ΣτΕ 3357/2006, Β΄τμ. 7μ.,ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ, ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ, ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ, ΔΟΛΟΣ, για την λαθρεμπορία απαιτείται δόλος πρώτου βαθμού και οχι ενδεχόμενος.

ΣΤΕ

Αριθμός 3357/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Νοεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Ν. Σκλίας, Αικ. Συγγούνα, Κ. Βιολάρης, Ι. Γράβαρης, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2002 αίτηση:
της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΙΛΙΟΝ Α.Ε.”, που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λ. Κηφισίας 206), η οποία δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Τσιρά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 545/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ.-Α. Τσακάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 008388,008389,829809,829810/2002 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 545/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά υπ’ αριθμ. 3090/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 73/20-6-1995 καταλογιστικής πράξεως του Διευθυντή της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών, με την οποία κηρύχθηκε αυτή ως αστικώς και αλληλεγγύως συνυπεύθυνη για την καταβολή συνολικού πολλαπλού τέλους 2.700.000 δραχμών.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στο Τμήμα με επταμελή σύνθεση κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1222/2006 αποφάσεως του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας, κατ’ άρθρον 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄8).
4. Επειδή, η αναιρεσείουσα εταιρεία εκλήθη νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από το από 3/7/2006 αποδεικτικό της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Μαρ. Σταυροπούλου. Συνεπώς, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά τη μη παράσταση της στο ακροατήριο.
5. Επειδή, ο ν. 1921/1991 “Διαρρυθμίσεις στον ενιαίο ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών προϊόντων και άλλες διατάξεις” (Α΄12) ορίζει στο άρθρο 20 ότι : «1. Οι κατά τις κείμενες διατάξεις επιβαλλόμενοι, κατά περίπτωση, ειδικοί φόροι κατανάλωσης εισπράττονται μειωμένοι κατά πενήντα τοις εκατό (50%), προκειμένου περί καινουργών επιβατικών αυτοκινήτων …, αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, κυλινδρισμού κινητήρα από 1401 μέχρι 2000 κυβικών εκατοστών και κατά 60% προκειμένου περί όμοιων αυτοκινήτων κυλινδρισμού μέχρι 1400 κυβικών εκατοστών, εφόσον παραλαμβάνονται σε αντικατάσταση είτε επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης συμβατικής τεχνολογίας,… τα οποία αποσύρονται οριστικά από την κυκλοφορία και καταστρέφονται … 2. … 3. … 4. … 5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται μόνο για τα αυτοκίνητα συμβατικής τεχνολογίας που αποσύρονται και καταστρέφονται, για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας από 1-1-1989 μέχρι και την ημερομηνία απόσυρσης. 6. Κατά την παράδοση των κατά την παράγραφο 5 αυτοκινήτων, χορηγούνται στον κύριο του αυτοκινήτου ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του παραστατικά στοιχεία απόσυρσης του αυτοκινήτου. 7. Με κοινές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, καθορίζονται η διαδικασία απόσυρσης από την κυκλοφορία των ως άνω αυτοκινήτων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου…. 8. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 7 του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.1991 και εφαρμόζονται για αυτοκίνητα συμβατικής τεχνολογίας που θα αποσυρθούν μέχρι και 31.12.1992.9…». Εξάλλου, η υπ’ αριθμ. 86653/6673/3-1-1991 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄2) ορίζει στο άρθρο 1 ότι : «Για την απόσυρση και την καταστροφή ιδιωτικής χρήσης επιβατικού ή φορτηγού αυτοκινήτου, μικτού βάρους μέχρι 2,5 τόνων συμβατικής τεχνολογίας, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του σχεδίου νόμου «Διαρρυθμίσεις στον ενιαίο ειδικό φόρο κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων» ακολουθείται η παρακάτω διαδικασία: 1. Ο ιδιοκτήτης του παλαιάς τεχνολογίας επιβατικού ή φορτηγού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης υποβάλλει στην Νομαρχιακή Υπηρεσία Συγκοινωνιών του τόπου της κατοικίας του, υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Νόμου 1599/86, στην οποία δηλώνει ότι αποσύρει οριστικά από την κυκλοφορία το παλαιάς τεχνολογίας αυτοκίνητο προκειμένου να το αντικαταστήσει με άλλο νέας (αντιρρυπαντικής) τεχνολογίας επιβατικό ή φορτηγό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης μικτού βάρους μέχρι 2,5 τόνων. Επίσης προσκομίζει στην ίδια υπηρεσία βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) από την οποία να προκύπτει καταβολή των τελών κυκλοφορίας από 01.01.89 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης. Η βεβαίωση αυτή δεν χορηγείται αν προηγουμένως δεν καταβληθούν και τυχόν οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας προηγουμένων ετών. Μαζί με την υπεύθυνη δήλωση και τη βεβαίωση περί μη οφειλής τελών κυκλοφορίας, παραδίδονται στην ως άνω υπηρεσία Συγκοινωνιών η άδεια κυκλοφορίας και το βιβλιάριο μεταβολών κατοχής και κυριότητας αυτού, εφόσον έχει εκδοθεί τέτοιο βιβλιάριο. Τα ανωτέρω δικαιολογητικά δύνανται να υποβάλλονται και από ειδικώς εξουσιοδοτημένο από τον ιδιοκτήτη πρόσωπο, με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής του ιδιοκτήτη από αρμόδια αρχή. 2. Η αρμόδια υπηρεσία Συγκοινωνιών χορηγεί στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση (ως υπόδειγμα 1) με την οποία πιστοποιείται ότι το αυτοκίνητο που αναφέρεται σ’ αυτή προορίζεται να αποσυρθεί. Πιστοποιείται επίσης στην ίδια βεβαίωση, η παράδοση των δικαιολογητικών της παραγράφου 1 καθώς και η ημερομηνία της έκδοσης της πρώτης άδειας κυκλοφορίας του αποσυρόμενου αυτοκινήτου στην Ελλάδα’’. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 της ίδιας ως άνω υπουργικής αποφάσεως ορίζεται ότι : “1. Ο ενδιαφερόμενος ή το αρμοδίως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, παραδίδει το προς καταστροφήν παλαιάς τεχνολογίας αυτοκίνητό του στις υπηρεσίες του Οργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.), που εδρεύουν στις πόλεις Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Πάτρα ή σε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο που ήθελε καθοριστεί. 2. Μαζί με το όχημα παραδίδεται και η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 της παρούσης βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας Συγκοινωνιών. Το όχημα εμφανίζεται προς παράδοση αυτοδύναμα, χωρίς τη χρήση βοηθητικών μεταφορικών μέσων. 3. Για την παράδοση του αυτοκινήτου συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής σε πέντε (5) αντίτυπα (ως το υπόδειγμα 2) εκ των οποίων ένα αποστέλλεται στην αρμόδια για τον τελωνισμό του νέου αντιρρυπαντικού αυτοκινήτου τελωνειακή αρχή, ένα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., για την διακοπή της βεβαίωσης των τελών κυκλοφορίας, δύο αντίτυπα παραδίδονται στον ενδιαφερόμενο μαζί με τις πινακίδες κυκλοφορίας του αποσυρόμενου αυτοκινήτου και ένα παραμένει στο αρχείο της αρχής που το εξέδωσε. Ο ενδιαφερόμενος παραδίδει τις πινακίδες κυκλοφορίας καθώς και ένα αντίτυπο του ως άνω πρωτοκόλλου στην αρμόδια υπηρεσία Συγκοινωνιών η οποία προβαίνει στην οριστική διαγραφή του αυτοκινήτου από τα τηρούμενα μητρώα αυτοκινήτων και χορηγεί σχετικό πιστοποιητικό (ως το υπόδειγμα 3). Το πιστοποιητικό αυτό καθώς και το αντίτυπο του πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής, αποτελούν τα δικαιολογητικά για την εφαρμογή του κατά περίπτωση μειωμένου συντελεστού ειδικού φόρου κατανάλωσης για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου αντιρρυπαντικής τεχνολογίας”.
6. Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄73), η οποία προσετέθη με το άρθρο 3 του αν. ν. 1514/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1591/1950, ορίζεται ότι: “Ως τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης η καθ’ οιονδήποτε των εν άρθρο 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησης των εν τω αυτό άρθρο 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας”. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 97 του αυτού ως άνω Κώδικα, η οποία προσετέθη με το άρθρο 4 του αν. ν. 1514/1950, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (Α΄ 337), “Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντκείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους….” Περαιτέρω, το άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα, στη μεν παρ.1 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939, ορίζει ότι “Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξαυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικών δασμών, είτε εις εισπραττόμενων εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρων ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλο παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπο ή χρόνο και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιων των υπ’ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνο και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον,” στη δε επόμενη παράγραφο 2, περίπτωση θ΄, που προσετέθη με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952, ορίζει ότι “Ως λαθρεμπορία θεωρείται : α) …..θ) Η αγορά, πώλησης και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας”. Εξ άλλου, στην παράγραφο 8 του πιο πάνω άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, που προσετέθη με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950, ορίζεται ότι “Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών, ουδέ, τ’ ανάπαλιν”.
7. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων 89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα, λαθρεμπορία συνιστά κάθε τέχνασμα που επινοείται με σκοπό την εισαγωγή από την αλλοδαπή ή εξαγωγή από τη χώρα ειδών υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα, χωρίς να καταβληθούν προς το Δημόσιο οι εν λόγω, κατά νόμο οφειλόμενοι δασμοί, φόροι κλπ. ‘ στη δε περίπτωση της απόπειρας διαφυγής, απαιτείται, αν η απόπειρα τελεσφορούσε, να οδηγούσε στην, συνεπεία διαφυγής της καταβολής, απώλεια από το Δημόσιο των πιο πάνω δασμών, φόρων και λοιπών δικαιωμάτων (ΣΕ 35/2005 κ.α.). Για την επιβολή της προβλεπόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις κυρώσεως, δηλαδή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται η τέλεση με δόλο των πράξεων που συνιστούν τη λαθρεμπορία (ΣΕ 567/2006, 17/2005 κ.α.). Ως δόλος, ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως της λαθρεμπορίας, νοείται ο άμεσος, όχι δε και ο ενδεχόμενος, δεδομένου ότι το τέχνασμα που συνιστά την αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας προϋποθέτει άμεσο δόλο του τελούντος ή του συμμετέχοντος σ’ αυτή.
8. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Με την 38367/7-4-1992 αίτηση ανάλωσης- απόσυρσης του Τελωνείου Αθηνών εκτελωνίστηκε στο όνομα του Δημητρίου Σαπουντζή ένα αυτοκίνητο, μάρκας PEUGEOT, τύπου 106 XGI, κυλινδρισμού 1360 κ.ε., αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, με αριθμό κυκλοφορίας ΥΥΧ 6607, σε αντικατάσταση του αποσυρθέντος με αριθμό κυκλοφορίας BB 6169 αυτοκινήτου, μάρκας OPEL, συμβατικής τεχνολογίας, σύμφωνα με την Α.Υ.Ο.Δ. 104/40/18-1-1991. Ο Δημήτρης Σαπουντζής αγόρασε το ανωτέρω αυτοκίνητο από την αναιρεσείουσα εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο Σπυρίδων Θεοφιλάτος. Ο παραπάνω αγοραστής δεν διέθετε αυτοκίνητο για απόσυρση και έτσι η ως άνω εταιρεία προμηθεύτηκε για λογαριασμό του από τον Αντώνιο Μπραούνο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, έναντι αμοιβής 600.000 δρχ., το υπ’ αριθμ. 044685/31-3-1992 πρωτόκολλο παραλαβής του Ο.Δ.Δ.Υ. καθώς και το υπ’ αριθμ. 45629/1992 πιστοποιητικό της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής περί διαγραφής του αυτοκινήτου από τα μητρώα αυτοκινήτων, με τα οποία αποδεικνυόταν η απόσυρση του ως άνω παλαιού αυτοκινήτου και με τη χρήση των οποίων προχώρησε η όλη διαδικασία απόσυρσης. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διενεργήθηκε έρευνα, από την οποία προέκυψε ότι τα παραπάνω πιστοποιητικά απόσυρσης ήταν πλαστά. Έτσι, η τελωνειακή αρχή θεώρησε το ανωτέρω αυτοκίνητο αντικείμενο λαθρεμπορίας, αφού αυτό εισήχθη με το τέχνασμα της εικονικής αποσύρσεως, με την καταβολή μειωμένων δασμών, που υπολογίστηκαν σε 872.631 δραχμές με την 73/20-6-1995 δε καταλογιστική πράξη, χαρακτήρισε την παραπάνω πράξη ως λαθρεμπορία και ως υπαίτιους αυτής τον Σπυρίδωνα Θεοφιλάτο και τον Αντώνιο Μπραούνο, κήρυξε δε την αναιρεσείουσα εταιρεία αλληλεγγύως συνυπεύθυνη για την καταβολή του συνολικού πολλαπλού τέλους 2.700.000 δρχ. Προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της πράξεως αυτής απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, έφεσή της δε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ότι ο Σπυρίδων Θεοφιλάτος, αντί να προβεί στη διεκπεραίωση της συγκεκριμένης αποσύρσεως, όπως άλλωστε είχε συμφωνήσει (αντί του ποσού των 600.000 δραχμών) με τον ανωτέρω Δημήτριο Σαπουντζή, προκειμένου ο τελευταίος να αγοράσει από την αναιρεσείουσα εταιρεία καινούριο αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αυτοκίνητο ή εν πάση περιπτώσει να αναθέσει τη διεκπεραίωση αυτής σε πρόσωπο γνωστό και έμπιστο σ’ αυτόν, ώστε να διασφαλισθεί πλήρως η νομιμότητα της εν λόγω αποσύρσεως, όπως θα έπραττε κάθε συνετός επιχειρηματίας, απευθύνθηκε για τη διεκπεραίωση αυτής (αποσύρσεως) σε κάποιο άγνωστο σ’ αυτόν πρόσωπο, ονόματι Αντώνιο Μπραούνο, αγνώστων λοιπών στοιχειών, με τον οποίο δεν είχε συνεργασθεί προηγουμένως, αλλά τον βρήκε από τις «Μικρές Αγγελίες» των εφημερίδων (βλ. την από 14-11-1994 μαρτυρική κατάθεση του Σπυρίδωνα Θεοφιλάτου). Επιπλέον, αυτός (Σπυρίδων Θεοφιλάτος) δεν αναζήτησε, όπως όφειλε, το προς απόσυρση συμβατικής τεχνολογίας αυτοκίνητο, καθόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως 86653/6673/31-1991, το προς απόσυρση αυτοκίνητο οδηγείται αυτοδύναμα (χωρίς δηλαδή τη χρήση βοηθητικών μεταφορικών μέσων) στις αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Δ.Δ.Υ.. Έτσι, ο Σπυρίδων Θεοφιλάτος μολονότι γνώριζε ότι ενδέχεται η συγκεκριμένη απόσυρση να γίνει με μη νόμιμη διαδικασία, ενόψει, ιδίως, των παραπάνω περιστάσεων, υπό τις οποίες προμηθεύτηκε τους τίτλους αποσύρσεως αλλά και της ιδιότητας του ως νομίμου εκπροσώπου εταιρείας εισαγωγής και εμπορίας καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και, ως εκ τούτου, έμπειρου περί της διαδικασίας των αποσύρσεων, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο. Δηλαδή, παρέλαβε από τον ανωτέρω Αντώνιο Μπραούνο το προαναφερόμενο πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του Ο.Δ.Δ.Υ. και το πιστοποιητικό της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, ήτοι τους τίτλους αποσύρσεως του ως άνω ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου παλαιάς τεχνολογίας, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει, όπως όφειλε, την ύπαρξη, τουλάχιστον , του προς απόσυρση αυτού αυτοκινήτου, αποδεχόμενος και ως ενδεχόμενο, ως δυνατή δηλαδή συνέπεια, την μη γνησιότητα των εγγράφων αυτών. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τα έγγραφα αυτά, η μη γνησιότητα των οποίων διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, προέβη στον εκτελωνισμό επ’ ονόματι του Δημητρίου Σαπουντζή του ανωτέρω αντιρρυπαντικής τεχνολογίας καινούριου ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, με μειωμένους, κατά το ποσό των 872.631 δραχμών, δασμούς, τους οποίους απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι, παρά την αντίθετη κρίση του υπ’ αριθμ. 1328/1997 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, άλλωστε, δεν διαλαμβάνει καμία ειδικότερη αιτιολογία, όσον αφορά την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο του Σπυρίδωνα Θεοφιλάτου, στοιχειοθετείται εις βάρος του τελευταίου η υποκειμενική υπόσταση (με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) της αποδοθείσας σε αυτόν λαθρεμπορίας, ήτοι της εισαγωγής του αντιρρυπαντικής τεχνολογίας ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, με το τέχνασμα της εικονικής αποσύρσεως του ανωτέρω παλαιάς τεχνολογίας αυτοκινήτου, και συνεπώς, νομίμως η αναιρεσείουσα εταιρεία κηρύχθηκε αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος πολλαπλού τέλους. Η κρίση, όμως, αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αιτιολογείται νομίμως, εφόσον σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως της λαθρεμπορίας δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος του υπαιτίου, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος αυτού. Για το λόγω δε αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 545/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2006.
Ο Πρόεδρος του Β’ Τμήματος   Η Γραμματέας