ΣτΕ 356/12, Ολομ. Η νομιμοποίηση του δικηγόρου προηγείται της αρμοδιότητας του Τμήματος κατόπιν παραπομπής της 3925/10 του Α τμ.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 356/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Ν. Ρόζος, Ειρ. Σαρπ, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Αν. Καλογεροπούλου, Αντ. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Μ.-Αλ. Τσακάλη, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ. Σταματελάτου και Β. Ραφτοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Μ.-Αλ. Τσακάλη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 23 Ιανουαρίου 2006 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΚΟΤ Α.Β.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Λυκαβηττού 16), η οποία δεν παρέστη,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Χρ. Αυγερινού, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατόπιν της υπ’ αριθμ. 3925/2010 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 3924/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Σπ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’αριθμούς 1971148 και 1971150-1, σειράς Α, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3924/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή εξαφανίσθηκε, κατ’αποδοχή εφέσεως του Δημοσίου, η 12362/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, στην συνέχεια, απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της σιωπηρής απορρίψεως από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών ανακλητικών-τροποποιητικών δηλώσεων αποδόσεως ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ ΕΛ.ΓΑ. Α΄ και Β΄ τριμήνων του έτους 1995, καθώς και της συμπροσβληθείσης 21489/30.9.1999 σχετικής αρνητικής απαντήσεως του ως άνω Προϊσταμένου. Με την πρωτόδικη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής, είχε γίνει δεκτή η από 21.10.1998 ανακλητική-τροποποιητική δήλωση της αναιρεσείουσας περί υπολογισμού της υπέρ ΕΛ.ΓΑ. εισφοράς επί μόνης της εμπορικής τιμής του σύσπορου βαμβακιού, είχε δε διαταχθεί η επανεκκαθάριση της οφειλόμενης κατά την χρονική περίοδο 1.1-30.6.1995 εισφοράς και η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την απόφαση 3925/2010 του Α΄ Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β του π.δ.18/1989, προς επίλυση του ζητήματος της αρμοδιότητας δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναρμόδιου για την εκδίκαση του ενδίκου μέσου που συζητήθηκε ενώπιόν του, να κρίνει την νομιμοποίηση του φερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την από 7.4.2011 έκθεση επιδόσεως της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Μαρ. Σταυροπούλου προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τα φύλλα των εφημερίδων «ΑΥΓΗ» και «ΕΣΤΙΑ» της 16ης και 15ης , αντιστοίχως Απριλίου 2011, στα οποία δημοσιεύθηκε περίληψη της από 5.4.2011 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου της υποθέσεως, η ως άνω 3925/2010 απόφαση του Α΄ Τμήματος και η προαναφερόμενη πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσείουσα εταιρεία κατά την διαδικασία των άρθρων 135 παρ.1 και 135 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατόπιν της από 10.2.2011 βεβαιώσεως της ίδιας ως άνω επιμελήτριας, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσείουσα εταιρεία δεν εδρεύει στην αναγραφόμενη στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως διεύθυνση και, παρά την καταβολή κάθε προσπάθειας, δεν κατέστη δυνατή η εύρεση της έδρας της σε άλλη διεύθυνση. Συνεπώς, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά την μη παράσταση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά την συζήτηση στο ακροατήριο.
5. Επειδή, το κωδικοποιητικό της νομοθεσίας περί Συμβουλίου Επικρατείας π.δ 18/1989 (Α 8) προβλέπει, στα άρθρα 7 και 14 παρ. 1 την διαίρεση τούτου σε Τμήματα, με συγκεκριμένες, το καθένα, αρμοδιότητες και ορίζει, ειδικότερα, στο άρθρο 14 παρ. 6 ότι “όταν ένα Τμήμα κρίνει ότι είναι αναρμόδιο παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο κατά την κρίση του Τμήμα”. Το ίδιο προεδρικό διάταγμα, στο άρθρο 17 παρ. 4 ορίζει ότι “τα δικόγραφα των ενδίκων μέσων της αίτησης ακυρώσεως και αίτησης αναιρέσεως που ασκούνται από ιδιώτη υπογράφονται μόνο από δικηγόρο . . . Αίτηση ακυρώσεως που υπογράφεται μόνο από τον αιτούντα θεωρείται ότι έχει νομίμως ασκηθεί εφόσον παρίσταται δικηγόρος κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Συμβουλίου”, και στο άρθρο 27 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997, Α 67), ορίζει ότι “η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο. …. Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου η πληρεξουσιότητα παρέχεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο” (παρ. 1) και ότι “για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει αν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το άσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη” (παρ. 2). Εξ άλλου, στο άρθρο 34 του ν. 1968/1991 (Α 150) ορίζονται τα εξής : “1. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης, αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό . . . Το αυτό ισχύει και για το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου . . . 2. Όταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατά την προηγούμενη παράγραφο, η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο”.
6. Επειδή, η εξέταση του παραδεκτού της ασκήσεως του ενδίκου μέσου από της απόψεως της νομιμοποιήσεως, κατά το άρθρο 27 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου ως πληρεξουσίου προηγείται, ως εκ της φύσεως του ζητήματος αυτού, της κρίσεως επί της αρμοδιότητας Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας να εξετάσει την διαφορά. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 4023/1998 Ολομ.), η διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 του ν. 1968/1991, κατά το γράμμα και την έννοιά της, έχει πεδίο εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που το ένδικο μέσο παραπέμπεται από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο, και δεν εφαρμόζεται, ευθέως ή αναλόγως, επί παραπομπής μεταξύ δικαστικών σχηματισμών του ιδίου δικαστηρίου, όπως τα Τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η μη νομιμοποίηση, ως πληρεξουσίου, του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου άγει στην απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου ανεξαρτήτως, αν η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον αρμοδίου ή μη Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την συζήτηση ενώπιον του Α΄ Τμήματος της κρινομένης αιτήσεως, της οποίας το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο ως πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, η εταιρεία αυτή δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως. Εξ άλλου, δεν προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως δικηγόρο. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), είναι δε αδιάφορο, κατά τα προεκτεθέντα, αν η υπόθεση υπαγόταν ή μη στην αρμοδιότητα του Α΄ Τμήματος, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα εταιρεία την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Ιανουαρίου 2012.
Ο Πρόεδρος  Η Γραμματέας
 
 
Π. Πικραμμένος  Μ. Παπασαράντη