ΣτΕ 3218/2010,Ολομ.,ΑΔΕΙΑ, ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΟΙΚΙΣΜΟΙ, δεν εξομοιούνται με καταστήματα υγιειονομικού ενδιαφέροντος, επιχειρήσεις που έχουν αντικείμενο ουσιωδώς διάφορο και για να αδειοδοτηθούν εφαρμόζονται άλλες νομοθεσίες.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 3218/2010 
 
  ΠΕΡΙΛΗΨΗ :Δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με καταστήματα και επιχειρήσεις υγιειονομικού ενδιαφέροντος, επιχειρήσεις που έχουν αντικείμενο ουσιωδώς διάφορο από αυτές, για την ίδρυση δε και λειτουργία τους εφαρμόζονται και άλλες διατάξεις που εντάσσονται σε άλλες νομοθεσίες όπως η βιομηχανική, η πολεοδομική και η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντο.
Περαιτέρω η ίδια απόφαση έκρινε ότι, όπως έχει παγίως κριθεί (Σ.τ.Ε. 10/88, 1159/89, 645/1995, 2769/1998 κ.ά,) από το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλονται ως κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, την ανάπτυξη και την πολεοδόμηση των οικιστικών περιοχών η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και, πάντως, δεν επιτρέπονται ρυθμίσεις και μέτρα που συνεπάγονται επιδείνωση αυτού, η νέα ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν.3325/2005 συνεπαγομένη επιβάρυνση των ανωτέρω οικισμών από την άποψη χρήσης των ακινήτων επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής επιταγής. Εξυπακούεται όμως ότι με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού μπορούν μετά την οριοθέτησή τους να επιτραπούν και μέσα στους οικισμούς τους υφιστάμενους προ της 16.8.1923 καθώς και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων αυτών χρήσεις χαμηλής όχλησης που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του οικισμού. Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και του Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή στους ως άνω οικισμούς δεν μπορεί να επιτραπεί δια του χωροταξικού σχεδιασμού η ανέγερση οχλουσών εν γένει εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το βαθμό οχλήσεως.

 
 

Αριθμός 3218/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Παναγιώτης Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Α. Ράντος, Αντιπρόεδροι, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χρ. Ράμμος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρής, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Χ. Λιάκουρας, Σ. Κωνσταντίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 25 Ιανουαρίου 2006 αίτηση:
των: 1) Μαρίας Παναγιώτη Τσιωτάκη, 2) Αναστασίου Παναγιώτη Τσιωτάκη, κατοίκων Δ.Δ. Αγ. Βασιλείου Δήμου Τενέας Κορινθίας, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χρ. Βαρδάκα (Α.Μ. 2389), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά: 1) του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος παρέστη με τον Ευθ. Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας, η οποία δεν παρέστη,
και κατά του παρεμβαίνοντος Κίμωνος Αναστασίου Κλάρου, κατοίκου Αγίου Βασιλείου Κορινθίας, ο οποίος δεν παρέστη.
H πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 3189/2009 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αρ. 20759/23-12-2005 απόφαση της Γενικής Γραμματέως της Περιφερείας Πελοποννήσου, 2) η υπ’ αριθ. Φ.14.2/1458/3-10-2005 θεώρηση υπό της Ν.Α. Κορινθίας (Διεύθυνση Βιομηχανίας) της ειδικής δήλωσης του Κίμωνα Κλάρου για την απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού του με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας (άρθρο 5 του Ν. 3325/2005) του επαγγελματικού εργαστηρίου του (οινοποιείου και εμφιαλωτηρίου κρασιού) στο Δ.Δ. Αγίου Βασιλείου του Δήμου Τενέας του Νομού Κορινθίας, 3) η υπ’ αριθ. 8256/27-9-2005 απόφαση της Δ/νσης ΧΩΠΟΠΕ της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας (Έγκριση περιβαλλοντικών όρων της μονάδας παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου του Κίμωνα Κλάρου στον Αγ. Βασίλειο του Δ. Τενέας) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την Εισηγητή, Σύμβουλο Αγγ. Θεοφιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 710748 και 1464707/2006).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της 8256/27.9.2005 αποφάσεως του Νομάρχη Κορινθίας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδας παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου στον οικισμό του Αγίου Βασιλείου του Δήμου Τενέας, β) της από 6.10.2005 θεώρησης από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του Κίμωνα Κλάρου για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας για την παραπάνω μονάδα και γ) της 20759/23.12.2005 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε η από 26.10.2005 προσφυγή της Μαρίας και του Αναστασίου Τσιωτάκη κατά της παραπάνω θεώρησης.
