Αριθμός 3334/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Δ. Μαρινάκης, Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 6 Ιουνίου 2005 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ι. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ – ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Δήμο Σητείας Ν. Λασιθίου Κρήτης, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κηπουρό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4429/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Π. Μπραΐμη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Eπειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1725374-6/2005 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 4429/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 11958/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητείτο να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 160.836.000 δραχμών ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του σχετικά με την αγορά και πώληση εκ μέρους της σταφίδας.
2. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.) ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …».
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξεως ή παραλείψεως οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη αυτή να είναι παράνομη (ΣτΕ Ολομ. 3086/2011).
Τέτοια παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων του Δημοσίου συνιστά και κάθε πράξη ή παράλειψη αυτών που παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως (ΑΠ 1170/1980) και τη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (ΣτΕ Ολ. 2034/2011).
Παραβίαση δε των αρχών αυτών επέρχεται και, επομένως, ανακύπτει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου του ΕισΝ.Α.Κ., όταν τα όργανα του Δημοσίου, όχι απλώς προτρέπουν τον διοικούμενο, αλλά του παρέχουν, προκειμένου να προβεί σε κάποια ενέργεια, συγκεκριμένες υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις, δημιουργώντας έτσι σ’ αυτόν βάσιμες προσδοκίες για την εκπλήρωσή τους, και στη συνέχεια αρνούνται να τις εκπληρώσουν.
3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2538/1997 (Α΄ 242): «Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει, στα πλαίσια της εξυγίανσης των συνεταιριστικών οργανώσεων, να καλύψει τις κατά την 31η Δεκεμβρίου 1990 οφειλές των παρακάτω αναφερομένων Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων προς την Α.Τ.Ε. Α.Ε. που αναγνωρίστηκαν από τη Δευτεροβάθμια Κεντρική Επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας και προέκυψαν από ζημιές που οφείλονται στην άσκηση παρεμβατικής πολιτικής με εντολή και για λογαριασμό του Κράτους, οι οποίες δεν έχουν ρυθμιστεί. Τα αναλαμβανόμενα να καλυφθούν από το Ελληνικό Δημόσιο ποσά … οφειλών … των λοιπών αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων, έχουν ως εξής: …», σύμφωνα δε με το άρθρο 16 αυτού: «1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το συνολικό ποσό (ποσοστό 100%) των προς αυτήν οφειλών, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων, των οργανισμών εγγείων βελτιώσεων με λογιστικό 31 Δεκεμβρίου 1993, των ομόρρυθμων εταιριών, κοινοπραξιών και του συνεταιρισμού “ΤΟ ΝΗΣΙ” καπνοπαραγωγών Μπέρλεϋ με λογιστικό 31 Δεκεμβρίου 1991, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με λογιστικό 30 Ιουνίου 1995, των συνεταιριστικών οργανώσεων – επιχειρήσεων περιοχής Κρήτης με λογιστικό 31 Δεκεμβρίου 1992, της Ένωσης Αγροτικών Συν/σμών Μεσσαράς και της Ένωσης Αγροτικών Συν/σμών Ηρακλείου με λογιστικό 31 Μαρτίου 1995, της Κ.