322/2009 ΣΤΕ Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης. Πότε υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και επελθούσας ζημίας.
Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομική και ελέγχεται νομικά, για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Οι τασσόμενες από την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Ελληνική Αστυνομία και αποστολή αυτής αναφορικά με την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος. Απαραίτητη η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων μπορεί να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου σε αποζημίωση. Απαγωγή του ενάγοντα από κακοποιούς και καταβολή λύτρων για την απελευθέρωσή του. Κρίση ότι το Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα 30% των καταβληθέντων λύτρων επειδή η Ελληνική Αστυνομία εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντά της περί τη φύλαξη των φυλακών, όπου εκρατούντο οι απαγωγείς πριν από την απόδρασή τους. Ομως η απόδραση αυτή δεν μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορη αιτία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος. Δεν υφίσταται χρονική και τοπική εγγύτητα απόδρασης και ζημιογόνου αποτελέσματος. Δεν υπήρχε παρανομία των οργάνων της ΕΛΑΣ από την απαγωγή και εφεξής. Περιστατικά. Μη εφαρμογή της Οδηγίας 2004/80/ΕΚ. Μερικά δεκτή η αναίρεση του Δημοσίου (αναιρεί την αριθμ. 2115/2004 ΔΕφΠειρ). Αριθμός 322/2009 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Δεκεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μαρινάκης, Δ. Σκαλτσούνης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Στ. Κτιστάκη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος. Α. Για να δικάσει την από 30 Ιουνίου 2005 αίτηση: του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο παρέστη με τον Αντ. Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του …………… ………., κατοίκου …………… Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκης 50), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απ. Βασιλείου (Α.Μ. 881 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί εν μέρει η υπ’ αριθ. 2115/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Β. Για να δικάσει την από 12 Ιουλίου 2005 αίτηση: του ……….. ………., κατοίκου ………… Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκης 50), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απ. Βασιλείου (Α.Μ. 881 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο παρέστη με τον Αντ. Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί εν μέρει η υπ’ αριθ. 2115/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, για την άσκηση της πρώτης αίτησης (με αριθμό κατάθεσης 6811/2005) δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου. Για την άσκηση της δεύτερης αίτησης (με αριθμό κατάθεσης 5210/2005) έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1679412, 1679413, 1679414/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου). 2. Επειδή, με την πρώτη αίτηση το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της 2115/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε δεκτή έφεση του ………. ……… κατά της 128/2002 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας. Με τη δεύτερη αίτηση ο .. …………. ζητεί την αναίρεση της πιο πάνω εφετειακής απόφασης, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε έφεσή του κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του .. …………., μεταρρυθμίστηκε η ανωτέρω 128/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας και υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να καταβάλει σε αυτόν νομιμοτόκως ποσό 228.427 ευρώ, ως αποζημίωση για την ζημία που είχε υποστεί λόγω παρανόμων παραλείψεων οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η αγωγή του … ………. 3. Επειδή, οι κρινόμενες αντίθετες αιτήσεις είναι συνεκδικαστέες, διότι στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (Σ.τ.Ε. 1108/2004). 4. Επειδή, αμφότερες οι αιτήσεις ασκούνται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. 5. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης αυτής και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ότι η συγκεκριμένη αιτία είναι, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πρόσφορη για την πρόκληση του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, είναι νομική και ελέγχεται αναιρετικά, για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (Σ.τ.Ε. 334/2008 7μ., 1002/2008). Τέλος, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη αυτή πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (Σ.τ.Ε. 1024/2005). 6. Επειδή, εξ άλλου, κατά το άρθρο 4 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), ο κλάδος αστυνομίας τάξης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης έχει ως ειδικότερη αποστολή, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει τη δημόσια ειρήνη και ευταξία και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών (παρ. 1), καθώς και την προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη (παρ. 3), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 του Συντάγματος), καθώς και της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος). Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ο κλάδος αστυνομίας ασφάλειας του ίδιου Υπουργείου έχει ως ειδικότερη αποστολή, μεταξύ άλλων, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος. Κατά το άρθρο 15 του αυτού νόμου, η εξωτερική φρούρηση των φυλακών και σωφρονιστικών καταστημάτων και η εκτέλεση των λοιπών αποστολών που διαλαμβάνονται στο ν.δ. 1335/1973 έχει προσωρινό χαρακτήρα και διαρκεί έως ότου τα έργα αυτά αναληφθούν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι ανωτέρω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, ως εκ τούτου δε, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εφόσον συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη αυτή (πρβ. Σ.τ.Ε. 1364/2008, 1677/2008). 7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Ο …….. ………, μέτοχος και εντεταλμένος σύμβουλος της εταιρείας «….. ……. ….», οδηγούσε στις 15.12.1995 και ώρα 08.15΄ περίπου το επιβατικό αυτοκίνητό του κατευθυνόμενος από την οικία του στο ……….. Θεσσαλονίκης προς τις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων του στο ……….. Θεσσαλονίκης. Σε σχετικά ερημική τοποθεσία της βιομηχανικής περιοχής Ωραιοκάστρου ένα αυτοκίνητο τύπου τζιπ απέκλεισε το δρόμο που κινούνταν ο ανωτέρω και τον ανάγκασε να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του. Τότε, άνοιξε αιφνιδιαστικά η πόρτα του συνοδηγού και εισήλθε στο αυτοκίνητο, κρατώντας περίστροφο, ένα άγνωστο άτομο με καλυμμένο το πρόσωπο που κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ανάγκασε τον .. ………., με την απειλή του όπλου, να ακολουθήσει το τζιπ. Τα δύο αυτοκίνητα διάνυσαν απόσταση 500-1000 μέτρων κινούμενα στην ίδια περιοχή και, στη συνέχεια, ο .. …………. αναγκάστηκε από τον οπλοφόρο συνεπιβάτη του να εισέλθει στο πίσω μέρος το τζιπ, όπου ο οπλοφόρος και ο οδηγός του τζιπ, με καλυμμένο και αυτός πρόσωπο, του φόρεσαν κουκούλα, τον κάλυψαν με κουβέρτα και αμέσως το τζιπ αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Στις 09.15΄ το πρώτο από τα ανωτέρω πρόσωπα τηλεφώνησε με κινητό τηλέφωνο στον αδελφό του .. ………, ………., και του ανακοίνωσε ότι ο αδελφός του είχε απαχθεί. Αμέσως, ο .. ………. ενημέρωσε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης για την απαγωγή. Την επομένη το ίδιο πρόσωπο τηλεφώνησε στον αδελφό του απαχθέντος και απαίτησε λύτρα 3.000.000 γερμανικών μάρκων για την απελευθέρωση του τελευταίου. Στις τηλεφωνικές αυτές συνομιλίες και σε όλες που ακολούθησαν έθετε τον όρο να μην εμπλακεί η αστυνομία και τον απειλούσε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα βρει τον απαχθέντα αδελφό του «με μια σφαίρα στο κεφάλι». Στο μεταξύ, το τζιπ με τους απαγωγείς και τον απαχθέντα, που φορούσε κουκούλα και δεν είχε ορατότητα προς τα έξω, γιατί είχαν καλυφθεί τα πίσω τζάμια του αυτοκινήτου, εκινείτο επί τετραήμερο στο επαρχιακό οδικό δίκτυο της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας, ενώ οι απαγωγείς επικοινωνούσαν τηλεφωνικά, μέσω κινητού τηλεφώνου, με τον αδελφό του απαχθέντος και διαπραγματεύονταν το ύψος των λύτρων, απειλώντας ότι, αν αυτά δεν καταβληθούν, θα θανατώσουν τον απαχθέντα. Στις 18.12.1995 οι απαγωγείς συμφώνησαν με τον αδελφό του απαχθέντος να τους καταβληθούν λύτρα 260.000.000 δραχμών, ποσό που ο ανωτέρω τοποθέτησε στο αυτοκίνητό του σε ταξιδιωτικό σάκο και κινήθηκε, με συνοδηγό, κατ’ απαίτηση των ίδιων, το διευθυντή πωλήσεων της εταιρείας, προς Αθήνα, έχοντας ενεργοποιημένο το κινητό του τηλέφωνο. Με υπόδειξη των απαγωγέων κινήθηκε στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζει συγκεκριμένο προορισμό. Την ίδια ημερομηνία και ώρα 19.00΄ περίπου, καθώς εκινείτο στην εθνική οδό προς Αθήνα, στο ύψος της Στυλίδας, του υπέδειξαν να διέλθει από το ύψος της Λαμίας, να εισέλθει στην παλαιά εθνική οδό Λαμίας-Αράχωβας και να αφήσει το σάκο με τα λύτρα σε ερημική τοποθεσία. Όταν αυτό έγινε, στις 19.30΄ περίπου, οι απαγωγείς υπέδειξαν στον αδελφό του απαχθέντος να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο στη Λαμία και να αναμείνει σε κεντρικό σημείο της πόλης, τον ενημέρωσαν δε ότι είχαν παραλάβει τα λύτρα. Στις 20.15΄ περίπου, οι απαγωγείς επέτρεψαν στον απαχθέντα να συνομιλήσει με τον αδελφό του και να τον ενημερώσει ότι θα τον αποβίβαζαν στο ΚΤΕΛ Καρδίτσας, απ’ όπου τον παρέλαβε ο αδελφός του, στις 21.30΄ περίπου. Αμέσως, όλοι παρουσιάστηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρισας και, ακολούθως, επέστρεψαν στην οικία τους με συνοδεία αστυνομικών. Από την προανάκριση της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης προέκυψαν τα εξής: Απαγωγείς ήταν οι αδελφοί ……… και ……… …………, πρώην κάτοικοι ………. Τρικάλων και αργότερα κρατούμενοι με ποινές καθείρξεων στις φυλακές Κορυδαλλού και Χαλκίδας αντιστοίχως, απ’ όπου απέδρασαν το 1990 ο πρώτος και το 1991 ο δεύτερος και συνέχισαν την εγκληματική τους δραστηριότητα, διαπράττοντας, πριν από την απαγωγή, ένοπλες ληστείες. Οι απαγωγείς είχαν πιθανώς συνεργούς στην απαγωγή και διέφυγαν στο εξωτερικό το Φεβρουάριο του 1996. Το αυτοκίνητο τζιπ με το οποίο εκινούντο, καθώς και οι πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί σ’ αυτό, είχαν κλαπεί. Η Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της κράτησης του απαχθέντος, ζήτησε και πέτυχε την άρση του απορρήτου των τηλεφώνων των αδελφών ………, καθώς και οικείων τους, μετά την οποία έλαβε στοιχεία για τις κλήσεις, ενώ, μετά την απελευθέρωση του απαχθέντος και αφού δεν είχαν καρποφορήσει οι προσπάθειες εντοπισμού των απαγωγέων, προκήρυξε αμοιβή 250.000.000 δραχμών για τη σύλληψη των δραστών, απέστειλε σήματα στην ιντερπόλ για την αναζήτησή τους και εξέδωσε εντάλματα σύλληψης. Άμεση επέμβαση για την απελευθέρωση του απαχθέντος δεν επιχείρησε, γιατί δεν συναινούσαν οι οικείοι του. Ο .. …….. προέβαλε με την αγωγή του ότι από παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων είχε υποστεί ζημία ισόποση με τα λύτρα (259.454.900 δραχμές), ποσό το οποίο καταβλήθηκε στους απαγωγείς από την εταιρεία «….. …….. …..» και καταλογίστηκε εν συνεχεία σε βάρος του με πρακτικό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι οι παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων συνίσταντο στο ότι α) δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόδραση των απαγωγέων από τις φυλακές που κρατούνταν, ούτε να τους συλλάβουν μετά την απόδραση, β) δεν αστυνομεύεται η περιοχή του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, όπου δεν λειτουργεί αστυνομικό τμήμα, γ) αν και είχαν έγκαιρα αντιληφθεί την ταυτότητα των απαγωγέων και γνώριζαν την ακριβή τους θέση, λόγω της συνεχούς τηλεφωνικής επικοινωνίας τους με τον αδελφό του ………., δεν δραστηριοποιήθηκαν για τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους, δ) ούτε μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιήθηκαν για τη σύλληψή τους, αν και γνώριζαν το χώρο που εκινούντο (περιοχή Κοινοτήτων Μπράλου), ούτε κατόρθωσαν να αποτρέψουν τη διαφυγή τους στο εξωτερικό. Η αγωγή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Με την έφεσή του, ο .. ……….. επανέλαβε τους παραπάνω ισχυρισμούς και, επιπλέον, υποστήριξε ότι η ληφθείσα υπόψη ένορκη εξέταση του αδελφού του, κατά το μέρος που αναφερόταν στην επιθυμία της οικογένειάς του να μη γίνει αστυνομική επέμβαση για την απελευθέρωσή του, είχε αποσπαστεί υπό το κράτος ψυχολογικής πίεσής του από την αστυνομία. Το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη: α) ότι η απαγωγή δεν έγινε σε κεντρικό σημείο κατοικημένης περιοχής και άρα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν υποχρεωτική η εκεί παρουσία αστυνομικών οργάνων κατά την ώρα της απαγωγής, β) ότι οι απαγωγείς, γνώστες των εξαιρετικά δύσβατων και δαιδαλωδών ορεινών περιοχών της Κεντρικής Ελλάδας, ήταν πολύπειροι και επικίνδυνοι κακοποιοί, που οργάνωσαν και εκτέλεσαν άψογα την