ΣτΕ 3340/10, Α τμ., Αστική Ευθύνη, Αγωγή, Φορολογία, ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΑΓΩΓΗ ΣΕ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΝ ΦΟΡΩΝ

ΣΤΕ

Αριθμός 3340/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιο-πούλου.
Για να δικάσει την από 20 Μαΐου 2002 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ Α.Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Αχιλλέως 2), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Στεφανάκη (Α.Μ. 4198), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Γ. Σκιάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 3306/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Σ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τoν πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμούς 093334 και 468123, σειράς Α, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 3306/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 3429/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή της εταιρείας για την αναγνώριση της υποχρεώσεως, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., του Δημοσίου να της καταβάλει, ως αποζημίωση, ποσό 89.148.888 δραχμών, το οποίο αντιστοιχούσε στην διαφορά μεταξύ της οικονομικής ενισχύσεως που έλαβε για την απόσυρση αλιευτικού σκάφους της και εκείνους που, κατά τους ισχυρισμούς της, έπρεπε να λάβει.
3. Επειδή, η υπόθεση ανασυζητήθηκε εν όψει των οριζομένων στο άρθρο 11 παρ. 8 του ν. 2145/1993 (Α 88), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2207/1994 (Α 65), και κατόπιν της από 29.3.2010 πράξεως του Αναπληρωτή Προέδρου του Τμήματος λόγω μη ολοκληρώσεως της διασκέψεως μετά την συζήτησή της κατά την δικάσιμο της 6.4.2009, οφειλομένης σε αποχώρηση από την Υπηρεσία του Συμβούλου Δ. Μπριόλα.
4. Επειδή, με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 4028/86 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986 (L 376) καθορίσθηκαν οι κοινοτικές δράσεις για την βελτίωση και την προσαρμογή των διαρθρώσεων του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 1 του Κανονισμού προβλέφθηκε ότι η Επιτροπή μπορεί να χορηγεί κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση, μεταξύ άλλων, για την προσαρμογή του αλιευτικού δυναμικού με προσωρινή ή οριστική παύση της δραστηριότητας ορισμένων αλιευτικών σκαφών. Ειδικότερα, στον σχετικό τίτλο VII του ως άνω Κανονισμού, όπως ο Κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 3944/90 (ΕΟΚ) του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1990 (L 380), μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 22.1. Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγήσουν πριμοδότηση ακινητοποίησης ή πριμοδότηση οριστικής παύσης για τις ενέργειες προσωρινής ή οριστικής παύσης της δραστηριότητας ορισμένων αλιευτικών σκαφών. 2. Η Κοινότητα συμμετέχει στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1. Άρθρο 24. 1. Οι ενέργειες της οριστικής παύσης που αναφέρονται στο άρθρο 22 υλοποιούνται με: α) τη διάλυση β) την οριστική μεταφορά σε μια τρίτη χώρα… γ) με οριστική χρησιμοποίηση του εν λόγω σκάφους στα ύδατα της Κοινότητας για σκοπούς πλην της αλιείας… 2. Η πριμοδότηση οριστικής παύσης που προβλέπεται στο άρθρο 22 χορηγείται μόνο: α) για τα αλιευτικά πλοία υπό σημαία κράτους μέλους που είναι νηολογημένα σε λιμένα της Κοινότητας β) … 3. Η πριμοδότηση οριστικής παύσης καθορίζεται κατ’ αποκοπή σε συνάρτηση με τη χωρητικότητα του σκάφους. Καταβάλλεται μετά από τη χορήγηση του πιστοποιητικού διαγραφής από τα μητρώα των αλιευτικών σκαφών. 4. …». Άρθρο 26.1. Οι δαπάνες των κρατών μελών που απορρέουν από τη χορήγηση πριμοδοτήσεων ακινητοποίησης ή πριμοδοτήσεων οριστικής παύσης κατά την έννοια του άρθρου 22 είναι επιλέξιμες να επιστραφούν από τη Κοινότητα. 