Σ.Ο.Σ. με λογιστικό 30 Ιουνίου 1996, της Κεντρικής Ένωσης Κορίνθου (Κ.ΕΝ.ΚΟΡ.) με λογιστικό 30 Σεπτεμβρίου 1996, του Αλιευτικού Συν/σμού Νεοχωρίου “Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ” με λογιστικό 30 Απριλίου 1996, της Ένωσης Κιτροπαραγωγών Κρήτης με λογιστικό 31 Μαρτίου 1995, της Ένωσης Αγροτικών Γαλακτοκομικών και Αγελαδοτροφικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης – Βιομηχανία Γάλακτος “ΑΓΝΟ” με λογιστικό 31 Δεκεμβρίου 1995, των Αγροτικών Συνεταιρισμών Νομού Αργολίδας και της Ε.Α.Σ. Πιερίας με λογιστικό 31 Μαρτίου 1995 από δάνεια που χορηγήθηκαν από ίδια διαθέσιμα της Α.Τ.Ε. ή από δάνεια που έλαβε αυτή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για εκτέλεση, βελτίωση, συντήρηση κ.λπ. έργων γεωργικής ή άλλης υποδομής, για αγορά καπνών Μπέρλεϋ, για βελτίωση βοσκοτόπων, κατασκευή και συντήρηση αγροτικών οδών, καθώς και για εργασίες ελαιολάδου περιόδου 1990/1991, για εκμετάλλευση του ιχθυοτροφείου Παλαιοποτάμου, για αποθεματοποίηση σταφίδας, για συγκέντρωση – επεξεργασία – διάθεση κίτρων, για εργασίες εσπεριδοειδών και για επιβάρυνση από καθυστέρηση ολοκλήρωσης επένδυσης από καθυστέρηση ολοκλήρωσης επένδυσης μετεγκατάστασης της γαλακτοβιομηχανίας “ΑΓΝΟ” και καταβολής των σχετικών επιχορηγήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και για εγκαταστάσεις επεξεργασίας – αποθήκευσης καπνών ποικιλίας Κατερίνης και αποφλοίωσης ξηρών καρπών. Το συνολικό ποσό που θα καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται σε σαράντα πέντε δισεκατομμύρια εξακόσια εξήντα ένα εκατομμύρια πεντακόσιες δεκαεννέα χιλιάδες εκατόν ογδόντα εννέα (45.661.519.189) δραχμές και κατανέμεται κατά κατηγορία ως εξής: α) … ε) Ένωση Αγροτικών Συν/σμών Μεσσαράς δρχ. 281.000.000, στ) Ένωση Αγροτικών Συν/σμών Ηρακλείου δρχ. 3.371.000.000, ζ) Κ.Σ.Ο.Σ. δρχ. 600.000.000, η) … ».
4. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία και ειδικότερα την αγορά, διαλογή, επεξεργασία, συσκευασία και μεταπώληση με σκοπό το κέρδος, σταφίδας (σουλτανίνας), με την από 12.4.2000 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών προέβαλε τα ακόλουθα: Το έτος 1991 δημιουργήθηκε εντονότατος ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά σταφίδας, λόγω του ότι οι άλλες, πλην της Ελλάδας, παραγωγοί χώρες (Ιράν, Τουρκία κ.λπ.) διέθεταν το εν λόγω προϊόν σε τιμές πολύ χαμηλές, με δυσμενή αποτελέσματα για την ελληνική παραγωγή σταφίδας εσοδείας 1991, αφού οι αγοραίες τιμές πωλήσεως και συγκεντρώσεως της σταφίδας διαμορφώθηκαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (περίπου 180 δραχμές το κιλό) και οι έλληνες παραγωγοί αντιμετώπιζαν το σοβαρό ενδεχόμενο να μείνει η παραγωγή τους αδιάθετη ή να πωληθεί σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές. Για το λόγο αυτό η Πολιτεία προέτρεψε και κατάφερε να πείσει τους έλληνες χονδρεμπόρους σταφίδας, συνεταιρισμούς και ιδιώτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα), να αγοράσουν την εγχώρια παραγωγή του προϊόντος σε τιμές σημαντικά υψηλότερες έναντι των πράγματι διαμορφωθεισών αγοραίων τιμών. Η κυβερνητική αυτή προτροπή είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύληση της ζημίας στους χονδρεμπόρους αγοραστές, οι οποίοι αγόρασαν από τους έλληνες παραγωγούς σταφίδα σε υψηλότερες τιμές από τις αγοραίες και, στη συνέχεια, δεν μπορούσαν να τη μεταπωλήσουν σε αντίστοιχα υψηλές τιμές. Μεταξύ των χονδρεμπόρων αγοραστών σταφίδας περιλαμβανόταν και η αναιρεσείουσα, η οποία από το Σεπτέμβριο του έτους 1991 έως τον Αύγουστο του έτους 1992 αγόρασε 3.086.998 κιλά σταφίδας σουλτανίνας, παραγωγής Κρήτης, αντί 750.669.083 δραχμών, δηλαδή με μέση τιμή 243 δραχμές το κιλό, την οποία μεταπώλησε με μέση τιμή 310 δραχμές το κιλό, έχοντας, κατά τους ισχυρισμούς της, δαπάνη (φύρα) 122 δραχμές το κιλό (έξοδα παραλαβής, επεξεργασίας, συσκευασίας, προωθήσεως πωλήσεων, τόκων λόγω χρηματοδοτήσεων, διοικητικές δαπάνες κ.λπ.). Στη συνέχεια, με το ν. 2538/1997 το Δημόσιο προέβη στη ρύθμιση των χρεών των συνεταιριστικών οργανώσεων προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στα πλαίσια της εξυγιάνσεώς τους με κάλυψη των χρεών τους για τις ζημιές τους που προέκυψαν από την άσκηση παρεμβατικής πολιτικής με εντολή και για λογαριασμό του Κράτους, μεταξύ άλλων, στον τομέα της αποθεματοποιήσεως σταφίδας. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι υπέστη ζημία από υπαιτιότητα των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα για το λόγο ότι: α) επηρεασμένη από τις παροτρύνσεις τους αγόρασε από τους έλληνες παραγωγούς σταφίδα εσοδείας 1991 σε τιμή κατώτερη της αγοραίας, την οποία μεταπώλησε σε χαμηλή τιμή, με αποτέλεσμα να υποστεί θετική ζημία 140.468.061 δρχ. και διαφυγόν κέρδος 20.368.760 δρχ., διότι, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση της προτροπής του Ελληνικού Δημοσίου θα επετύγχανε χαμηλότερη τιμή αγοράς της ανωτέρω ποσότητας σταφίδας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να είxε αποτραπεί η ζημία της αλλά να είχε αποκομίσει και κέρδος και β) κατά παράβαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς το Κράτος και της καλόπιστης και εύρυθμης διοικήσεως, το Δημόσιο δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του για αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας της, η δε άρνηση εκπληρώσεως εκδηλώθηκε με τη δημοσίευση του ν. 2538/1997, ο οποίος ήταν αποζημιωτικός και δεν την περιέλαβε στις ρυθμίσεις του. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε: α) την αλληλογραφία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων Σουλτανίνας με τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες ετών 1991-1992, με την οποία ο εν λόγω Σύνδεσμος τους γνωστοποίησε τη δυσχερή κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σε σχέση με την αγορά της ελληνικής σταφίδας σουλτανίνας εσοδείας 1991 και ζητούσε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εξέθετε, β) αναλυτικές καταστάσεις αγορών και πωλήσεων σταφίδας σουλτανίνας εσοδείας 1991, γ) ισολογισμούς της κρίσιμης χρονικής περιόδου και δ) την 1005/21.2.2003 ένορκη βεβαίωση του Θ. Μιχαηλίδη ενώπιον συμβολαιογράφου, σύμφωνα με την οποία «από κυβερνητικής πλευράς παρακινήθηκαν προφορικώς οι έμποροι και οι εξαγωγείς σουλτανίνας να αγοράσουν από τους έλληνες παραγωγούς σε ανώτερες τιμές, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι τελευταίοι, με την υπόσχεση κρατικής καλύψεως της αντίστοιχης ζημίας…».