απαγωγή, είχαν δε, πιθανότατα, συνεργούς που βοήθησαν στις συνεχείς μετακινήσεις τους και τη διαφύλαξη των λύτρων, γ) ότι οι αστυνομικές αρχές δεν παρέμειναν αδρανείς κατά το διάστημα μετά την απαγωγή, αλλά προχώρησαν σε διάφορες ενέργειες, όπως ή άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και οι σχετικές τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, η ανεύρεση των αυτοκινήτων που χρησιμοποίησαν οι απαγωγείς, καθώς και δακτυλικών αποτυπωμάτων τους, η διαπίστωση της ταυτότητάς τους, η προκήρυξή τους αντί σημαντικού ποσού, η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος τους, η αποστολή σημάτων στην ιντερπόλ για την καταδίωξή τους κ.λπ., δ) ότι, αν οι εν λόγω αρχές προχωρούσαν σε άμεση επέμβαση για τη σύλληψη των απαγωγέων, θα έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του απαχθέντος, αγαθά που έπρεπε πρωτίστως, σύμφωνα και με τη σχετική επιθυμία των οικείων του, να διαφυλαχθούν, ενόψει και της γνωστής επικινδυνότητας των απαγωγέων και διαφυλάχθηκαν πράγματι, αφού αυτός ήταν υγιής και αρτιμελής όταν αφέθηκε ελεύθερος, ε) ότι οι οικείοι του δεν επιθυμούσαν τέτοια επέμβαση, σύμφωνα με ένορκη εξέταση του αδελφού του απαχθέντος .. ………., η αξιοπιστία της οποίας αναπόδεικτα αμφισβητήθηκε και μάλιστα το πρώτο κατ’ έφεση και στ) ότι η διαφυγή των απαγωγέων μετά την απελευθέρωση του απαχθέντος δεν μπορούσε, χωρίς άλλο, να αποδοθεί σε συγκεκριμένη παράλειψη των αστυνομικών αρχών, δεδομένου και ότι, λόγω των σχετικών αντικειμενικών δυσχερειών, δεν υφίσταται γενικό τεκμήριο ευθύνης των αρχών αυτών σε κάθε περίπτωση τέτοιας διαφυγής, δεν είναι δηλαδή αντικειμενικά δυνατή η σύλληψη κάθε εγκληματία, ακόμα και για την καλύτερα οργανωμένη αστυνομική υπηρεσία, και, πάντως, ακόμα κι αν είχε επιτευχθεί η σύλληψη των απαγωγέων, ήταν αμφίβολη η ανεύρεση και των λύτρων, τα οποία, πιθανότατα, είχαν αποκρυβεί ή παραδοθεί σε συνεργούς, λαμβανομένου υπόψη ότι η καταβολή των λύτρων είχε προηγηθεί της απελευθέρωσης. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, ενόψει αφενός των παραπάνω πραγματικών περιστατικών και αφετέρου της διακριτικής ευχέρειας που διέθεταν για τον τρόπο κινητοποίησής τους προς αντιμετώπιση της απαγωγής, δεν είχαν παραλείψει την άσκηση των νόμιμων καθηκόντων τους από την απαγωγή και μετά. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο έκρινε, ενόψει του ότι τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν και την ευθύνη της φρούρησης των φυλακών, ότι η απόδραση των απαγωγέων δεν μπορεί παρά να οφειλόταν και σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων των οργάνων αυτών περί τη φύλαξη των φυλακών, όπου αυτοί εκρατούντο, η απόδραση δε αυτή επέτρεψε στους απαγωγείς να συνεχίσουν την παράνομη δραστηριότητά τους, γεγονός που μπορούσε από την αρχή να πιθανολογηθεί σοβαρά, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας, λόγω της προηγούμενης εγκληματικής συμπεριφοράς τους. Συνεπώς, έκρινε τελικώς το διοικητικό εφετείο, υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απόδρασης και της απαγωγής, που προκάλεσε την ένδικη ζημία, και άρα ευθύνη των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας σε ποσοστό ανερχόμενο, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών, σε 30%. Κατόπιν τούτων, το Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον .. …………. 228.427 ευρώ, νομιμοτόκως. 8. Επειδή, με την αίτησή του το Δημόσιο προβάλλει ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απόδρασης των αδελφών ……………. και της απαγωγής, διότι μεταξύ των δύο συμβάντων παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα (ο …….. ………………. είχε αποδράσει από τις φυλακές το έτος 1990, ο ………. ……………… το 1991 και η απαγωγή έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 1995). Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η απόδραση των δραστών δεν αποτέλεσε πρόσφορη αιτία της απαγωγής του .. …………… Ο λόγος αυτός βασίμως προβάλλεται. Τούτο, διότι η απόδραση των αδελφών ……….. από τις φυλακές δεν μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορη αιτία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος (απαγωγή του .. ……… και καταβολή λύτρων). Ειδικότερα, αφενός μεν δεν υφίσταται κυρίως χρονική και, δευτερευόντως, τοπική εγγύτητα της απόδρασης και του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεδομένου ότι η απαγωγή συνέβη τον Δεκέμβριο του 1995, ενώ οι αποδράσεις τα έτη 1990 και 1991 και η απαγωγή έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι αποδράσεις στον Κορυδαλλό και στη Χαλκίδα, αφετέρου δε οι αποδράσεις δεν συνδέονται με την απαγωγή, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση κατά την οποία η απαγωγή και ομηρία του προσώπου θα αποτελούσαν μέσα για τη διευκόλυνση της απόδρασης. 9. Επειδή, το Δημόσιο προβάλλει περαιτέρω ότι το διοικητικό εφετείο δεν αιτιολόγησε την κρίση του περί παρανομίας των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την απόδραση των απαγωγέων από τις φυλακές. Η εξέταση όμως του λόγου αυτού παρέλκει ως αλυσιτελής, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κρίθηκε ως μη νόμιμη η κρίση του διοικητικού εφετείου σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απόδρασης των αδελφών Παλαιοκώστα και της απαγωγής, η ύπαρξη δε του αιτιώδους αυτού συνδέσμου αποτελεί, σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά στην πέμπτη σκέψη, μια από τις σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. 10. Επειδή, με την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως ο ……….. …………. προβάλλει ότι το διοικητικό εφετείο, αν και ορθώς δέχεται την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απόδρασης των δραστών και της απαγωγής του, ακολούθως προβαίνει σε λανθασμένη αποτίμηση της ζημίας που υπέστη, περιορίζοντας το ποσοστό αυτής σε 30% (δηλαδή 228.427 ευρώ) εκ του συνολικού ποσού των 761.423 ευρώ που είχε ζητηθεί με την αγωγή. Με δεδομένο ότι δεν υφίσταται, κατά τα προεκτεθέντα, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απόδρασης των δραστών και απαγωγής, ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απορριπτέος ως αλυσιτελής. 11. Επειδή, με τη δεύτερη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε δεκτό ότι τα αστυνομικά όργανα δεν παρέλειψαν την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους από το χρονικό σημείο της απαγωγής και εφεξής, αιτιολογείται πλημμελώς. Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχε παρανομία των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας από το χρονικό σημείο της απαγωγής και εφεξής, συνεκτιμώντας αφενός μεν τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα όργανα για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης, αφετέρου δε τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν στην έβδομη σκέψη. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξ άλλου, ο λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση του διοικητικού εφετείου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. 12. Επειδή, τέλος, η οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποζημίωση θυμάτων εγκληματικών πράξεων (EE L 261 της 6.8.2004) δεν έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη, παρότι έχουν παρέλθει οι προθεσμίες που τάσσονται προς τούτο με την παρ. 1 του άρθρου 18 της οδηγίας, η παράλειψη δε αυτή έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ. C-26/07 της 18.7.2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Εξ άλλου, στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 18 της οδηγίας αυτής ορίζεται ότι «Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται μόνο σε αιτούντες που έχουν υποστεί ζημία λόγω εγκληματικών πράξεων που έχουν τελεστεί μετά την 30η Ιουνίου 2005». Όπως όμως εκτέθηκε στην έβδομη σκέψη, η απαγωγή του .. ……….. έγινε στις 15.12.1995. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω οδηγία δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα στην κρινόμενη περίπτωση. Πρέπει άρα να απορριφθούν, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 2.12.2008 υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε ο .. ……….. στις 5.12.2008, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, μέσα στην προθεσμία που του χορήγησε ο Πρόεδρος σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). 13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση του Δημοσίου, να αναιρεθεί εν μέρει η 2115/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί,κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο διοικητικό εφετείο, για να κριθεί εκ νέου. Τέλος, η αίτηση αναιρέσεως του …… ……….. πρέπει να απορριφθεί. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου.