τις σχετικές συζητήσεις που περιέχονται στα Πρακτικά της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση ΡΗ΄, 7.2.2001, σελ. 224) ότι ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας εισηγήθηκε την προσθήκη της εν λόγω ερμηνευτικής δηλώσεως, που δίνει τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως, για λόγους ασφαλείας δικαίου («για να μην ενεργεί ο νομοθέτης και κυρίως η δασική διοίκηση κατά το δοκούν και τελικά ο δικαστής εμπειροτεχνικά και όχι επιστημονικά»). Εισηγήθηκε δηλαδή να τεθούν οι ορισμοί αυτοί όπως ακριβώς είχαν διατυπωθεί στην ανωτέρω απόφαση 27/1999 του Α.Ε.Δ., δηλαδή κατά την επιστήμη της δασικής οικολογίας, όπως στην απόφαση αυτή ρητά αναφέρεται, ανακοινώνοντας και ότι οι προαναφερόμενοι ορισμοί λαμβάνονται από την ανωτέρω απόφαση, την οποία και κατέθεσε. Αντιθέτως, δεν έγινε δεκτή πρόταση ότι δεν πρέπει να ορίζονται επιστημονικώς οι έννοιες του δάσους και της δασικής εκτάσεως («… ο νόμος θα ορίσει την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης. Ο νόμος. Δεν θα το ορίσει το δικαστήριο. Ούτε θα αναφερθούμε στους κανόνες της επιστήμης. Ως γνωστόν, τα πορίσματα της επιστήμης είναι αόριστο, ασαφή και δεν παρέχουν καμία ασφάλεια δικαίου. Είναι ανάγκη ο νόμος να προσδιορίσει. Και αυτό έγινε και με το Σύνταγμα του 1975. Ο νόμος προσδιόρισε με πρόβλεψη του Συντάγματος τι είναι δάσος και τι είναι δασική έκταση …», αυτή συνεδρίαση σελ. 238). Τέλος, η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» έγινε ύστερα από πρόταση του βουλευτή Στ. Μάνου ότι οι καλυπτόμενες με δασική βλάστηση εκτάσεις πρέπει να είναι «μεγάλες εκτάσεις» ώστε να είναι «πράγματι δάσος, με την κοινή λογική δάσος», την οποία αποδέχθηκε ο Εισηγητής της πλειοψηφίας με την παρατήρηση όμως ότι «και η νομολογία, αν θέλετε, του Συμβουλίου της Επικρατείας πάντοτε μιλούσε για την εξαρκούσα επιφάνεια» (αυτή συνεδρίαση σελ. 252).

Κατά τα ανωτέρω, ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του Α.Ε.Δ., η οποία ρητώς αναφέρει ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της επιστήμης της δασικής οικολογίας. Τούτο δε έπεται, πρώτον, ότι είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελούνται, δηλαδή, αν είναι δασοπονικά ή μη, εφ’ όσον αποτελούν οργανική ενότητα. Και, δεύτερον, ότι η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» εντάσσεται στους ορισμούς αυτούς και δεν τους ανατρέπει, απαιτώντας μία αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 998/1979 (ανωτέρω σκέψη 7), ή προς ικανοποίηση της «κοινής λογικής», αλλά μία έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσεως αυτού (υψομέτρου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους) και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών.

Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαρά, Δ. Αλεξανδρή, Γ. Ποταμιά, Β. Αραβαντινού, Δ. Κυριλλόπουλου, Κ. Πισπιρίγκου και Α. Χλαμπέα, από το ανωτέρω προκύπτει ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης ναι μεν αποδέχθηκε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που δίνει η δασική οικολογία πλην δεν απέκλεισε τον αριθμητικό προσδιορισμό μιας ελάχιστης εκτάσεως η οποία απαιτείται για την λειτουργία ενός δασικού οικοσυστήματος και μάλιστα αδιαφόρως της θέσεώς της και των προαναφερόμενων συνθηκών που επικρατούν σε αυτήν.

 

10. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω ερμηνευτικής δηλώσεως, κριτήριο υπάρξεως του δασικού οικοσυστήματος είναι η οργανική ενότητα της επ’ αυτού βλαστήσεως, τούτο  κρίνεται εν όψει του είδους και της ηλικίας αυτής καθώς και της κατά τα ανωτέρω θέσεως του εδάφους επί του οποίου φύεται και των επικρατουσών σε αυτό συνθηκών.

 

11. Επειδή, οι παρ. 1 έως 5 του παρατιθέμενου στη σκέψη 6 άρθρου 3 του Ν. 998/1979 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303 Α΄/24.12.2003) ως εξής: «1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο ή άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. 3. Η κατά τις παραγράφους 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν: Ι. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασική προϊόντα (δασοπονικά είδη). ΙΙ. Το εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται εν όλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ’ ελάχιστον 0,3 εκτάρια, με γεωμετρική μορφή κατά το δυνατόν αποστρογγυλωμένη ή σε λωρίδα πλάτους τουλάχιστον τριάντα (30) μέτρων. Η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση. ΙΙΙ. Οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή καλύπτουν τουλάχιστον το είκοσι πέντε τοις εκατό (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους. Τα δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τις επόμενες διακρίσεις: α) Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα τα δασικά είδη έχουν ευδιάκριτη κατακόρυφη δομή (ορόφους) και οι κόμες τους καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατό του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,30%), η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται, δάσος, με την προϋπόθεση ότι η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστά 0,15) και σε περίπτωση έλλειψης υπορόφου η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατοστά (0,25). β. Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα η ξυλώδης βλάστηση αποτελείται από δασοπονικά είδη αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων που εμφανίζονται σε θαμνώδη μορφή, η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δασική έκταση, εφόσον οι κόμες των ειδών αυτών καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του είκοσι πέντε τοις εκατό του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25). γ…».

12. Επειδή με τις ανωτέρω διατάξεις του νέου άρθρου 3 του Ν. 998/1979 ορίζεται ότι δασικό οικοσύστημα υπάρχει όταν σωρευτικώς συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: α) άγρια ξυλώδη φυτά τα οποία είναι δασοπονικά, μπορούν δηλαδή να παράγουν με δασική εκμετάλλευση δασικά προϊόντα (παρ. 3 περ. Ι), β) έκταση επί της οποίας τα ανωτέρω φυτά υπάρχουν, αριθμητικώς προσδιοριζομένων των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων αυτής (παρ. 3 περ. ΙΙ εδάφιο πρώτο). Και γ) συγκόμωση των επί της αυτής εκτάσεως αυτής δασοπονικών ειδών αριθμητικώς επίσης καθοριζόμενη (παρ. 3 περ. ΙΙΙ εδάφιο πρώτο). Περαιτέρω δε, με τις αυτές διατάξεις ορίζεται ότι τα κατά τα ανωτέρω δασικά οικοσυστήματα είναι ι) δάση αν η συγκόμωση των δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς προσδιοριζόμενο ποσοστό της επιφάνειας επί της οποίας ευρίσκονται (παρ. 3 περ. ΙΙΙ εδάφιο δεύτερο στοιχ. α΄) και ιι) δασικές εκτάσεις αν η συγκόμωση των θαμνώδους μορφής δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς επίσης προσδιοριζόμενο ποσοστό της εκτάσεως επί της οποίας ευρίσκονται (παρ. 3 περ. ΙΙΙ εδάφιο δεύτερο στοιχ. β΄).

13. Επειδή οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη υπό στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ διατάξεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και την υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση για τους εξής λόγους. α) Η της περ. Ι της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 διότι εξαρτά την ύπαρξη ενός δασικού οικοσυστήματος από τη δυνατότητα οικονομικής του εκμεταλλεύσεως, η οποία ενδέχεται μεν να υπάρχει πλην δεν είναι υποχρεωτική, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 8, επανεισάγουσα έτσι στη θέση των υιοθετηθέντων από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ορισμών της δασικής οικολογίας εκείνους στης δασοπονίας, β) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙ της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 διότι, πέραν του ότι το δασικό οικοσύστημα πρέπει, σύμφωνα με αυτήν, κατά την αμέσως ανωτέρω αντίθετη προς το Σύνταγμα διάταξη, να αποτελείται αποκλειστικά από δασοπονικά μόνο είδη, εξαρτά την ιδιότητά του ως δασικού οικοσυστήματος από έκταση της οποίας το ελάχιστο εμβαδόν καθορίζεται αριθμητικώς αδιαφόρως της θέσεώς της και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών.

Κατά τη γνώμη όμως των αναφερόμενων στη σκέψη 8 Συμβούλων που μειοψήφισαν, η κρινόμενη διάταξη, καθ’ όσον καθορίζει αριθμητικώς το ελάχιστο εμβαδόν της εκτάσεως που πρέπει να καταλαμβάνει ένα δασικό οικοσύστημα δεν αντίκειται στην ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση.
Και γ) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 διότι, πέραν του ότι το δασικό οικοσύστημα πρέπει, κατά την κατά τα ανωτέρω αντίθετη προς το Σύνταγμα διάταξη, να αποτελείται από δασοπονικά μόνο είδη, εξαρτά την ιδιότητα ενός οικοσυστήματος ως δασικού όχι από την εν όψει του είδους και της ηλικίας της δασικής βλαστήσεως καθώς και των ιδιομορφιών της περιοχής όπου αυτή φύεται επίτευξη της οργανικής της ενότητας, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 9, αλλά από το ανελαστικό αριθμητικό κριτήριο της συγκομώσεως του εδάφους όπου αυτή φύεται.
Κατά τη γνώμη όμως των αναφερόμενων στη σκέψη 8 Συμβούλων που μειοψήφισαν, η κρινόμενη διάταξη, καθ’ όσον καθορίζει αριθμητικώς το ποσοστό της συγκομώσεως δεν αντίκειται στο προαναφερθέν άρθρο του Συντάγματος και την υπ’ αυτό ερμηνευτική δήλωση.

14. Επειδή, περαιτέρω, το τελευταίο εδάφιο της υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτικής δηλώσεως θέτει ως κριτήριο της διακρίσεως δάσους και δασικής εκτάσεως όχι το υψηλό ή το θαμνώδες της επ’ αυτής βλαστήσεως αλλά το αραιό ή μη αυτής.
Από το συνδυασμό δε των παρατιθέμενων στη σκέψη 11 διατάξεων του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙΙ της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 και των στοιχείων α΄ και β΄ της αυτής περ. ΙΙΙ της παρ. 3, συνάγεται ότι α) ένα οικοσύστημα είναι δασικό όταν υφίσταται συγκόμωση τουλάχιστον 25% των επί της εκτάσεως που καλύπτει δασοπονικών ειδών, β) ένα δασικό οικοσύστημα είναι δάσος, επομένως έκταση με μη αραιή δασική βλάστηση, όταν η συγκόμωση του ανορόφου, σε περίπτωση που ελλείπει υπόροφος, άνω του 25% και γ) ένα δασικό οικοσύστημα είναι δασική έκταση, επομένως έκταση με αραιή δασική βλάστηση, όταν τα επ’ αυτής θαμνώδη δασοπονικά είδη έχουν, όπως ακριβώς και στον αμέσως ανωτέρω περίπτωση, συγκόμωση άνω του 25%.
Οι ανωτέρω διατάξεις, επομένως, πέραν της κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματικότητάς τους διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη δασοπονικών μόνον ειδών και μάλιστα επί αριθμητικώς προσδιοριζόμενης ελαχίστης εκτάσεως, προσκρούουν και στο τελευταίο εδάφιο της υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτικής δηλώσεως. Τούτο δε διότι δεν θέτουν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δάσους ή δασικής το αραιό ή μη της επ’ αυτής δασικής βλαστήσεως αλλά άλλο κριτήριο που συνάπτεται με το ύψος της βλαστήσεως, εφ’ όσον η άνω του 25% συγκόμωση των επί μιας εκτάσεως δασοπονικών ειδών συνεπάγεται το χαρακτηρισμό της τόσο ως δάσους, άρα μη αραιής βλαστήσεως, όσο και ως δασικής εκτάσεως άρα αραιής βλαστήσεως, αρκεί στην τελευταία αυτή περίπτωση (για το χαρακτηρισμό της δηλαδή ως δασικής) η βλάστηση να είναι θαμνώδης, άρα χαμηλή, ακόμα και αν η συγκόμωσή της είναι 100%.

15. Επειδή με την παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, ορίζεται ότι «Κοινόχρηστες και διαθέσιμες δασικές εκτάσεις του αγροτικού κώδικα, οι οποίες έχουν παραμείνει στην αρμοδιότητα της δ/νσης γεωργίας, περιέχονται με πράξη του νομάρχη, μετά από κοινή έκθεση ενός δασολόγου και ενός γεωπόνου, που υπηρετούν στις αντίστοιχες δ/νσεις γεωργίας και δασών της νομαρχίας στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας, εφ’ όσον καλύπτονται μερικά ή ολικά από δάσος δρυός (εκτός πρίνου και αριάς), πεύκης, ελάτης, οξιάς, πλατάνου, σκλήθρου και καστανιάς και δεν είναι απαραίτητες για την κτηνοτροφία. Οι τοπικές δασικές υπηρεσίας έχουν υποχρέωση, μετά τη δημοσίευση της πράξης του νομάρχη να θέσουν τις εκτάσεις αυτές σε δασοπονική διαχείριση και εκμετάλλευση ως δημόσια δάση». Περαιτέρω, με την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 3147/2003 (ΦΕΚ 135 Α΄) αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 15 του Ν. 1734/1987 ως εξής: «3. Δημόσιες εποικιστικές εκτάσεις που παραχωρήθηκαν για αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καλύπτονται σε ποσοστό τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό από τα δασοπονικά είδη της παραγράφου 1, διατηρούν το δασικό χαρακτήρα ως προς την καλυπτόμενη έκταση και οι δικαιούχοι τους τις διαχειρίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Για την υπόλοιπη έκταση ή για ολόκληρη την έκταση, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας». (εφεξής: νέα παράγραφος 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987).

16. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στις σκέψεις 7 και 9, σύμφωνα με την υπό το άρθρ. 24 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση το δάσος και η δασική έκταση μπορεί να αποτελούνται από οποιοδήποτε είδος ή είδη άγριων ξυλωδών φυτών, δασοπονικών ή μη εφ’ όσον αυτά αποτελούν οργανική ενότητα, η οποία εξ άλλου, δεν εξαρτάται από μαθηματικώς οριζόμενο ποσοστό συγκομώσεως. Τούτου δε έπεται ότι η αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη νέα παράγραφος 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, που θεωρεί μία έκταση ως έχουσα δασικό χαρακτήρα από την ύπαρξη σε αυτήν ορισμένων μόνο δασοπονικών φυτών και με μαθηματικώς οριζόμενο ποσοστό συγκομώσεως είναι αντίθετη προς το ανωτέρω άρθρο 24 του Συντάγματος και την υπ’ αυτό ερμηνευτική δήλωση και ως εκ τούτου ανίσχυρη, ως προσκρούουσα στην ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση.

17. Επειδή, με την παρ. 7 του αυτού άρθρου 1 του Ν. 3147/2003 ορίστηκαν τα εξής: «7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, ο χαρακτηρισμός από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων και τις Επιτροπές Οριστικών Διανομών, ως προς τη μορφή των εκτάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο διανομής, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, είναι έγκυρος και δεσμευτικός και δεν επανεξετάζεται από τα όργανα της Διοίκησης. Εκτάσεις στις οποίες έγινε κτηνοτροφική αποκατάσταση και χαρακτηρίστηκαν από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων ως χερσολίβαδα της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Ν. 4173/1929 (ΦΕΚ 205 Α΄) υπάγονται στις εκτάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση β της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979».

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με εκείνο της παρ. 1 του άρθρου 117 του Συντάγματος η απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα το μεν ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εκτάσεως το δε ως προς το επιτρεπτό της χρήσεως για την οποία είχε γίνει αρχικώς η αποκατάσταση με την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεως. Για το χαρακτηρισμό όμως της εκτάσεως ως δασικού χαρακτήρα ή μη αρμόδια παραμένουν τα κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όργανα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει. Με αυτή δε την έννοια από την ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζονται το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε τα άρθρα 17 και 118 του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 2959/2006 7μελούς,3612/2011 επταμελούς), ούτε και τα άρθρ. 24 και του Συντάγματος και, συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως περί ανισχύρου της ανωτέρω διατάξεως λόγω της αντιθέσεως της προς την υπό το άρθρ. 24 και του Συντάγματος και την υπ’ αυτό ερμηνευτική δήλωση είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαρά, Γ. Ποταμιά, Β. Αραβαντινού, Δ. Κυριλλόπουλου και Α. Χλαμπέα, η ανωτέρω διάταξη είναι αντίθετη προς το άρθρο 17 του Συντάγματος διότι συνεπάγεται την ανατροπή του χαρακτηρισμού εκτάσεων ο οποίος είχε γίνει κατά κανόνα προ πολλών ετών και, ενταύθεν, ριζική μείωση της αξίας ενός ακινήτου.

18. Επειδή, μετά τη διαπίστωση, με τις σκέψεις 13, 14 και 16 της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα συνεπώς δε και του ανισχύρου των ανωτέρω διατάξεων του νέου άρθρου 3 του Ν. 998/1971 και της νέας παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, με τις οποίες δίνεται ο ορισμός των δασών και των δασικών εκτάσεων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο αναφερόμενος στη σκέψη 2 λόγος ακυρώσεως με τον οποίο το αιτούν προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα ως αντισυνταγματική γιατί η προβλεπόμενη από αυτήν να διεξαχθεί εργασία καταρτίσεως του δασολογίου γίνονται βάσει των ορισμών που δίδονται στις ανωτέρω ανίσχυρες διατάξεις. Τούτου δε έπεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την 90532/174/16.3.2005 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 370Β΄/23.3.2005).
Επιβάλλει στο Δημόσιο την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αιτούντος, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 και 28 Νοεμβρίου και 5 Δεκεμβρίου 2011
Ο Πρόεδρος   Η Γραμματέας
———————–
Παρατηρήσεις Ι
Το θεωρητικό ζήτημα, το οποίο γεννάται εν προκειμένω και το οποίο αντιμετωπίσθηκε από την σχολιαζομένη απόφαση, είναι ο ορισμός του δάσους. Το ερώτημα αυτό απασχόλησε, εξάλλου, ως γνωστόν, εντόνως και τον αναθεωρητικό νομοθέτη κατά την συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, όπως προκύπτει από τα οικεία Πρακτικά της Βουλής για την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Σημειωτέον δε ότι και η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας ανέτρεξε στα εν λόγω Πρακτικά, ώστε να διαγνώσει την ουσία του ορισμού του δάσους και της δασικής εκτάσεως σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθώς και εάν ο ορισμός ο οποίος εδόθη εκ των υστέρων από τον Ν 3208/2003 είναι σύμφωνος με τον συνταγματικό ορισμό.
Κατά την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος ετέθη ζήτημα εάν θα παραπεμφθεί στον κοινό νομοθέτη η αρμοδιότητα να ορίσει, όχι μόνον τα σχετικά με την προστασία των δασών, αλλά και το ίδιο το προστατευόμενο αγαθό, δηλαδή την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως. Τελικώς, επελέγη η λύση να ορίσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης το προστατευόμενο αγαθό (χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η περαιτέρω εξειδίκευση του ορισμού αυτού από τον κοινό νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση).
Ως προς τον ορισμό του δάσους και της δασικής εκτάσεως, έγινε αρχικώς ρητή αναφορά στην υπ’ αριθμ. 27/1999 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ενώ τελικώς επελέγη η καλύτερη (από νομοτεχνικής απόψεως λύση) να παρατεθούν αυτούσιες δύο φράσεις από την ως άνω απόφαση, ως ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για ένα παράδειγμα γόνιμου «θεσμικού διαλόγου» ανάμεσα σε δύο συντεταγμένες λειτουργίες, και μάλιστα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, καθώς ο αναθεωρητικός νομοθέτης ενσωμάτωσε στο κείμενο του Συντάγματος τον ορισμό του δάσους, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί σε μία απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ότι ο εν λόγω ορισμός της αποφάσεως του ΑΕΔ προέκυψε εν όψει της ερμηνείας του άρθρου 3 του Ν 998/1979, δηλαδή μίας διατάξεως θεσπισθείσης από τον κοινό νομοθέτη, όπως εμπλουτίσθηκε περαιτέρω από τα πορίσματα της οικείας επιστήμης (δασικής οικολογίας), αλλά και την νομολογία των Δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, ως «δάσος» νοείται το οργανικό σύνολο των άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, το οποίο μαζί με την χλωρίδα και πανίδα, αποτελεί μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης ιδιαίτερη βιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον. Μόνη δε ειδοποιός διαφορά για τον ορισμό της «δασικής εκτάσεως» είναι η πυκνότητα της βλαστήσεως στο ίδιο οργανικό σύνολο. Τα κρίσιμα στοιχεία εν προκειμένω είναι η «οργανική ενότητα» και η «διασύνδεση της δασογενούς χλωρίδας και πανίδας» για την συγκρότηση της «ταυτότητας του δασικού οικοσυστημάτος».
Η σχετική απόφαση του ΑΕΔ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση «στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων», έκρινε ότι κρίσιμο στοιχείο για την έννοια του δάσους είναι η «οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως», την οποίαν όμως συνέδεσε και με τα στοιχεία της «δασογενούς χλωρίδας και πανίδας». Πέραν του ορισμού του δάσους, η απόφαση του ΑΕΔ ήταν σημαντική, επειδή με αυτήν εκρίθη ότι αρκεί το στοιχείο της «οργανικής ενότητας» για να προσδώσει τον χαρακτήρα του δάσους σε μία συγκεκριμένη έκταση, και δεν απαιτείται σωρευτικώς να αποδεικνύεται η θεμελιώδης λειτουργία και η συμβολή του συγκεκριμένου δασικού οικοσυστήματος στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβιώσεως του ανθρώπου με την συμβολή της ή με τα προϊόντα της δασοπονίας [82] .
Στον ανωτέρω ορισμό δεν εισάγονται κριτήρια, όπως επί παραδείγματι η κατά προορισμόν χρήση της εκτάσεως (π.χ. δασοπονική εκμετάλλευση), το είδος των φυτών (π.χ. δασοπονικά είδη), η ελαχίστη επιφάνεια ή η συγκόμωση της δασικής βλαστήσεως.
Το κρίσιμο θέμα, το οποίο εκρίθη με την σχολιαζομένη απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου Επικρατείας ήταν οι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν 3208/2003, σχετικώς με τον ορισμό του δάσους και της δασικής εκτάσεως.
Το Δικαστήριο έκρινε τις ως άνω διατάξεις εν σχέσει προς τις συνταγματικές διατάξεις, και ιδιαιτέρως προς την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Για την διαμόρφωση της κρίσης του χρησιμοποίησε, περαιτέρω, την ιστορική εξέλιξη της διατάξεως του άρθρου 3 του Ν 998/1979, αλλά ακόμη και την εισηγητική έκθεση του νόμου. Είναι δε ενδεικτικό ότι η αρχική διάταξη του άρθρου 3 του Ν 998/1979 ήταν απλή, αλλά αναφερόταν ήδη από το έτος 1979 σε «οργανική ενότητα» των «ξυλωδών φυτών».
Με τον Ν. 3208/2003 επιχειρήθηκε η εισαγωγή επιπλέον κριτηρίων στον ορισμό του δάσους. Ειδικώτερα, για την υπαγωγή της εκτάσεως στην έννοια του δάσους ετέθησαν κριτήρια, όπως ότι:
– τα φυόμενα άγρια ξυλώδη φυτά θα πρέπει να ανήκουν στα δασοπονικά είδη,
– το εμβαδόν της εκτάσεως θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία (3) στρέμματα, με γεωμετρική μορφή κατά το δυνατόν αποστρογγυλωμένη ή σε λωρίδα πλάτους τουλάχιστον 30 μέτρων,
– η συγκόμωση θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 25% της επιφανείας του εδάφους, είτε σε υψίκορμα φυτά (με δομή σε ορόφους ή μη, και αντίστοιχη συγκόμωση) για την έννοια του δάσους, είτε σε θαμνώδη φυτά για την έννοια της δασικής εκτάσεως.
Σημειωτέον ότι άπαντα τα ως άνω κριτήρια περιόριζαν την έννοια του δάσους, όπως είχε ορισθεί έως τότε από τις κοινές νομοθετικές διατάξεις και τις σχετικές εγκυκλίους, και κυρίως όπως είχε ορισθεί στο ίδιο το κείμενο του Συντάγματος.
Η σχολιαζομένη απόφαση επιβεβαιώνει κατ’ αρχάς ότι, σύμφωνα με την τροποποίηση του Ν 3208/2003, τα στοιχεία της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν 998/1979 απαιτούνται σωρευτικά. Εν συνεχεία δε κρίνει κάθε μία προϋπόθεση ξεχωριστά ως αντικείμενη στο άρθρο 24 του Συντάγματος.
Σχετικώς με την πρώτη προϋπόθεση, το Συμβούλιο Επικρατείας αντλεί επιχείρημα από την απόφαση του ΑΕΔ ως προς την αναγκαιότητα της δασοπονικής εκμεταλλεύσεως. Ειδικώτερα, το ΑΕΔ έκρινε ότι για την υπαγωγή της εκτάσεως στην έννοια του δάσους δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της «εξυπηρέτησης της διαβιώσεως του ανθρώπου με τα προϊόντα της δασοπονίας». Με την σχολιαζομένη απόφαση, το Δικαστήριο διετύπωσε με σαφήνεια ότι το δασικό οικοσύστημα είναι δυνατόν να προσφέρει και δασικά προϊόντα στον άνθρωπο, αλλά δεν παύει να υφίσταται ακόμη και όταν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή. Η διάταξη αυτή του Ν 3208/2003, με την υιοθέτηση του όρου «προϊόντα δασοπονίας», εισάγει ως προϋπόθεση την οικονομική εκμετάλλευση του δάσους, σε αντίθεση με τον ορισμό που δίδεται από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Συνεπώς, ως προς το κριτήριο αυτό η διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντιβαίνουσα στην συνταγματική διάταξη. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η «χρησιμότητα» του δάσους, δηλαδή το δάσος ως αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, ως πηγή παραγωγής ξυλείας, συναντάται στην παλαιότερη του Ν 998/1979 νομοθεσία, στην οποία παρεβλέπετο ο ρόλος και η σημασία της λειτουργίας του δάσους ως δασοβιοκοινότητας.
Η δεύτερη προϋπόθεση αναφέρεται σε «δασικά είδη», δηλαδή «δασοπονικά» και αφορά στον προσδιορισμό ελάχιστου εμβαδού και γεωμετρικού σχήματος της εκτάσεως. Ο προβληματισμός για την θέσπιση ελαχίστου εμβαδού ως προϋποθέσεως του χαρακτηρισμού της εννοίας του δάσους είχε ήδη τεθεί κατά την σύνταξη του Ν 998/1979. Θεωρήθηκε, όμως, ότι δεν βοηθά στην προστασία, διότι οι μικρές δασοσκεπείς εκτάσεις δεν θα υπήγοντο στις προστατευτικές διατάξεις του υπό ψήφισιν τότε νόμου [83] . Σημειωτέον ότι το εμβαδόν δεν απετέλεσε ποτέ κριτήριο της ελληνικής δασικής νομοθεσίας. Επί της διατάξεως αυτής η άποψη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου ήταν ότι ετέθη ένα κριτήριο αριθμητικό, και δη ως προς το εμβαδόν, χωρίς αυτό να συνδέεται με την θέση της συγκεκριμένης εκτάσεως και με τις εδαφολογικές, κλιματολογικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες ευθέως επηρεάζουν το συνταγματικό κριτήριο της «οργανικής ενότητος».
Τίθεται το ερώτημα εάν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι το στοιχείο του «αναγκαίου» της επιφάνειας της εκτάσεως, η οποία ετέθη στην ερμηνευτική δήλωση κατά την Αναθεώρηση του Συντάγματος, από τον Εισηγητή της Πλειοψηφίας, την 7η Φεβρουαρίου 2001, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, δίνει την δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει συγκεκριμένο εμβαδόν ως κριτήριο της εννοίας του δάσους. Σημειωτέον ότι το στοιχείο αυτό δεν αναφέρεται στην απόφαση του ΑΕΔ. Από την σχολιαζομένη απόφαση συνάγεται ότι ο συνταγματικός ορισμός δεν προβλέπει δυνατότητα θεσπίσεως αριθμητικώς προσδιοριζομένων κριτηρίων, και ότι η εισαγωγή των κριτηρίων αυτών δεν συναρτάται προς το βασικό κριτήριο της «οργανικής ενότητας». Το «αναγκαίο» της επιφανείας της εκτάσεως, όντως, δεν συναρτάται με συγκεκριμένο εμβαδόν, αλλά με το εάν η εκάστοτε συγκεκριμένη έκταση, εφ’ ης τα δασικά είδη, συντελεί μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης στην λειτουργία της δασοβιοκοινότητας και του δασογενούς περιβάλλοντος. Το αναγκαίο της επιφανείας δηλαδή, θα κριθεί βάσει της επιστήμης και της τεχνικής κρίσεως της διοικήσεως ad hoc. Η προσθήκη του «αναγκαίου» της επιφανείας της εκτάσεως στην ερμηνευτική δήλωση δεν συνάδει με τον ορισμό που δίνεται με την απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ και συζητήθηκε και επικρίθηκε έντονα [84] .
Η τρίτη προϋπόθεση αφορά στην συγκόμωση: ένα οικοσύστημα είναι δασικό μόνον όταν υφίσταται συγκόμωση δασικών ειδών σε ποσοστό τουλάχιστον 25% της εκτάσεως που καλύπτεται από την δασική βλάστηση. Η συγκόμωση όμως είναι κριτήριο αριθμητικό, «ανελαστικό», όπως αναφέρεται στην απόφαση, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται ερμηνευτικά στον συνταγματικό ορισμό του δάσους, δεδομένου ότι δεν έχει σχέση με το προαναφερθέν βασικό κριτήριο της «οργανικής ενότητας» της δασικής βλαστήσεως.
Περαιτέρω κρίνεται η διάκριση μεταξύ δάσους και δασικής εκτάσεως:
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 ΙΙΙ (α), ως δάσος χαρακτηρίζεται η έκταση στην οποία τα δασικά είδη έχουν ευδιάκριτη κατακόρυφη δομή (ορόφους) και οι κόμες της καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατό του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,30), με την προϋπόθεση ότι η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστά (0,15) και, εάν δεν υπάρχει υπόροφος, τότε η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατοστά (0,25).
Δασική έκταση χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 ΙΙΙ (β), η έκταση στην οποία η ξυλώδης βλάστηση έχει θαμνώδη μορφή, εφ’ όσον οι κόμες των δασοπονικών ειδών καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του είκοσι πέντε τοις εκατό του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25).
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η διαφορά δεν έγκειται στο ποσοστό συγκόμωσης, διότι και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να τηρείται το ελάχιστο ποσοστό του 25%, αλλά στο ύψος. Στην περίπτωση του δάσους το στοιχείο των «ορόφων» των δασικών ειδών παραπέμπει σε υψηλόκορμα δένδρα. Αντιθέτως, στην περίπτωση της δασικής εκτάσεως η διάταξη αναφέρεται ρητώς σε θαμνώδη βλάστηση. Παρατηρείται δε ότι ειδικώς στην περίπτωση του ορισμού των δασικών εκτάσεων, ο ορισμός αναφέρει ρητώς τον όρο «δασοπονικά», αντί του όρου «δασικά», είδη.
Το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι αντισυνταγματικές, διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη δασοπονικών μόνον ειδών και μάλιστα επί αριθμητικώς προσδιοριζομένης ελαχίστης εκτάσεως.
Περαιτέρω, η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος θέτει ως κριτήριο, για τη διαφοροποίηση στον χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δάσους, από τον χαρακτηρισμό της ως δασικής εκτάσεως, το «αραιό ή μη» της επ’ αυτής δασικής βλαστήσεως. Με τη συγκεκριμένη όμως διάταξη του Ν 3208/2003 εισάγεται το κριτήριο του ύψους, το οποίο δεν έχει καμμία σχέση με την αραιή ή μη βλάστηση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για το κριτήριο του ύψους υπήρξε προβληματισμός κατά τη σύνταξη του Ν 998/1979. Δεν υιοθετήθηκε όμως, διότι κρίθηκε ότι το ύψος είναι επιστημονικό θέμα και πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση, αφού στην Ελλάδα υπάρχουν δάση με όλες τις φυσικές ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του δάσους, τα οποία αποτελούνται από δένδρα χαμηλώτερα των πέντε μέτρων που θεωρούνται στην κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ως το κατώτατο όριο. Διερωτάται δε, ουσιαστικώς, το Συμβούλιο Επικρατείας, εάν η βλάστηση είναι θαμνώδης, άρα χαμηλή, και η συγκόμωσή της είναι 100%, τότε θα πρόκειται περί δασικής εκτάσεως και όχι περί δάσους;
Συμπερασματικώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόφαση του ΣτΕ κρίνει ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις, οι οποίες εισάγουν τεχνοκρατικά, αριθμητικά και περιοριστικά κριτήρια στην έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως, τα οποία μάλιστα, δεν συναρτώνται προς το θεμελιώδες κριτήριο της «οργανικής ενότητας». Έτσι, επί τη βάσει της ερμηνείας της αποφάσεως, το βάρος δίδεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως, η οποία θα προβεί σε χαρακτηρισμό, βάσει της επιστήμης και της τεχνικής της κρίσεως και με γνώμονα τον συνταγματικό ορισμό, την απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ και την σχολιαζομένη απόφαση του ΣτΕ.
Οι κρινόμενες διατάξεις, καθώς και η προσθήκη του «αναγκαίου» της επιφανείας στη συνταγματική διάταξη, απηχούν τις πιέσεις για περιορισμό της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων στην εποχή της ευφορίας προ των Ολυμπιακών αγώνων και της αχαλίνωτης οικιστικής ανάπτυξης και ανοικοδόμησης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα αποκτούσε, βεβαίως, η αντίστροφη περίπτωση, το ενδεχόμενο δηλαδή να έδινε ο κοινός νομοθέτης έναν ορισμό του δάσους ευρύτερο από εκείνον του Συντάγματος, και η στάση του Συμβουλίου Επικρατείας έναντι ενός τέτοιου ευρύτερου ορισμού. Ακόμη, όμως, και σε εκείνη την υποθετική περίπτωση, το κρίσιμο στοιχείο, το οποίο θα βάρυνε μετά βεβαιότητας στην κρίση του δικαστή, θα παρέμενε η αναφορά στην «οργανική ενότητα» και στην «αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση» για τη δημιουργία της «δασοβιοκοινότητας».
Αγγελική Χαροκόπου, Δικηγόρος
Παρατηρήσεις ΙΙ
Μετά την με το άρθρο 24 του Συντάγματος καθιερωθείσα προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και του δάσους, ειδικότερα, ως ατομικό δικαίωμα και αντιστοίχως ως υποχρέωση του Κράτους το πώς ακριβώς ορίζεται το «δάσος» και η «δασική έκταση» αποτέλεσε ένα ζήτημα που δίχασε και διχάζει μέχρι σήμερα τη διοίκηση, τον νομοθέτη, όλους όσοι ασχολούνται με την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σίγουρα όλους όσοι αγαπούν και νοιάζονται για την προστασία του δασικού οικοσυστήματος.
Ο εκτελεστικός του Συντάγματος Ν 998/1979 έδωσε τον ορισμό του δάσους ως «πάσα έκτασι της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος.
Ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών».
Επακολούθησαν πολλές νομοθετικές τροποποιήσεις του αρχικού αυτού ορισμού, με τον Ν 3208/2003, τον Ν 3818/2010, αλλά και πολλές «εξειδικεύσεις» αυτού που επιχειρήθηκαν κυρίως με εγκυκλίους. Χωρίς να εξωραΐζω τις προθέσεις τις διοίκησης που εξέδωσε τις εγκυκλίους αυτές είμαι πεπεισμένη ότι αυτές (αλλά και η γενικότερη ανάγκη εξειδίκευσης και προσθήκης περισσοτέρων «πρακτικών και απτών» κριτηρίων για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του δάσους και τη διάκρισή του με τη δασική έκταση) προέκυψαν από «καλό σκοπό» δηλαδή από την ανάγκη της ασφάλειας του δικαίου.
Είναι λογικό ότι ο δασικός υπάλληλος, που πρόκειται να χαρακτηρίσει μία έκταση ως δασική ή μη, προκειμένου στη συνέχεια να εφαρμοσθεί επ΄αυτής η (προστατευτική) δασική νομοθεσία ή αντίθετα η (καταστρεπτική) πολεοδομική, αγροτική κ.λπ. νομοθεσία, με μοναδικό εργαλείο έναν ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης πολύ γενικό, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο πέραν αυτού της «οργανικής ενότητας της επ΄αυτού βλαστήσεως» μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αντικείμενο «πιέσεων», αφού η κρίση του δεν μπορεί να ελεγχθεί με αντικειμενικό τρόπο.
Για τον λόγο αυτό επιστρατεύθηκαν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η ελάχιστη επιφάνεια που μπορεί να καταλαμβάνει μία έκταση για να χαρακτηρισθεί ως δάσος ή δασική έκταση (ώστε να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός ως δασών εκτάσεων με πολύ μικρή επιφάνεια), η δυνατότητα δασοπονικής εκμεταλλεύσεως αυτής (ώστε να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός ως δασών θαμνωδών και ποωδών εκτάσεων), η δασοκάλυψη (παράγοντας ορατός και αποδεικνυόμενος από τις αεροφωτογραφίες), η συγκόμωση, το είδος της βλαστήσεως κ.λπ.
Είναι προφανές ότι η ισορροπία είναι δύσκολη: κανένα ή έλάχιστα και εντελώς γενικά κριτήρια, όπως η «οργανική ενότητα» δίνει τη δυνατότητα αυθαιρεσιών στη δασική υπηρεσία. Αντίθετα, πολλά και πολύπλοκα κριτήρια, ενέχουν την επικινδυνότητα μία συγκεκριμένη έκταση να μη χαρακτηρίζεται στην συγκεκριμένη περίπτωση ως δασικό οικοσύστημα γιατί δεν εμπίπτει σε όλα σωρευτικά τα τεθέντα κριτήρια. Ως παράδειγμα αναφέρω τα πολύπλοκα κριτήρια που θέσπισε ο Ν 3208/2003 τα οποία ορθώς αποκρούστηκαν από τη νομολογία αμέσως ή εμμέσως ως αντισυνταγματικά (π.χ. το εμβαδόν της έκτασης στην οποία φύονται εν όλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ` ελάχιστον 0,3 εκτάρια, με γεωμετρική μορφή κατά το δυνατόν αποστρογγυλωμένη ή σε λωρίδα πλάτους τουλάχιστον τριάντα (30) μέτρων, οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή να καλύπτουν τουλάχιστον το είκοσι πέντε τοις εκατό (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους κ.λπ.).
Όλα τα εθνικά Δικαστήρια με τις μέχρι σήμερα αποφάσεις τους (βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 27/1999, 1972/2003, ΑΠ 1906/2006,162/2004 και πληθώρα αποφάσων του ΣτΕ) τοποθετήθηκαν υπέρ της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 3 Ν 998/1979, σύμφωνα με την οποία κρίσιμο στοιχείο για τον ορισμό του δάσους είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης, θεωρώντας προφανώς τον εκτελεστικό αυτό του Συντάγματος νόμο ως πλέον προστατευτικό του δασικού οικοσυστήματος νόμο, διότι αναγνωρίζει τον ρόλο των δασών στη φυσική και βιολογική ισορροπία χωρίς να τον συναρτά με την οικονομική εκμετάλλευσή τους. Κάθε τροποποίηση του νόμου αυτού, που επιχειρήθηκε στη συνέχεια, θεωρήθηκε ότι οδηγεί σε λιγότερο αποτελεσματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, καθώς και στον αποκλεισμό από αυτήν πλήθους εκτάσεων εν τοις πράγμασι δασικών. Είναι αλήθεια ότι τα κριτήρια που εισήγαγε ο Ν 3208/2003 και ιδίως ο αριθμητικός περιορισμός των 3 στρεμμάτων καθώς και η εξάρτηση της ύπαρξης δασικού οικοσυστήματος από την υποχρεωτική δυνατότητα δασοπονικής εκμετάλλευσής του, οδηγούσαν μετά βεβαιότητας σε αποχαρακτηρισμό πληθώρας εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, δεδομένης της μορφολογίας της χώρας μας με αφθονία δασικών «νησίδων» κάτω των τριών στρεμμάτων, αλλά και της υπάρξεως εκτάσεων, των οποίων μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είναι δυνατή η δασοπονική εκμετάλλευση, χωρίς να αποκλείεται αυτή στο μέλλον.
Είναι μονόδρομος για τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, μετά την έκδοση της σχολιαζόμενης απόφασης (που αναμένεται ασφαλώς να έχει μεγάλη πρακτική σημασία, αφού θα επηρρεάσει αναμφίβολα την υπό εξέλιξη διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών και μπορεί να οδηγήσει σε ανάκληση διοικητικών πράξεων σχετικών με αναδασώσεις και αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων, που εκδόθηκαν υπό την ισχύ της κριθείσας ως αντισυνταγματική διάταξη) να επανέλθει στον ορισμό του δάσους και της δασικής εκτάσεως όπως διατυπωνόταν στην πρώτη έκδοση του άρθρου 3 του Ν 998/1979, της οποίας η συνταγματικότητα ήδη έχει κριθεί, και η οποία είχε εφαρμοσθεί με αποτελεσματικό για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων τρόπο, συμπληρούμενη από τις (αναγκαίες για τον κατά το δυνατόν περιορισμό της αυθαιρεσίας των δασικών υπαλλήλων) εγκυκλίους, οπωσδήποτε όμως βάσει των πλαισίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος και η υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση. Τα αντικειμενικά κριτήρια που θα τίθενται θα πρέπει να έχουν σχέση μόνο με την οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης και την αναγκαία επιφάνεια και θα πρέπει να αποκλεισθούν όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στο υψηλό ή το θαμνώδες της βλάστησης, τη δασοπονική διαχείριση, στην παρουσία ορισμένων μόνο ειδών άγριων ξυλωδών φυτών και γενικά σε όλα αυτά τα κριτήρια που κρίθηκαν σαν αντισυνταγματικά με την σχολιαζόμενη απόφαση.
Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρος ΝΣΚ
________________________________________
[ 82 ]. Βλ. ενδεικτικώς την ευρύτητα του ορισμού στην παρ. 2 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού νόμου περί Δασών της 2.5.1975, (BGBl. I S.1037), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Νόμου της 31.7.2010, (BGBI. I S.1050), σύμφωνα με τον οποίο ως δάσος ορίζεται κάθε επιφάνεια γης, η οποία καλύπτεται με δασική βλάστηση. Ακολουθεί δε περιπτωσιολογία για τους χώρους που περιλαμβάνονται στην έννοια του δάσους και αυτούς που δεν περιλαμβάνονται. Περιλαμβάνονται: και αποψιλωμένες επιφάνειες, δασικοί δρόμοι, ζώνες διαίρεσης και προστασίας του δάσους, απογυμνωμένες δασικές εκτάσεις και ξέφωτα, δασικά λιβάδια, χώροι αποθήκευσης ξύλων και κάθε άλλη επιφάνεια που συνδέεται με το δάσος και υπηρετεί αυτό.
[ 83 ]. Εισηγητική έκθεσις επί του σχεδίου νόμου «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων» σελίς 4.
[ 84 ]. Βλ. αντί πολλών, Αίθ. Μαριά, «Ο Ν 3208/2003 για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, ένα χρόνο μετά την θέση του σε ισχύ. Κριτικές σκέψεις και παρατηρήσεις», ΠερΔικ 4/2004, σ. 461, και «Οι έννοιες του δάσους και της δασικής έκτασης κατά το Ν 3208/2003 και η νομολογιακή τους ανάγνωση. Κριτικές σκέψεις με αφορμή την ΣτΕ 3559/2008» ΠερΔικ 4/2008, σ. 560, όπου και βιβλιογραφία.