Το Δημόσιο προέβαλε ότι η ρύθμιση με το ν. 2538/1997 των οφειλών των διαφόρων συνεταιριστικών οργανώσεων προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος έγινε στα πλαίσια εξυγιάνσεώς τους με αντίστοιχη κάλυψη των χρεών τους, για τις ζημίες που είχαν υποστεί από την άσκηση εκ μέρους τους παρεμβατικής πολιτικής με εντολή και για λογαριασμό του Κράτους στον τομέα της αποθεματοποιήσεως σταφίδας και ξηρών σύκων, άποψη που ενισχύεται τόσο από τη γραμματική διατύπωση όσο και από την εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου. Η αγωγή απορρίφθηκε με την 11958/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως αβάσιμη. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι α) για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου λόγω παράνομης συμπεριφοράς των ασκούντων δημόσια εξουσία οργάνων του θα πρέπει, εκτός των άλλων, να αποδεικνύεται η παράνομη αυτή συμπεριφορά που είχε ως αποτέλεσμα τη ζημία του διοικουμένου και β) η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία λειτουργεί με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και αγόρασε σταφίδα σουλτανίνα εσοδείας 1991 από παραγωγούς της περιοχής της Κρήτης σε τιμή ανώτερη από την αγοραίως διαμορφωθείσα, δεν απέδειξε ότι όργανα του Δημοσίου της είχαν παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις σχετικά με την αποζημίωσή της σε περίπτωση που θα προέβαινε στην αγορά αυτή, όπως έγινε στην περίπτωση των συνεταιριστικών οργανώσεων για άσκηση παρεμβατικής πολιτικής υπέρ των παραγωγών, αλλά επέλεξε ελευθέρως και αυτοβούλως να προβεί στην εν λόγω αγορά, αναλαμβάνοντας τον επιχειρηματικό κίνδυνο, έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε κανενός είδους παράνομη συμπεριφορά οργάνων του Δημοσίου και απέρριψε για το λόγο αυτό την αγωγή, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι προέβη στην εν λόγω αγορά, έχοντας βάσιμες προσδοκίες αποζημιώσεως που της δημιούργη-σαν όργανα του Δημοσίου με την παροχή συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων, αλλά, αντίθετα, έλαβε ελεύθερα την ανωτέρω επιχειρηματική απόφαση, για την οποία γνώριζε εκ των προτέρων ότι ενείχε υψηλό επιχειρηματικό κίνδυνο, που συνίστατο στο να μην μπορέσει να πωλήσει τη σταφίδα σε τιμή υψηλότερη της τιμής αγοράς της από τους παραγωγούς, ώστε να μην υποστεί ζημία, αλλά να αποκομίσει κέρδος. Με την έφεσή της η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι η πρωτόδικη απόφαση, αντιφάσκοντας προς τις παραδοχές της, άλλως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, απέρριψε μη νόμιμα ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμό της περί προτροπής εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου για την πιο πάνω ζημιογόνο επιχειρηματική δράση της. Ο λόγος αυτός, καθώς και η έφεση στο σύνολό της, απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή όχι γιατί δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη προτροπή για την αγορά της σταφίδας, αλλά με την αιτιολογία ότι, πέραν της απλής αυτής προτροπής, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της περί παροχής σ’ αυτήν συγκεκριμένων υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων από τα όργανα του Δημοσίου για αποζημίωσή της σε περίπτωση ζημίας της από την αγορά αυτή, κρίση κατά της οποίας δεν προβλήθηκε καμία αιτίαση.
5. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη 2η σκέψη, για να υπάρξει παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και να ανακύψει έτσι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, έπρεπε να είχαν δοθεί στην αναιρεσείουσα συγκεκριμένες υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις από όργανα του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας της. Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε με την έφεσή της ότι της είχαν δοθεί συγκριμένες υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις από όργανα του Δημοσίου, ορθώς απορρίφθηκε η έφεσή της με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν και με διαφορετική αιτιολογία, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ειδικότερος ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι για την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως αρκεί και η απλή προτροπή – υπόδειξη εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου προς το διοικούμενο να αναλάβει ζημιογόνο γι’ αυτόν δράση. Δεδομένου δε ότι, κατά τα προεκτεθέντα, ορθώς απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας, εφόσον αυτή δεν προέβαλε ότι της είχαν δοθεί συγκεκριμένες υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις από όργανα του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας της σε περίπτωση αγοράς σταφίδας από τους έλληνες παραγωγούς, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι προβαλλόμενοι λόγοι ότι το διοικητικό εφετείο δεν απάντησε σε ορισμένους λόγους εφέσεως και δεν προέβη σε εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως ότι το δικάσαν εφετείο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το ν. 2538/1997 (ιδίως το άρθρο 16) είναι απορριπτέος, προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, κατά τα εκτεθέντα στην 4η σκέψη, το διοικητικό εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αυτού. Τέλος, η αναιρεσείουσα, όπως αναφέρει και στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, υπολαμβάνει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υιοθέτησε την αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως και προβάλλει λόγους που πλήττουν την αιτιολογία αυτή. Όπως όμως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που παρατέθηκε ανωτέρω, η απόφαση αυτή δεν υιοθέτησε την αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού απέρριψε την έφεση για τυπικό λόγο και, συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι πλήττουν σκέψεις της πρωτόδικης αποφάσεως.
6. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού
Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2011
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας