Αριθμός 3301/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2012, με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 14 Μαρτίου 2009 αίτηση:
της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “Μ. ΚΑΡΑΝΤΑΝΗ – ΓΙΑΝΕΣΚΗ ΚΑΙ ΣΙΑ”, που εδρεύει στην Κόρινθο, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Κορινθίων, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 209/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της oποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 85772-773/2009 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 209/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 351/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της κατά της εγγραφής της στον υπ’ αριθμ. 194/21-11-1997 βεβαιωτικό κατάλογo του Δήμου Κορινθίων για τέλος 5% επί των ακαθαρίστων εσόδων της για το έτος 1993, ύψους 4.203.649 δραχμών, και ισόποσο πρόστιμο επιβληθέν με την υπ’ αριθμ. 21/14-11-1997 απόφαση του Δημάρχου Κορινθίων.
2. Επειδή, στο άρθρο 28 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α 97, στο εξής ΚΔΔ), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. …3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4 … 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. …». Επίσης, στο άρθρο 30 του ιδίου κώδικα ορίζεται ότι: «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διαδίκων ορίζονται δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα. Κατ` εξαίρεση … 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο, δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται: α) με προφορική δήλωση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, στο ακροατήριο, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά ή β) με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, … 3. Η δικαστική πληρεξουσιότητα προς τους κατά την πρώτη περίοδο της παρ. 1 δικαστικούς πληρεξουσίους θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί με μόνη τη συνυπογραφή από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον εκπρόσωπό του, κατά περίπτωση, του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Στην περίπτωση αυτή η συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των πιο πάνω προσώπων. Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με την παρ. 6, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα». Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 139 Α του ΚΔΔ ορίζει ««1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία».
3. Επειδή, με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 30 του Κ.Δ.Δ., προβλέπεται ότι η πληρεξουσιότητα παρέχεται και με συνυπογραφή του δικογράφου από τον ίδιο το διάδικο. Για την εφαρμογή, όμως, του τύπου αυτού παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ο ασφαλής έλεγχος της γνησιότητας της σχετικής δήλωσης από το δικαστήριο, απαιτείται να παρίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο, οπότε παραλλήλως διαπιστώνεται και το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 30 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α 235). Στην περίπτωση αυτή αρκεί η συνυπογραφή του δικογράφου από το διάδικο για τη νομιμοποίηση του ανωτέρω δικηγόρου για την άσκηση του ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου, αλλά και για την παράσταση στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, αν ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο δεν παραστεί στο ακροατήριο, για τη νομιμοποίηση της άσκησης του ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου, απαιτείται είτε να προσκομιστεί συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο αυτόν είτε, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διάδικος να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για να νομιμοποιήσει την άσκηση με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή να παραστεί με άλλο δικηγόρο νομιμοποιούμενο με συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας ή με προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο. (ΣτΕ 2794, 1638, 1346/2008, 1530/2007, πρβλ. ΣτΕ 1570/2001 Ολ, 267/2011 7μ.). Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, η οποία έχει αντίστοιχο περιεχόμενο με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 περ. α του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67) που αφορά στην εκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, για την ερμηνεία της οποίας υπήρχε, ήδη κατά την άσκηση της εφέσεως της αναιρεσείουσας, απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1570/2001 Ολ.), η οποία ακολουθήθηκε έκτοτε παγίως, δεν είναι υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους. Τούτο δε διότι με την παράσταση του δικηγόρου κατά τον κρίσιμο, σύμφωνα με τη διάταξη των παρ. 1 και 5 του άρθρου 28 του ΚΔΔ, χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, αποτρέπεται η εκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, χωρίς να έχει ελεγχθεί, αφενός μεν η ύπαρξη του διαδίκου και του φερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου του, που υπογράφουν το εισαγωγικό δικόγραφο, και περαιτέρω, η γνησιότητα της δήλωσης του συνυπογράφοντος αυτό διαδίκου περί παροχής πληρεξουσιότητας, που διασφαλίζει την ύπαρξη της πραγματικής βούλησής του για την άσκηση και εκδίκαση του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος, αφετέρου δε, προκειμένου περί του φερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου, η δικηγορική του ιδιότητα. Ενόψει αυτών, η απαίτηση παράστασης του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, τελεί σε εύλογη σχέση σε συνάρτηση με τον σκοπό που την υπαγορεύει, της ασφάλειας δικαίου, της λειτουργίας των δικαστηρίων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, η παράλειψη παράστασης δικηγόρου κατά την εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος, το εισαγωγικό δικόγραφο του οποίου έχει συνυπογράψει ο διάδικος, δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να καλέσει το διάδικο ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για κατάθεση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως, ούτε σύμφωνα με το άρθρο 139Α του ΚΔΔ, εφόσον δεν παρέστη αυτοπροσώπως κάποιος απ’ τους δυο (πρβλ. ΣτΕ 4416/2005), ούτε με βάση τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΔΔ, η οποία αναφέρεται στην έκταση των εξουσιών του προέδρου του δικαστηρίου όχι σε περίπτωση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως είχαν μεν υποβληθεί όλα, διαπιστώνεται όμως μεταγενεστέρως ότι αυτά παρουσίαζαν ελλείψεις (ΣτΕ 1530/2007). Ενόψει αυτών, η ως άνω ερμηνεία της παρ. 3 του άρθρου 30 του ΚΔΔ, δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ι. Δημητρακόπουλος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη άποψη: Η ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. προβλέπει την παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος ή μέσου με συνυπογραφή του δικογράφου από το διάδικο (ή το νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον εκπρόσωπό του), χωρίς να απαιτεί και παράσταση του δικηγόρου αυτού κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Τέτοια απαίτηση, ως αφορώσα στο παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, ενέχει περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (το τελευταίο εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως η κρινόμενη ενόψει της «ποινικής» φύσης του επίδικου προστίμου). Ο περιορισμός αυτός δεν προβλέπεται ρητώς ούτε συνάγεται με σαφήνεια από το νόμο ούτε, άλλωστε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο Διοικητικό Εφετείο, είχε θεσπιστεί νομολογιακά κατά τρόπο που να καλύπτει την απαίτηση για θεμελίωσή του σε προσβάσιμο, επαρκώς σαφή και προβλέψιμο στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου (πρβλ. λ.χ. απόφαση ΕΔΔΑ της 13.1.2011 στην υπόθεση 44078/07 Ευαγγέλου κατά Ελλάδας παρ. 22-23, απόφαση ΕΔΔΑ της 15.12.2011 στην υπόθεση 29938/07 Poirot κατά Γαλλίας παρ. 42 επ., απόφαση ΕΔΔΑ της 29.3.2011 στην υπόθεση 50084/06 RTBF κατά Βελγίου παρ. 73, απόφαση ΕΔΔΑ της 1.2.2007 στην υπόθεση 78041/01 Paljic κατά Γερμανίας παρ. 43). Πέραν τούτων, η παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν συνιστά ούτε πρόσφορο αλλά ούτε και αναγκαίο μέσο ασφαλούς ελέγχου από το δικαστήριο της γνησιότητας της σχετικής δήλωσης του διάδικου περί παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δεδομένου ότι η γνησιότητα αυτή τεκμαίρεται κατά το άρθρο 30 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. με τη συνυπογραφή του δικογράφου από το διάδικο και το δικηγόρο, μόνη δε η παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση δεν εξασφαλίζει κατά τρόπο αποτελεσματικό τον ασφαλή δικαστικό έλεγχο του ενδεχόμενου ψευδούς βεβαίωσης του δικηγόρου περί της γνησιότητας της υπογραφής του διάδικου. Εξάλλου, η νόμιμη παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν σημαίνει και ότι αυτός είχε δικαίωμα να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα κατά το χρόνο υπογραφής και άσκησης του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, ενώ τυχόν αμφιβολία του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή τέτοιου δικαιώματος, και μάλιστα σε περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου στην πράξη κατάθεσης του ένδικου μέσου βεβαιώνεται η δικηγορική ιδιότητα του καταθέσαντος (και υπογράφοντος με την ιδιότητα του πληρεξούσιου) το οικείο δικόγραφο, θα ήταν υπέρμετρα ανεπιεικές και αδικαιολόγητο να οδηγήσει σε απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου, χωρίς προηγούμενη κλήση του δικηγόρου για παροχή σχετικών στοιχείων, με ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 28 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.. Συνεπώς, ο ανωτέρω περιορισμός, ο οποίος μάλιστα προκαλεί πρόσθετα έξοδα για το διάδικο (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 19.7.2007 στην υπόθεση 71440/01 Freitag κατά Γερμανίας παρ. 41), είναι αθέμιτος και διότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. λ.χ. απόφαση ΕΔΔΑ της 13.1.2011 στην υπόθεση 44078/07 Ευαγγέλου κατά Ελλάδας παρ. 23-24, απόφαση ΕΔΔΑ της 16.11.2000 στην υπόθεση 39442/98 Κούτρας ΑΤΤΕΕ κατά Ελλάδας παρ. 19επ.). Τούτων έπεται ότι δεν μπορεί νομίμως να θεμελιώσει την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ως απαράδεκτου σε υπόθεση όπως η παρούσα.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικόγραφο της έφεσης υπογράφει ως πληρεξούσιος της εκκαλούσας (ήδη αναιρεσείουσας) εταιρείας ο Δικηγόρος Περικλής Μπαλοδήμος, συνυπογράφει δε και ο διαχειριστής της Γεώργιος Καραντάνης. Η συζήτηση της έφεσης ορίσθηκε για τις 4-3-2008, κατά την οποία η αναιρεσείουσα δεν παραστάθηκε, αν και είχε εμπροθέσμως και νομοτύπως κλητευθεί προς τούτο (βλ. το από 22-10-2007 αποδεικτικό του Επιμελητή Διοικ. Δικαστηρίων Αθανασίου Μπράμη). Επίσης, η αναιρεσιβαλλόμενη δέχεται ότι η υπάρχουσα στο φάκελο από 1-2-2008 εξουσιοδότηση του εκπροσώπου της εταιρείας Γεώργιου Καραντάνη προς τον ανωτέρω Δικηγόρο κατατέθηκε, όπως βεβαιώνεται στη σχετική πράξη κατάθεσης στο σώμα της, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5-3-2008, δηλαδή την επομένη ημέρα της δικασίμου και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο νομιμοποίησης, εφόσον δεν είχε παρασχεθεί από το Δικαστήριο προθεσμία για την προσκόμιση νομιμοποιητικών εγγράφων κατ’ άρθρο 28 παρ. 2 του ΚΔΔ. Ενόψει των ανωτέρω το διοικητικό εφετείο, αφού έκρινε ότι δεν είχε νομιμοποιηθεί ως πληρεξούσιος ο υπογράφων το δικόγραφο της εφέσεως Δικηγόρος, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη.
5. Επειδή, η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση προβάλλει ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε την προεκτεθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 30 του Κ.Δ.Δ., κατά τρόπο που αντιβαίνει στο άρθρο 6 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι απέρριψε την έφεσή της ως απαράδεκτη παρά το γεγονός ότι το δικόγραφο είχε συνυπογράψει εκτός από τον ανωτέρω δικηγόρο και ο διαχειριστής της, ώστε με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη συνυπογραφή, είχε νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα δικηγόρο για την άσκηση της εφέσεώς της, ενόψει και του ότι στο φάκελο της δικογραφίας βρισκόταν ως νομιμοποιητικά στοιχεία προσκομισθέντα πρωτοδίκως, αφενός το ΦΕΚ διορισμού του Γ. Καραντάνη ως διαχειριστή της, αφετέρου σχετική εξουσιοδότηση που παρείχε στο ίδιο ως άνω δικηγόρο να την εκπροσωπήσει πρωτοδίκως. Ο λόγος αυτός, ενόψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 3 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, καθ’ ο μέρος προβάλλεται ότι με βάση τα ευρισκόμενα στο φάκελο της υπόθεσης (ΦΕΚ διορισμού του Γεωργίου Καραντάνη ως διαχειριστή της αναιρεσείουσας, καθώς και εξουσιοδότηση του ως άνω διαχειριστή προς τον δικηγόρο, Περικλή Μπαλοδήμο, να εκπροσωπήσει την αναιρεσείουσα στη δίκη ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου), το διοικητικό εφετείο έπρεπε να θεωρήσει αυτή νομιμοποιηθείσα για την εκδίκαση της εφέσεως, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από το γεγονός ότι ο εν λόγω δικηγόρος παρέστη κατά την δίκη ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν τεκμαίρεται ότι είχε την εντολή να εκπροσωπήσει την αναιρεσείουσα και ενώπιον του διοικητικού εφετείου (ΣτΕ 1530/2007, 1926/2005). Κατά δε την ανωτέρω εκτεθείσα μειοψηφούσα γνώμη, η επίμαχη κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση.
6. Επειδή, κατόπιν αυτού, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τα ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου και στις 2 Απριλίου 2012
H Προεδρεύoυσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012.
Η Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β’ Τμήματος
Διακοπών
Ειρ. Σαρπ Ι. Μητροτάσιος