3. Επειδή, η υπόθεση είχε αρχικώς εισαχθεί ενώπιον του Ε΄ Τμήματος με επταμελή σύνθεση, το οποίο, με την 3189/2009 απόφασή του, αφού απέρριψε εν μέρει την αίτηση ως εκπρόθεσμη, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 8256/27.9.2005 αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων του Νομάρχη Κορινθίας, δέχθηκε την ασκηθείσα από τον Κίμωνα Κλάρο παρέμβαση κατά το μέρος αυτό και κατά τα λοιπά έκρινε ότι, ενόψει της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος, αν οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 εδ. γ΄ και 39 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 3325/2005 είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα, η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί προς επίλυση του ως άνω ζητήματος στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, ενώπιον της οποίας, επομένως, νομίμως ήδη εισάγεται η υπόθεση.
4. Επειδή, με τον Α.Ν. 2520/1940 (ΦΕΚ 273Α΄) ορίζεται στο άρθρο 1 ότι «1. Προς προστασίαν της δημοσίας υγείας εν γένει επιτρέπεται η έκδοσις υγειονομικών διατάξεων, ων η εκτέλεσις δύναται να ανατίθεται εις αστυνομικά, υγειονομικά ή άλλα δημόσια όργανα. 2. Τα δι’ υγειονομικών διατάξεων επιβαλλόμενα μέτρα θέλουσιν αποβλέπει ιδίως εις την υγιεινήν εν γένει και καθαριότητα. . . εργοστασίων, καταστημάτων, … την από υγιεινής απόψεως καταλληλότητα των προς βρώσιν τροφίμων …» και στο άρθρο 2 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 2 του Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α΄), ότι «Τις υγειονομικές διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο εκδίδει ο Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις περιπτώσεις που οι διατάξεις αυτές αφορούν και την προστασία του περιβάλλοντος, συνυπογράφονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων». Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η απόφαση Α16/ 8577/1983 του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας «Υγειονομικός έλεγχος των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος …»(ΦΕΚ 526 Β΄), στο άρθρο 5 της οποίας ορίζεται ότι «1. Καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα καταστήματα, στα οποία γίνεται παρασκευή ή και διάθεση σε πελάτες (καθισμένους, όρθιους, περαστικούς) φαγητών ή γλυκισμάτων ή οποιουδήποτε άλλου παρασκευάσματος τροφίμων ή ποτών ή αποθήκευση ή συντήρηση ή εμπορία κάθε είδους τροφίμων ή ποτών, καθώς και τα καταστήματα προσφοράς υπηρεσιών εξαιτίας των οποίων μπορεί να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις. 2. «Εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα εργαστήρια ή εργοστάσια, στα οποία γίνεται παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία κ.λπ., χειρισμοί τροφίμων και ποτών, χωρίς όμως απευθείας διάθεση των προϊόντων τους στο Καταναλωτικό Κοινό, καθώς και τα εργαστήρια ή εργοστάσια χάρτινων ή πλαστικών ή από οποιοδήποτε άλλο υλικό παρασκευαζόμενων ειδών, τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για μια μόνο φορά ως περιέκτες τροφίμων ή ποτών ή ως μέσα ατομικής υγιεινής, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 της πιο πάνω αποφάσεως ορίζεται ότι «1. Για τη ίδρυση και λειτουργία καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής, χορηγούμενη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ή, αν δεν προβλέπεται από τον Νόμο τέτοια Επιτροπή, της αρμόδιας Υγειονομικής Υπηρεσίας, ότι πληρούνται οι όροι των σχετικών Υγειονομικών Διατάξεων. 2. Εξαιρούνται από την υποχρέωση αποκτήσεως της ανωτέρω άδειας της Αστυνομικής Αρχής … Επίσης εξαιρούνται από την υποχρέωση αποκτήσεως της ανωτέρω άδειας τα εργαστήρια και εργοστάσια οινοπνευματωδών ποτών … 3. Αν από ειδικές διατάξεις Νόμου ή Δ/γματος προβλέπεται η χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος από άλλον Κρατικό Φορέα, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ή της οικείας Υγειονομικής Υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να αποκτήσει την άδεια της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πριν από την άδεια, που προβλέπουν οι ανωτέρω ειδικές διατάξεις. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στα εργαστήρια και εργοστάσια του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου». Τέλος, στο άρθρο 52 της πιο πάνω αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Εργαστήρια τροφίμων και ποτών», καθορίζονται οι προϋποθέσεις λειτουργίας, από υγειονομική άποψη, των εν λόγω εργαστηρίων. Εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 3325/2005 (ΦΕΚ 68 Α΄) ορίζεται ότι κατά την έννοια του νόμου αυτού νοούνται ως επαγγελματικά εργαστήρια οι τεχνοοικονομικές μονάδες, οι οποίες με μηχανικά, χημικά ή άλλα μέσα διαφοροποιούν τη μορφή ή την ιδιότητα πρώτων υλών ή προϊόντων, προκειμένου αυτά να καταστούν κατάλληλα για χρήση και των οποίων η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα 22 KW ή η θερμική τα 50 KW, στο δε άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι «Απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης της περιπτώσεως β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 καθώς και οι πάσης φύσεως ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών χαμηλής όχλησης που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 3 και διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό με κινητήρια ισχύ μέχρι 22 KW και θερμική ισχύ μέχρι 50 KW … Για την έναρξη λειτουργίας των μονάδων αυτών υποβάλλεται στην Αδειοδοτούσα Αρχή ειδική δήλωση, η οποία συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που θα καθοριστούν με την υπουργική απόφαση που αναφέρεται στην παρ. 5 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση της δήλωσης βεβαιώνεται σε αντίγραφο από την Αδειοδοτούσα Αρχή, το οποίο υποχρεούται να τηρεί ο φορέας». Μεταξύ δε των δικαιολογητικών που απαιτούνται για τη θεώρηση της ειδικής δήλωσης και τη χορήγηση βεβαιώσεων που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις του ν.3325/2005 για τις μονάδες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εκδοθείσης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 5 του νόμου αυτού, Φ15/οικ.7816/616/14.4.2005 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης (Β΄542), η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Προβλέπεται δε στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 1 αυτής της αποφάσεως ότι «μετά τη συγκέντρωση των εγκρίσεων κ.λπ. ή άλλως μετά την άπρακτη παρέλευση των προβλεπομένων προθεσμιών, η αδειοδοτούσα αρχή διενεργεί αυτοψία και θεωρεί την ειδική δήλωση … Στη περίπτωση μονάδων υγειονομικού ενδιαφέροντος, τίθεται ο όρος «Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της μονάδας είναι ο εφοδιασμός της με βεβαίωση καταλληλότητας από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία» και η αδειοδοτούσα αρχή κοινοποιεί αντίγραφο της θεωρημένης ειδικής δήλωσης στην αρμόδια υγειονομική υπηρεσία». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91) και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης κ.υ.α. 15393/2332/2002 «Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 1650/86, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3010/2002 «Εναρμόνιση του Ν. 1650/86 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ κ.ά. (Α΄ 91)» (Β΄ 1022/5.8.2002), η δραστηριότητα παραγωγής κρασιού υπάγεται στην 9η ομάδα «Βιομηχανικές Εγκαταστάσεις», ΕΣΥΕ 159.3 και εφόσον η δυναμικότητα της εγκατάστασης ως προς το παραγόμενο προϊόν είναι μικρότερη από 2000 τόνους κατ’ έτος, στην κατηγορία δεύτερη, υποκατηγορία 4η. Εξάλλου, κατά την κ.υ.α. 13727/724/24.7.2003 «Αντιστοίχηση των κατηγοριών των βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων με τους βαθμούς όχλησης που αναφέρονται στα πολεοδομικά διατάγματα» (Β΄ 1087/5. 8.2003), η δραστηριότητα αυτή, εφόσον η δυναμικότητα της σχετικής εγκατάστασης δεν υπερβαίνει την προαναφερομένη, ανήκει στις δραστηριότητες χαμηλής όχλησης.
5. Επειδή, εξ άλλου, ο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας που κυρώθηκε με το Π.Δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄) και ίσχυε κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, ορίζει στο άρθρο 24 παρ. 1 περ. ιθ΄ όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2946/ 2001 (ΦΕΚ 224 Α΄), ότι στην αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων ανήκουν «η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων καθορίζονται από υγειονομικές διατάξεις …». Στην παρ. δε 9 του άρθρου 4 του προαναφερομένου Ν. 3325/2005, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, προβλέπεται ότι «Στις μονάδες οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και του άρθρου 41 (περιπτώσεις ιθ΄ και κζ΄) του Ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α΄), όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄), χορηγείται μία μόνο άδεια αποκλειστικά από την Αδειοδοτούσα Αρχή. Ειδικότερα στα εργοστάσια, στα εργαστήρια και τις αποθήκες που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και του άρθρου 52 της υγειονομικής διάταξης ΑΙβ/ 8577/83 (ΦΕΚ 526 Β΄), η πιο πάνω άδεια χορηγείται με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας Υγείας». Τέλος, με την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 2721/1999 (Α΄ 112) προστέθηκε στο άρθρο 1 του Ν. 1406/1983 (Α΄ 182) παράγραφος 3, σύμφωνα με την οποία στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : «α) τη χορήγηση ή την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με αυτά, περιλαμβανομένων και των διαφορών που προκαλούνται από πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση των ανωτέρω αδειών».
6. Επειδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με τις παρατιθέμενες στην τρίτη σκέψη διατάξεις, ιδίως δε εκείνη του άρθρου 5 της Υγειονομικής Διατάξεως Α1β/8577/ 1983, ως «επιχειρήσεις που εξομοιούνται με καταστήματα και επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος», οι πράξεις χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των οποίων υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες όχι μόνο έχουν το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο δραστηριότητας με αυτό των καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία, διακίνηση και λοιπούς χειρισμούς προϊόντων τα οποία θέτουν, περαιτέρω, στη διάθεση καταστημάτων ή εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά, επί πλέον, διέπονται, όσον αφορά στην ίδρυση και στη λειτουργία τ ους, από διατάξεις, εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία. Επομένως, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή επιχειρήσεις, για την ίδρυση και λειτουργία των οποίων απαιτείται αδειοδότηση προβλεπόμενη από άλλες διατάξεις που δεν εντάσσονται στην υγειονομική αλλά σε άλλες νομοθεσίες, όπως η βιομηχανική, η πολεοδομική και η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία επιχειρήσεις για την ίδρυση των οποίων εν όψει των σοβαρών επιπτώσεων που συνεπάγεται για το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον η ίδρυση και λειτουργία τους, λόγω του χαρακτήρα ή του μεγέθους των εγκαταστάσεών τους, ή λόγω της παραγωγής αποβλήτων, ή εκπομπών, ακολουθείται διακεκριμένο στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως, κατά το οποίο εκδίδονται πράξεις και, συγκεκριμένα, πράξεις προέγκρισης χωροθετήσεως, έγκρισης περιβαλλοντικών όρων που υπάγονται με αίτηση ακυρώσεως στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου, άλλωστε, ότι με την υπαγωγή στο ίδιο δικαστήριο των συναφών διαφορών, που αφορούν στην ίδρυση και στη λειτουργία των εν λόγω μονάδων, εξασφαλίζεται ενιαία κρίση της υποθέσεως και επιτυγχάνεται οικονομία της δίκης (ΣτΕ 601/2008 Ολ.).
7. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή η από 6.10.2005 θεώρηση από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του Κίμωνα Κλάρου για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας για τη μονάδα παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου κινητήριας ισχύος 21,62 ΚW, έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Ν. 3325/2005 και ειδικότερα του προαναφερόμενου άρθρου 5 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης. Προηγήθηκαν της ως άνω θεώρησης οι από 29.9.2005 και 4.10.2005 αυτοψίες από μηχανικούς του Τεχνικού Τμήματος της Δ/νσης Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας κατά τις οποίες διαπιστώθηκε ο χαρακτήρας της επίμαχης μονάδας ως επαγγελματικού εργαστηρίου κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου (βλ. έγγραφα Φ14.2/29. 9.2005 και Φ14.2/4.10.2005 του ως άνω Τμήματος). Μεταξύ δε των δικαιολογητικών που συνυποβλήθηκαν για την έγκριση της απαλλαγής από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης της επίδικης μονάδας είναι και η συμπροσβαλλόμενη 8256/27.9.2005 πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων αυτής. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η επίμαχη μονάδα παραγωγής και εμφιάλωσης κρασιού είναι μεν εργαστήριο υγειονομικού ενδιαφέροντος, οι προϋποθέσεις λειτουργίας του οποίου, από υγειονομική άποψη, καθορίζονται στο άρθρο 52 της Α16/ 8577/1983 Υγειονομικής Διάταξης, δεδομένου, όμως, ότι η ως άνω απαλλαγή από την υποχρέωση εφοδιασμού της με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν της βιομηχανικής νομοθεσίας και ειδικότερα του άρθρου 5 του Ν. 3325/2005 από τα αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής όργανα της Διοικήσεως, προηγήθηκε δε αυτής στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η ένδικη διαφορά που ανακύπτει από την προσβολή της πράξης θεώρησης της Δ/νσης Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας και της απόφασης της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των αιτούντων κατά της πράξεως αυτής δεν αποτελεί διαφορά ουσίας υπαγόμενη, κατ’ άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά διαφορά ακυρωτική, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο επομένως, νομίμως εισάγεται προς εκδίκαση.
8. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι του οικισμού Αγίου Βασιλείου του Δήμου Τενέας Νομού Κορινθίας, o οποίος ευρίσκεται πλησίον των επιδίκων εγκαταστάσεων, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ 2610/2005).
9. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων ο Κίμων Κλάρος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές.
10. Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 1 του από 2/13-3-1981 π.δ/τος “περί των ληπτέων υπ’ όψιν στοιχείων και του τρόπου καθορισμού των ορίων των προ της 16-8-1923 υφισταμένων οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ως και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών” (ΦΕΚ 138 Δ΄), είχε απαγορευθεί η ανέγερση οχλουσών επαγγελματικών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, εντός των ορίων των οικισμών αυτών, καθώς και αυτών σε απόσταση τουλάχιστον 500 μέτρων περιμετρικώς των καθοριζομένων ορίων τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 7 παρ. 3 του από 24-4/3-5-1985 π.δ/τος με τίτλο “τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της Χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους” (ΦΕΚ 181 Δ΄) ορίσθηκε ότι, εντός των ορίων των οικισμών και εντός κύκλου ακτίνας 800 μ. από το κέντρο των παραλιακών, τουριστικών, περιαστικών, δυναμικών και αξιολόγων συνεκτικών οικισμών, απαγορεύεται η ανέγερση ή και η επέκταση βιοτεχνικών ή βιομηχανικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής οχλήσεως, ως κέντρο δε του οικισμού ορίσθηκε με το άρθρο 4 του π.δ/τος αυτού, το πρωτεύον κέντρο του, το οποίο συγκεντρώνει τις κύριες κοινωνικές λειτουργίες, όπως πλατεία, εκκλησία, σχολείο, κοινοτικό κατάστημα, εμπορικές εγκαταστάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 3 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ιδίου π.δ/τος, η διάκριση και κατάταξη των οικισμών σε κατηγορίες, τα όρια των οικισμών και η αρτιότητα των γηπέδων, καθορίζονται με απόφαση του οικείου Νομάρχη, κατά δε το άρθρο 9 παρ. 1 αυτού, από τη δημοσίευση της νομαρχιακής απόφασης καθορισμού των ορίων των οικισμών, κατάταξης τους σε κατηγορίες και προσδιορισμού της αρτιότητας των γηπέδων δεν εφαρμόζονται, πλην των άλλων, και οι διατάξεις του ανωτέρω από 2-3-1981 π.δ/τος. Η ως άνω όμως διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του από 24-4/3-5-1985 π.δ/τος, είναι ανίσχυρη, όπως κρίθηκε με την 4996/88 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι επιφέρει, σε σύγκριση με την κανονιστική ρύθμιση του διατάγματος του έτους 1981, επιδείνωση στο οικιστικό περιβάλλον, κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακολούθησε, τέλος, το νεότερο από 25-4/16-5-1989 π.δ/γμα με τίτλο “Τροποποίηση του από 24-4-1985 Π.Δ/τος “Τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της Χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους (Δ΄ 181)” (ΦΕΚ 293 Δ΄), με το άρθρο 1 παρ. 4 του οποίου αντικαταστάθηκε η κριθείσα ανίσχυρη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 7 του διατάγματος του έτους 1985 ως εξής: «3. Απαγορεύεται η ανέγερση βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής όχλησης εντός των εγκεκριμένων ορίων των οικισμών και εντός ζώνης που εκτείνεται περιμετρικά του οικισμού και σε απόσταση 500 μ. από τα όρια του οικισμού, όπως αυτά ισχύουν …». Και η νεότερη αυτή κανονιστική ρύθμιση, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 2133/2002, βλ. και 646/1995, 2769/1998), επιφέρει, όμως, σε σχέση με εκείνη του διατάγματος του 1981, επιδείνωση στο οικιστικό περιβάλλον, κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος διότι εξαιρεί από τη θεσπιζόμενη απαγόρευση τις εγκαταστάσεις χαμηλής οχλήσεως και συνεπώς, και η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του από 25-4/16-5-1989 π.δ/τος δεν θεσπίσθηκε νομίμως και είναι ανίσχυρη.
11. Επειδή με την απόφαση 2133/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της και ήδη αιτούσας Μαρίας Τσιωτάκη και ακυρώθηκαν η Φ.14/261/12.5.1999 άδεια του Νομάρχη Κορινθίας για κτιριακή και μηχανολογική εγκατάσταση οινοποιείου από τον παρεμβαίνοντα στον Αγ. Βασίλειο Κορινθίας, η Φ.14/1199/5.10.1999 άδεια της Διεύθυνσης Βιομηχανίας Κορινθίας, για τη λειτουργία του οινοποιείου, η 13179/13.10.1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της πρώτης αιτούσας κατά των ανωτέρω αδειών και η Φ.18/2028/1695/20.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, με τις οποίες απορρίφθηκαν προσφυγές της ιδίας κατά της αποφάσεως του Γ.Γ.Π. Πελοποννήσου, με τη σκέψη αφενός ότι ο ΄Αγιος Βασίλειος Κορινθίας, όπου ευρίσκεται το επίδικο οινοποιείο με μηχανολογική εγκατάσταση κινητηρίου δυνάμεως 96,40 ΗΡ, καθώς και η κατοικία της αιτούσας, αποτελεί οικισμό προϋφιστάμενο του 1923, ο οποίος οριοθετήθηκε με την 6400/12.12.1985 απόφαση του Νομάρχη Κορινθίας και για τον οποίο έχει εφαρμογή και το από 3.5.85 π.δ/γμα (Δ΄ 181) για οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, αλλά οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 3 του από 24.4/3.5.1985 π.δ/τος και 1 παρ. 4 του από 25.4/16.5.1989 π.δ/τος, δυνάμει των οποίων είναι επιτρεπτή η λειτουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, είναι ανίσχυρες, ως συνεπαγόμενες επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος κατά παράβαση του Συντάγματος και αφετέρου ότι η απαγόρευση που θεσπίζεται με την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του από 2.3.1981 π.δ/τος δεσμεύει και τις αρχές, στις οποίες ανήκει η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας των βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων.
12. Επειδή, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3325/2005, στις διατάξεις του υπάγονται, μεταξύ άλλων, οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, καθώς και τα επαγγελματικά εργαστήρια που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β΄ του νόμου αυτού, η οποία παρατίθεται στην τρίτη σκέψη. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι για την εγκατάσταση ή την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των δραστηριοτήτων του ως άνω νόμου απαιτείται, με την επιφύλαξη του άρθρου 5, άδεια εγκατάστασης, με την παράγραφο 1 δε του τελευταίου αυτού άρθρου η οποία παρατίθεται στην τρίτη σκέψη, προβλέπεται η απαλλαγή από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας των επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης της περίπτωσης β΄ του ως άνω άρθρου 2. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ΄, του παραπάνω νόμου, επετράπη «σε περιοχές εντός οικισμών προϋφισταμένων της 16.8.1923, σύμφωνα με το Π.Δ. 2/13.3.1981 (ΦΕΚ 138 Δ΄), η εγκατάσταση μόνο επαγγελματικών εργαστηρίων και αποθηκών της παρ. 1γ του άρθρου 2, που διαθέτουν για τη λειτουργία τους μηχανολογικό εξοπλισμό του οποίου η κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα είκοσι δύο (22) KW ή η θερμική τα πενήντα (50) KW, … εφόσον οι πιο πάνω δραστηριότητες ανήκουν στη χαμηλή όχληση. Σε απόσταση 500 μέτρων από τα όρια των πιο πάνω οικισμών επιτρέπεται η εγκατάσταση δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης». Τέλος, με το άρθρο 39 παρ. 1 περ. β του ως άνω νόμου καταργήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 9 του από 2.3.1981 π.δ/τος (Δ΄ 138), όπως είχε αντικατασταθεί με το από 5.5.1984 π.δ/γμα (Δ΄ 341).
13. Επειδή, από την αντιπαραβολή της, ήδη καταργηθείσας με το άρθρο 39 παρ. 1β του ν. 3325/2005, διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του από 2/13.3.1981 π.δ/τος (Δ΄ 138) προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3325/2005 προκύπτει ότι, ενώ με το ως άνω διάταγμα απαγορευόταν η ανέγερση οχλουσών εν γένει εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το βαθμό οχλήσεως, δηλαδή και των εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως, μέσα στους οικισμούς τους υφισταμένους προ της 16.8.1923 και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων αυτών, με την ως άνω διάταξη του ν. 3325/2005 επετράπη η εγκατάσταση εντός των οικισμών αυτών επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης, κινητήριας ισχύος μέχρι 22 KW ή θερμικής ισχύος μέχρι 50 KW και η εγκατάσταση των λοιπών δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης σε απόσταση 500 μέτρων από τα όρια τους. Δεδομένου, όμως, ότι, όπως έχει παγίως κριθεί (Σ.τ.Ε. 10/88, 1159/89, 645/1995, 2769/1998 κ.ά,) από το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλονται ως κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, την ανάπτυξη και την πολεοδόμηση των οικιστικών περιοχών η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και, πάντως, δεν επιτρέπονται ρυθμίσεις και μέτρα που συνεπάγονται επιδείνωση αυτού, η νέα ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν.3325/2005 συνεπαγομένη επιβάρυνση των ανωτέρω οικισμών από την άποψη χρήσης των ακινήτων επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής επιταγής. Εξυπακούεται όμως ότι με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού μπορούν μετά την οριοθέτησή τους να επιτραπούν και μέσα στους οικισμούς τους υφιστάμενους προ της 16.8.1923 καθώς και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων αυτών χρήσεις χαμηλής όχλησης που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του οικισμού. Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και του Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή στους ως άνω οικισμούς δεν μπορεί να επιτραπεί δια του χωροταξικού σχεδιασμού η ανέγερση οχλουσών εν γένει εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το βαθμό οχλήσεως.
14. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3325/2005 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τους αιτούντες. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να ακυρωθούν η από 6.10.2005 θεώρηση από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του παρεμβαίνοντος για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας της επίδικης μονάδας και η 20759/23.12.2005 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αιτούντων κατά της ως άνω θεώρησης, να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό η ασκηθείσα παρέμβαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Ακυρώνει: α) την 20759/23.12.2005 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, β) την από 6.10.2005 θεώρηση από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του Κίμωνα Κλάρου για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας μονάδας παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου.
Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση κατά το μέρος αυτό,
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Απαλλάσσει τους διαδίκους από την δικαστική δαπάνη.
Η διάσκεψη έγινε στις 24 Ιουνίου 2010.
Ο Πρόεδρος  Η Γραμματέας
 
 
Π. Πικραμμένος  Ε. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Οκτωβρίου 2010.
Ο Πρόεδρος  Η Γραμματέας
 
 
Π. Πικραμμένος  Δ. Μουζάκη