2. Τα κράτη μέλη που χορηγούν πριμοδοτήσεις ακινητοποίησης ή πριμοδοτήσεις οριστικής παύσης κατά την έννοια του άρθρου 22 διαβιβάζουν στην Επιτροπή κάθε χρόνο, πριν από την 1η Φεβρουαρίου, πρόβλεψη των δαπανών τους, για το τρέχον έτος, στο πλαίσιο των πριμοδοτήσεων αυτών. 3. Πριν από την 1η Απριλίου κάθε έτους, η Επιτροπή, αφού εξετάσει την πρόβλεψη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας, εγκρίνει το μέγιστο ποσό των επιλέξιμων δαπανών κάθε κράτους μέλους για το τρέχον έτος αφού λάβει υπόψη τις πιστώσεις που έχουν εγγραφεί για το σκοπό αυτό στον προϋπολογισμό. Η απόφαση της Επιτροπής ανακοινώνεται στα κράτη μέλη. 4. Η επιλεξιμότητα των δαπανών που απορρέουν από τη χορήγηση πριμοδοτήσεων οριστικής παύσης περιορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα υπολογισμού που αναφέρεται στο παράρτημα V. 5. Η Κοινότητα επιστρέφει στα κράτη μέλη στο πλαίσιο των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3,50% των επιλέξιμων δαπανών. Εφόσον όμως η οριστική παύση συνίσταται στη διάλυση του σκάφους, η Κοινότητα επιστρέφει στα κράτη μέλη 70% των επιλέξιμων δαπανών, στο πλαίσιο των ανωτέρω αποφάσεων. … . Άρθρο 48.1. …2. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1676/1985, τα ποσά σε Ecu που αναφέρονται στα άρθρα 17γ και 20 καθώς και στα παραρτήματα IV, V και VII του παρόντος Κανονισμού μετατρέπονται σε εθνικά νομίσματα με τους συντελεστές μετατροπής των γεωργικών τιμών που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο χορηγούνται οι πριμοδοτήσεις». Εξ άλλου, στον πίνακα Β του Παραρτήματος V του ως άνω Κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον προαναφερθέντα Κανονισμό 3944/90 (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, που αφορά σκάφη με μήκος ισάλου γραμμής ίσο ή μεγαλύτερο των εννέα μέτρων ή, προκειμένου περί σκαφών που μπορούν να αλιεύσουν με τράτα, των δώδεκα μέτρων, ορίσθηκαν τα επιλέξιμα ποσά ανά πλοίο προοριζόμενο, μεταξύ άλλων, προς διάλυση αναλόγως της χωρητικότητας και της ηλικίας του, το δε επιλέξιμο ποσό ανά διαλυόμενο πλοίο με ολική χωρητικότητα από 100 έως 400 κοχ και ηλικία μεγαλύτερη των 20 ετών ορίσθηκε σε 1500 Ecu/κοχ+187.500 Ecu.
5. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις καταστρώθηκε σύστημα κατ’ αποκοπήν πριμοδοτήσεως από τα κράτη μέλη της αποσύρσεως αλιευτικών σκαφών ορισμένων κατηγοριών σε συνάρτηση με την χωρητικότητα του πλοίου, το οποίο περιλαμβάνει την κοινοτική συμμετοχή στην σχετική εθνική δαπάνη σε ποσοστά, κατά περίπτωση, 50% και 70%. Η, κατά τα ποσοστά αυτά, συμμετοχή της Κοινότητας υπολογίζεται επί του ύψους της πριμοδοτήσεως, που καθορίζουν κυριαρχικά τα κράτη μέλη, εφ’ όσον, βεβαίως, έχουν επιλέξει την κατ’ αρχήν ένταξη στο σύστημα, η συμμετοχή δε αυτή, που δεν συνδέεται άνευ ετέρου με την πραγματική αξία του σκάφους ούτε αποτελεί αποζημίωση για την απώλειά του, περιορίζεται μέχρι του οριζόμενου στους πίνακες του Παραρτήματος V ποσού δαπάνης ανά πλοίο, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του. Συνεπώς, στο παράρτημα αυτό ορίζονται τα ανώτατα όρια των πριμοδοτήσεων κατά κατηγορία σκάφους, στις οποίες συμμετέχει η Κοινότητα, και, επομένως, οι συντελεστές που αναγράφονται στους πίνακες του παραρτήματος, δεν δεσμεύουν τα κράτη μέλη κατά την εκπόνηση του προγράμματος των πριμοδοτήσεων, τις οποίες κάθε κράτος μέλος αποφασίζει λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις οικονομικές του δυνατότητες και οι οποίες, ως εκ τούτου, μπορεί να καθορίζονται και σε μικρότερο ύψος από εκείνο που προκύπτει βάσει των συντελεστών του παραρτήματος του Κανονισμού. Περαιτέρω, ο κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του Κανονισμού 4028/86 κανόνας περί μετατροπής των ποσών ECU σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία που ισχύει κατά το έτος χορηγήσεως της πριμοδοτήσεως, ο οποίος τίθεται για τις ανάγκες υπολογισμού της κοινοτικής συμμετοχής, είναι εφαρμοστέος για τον προσδιορισμό του ακριβούς ποσού κοινοτικής συμμετοχής και, πάντως, δεν εφαρμόζεται για τον υπολογισμό του ύψους της καταβλητέας από το κράτος πριμοδοτήσεως, όταν αυτή έχει εκφρασθεί, σε εθνικό επίπεδο, στο εθνικό νόμισμα και όχι στην ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα, δοθέντος ότι μόνον στην τελευταία αυτή περίπτωση θα χρειαζόταν, κατά την διατύπωση του Κανονισμού, η μετατροπή στο εθνικό νόμισμα. Κατά την διάταξη δε αυτή, ως χορήγηση της πριμοδοτήσεως, της οποίας ο χρόνος λαμβάνεται υπ’ όψιν για την μετατροπή των ποσών σε ECU σε εθνικό νόμισμα, νοείται η έγκριση της πριμοδοτήσεως, διακρινόμενη από την καταβολή της, όπως προκύπτει και από το κείμενο των προπαρατεθεισών παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 24 του Κανονισμού (βλ. και γαλλικό κείμενο των ίδιων διατάξεων του Κανονισμού: La prime … n’ est octroyée que … -La prime … est versée…).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη και την πρωτόδικη απόφαση, η αναιρεσείουσα υπέβαλε, στις 11.6.1991, τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο Υπουργείο Γεωργίας για την έγκριση της οριστικής αποσύρσεως του αλιευτικού σκάφους της «Θεόδωρος Μ.», 380,58 κ.ο.χ., ηλικίας άνω των 20 ετών, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς 4850, σύμφωνα με τους όρους του Κανονισμού ΕΟΚ 4028/1986. Με την 214424/12.11.1992 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας εγκρίθηκε η απόσυρση του πλοίου αυτού και η καταβολή την εταιρεία ποσού 151.674.000 δραχμών (380,58 κ.ο.χ. Χ 300.000 δρχ/κ.ο.χ. + 37.500.000 δρχ.), ως οικονομική ενίσχυση, με την προϋπόθεση διαλύσεως του σκάφους και ολοκληρώσεως της διαδικασίας αποσύρσεως μέχρι την 31.12.1992. Η διαδικασία αυτή παρατάθηκε μέχρι την 14.6.1993 και ολοκληρώθηκε, οπότε η αναιρεσείουσα εισέπραξε την εγκριθείσα οικονομική ενίσχυση μειωμένη κατά 4.550.220 δρχ λόγω παρακρατήσεως τέλους χαρτοσήμου σε ποσοστό 3% και εισφοράς υπέρ ΟΓΑ σε ποσοστό 0,6%. Το ποσό της ενισχύσεως υπολογίσθηκε σύμφωνα με την 1570/24.5.1991 απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, με την οποία εγκρίθηκε το πρόγραμμα μέτρων-κινήτρων για την ανάπτυξη της αλιείας για το έτος 1991 και η διάθεση πιστώσεων για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού, στον πίνακα ΙΙ της οποίας ορίζεται ότι το επιλέξιμο ποσό για τα προοριζόμενα για διάλυση σκάφη άνω των 20 ετών, με χωρητικότητα από 100 έως 400 κ.ο.χ., είναι 300.000 δρχ./κ.ο.χ.+37.500. 000 δρχ. Με την ένδικη αγωγή της η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι έπρεπε να λάβει ως οικονομική ενίσχυση το ποσό των 235.360.888 δραχμών και ζήτησε, ως αποζημίωση, την διαφορά που προέκυπτε, ισχυριζόμενη ότι α) μη νομίμως ελήφθη υπ’ όψιν ο πίνακας, τον οποίο είχε καταρτίσει η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων, η οικονομική δε ενίσχυση, την οποία εδικαιούτο, έπρεπε να υπολογισθεί σύμφωνα με τον πίνακα του Παραρτήματος V του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/1986 του Συμβουλίου (1500 Ecu/κοχ+187.500 Ecu) και να προσδιορισθεί στο ποσό των 758.370 Ecu (1500 Εcu X 380,58 κοχ+187.500 Ecu), β) από τον συνδυασμό του άρθρου 48 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4028/1986 και των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3822/92 της Επιτροπής της 28ης Δεκεμβρίου 1992 «για τον καθορισμό της γεωργικής ισοτιμίας», σύμφωνα με τον οποίο η γεωργική ισοτιμία ορίστηκε σε 1 Ecu=310,351 δραχμές (άρθρο 1) με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιανουαρίου 1993 (άρθρο 2), προέκυπτε ότι η οικονομική ενίσχυση, η οποία καταβλήθηκε στην αναιρεσείουσα το έτος 1993, θα έπρεπε να υπολογισθεί με βάση την ανωτέρω ισοτιμία που είχε το Ecu την 1.1.1993 και να ανέλθει, τελικώς, στο ποσό των δρχ. 235.360.888 δρχ. (758.370 ΕcuX310.351 δραχμές) και ότι μη νομίμως ελήφθη υπ’ όψιν η ισοτιμία του έτους της εγκρίσεως (1 Ecu=200 δρχ.) γ) τέλος, κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο του Κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, παρακρατήθηκε από την Αγροτική Τράπεζα, στην οποία είχε ανατεθεί η καταβολή της οικονομικής ενισχύσεως, τέλος χαρτοσήμου και εισφορά ΟΓΑ, συνολικού ύψους 4.550.220 δραχμών με αποτέλεσμα να εισπράξει, τελικώς, η αναιρεσείουσα ποσό 146.212.000 δραχμών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή της, έκρινε ότι τα παράπονα της αναιρεσείουσας ήταν αβάσιμα, διότι τα οριζόμενα στους πίνακες του Παραρτήματος V και στο άρθρο 48 παρ. 2 του Κανονισμού 4028/86 είχαν εφαρμογή για τον υπολογισμό του ύψους της κοινοτικής συμμετοχής στην εθνική δαπάνη της πριμοδοτήσεως και όχι για τον υπολογισμό του ύψους της πριμοδοτήσεως, την οποία καταβάλλουν τα κράτη μέλη, η δε διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Κανονισμού 2082/1993, την οποία επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα και η οποία επέβαλλε την πληρωμή των χρηματοδοτικών συνδρομών των διαφόρων κοινοτικών διαρθρωτικών ταμείων χωρίς οποιαδήποτε κράτηση που θα μπορούσε να μειώσει το ύψος τους, είχε εφαρμογή επί ενισχύσεων που καταβάλλονταν βάσει του Κανονισμού 2052/1988 και όχι εκείνων που προέβλεπε ο Κανονισμός 4028/1986.
7. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η ένδικη πριμοδότηση έπρεπε να καθορισθεί από το Ελληνικό Δημόσιο με βάση τους συντελεστές του πίνακα ΙΙ του Παραρτήματος V του Κανονισμού 4028/86, και όχι με βάση τους συντελεστές, οι οποίοι είχαν καθορισθεί με την απόφαση 1570/24.5.1991 απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη και όπως νομίμως έκρινε το διοικητικό εφετείο, οι συντελεστές του παραρτήματος του Κανονισμού αφορούσαν μόνον το ανώτατο όριο καλύψεως της σχετικής δαπάνης των κρατών μελών από την Κοινότητα και δεν ήταν υποχρεωτικώς ληπτέοι υπ’ όψιν κατά τον προγραμματισμό των πριμοδοτήσεων σε εθνικό επίπεδο. Εξ άλλου, εφ’ όσον με την 1570/24.5. 1991 απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων τα επιλέξιμα ποσά για τα προοριζόμενα για διάλυση σκάφη εκφράσθηκαν απ’ αρχής στο εθνικό νόμισμα και όχι στην ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα, ζήτημα του ληπτέου υπ’ όψιν χρόνου μετατροπής ποσών Ecu σε δραχμές δεν ετίθετο στην προκειμένη περίπτωση και, επομένως, ο λόγος αναιρέσεως ότι μη νομίμως ελήφθη υπ’ όψιν η ισοτιμία της ευρωπαϊκής λογιστικής μονάδας προς την δραχμή του χρόνου της εγκρίσεως της πριμοδοτήσεως και όχι εκείνη του χρόνου της καταβολής είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως ότι ο, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, προσδιορισμός του ύψους της πριμοδοτήσεως, που είχε δικαίωμα να λάβει η αναιρεσείουσα, προσκρούει στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α 256), προεχόντως διότι από τον, κατά τον ανωτέρω τρόπο, προσδιορισμό από το ελληνικό κράτος του ύψους της πριμοδοτήσεως για την εκούσια απόσυρση αλιευτικών σκαφών, με βάση σύστημα υπολογισμού μη συναρτώμενο με την πραγματική αξία του σκάφους αλλά με ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή διαφόρων συντελεστών, δεν θίγεται οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα του ιδιοκτήτη του σκάφους, και, μάλιστα, στην περίπτωση που αυτός, και μετά τον προσδιορισμό του ύψους της πριμοδοτήσεως και την επακολουθήσασα εκούσια διάλυση του σκάφους, διαφωνεί με το ύψος της πριμοδοτήσεως, το οποίο εγνώριζε όταν προέβαινε στην διάλυση.
8. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 71 παρ. 4 ότι «η αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου». Και πριν όμως από την εισαγωγή του ως άνω Κώδικα, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ.331/1985, Α΄ 116) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 4 περ. ε΄ του ν.δ. 4486/1965 (Α΄ 131), κατά τις οποίες οι διαφορές μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογουμένου που αφορούν την επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών, κλπ. άγονται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής, καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 5 του Ν. 702/1977 (Α΄ 268) και των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 περ. ή και 2 του Ν. 1406/1983 (Α΄ 182), κατά τις οποίες το ένδικο βοήθημα της αγωγής προβλέπεται για άλλες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, συνάγεται ότι, για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται μεταξύ φορολογούσας αρχής και φορολογουμένου και αφορούν την επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ., ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων, ο φορολογούμενος μπορούσε να ασκήσει ενώπιον του αρμοδίου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου αποκλειστικώς και μόνον το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 73 και επ. του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όχι δε και το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημιώσεως και στις διαφορές που αφορούν την επιστροφή φόρων κλπ., αλλά απλώς μεταβιβάσθηκε στα διοικητικά δικαστήρια η δικαιοδοσία να κρίνουν διαφορές, η επίλυση των οποίων μπορούσε να επιδιωχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημιώσεως ήδη υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, πράγμα που δεν ίσχυε για τις διαφορές προς αποκατάσταση ζημίας από την καταβολή αχρεωστήτως φόρων κλπ. (ΣτΕ 1062/2006, ΣτΕ 2950/2003, κ.α.).
9. Επειδή, με την αγωγή της, η οποία ασκήθηκε το έτος 1996, η αναιρεσείουσα, ισχυρίσθηκε ότι η οικονομική ενίσχυση έπρεπε να της καταβληθεί ελεύθερη από οποιοδήποτε φορολογικό βάρος και ότι ζημιώθηκε παρανόμως από την εκ μέρους της Αγροτικής Τράπεζας παρακράτηση κατά την πληρωμή της ενισχύσεως, για λογαριασμό του Δημοσίου, τελών χαρτοσήμου και εισφοράς ΟΓΑ, συνολικού ύψους 4.550.220 δραχμών, ως εκ τούτου δε, το Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ισόποση αποζημίωση. Κατά το μέρος αυτό, με την αγωγή της, η αναιρεσείουσα ζήτησε την ανόρθωση της ζημίας που υπέστη από την αχρεώστητη, κατά τους ισχυρισμούς της, επιβολή τέλους χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. Σύμφωνα όμως με την προηγούμενη σκέψη, γι’ αυτήν, την φορολογικού περιεχομένου, αξίωση η αναιρεσείουσα μόνο προσφυγή κατά του Δημοσίου μπορούσε να ασκήσει. Επομένως, το αίτημα αυτό της αγωγής ήταν απαράδεκτο και ορθώς απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο, αν και με διαφορετική αιτιολογία. Συνεπώς, εν όψει του ζητήματος αυτού, που αφορά την δικαιοδοσία του δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως, οι προβαλλόμενοι σχετικώς λόγοι αναιρέσεως είναι αλυσιτελείς και πρέπει να απορριφθούν.
10. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2010
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος   Η Γραμματέας