ΣτΕ Ολομ., 3323/2011
Ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 σχετικά με την προβολή σπουδαίου νομικού ζητήματος ως προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄112/10.7.2009), οι οποίες ίσχυσαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σχετικά με το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις.
Περαιτέρω, το ζήτημα της συνδρομής «σπουδαίου νομικού ζητήματος» δικαιολογούντος, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως με χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του νομίμου ορίου, δεν ερευνάται από το αναιρετικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αλλά μόνον κατόπιν προβολής από τον αναιρεσείοντα «συγκεκριμένων» σχετικών ισχυρισμών που πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το εισαγωγικό δικόγραφο. Όπως δε συνάγεται όχι μόνο από το γράμμα και τον εξαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων αλλά και από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό τής αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της επιτάχυνσης της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, για να είναι οι πιο πάνω ισχυρισμοί «συγκεκριμένοι», καθιστώντας αποτελεσματικό τον επιδιωκόμενο άμεσο εντοπισμό των υποθέσεων που εμφανίζουν, κατά το νόμο, αναιρετικό ενδιαφέρον, πρέπει σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να προβάλλεται με αυτούς κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο ότι τίθεται με την αίτηση σπουδαίο νομικό ζήτημα που δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση την άσκησή της, αφ’ ετέρου δε να εξηγείται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται από τον αναιρεσείοντα σε τί ακριβώς συνίσταται, κατά την άποψή του, η σπουδαιότητα του εν λόγω ζητήματος, ώστε να επιβάλλεται κατά το νόμο η επίλυσή του από το αναιρετικό δικαστήριο. Μόνον τέτοιοι ισχυρισμοί είναι παραδεκτοί και εξετάζονται κατά τη βασιμότητά τους, εφ’ όσον δε, και καθ’ ο μέρος, γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί, η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, κατά το αντίστοιχο -και μόνον- μέρος, κρίνεται παραδεκτή από την ανωτέρω άποψη και εκδικάζεται περαιτέρω (μειοψ.).
——————
Αριθμός 3323/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδροι, Αν. Γκότσης, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, K. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Αντ. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Δ. Βασιλειάδης, Στ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηρ. Τσακόπουλος και Α. Καλογεροπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ευαγγ. Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 22 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση:
του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ΙΑ΄ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ψυχογιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
κατά του Αθανασίου Γουλιάμου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ζαΐμη, αριθ. 41, ο οποίος δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 6 Απριλίου 2010 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α΄ του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 8711/2008 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι. Γράβαρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία, με την από 6.4.2010 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω μείζονος σπουδαιότητας, ζητείται η αναίρεση της 8711/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της 18998/4.3.2003 πράξεως του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ΙΑ΄Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημά του για μερική ανάκληση της δηλώσεώς του φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, ακυρώθηκε η πράξη αυτή, έγινε ακολούθως δεκτή η ανάκληση, και υποχρεώθηκε η φορολογική αρχή να προβεί σε νέα εκκαθάριση και, εφ’ όσον είχε καταβληθεί φόρος βάσει της ανακληθείσης δηλώσεως, να τον επιστρέψει στον αναιρεσίβλητο. Η ανάκληση, εξ άλλου, της πιο πάνω δηλώσεως έγινε ως προς τις ακόλουθες παροχές, ποσού 6.691,12 ευρώ συνολικά, που ο αναιρεσίβλητος είχε λάβει κατά το ένδικο έτος υπό την ιδιότητά του ως αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τις οποίες, όπως ο ίδιος θεωρούσε (και δέχθηκε και το δικαστήριο), εκ πλάνης είχε δηλώσει ως υποκείμενες σε φόρο εισοδήματος: α) Πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, κατά την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 2530/1997 και β) ειδικό ερευνητικό επίδομα για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων, κατά την περίπτωση ε΄ της αυτής διατάξεως.
3. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Κωδικοποίηση νόμων για το Σ.τ.Ε., Α΄8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α΄112) και τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄112/10.7.2009), προτού αποκατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 (άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου), ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο [από το ανωτέρω ποσό], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.». (Ορίζεται, εξ άλλου, στο τέταρτο εδάφιο της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 53 ότι ως ποσό της διαφοράς επί φορολογικών διαφορών νοείται το αμφισβητούμενο στο Σ.τ.Ε ποσό φόρου χωρίς προσθέτους φόρους και προσαυξήσεις, και ότι για το ποσό αυτό, προκειμένου περί αιτήσεως αναιρέσεως του Δημοσίου, συνυποβάλλεται με την αίτηση σχετικό σημείωμα της αρμόδιας αρχής). Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 35 (παρ. 3) και 51 του πιο πάνω ν. 3772/2009, ισχύουν από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009) και «δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις», αλλά επομένως τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως, το ζήτημα της συνδρομής «σπουδαίου νομικού ζητήματος» δικαιολογούντος, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως με χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του νομίμου ορίου, δεν ερευνάται από το αναιρετικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αλλά μόνον κατόπιν προβολής από τον αναιρεσείοντα «συγκεκριμένων» σχετικών ισχυρισμών που πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το εισαγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω δε, όπως συνάγεται όχι μόνο από το γράμμα και τον εξαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων αλλά και από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό τής αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συνακόλουθα, της επιτάχυνσης της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, «οι ρυθμοί της οποίας προσεγγίζουν, σε πολλές κατηγορίες υποθέσεων, τα όρια της αρνησιδικίας» (βλ. αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 3772), για να είναι οι πιο πάνω ισχυρισμοί «συγκεκριμένοι», καθιστώντας αποτελεσματικό τον επιδιωκόμενο άμεσο εντοπισμό των υποθέσεων που εμφανίζουν, κατά το νόμο, αναιρετικό ενδιαφέρον, πρέπει σε κάθε περίπτωση, αφ’ ενός μεν να προβάλλεται με αυτούς κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο ότι τίθεται με την αίτηση σπουδαίο νομικό ζήτημα που δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση την άσκησή της, αφ’ ετέρου δε να εξηγείται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται από τον αναιρεσείοντα σε τί ακριβώς συνίσταται, κατά την άποψή του, η σπουδαιότητα του εν λόγω ζητήματος, ώστε να επιβάλλεται κατά το νόμο η επίλυσή του από το αναιρετικό δικαστήριο. Μόνον τέτοιοι ισχυρισμοί είναι παραδεκτοί και εξετάζονται κατά τη βασιμότητά τους, εφ’ όσον δε, και καθ’ ο μέρος, γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί, η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, κατά το αντίστοιχο -και μόνον- μέρος, κρίνεται παραδεκτή από την ανωτέρω άποψη και εκδικάζεται περαιτέρω. Κατά την γνώμη όμως του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου η ανωτέρω διάταξη του ν. 3772/2009, κατά το μέρος που εξαρτά το παραδεκτό της ασκήσεως ενδίκου μέσου από αόριστη νομική έννοια όπως το «σπουδαίο νομικό ζήτημα», αντίκειται στο περί παροχής δικαστικής προστασίας άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη. Κατά τη γνώμη, εξ άλλου, του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, το ζήτημα αν με την αίτηση αναιρέσεως τίθεται «σπουδαίο νομικό ζήτημα» είναι αντικειμενικής τάξεως, δεν εξαρτάται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και η διακρίβωσή του ανήκει στο αναιρετικό δικαστήριο, το οποίο εξασφαλίζει την ενότητα της εφαρμογής του δικαίου. Η απόρριψη δε της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης λόγω μη υποδείξεως, από τον αναιρεσείοντα, της «νομικής σπουδαιότητας» των τιθεμένων ζητημάτων, αποτελεί κατά τη γνώμη αυτή, περιορισμό δυσανάλογο προς τον δεδηλωμένο σκοπό της κρίσιμης διατάξεως και, συνεπώς, η διάταξη αυτή, κατά το πιο πάνω μέρος της, αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που έχει υπογραφεί στις 4-11-1950 και έχει κυρωθεί με το άρθρο 4 του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και εγγυάται το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη [βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) απόφαση της 27.7.2006, Ευσταθίου κατά Ελλάδος, σκ. 25-35, απόφαση της 13.1.2011, Ευαγγέλου κατά Ελλάδος, σκ. 19-24). Στην περίπτωση αυτή, κατά την ίδια μειοψηφήσασα γνώμη, απόκειται, πάντως, στον αναιρετικό δικαστή, κατ’ εκτίμηση του όλου περιεχομένου του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, να αποφανθεί αν το τιθέμενο νομικό ζήτημα αποτελεί σπουδαίο νομικό ζήτημα. Τέλος, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιάς, Κ. Κουσούλης και Θ. Αραβάνης υποστήριξαν την εξής άποψη: Αν το Δικαστήριο κρίνει βάσιμο τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί τιθέμενου με την αίτηση σπουδαίου νομικού ζητήματος, εξετάζει όλους τους λόγους αναιρέσεως και όχι μόνο το λόγο ο οποίος αφορά το ζήτημα το οποίο κρίθηκε σπουδαίο, αφού ο νόμος δεν διακρίνει. Ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, από την εξεταζόμενη άποψη, στο σύνολό της, συνάγεται: α) από τις φραστικές διατυπώσεις των κρίσιμων ως άνω διατάξεων κατά τις οποίες «δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς…» και «Κατ’ εξαίρεση ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν…» και β) εξ αντιδιαστολής από την διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του ν. 2298/1995 (Α΄ 62), όπως η παρ. αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 42 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112) και ίσχυε πριν καταργηθεί με την παρ. 9 του άρθρου 13 του ν. 3790/2009 (Α΄ 143), διάταξη στην οποία ο νομοθέτης εκφράσθηκε σαφώς ορίζοντας ότι η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση μόνον ως προς τους λόγους του αναιρετηρίου, για τους οποίους υπάρχει θετική γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
4. Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε διά καταθέσεως στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στις 5.1.2010, υπό την ισχύ δηλαδή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3772/2009, έχει δε χρηματικό αντικείμενο το οποίο υπολείπεται του κατά τον εν λόγω νόμο ελαχίστου ορίου των 40.000 ευρώ για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. ανωτ. σκέψη 2, καθώς και το συνημμένο στην αίτηση σημείωμα της Δ.Ο.Υ. ΙΑ΄Αθηνών, κατά το οποίο το ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 2843,73 ευρώ.). Στο αναιρετήριο, αφού παρατίθεται ιστορικό της διαφοράς και οι λόγοι αναιρέσεως, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως από πλευράς ποσού: «Επειδή, η υπό κρίση αίτησή μας, κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 εδ. δ περ. β του Π. Δ/τος 18/1989, όπως ισχύουν, μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 1 του Ν. 3772/2009 (ΦΕΚ Α΄112/10.7.2009), δηλαδή, παρ’ότι το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, ποσού 2843,73 ευρώ, είναι κατώτερο από το εκ του ως άνω νόμου οριζόμενο των 40.000 ευρώ. Και τούτο, διότι, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και συγκεκριμένα ο χαρακτήρας της πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης και του ειδικού ερευνητικού επιδόματος που χορηγούνται στα μέλη Δ.Ε.Π των Α.Ε.Ι., βάσει των διατάξεων του άρθρου 13 παρ.2 περ .δ΄ & ε΄ του Ν.2530/1997 ως εισοδήματος φορολογητέου κατά τις διατάξεις του άρθρου 45 του Ν.2238/1994.». Ο ισχυρισμός όμως αυτός του αναιρετηρίου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεν είναι συγκεκριμένος, κατά την έννοια του νόμου, και δεν προβάλλεται, ως εκ τούτου, παραδεκτώς. Διότι, το αναιρεσείον Δημόσιο αρκείται, κατά τ’ ανωτέρω, στην απλή μνεία του «σπουδαίου νομικού ζητήματος» που, κατά την άποψή του, θέτει η αίτηση, χωρίς να παραθέτει συγχρόνως, όπως θα έπρεπε, τους λόγους και τα στοιχεία που στηρίζουν την άποψή του αυτή. Η έλλειψη δε αυτή του εισαγωγικού δικογράφου δεν μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε να αναπληρωθεί με αξιολόγηση το πρώτον από το ίδιο το Δικαστήριο της σπουδαιότητας των τιθεμένων με την αίτηση ζητημάτων ούτε να καλυφθεί εκ των υστέρων με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση είναι, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, απορριπτέα ως απαράδεκτη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο με το υπόμνημα που εμπροθέσμως κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2011.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας