Αριθμός 3586/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ :Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθώς και ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. (βλ. Σ.τ.Ε. 1042/2007 και Α.Π. 1586/2002, 777/2003, 674/2004, 1194/2005, 11/2005 Ολομ., 122, 319, 1644, 1670/2006, 163, 634/2007). Ελέγχεται, όμως, κατ’ αναίρεση η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αν, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή αν, αντιθέτως, το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να συνεκτιμήσει γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, όπως λ.χ. το συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. Σ.τ.Ε. 2100/2006 7μελούς, 2796/2006 7μελούς, Α.Π. 13/2002 Ολομ.
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Σ. Χρυσικοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Σ. Κτιστάκη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 6 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Α. Ζαφειριάδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των: 1) Δωροθέας Μικάλεφ, χήρας Χρήστου-Σπυρίδωνος Σουρβίνου, 2) Ελένης Μάνεση, χήρας Δημητρίου Σουρβίνου, κατοίκων Κέρκυρας (Αγ. Πάντων 16) και 3) Γεωργίου Σουρβίνου, κατοίκου Μέρυλαντ Η.Π.Α., οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Π. Τσακούλια (Α.Μ. 5713), που την διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2063/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Σ. Χρυσικοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί, παραδεκτώς, την αναίρεση της 2063/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε έφεσή του κατά της 14970/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή του Χρήστου-Σπυρίδωνος Σουρβίνου και είχε αναγνωριστεί ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους, νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντος μετά την άσκηση της αγωγής ενάγοντος, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας τους, τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή ποσά αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την απώλεια αποδοχών του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 8.7.1998 έως 30.4.2001, εξαιτίας παράνομης απόφασης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 και της συνεπεία αυτής απόλυσής του από την Ολυμπιακή Αεροπορία, στην οποία είχε τοποθετηθεί αναγκαστικώς με απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 8 του ίδιου νόμου.
3. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μελούς, 2741/2007, 1019/2008). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 εδ. α και β του Αστικού Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπόψη του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθώς και ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. (βλ. Σ.τ.Ε. 1042/2007 και Α.Π. 1586/2002, 777/2003, 674/2004, 1194/2005, 11/2005 Ολομ., 122, 319, 1644, 1670/2006, 163, 634/2007). Ελέγχεται, όμως, κατ’ αναίρεση η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αν, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή αν, αντιθέτως, το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να συνεκτιμήσει γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, όπως λ.χ. το συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. Σ.τ.Ε. 2100/2006 7μελούς, 2796/2006 7μελούς, Α.Π. 13/2002 Ολομ.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημόσιου δικαίου και κατά την παρ. 2 περίπτ. β του άρθρου 73 του ίδιου Κώδικα αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι η αναγνώριση αντίστοιχης αξίωσης. Τέλος, στο άρθρο 196 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Οι αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων» και στην παράγραφο 1 του άρθρου 198 του Κώδικα αυτού ορίζονται τα εξής: «Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής».
4. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1648/1986 «περί της προστασίας πολεμιστών, αναπήρων-θυμάτων πολέμου και μειονεκτούντων προσώπων» (Α΄ 147), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (πριν δηλαδή καταργηθεί με το άρθρο 15 του ν. 2643/1998, Α΄ 220, βλ. και μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου αυτού), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2224/1994 (Α΄ 112), «Προστατεύονται ανάπηρα άτομα επίσης, με αναγκαστική τοποθέτηση ηλικίας 15-65 ετών που έχουν περιορισμένες δυνατότητες για επαγγελματική απασχόληση από οποιαδήποτε χρόνια σωματική ή πνευματική ή ψυχική πάθηση ή βλάβη, εφόσον είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα άνεργων αναπήρων του Οργανισμού (Ο.Α.Ε.Δ.), με ποσοστό αναπηρίας 40% τουλάχιστον…». Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1648/1986, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 2224/1994, «Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφέλειας, όπως προσδιορίζονται στις περιπτώσεις (γ) και (ε) της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), καθώς και οι θυγατρικές τους ανώνυμες εταιρείες, εφόσον απασχολούν κατά την έκδοση της απόφασης για την τοποθέτηση, προσωπικό πάνω από 50 άτομα, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν πρόσωπα που προστατεύονται από το προηγούμενο άρθρο, σε ποσοστό συνολικά 8%, κατανεμόμενο από τις αποφάσεις τοποθέτησης κατά κατηγορία ως εξής: α)… β) από άτομα ειδικών αναγκών 2%, γ)…» Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου (1648/1986), «Η τοποθέτηση των προστατευόμενων προσώπων,… γίνεται από την Επιτροπή του άρθρου 8, ισχύει για την περιφέρεια της νομαρχίας που τους τοποθέτησε και είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη…», κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού «Ο τοποθετούμενος υποχρεούται, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης για την τοποθέτησή του, να παρουσιαστεί στην επιχείρηση για να αναλάβει υπηρεσία…» και κατά την παρ. 1 του άρθρου 8, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 16 του άρθρου 14 του ν. 2307/1995 (Α΄ 113), «Η τοποθέτηση ή διάθεση των προσώπων, που προστατεύονται από το νόμο αυτόν γίνεται από επιτροπές του Ο.Α.Ε.Δ., που εδρεύουν στην έδρα κάθε νομού». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου (1648/1986) «Κατά των αποφάσεων των Επιτροπών του άρθρου 8 χωρεί προσφυγή στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή για τη νομιμότητα ή σκοπιμότητα των τοποθετήσεων ή των ανακλήσεων ή των διαθέσεων των προστατευομένων από το νόμο αυτόν προσώπων. Δικαίωμα προσφυγής έχουν οι υπόχρεοι εργοδότες, τα προστατευόμενα από το νόμο αυτόν πρόσωπα και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον…», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου αυτού, η ανάκληση της τοποθέτησης και οι σχετικές με την τοποθέτηση αμφισβητήσεις ανήκουν στην αρμοδιότητα των ανωτέρω Επιτροπών. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του π.δ. 137/1995 (Α΄ 86) που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 2224/1994 προβλέπεται ότι: «1. Ο εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις του Ν. 1648/1986 (147 τ.Α΄), όπως κάθε φορά ισχύει, τιμωρείται: α. Με πρόστιμο ίσο με έξι (6) κατώτατους μηνιαίους μισθούς ιδιωτικού υπαλλήλου σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ανεξάρτητα της ιδιότητας του προστατευομένου ατόμου, για άρνηση πρόσληψής του. β. Με πρόστιμο, πέραν αυτού του προηγουμένου εδαφίου α΄, ίσο με τις αποδοχές που δικαιούται ο τοποθετούμενος για κάθε ημέρα καθυστέρησης της πρόσληψής του εφόσον εμφανίσθηκε στον υπόχρεο εργοδότη. Το πρόστιμο αυτό υπολογίζεται από την παρέλευση ενός μηνός από της καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνωστοποιήσεως στον υπόχρεο εργοδότη της απόφασης της επιτροπής του άρθρου 8 του Ν. 1648/1986 ή, εφόσον ασκηθεί προσφυγή στην επιτροπή του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, από την παρέλευση ενός μηνός από τη γνωστοποίηση της απόφασης απόρριψης της προσφυγής. γ… 2. Το πρόστιμο επιβάλλεται μετά από άπρακτη πάροδο της προθεσμίας της παρ. 4 του άρθρου 10 του Ν. 1648/1986 ή μετά την πάροδο ενός μηνός από την γνωστοποίηση της απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 10 του ιδίου νόμου… 3…» και στο άρθρο 2 του προεδρικού αυτού διατάγματος ότι: «Τα πρόστιμα του άρθρου 1 επιβάλλονται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας και εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο».
5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που έχουν παρατεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, ενόψει και του σκοπού του ν. 1648/1986 (επαγγελματική αποκατάσταση ατόμων που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας και παροχή, έτσι, σ’ αυτά των μέσων βιοπορισμού), συνάγεται ότι στις περιπτώσεις αναγκαστικής τοποθέτησης προστατευομένων η υποχρέωση της Διοίκησης δεν εξαντλείται στην έκδοση απόφασης τοποθέτησης από την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 του ν. 1648/1986 Επιτροπή του Ο.Α.Ε.Δ.˙ οφείλει το Δημόσιο, με τα αρμόδια για τη διενέργεια ελέγχων για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας όργανά του [Επιθεωρητές Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.) που έχει συσταθεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με το ν. 2639/1998, Α΄ 205] και ενόψει της κατ’ εξαίρεση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, επέμβασης του Δημοσίου σε σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, να μεριμνά για την υλική εκτέλεση της σχετικής απόφασης της πιο πάνω Επιτροπής για την αναγκαστική τοποθέτηση του προστατευομένου, επιβάλλοντας, αν δεν εκτελείται η πιο πάνω απόφαση, τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 του π.δ. 137/1995. Πέραν, όμως, και επί πλέον της υποχρέωσης αυτής, όταν με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ακυρώνεται απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 που, ύστερα από άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής του εργοδότη, είχε ακυρώσει απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου, το οποίο ήταν διάδικος στη δίκη, συμμορφούμενα με την ακυρωτική δικαστική απόφαση κατά την παρ. 1 του άρθρου 198 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οφείλουν, κατά τη ρητή επιταγή του νόμου, να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να λειτουργήσει εκ νέου η αναγκαστική σύμβαση εργασίας, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, μεταξύ των οποίων και η καταβολή αναδρομικών αποδοχών, ώστε ο προστατευόμενος να βρεθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχαν μεσολαβήσει η, παράνομη κατά τη δικαστική απόφαση και ακυρωθείσα με αυτήν, απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής και η συνεπεία αυτής απόλυσή του [πρβ. αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Δ.Α.) της 22.5.2005, Ιερά Μονή Προφήτου Ηλίου Θήρας κατά Ελλάδος και της 22.5.2003, Κυρτάτος κατά Ελλάδος]. Οι υποχρεώσεις αυτές των οργάνων του Δημοσίου, που απορρέουν από ρητές και συγκεκριμένες δημοσίου δικαίου διατάξεις, είναι άσχετες από την τυχόν, κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, ευθύνη του εργοδότη έναντι του αναγκαστικώς τοποθετηθέντος, η οποία ευθύνη, τυχόν υφισταμένη, κατ’ ουδέν επηρεάζει ούτε αναιρεί τις ανωτέρω αυτοτελείς υποχρεώσεις του Δημοσίου. Από την παράλειψη δε των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου να προβούν στις ενέργειες αυτές δημιουργείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.˙ μπορεί επιπλέον, αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 932 του Α.Κ., να επιδικαστεί από το δικαστήριο εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο της ουσίας, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας-που διέπει το σύνολο της έννομης τάξης και καθιερώνεται ήδη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001-, προκειμένου να εφαρμόσει τη νομοθετική αυτή διάταξη και να προσδιορίσει το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να λάβει υπόψη ως κρίσιμο προσδιοριστικό παράγοντα το συνολικό ποσό των οφειλόμενων αποδοχών. Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί ότι προξενήθηκε ηθική βλάβη και επιδικάσει ποσό χρηματικής ικανοποίησης μεγαλύτερο από το συνολικό ποσό των οφειλόμενων αποδοχών, τότε παραβιάζει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και η απόφασή του ελέγχεται αναιρετικώς μέσω του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) για εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Α.Κ.. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Σ. Χρυσικοπούλου, η οποία διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: δεδομένου ότι σύμφωνα με τις πιο πάνω ειδικές διατάξεις του ν. 1648/1986 ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να προσλάβει το μισθωτό που τοποθετείται σ’ αυτόν, ο εργοδότης συνάπτει αναγκαστικώς σύμβαση εργασίας και τη δικαιοπρακτική βούλησή του αναπληρώνει η απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 του νόμου αυτού. Η σύμβαση αυτή εργασίας τελειούται με την εμφάνιση του τοποθετούμενου μισθωτού για την ανάληψη υπηρεσίας. Από την εμπρόθεσμη εμφάνιση του τοποθετουμένου αρχίζει αφενός η υποχρέωσή του να παρέχει την εργασία και αφετέρου η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει μισθό. Ο εργοδότης, αποκρούοντας την πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του τοποθετουμένου στην υπηρεσία του, καθίσταται υπερήμερος και οφείλει σ’ εκείνον μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 Α.Κ., χωρίς να δικαιούται να ερευνήσει και ο ίδιος τη συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του εν λόγω μισθωτού, ούτε να απαιτήσει τη συνδρομή των πρόσθετων όρων του τυχόν ισχύοντος Κανονισμού του, αφού η πρόσληψη του μισθωτού έχει τελειωθεί με την εμπρόθεσμη εμφάνισή του στον υπόχρεο εργοδότη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1648/1986, που υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης ή ειδικής ρύθμισης. Η μη αποδοχή από τον εργοδότη των προσφερόμενων υπηρεσιών του μισθωτού δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Εξάλλου, σε περίπτωση άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών του τοποθετούμενου μισθωτού, η υπερημερία του εργοδότη δεν αίρεται από το δικαίωμα που παρέχεται σ’ αυτόν να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας Επιτροπής κατά της πράξης τοποθέτησης ούτε με την τυχόν άσκηση προσφυγής κατά της τελευταίας ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, αφού η απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής είναι διοικητική πράξη αμέσως εκτελεστή και ο νόμος δεν προβλέπει την αναστολή εκτέλεσής της σε περίπτωση άσκησης από τον εργοδότη προσφυγής ενώπιον της δευτεροβάθμιας Επιτροπής. Δεν αποκλείεται όμως, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 281, 57 και 59 Α.Κ., η άρνηση του εργοδότη να απασχολήσει τον τοποθετούμενο μισθωτό να συνιστά προσβολή του απόλυτου δικαιώματος της προσωπικότητάς του, ιδίως όσον αφορά την επαγγελματική του αξία και υπόληψη και να θεμελιώνει εναντίον του εργοδότη, εκτός από την αξίωση για άρση της προσβολής, και αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. Α.Π. 3/2008, 1568/2004, 1050/1999, 225, 1133/1998, 1017/1993, επίσης, πρβ. Α.Π. 77/2009, 434/2004). Περαιτέρω, με την ακύρωση από το διοικητικό δικαστήριο απόφασης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/ 1986, που είχε ακυρώσει προηγούμενη ευμενή για τον προστατευόμενο πράξη της πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, αναβιώνει η ισχύς της τελευταίας αυτής πράξης τοποθέτησης, αφού η ακυρωθείσα με τη δικαστική απόφαση πράξη της Επιτροπής του άρθρου 10 θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε (πρβ. Σ.τ.Ε. 2164/1986, Α.Ε.Δ. 13/2000), χωρίς να είναι αναγκαία καμία περαιτέρω ενέργεια της Διοίκησης. Η πραγματική απασχόληση όμως περαιτέρω του προσώπου αυτού και πρόσδοση σ’ αυτήν αναδρομικής ισχύος με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες, όπως η λήψη αναδρομικών αποδοχών, η κατάταξή του αναδρομικώς στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και η προσμέτρηση του διαδραμόντος χρόνου για τη χορήγηση σ’ αυτόν του επόμενου μισθολογικού κλιμακίου, ανήκουν στη σφαίρα δράσης του εργοδότη (αφορούν τον εργοδότη), στον οποίον αυτός τοποθετήθηκε αναγκαστικώς. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη προστατευόμενος του ν. 1648/1986 από την άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του και να τον απασχολήσει πραγματικά, διότι δεν υπάρχει παράνομη πράξη οργάνου του Δημοσίου, ούτε, εξάλλου, συντρέχει περίπτωση παράνομης παράλειψης οργάνου του Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την παραπάνω ακυρωτική δικαστική απόφαση, αφού η υποχρέωση της Διοίκησης εξαντλείται στην αναδρομική τοποθέτηση του προστατευόμενου προσώπου από την Επιτροπή του Ο.Α.Ε.Δ. και δεν περιλαμβάνει και τον εξαναγκασμό του υπόχρεου εργοδότη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του τοποθετούμενου σ’ αυτόν μισθωτού. Είναι διαφορετικό δε το ζήτημα, ότι η τοποθέτηση με την απόφαση της Επιτροπής είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, σε βάρος του οποίου προβλέπεται, ως κύρωση για άρνηση πρόσληψης του τοποθετουμένου ή καθυστέρηση της πρόσληψής του, η επιβολή με απόφαση του Επιθεωρητή Εργασίας διοικητικού προστίμου, που εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο, διότι το ζήτημα τούτο αφορά τις μεταξύ του Δημοσίου και του εργοδότη σχέσεις. Τέλος, κατά την ίδια γνώμη της μειοψηφίας, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση με βάση το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεν μπορεί να επιδιωχθεί και να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 του Α.Κ..
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ύστερα από αίτησή του, ο ήδη αποβιώσας Χρήστος-Σπυρίδων Σουρβίνος με την 10/30.7.1997 απόφαση της κατ’ άρθρο 8 του ν. 1648/1986 Επιτροπής Ο.Α.Ε.Δ. του Νομού Κέρκυρας τοποθετήθηκε αναγκαστικώς στην «Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε.» και συγκεκριμένα στον Α/Σ του Νομού Κέρκυρας ως άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ). Στη θέση αυτή υπηρέτησε ως υπάλληλος από 29.9.1997 έως 7.7.1998, οπότε απολύθηκε αυτοδικαίως ύστερα από ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης με την 123/1998 απόφαση της κατ’ άρθρο 10 του ίδιου νόμου Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, που εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της «Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε.». Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο προστατευόμενος άσκησε προσφυγή και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κέρκυρας με την 188/2000 απόφαση την ακύρωσε ως μη νόμιμη. Έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης απορρίφθηκε με την 100/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, σε εκτέλεση της οποίας ο προστατευόμενος επαναπροσλήφθηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία στις 3.9.2001. Ακολούθως, με την ένδικη από 21.12.2001 αγωγή του που άσκησε κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο προαναφερόμενος ισχυρίστηκε τα εξής: μετά τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κέρκυρας (188/2000) κοινοποίησε την απόφαση αυτή στον Υπουργό Εργασίας στις 12.7.2000 και στην Ολυμπιακή Αεροπορία στις 13.7.2000, χωρίς ωστόσο να επαναπροσληφθεί, αφού το εναγόμενο άσκησε κατά της πιο πάνω απόφασης την από 8.8.2000 έφεσή του. Ακολούθως, όμως, επαναπρο-σλήφθηκε στις 10.9.2001 και τοποθετήθηκε στο ίδιο τμήμα του Α/Σ/Κέρκυρας ύστερα από τη δημοσίευση (στις 30.4.2001) της πιο πάνω απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων (100/2001), η οποία, λόγω μη άσκησης αναίρεσης εναντίον της, κατέστη αμετάκλητη. Ενόψει δε των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της εξουσίας που τους ανατέθηκε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους (παραβίαση από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2224/1994), παράνομων πράξεων και παραλείψεων που διαπιστώ-θηκαν με την πιο πάνω εφετειακή απόφαση, με δύναμη δεδικασμένου, ζήτησε ο ενάγων, ύστερα από μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, τα εξής ποσά: α) 31.286 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στους μισθούς που θα ελάμβανε από 8.7.1998 έως 30.4.2001, δηλαδή από την επομένη της απόλυσής του έως την ημερομηνία δημοσίευσης της παραπάνω απόφασης, ως αποζημίωση, και β) 234.776 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του και της επιδείνωσης της ήδη βεβαρημένης υγείας του. Το διοικητικό πρωτοδικείο με την 7735/2003 απόφαση έκρινε ότι με τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται αποκλειστική ευθύνη του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. λόγω της παράνομης απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986 και, συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να αποζημιώσει τον ενάγοντα για την προκληθείσα σ’ αυτόν ζημία. Απέρριψε δε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του εναγομένου σχετικά με την ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, με τη σκέψη ότι ο ενάγων είχε, πάντως, ζητήσει να επαναπροσληφθεί, χωρίς το εναγόμενο να μεριμνήσει σχετικώς, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 198 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ακολούθως, το δικαστήριο ανέβαλε την οριστική κρίση του, προκειμένου να προσκομίσει ο ενάγων έγγραφα της Ολυμπιακής Αεροπορίας σχετικά με τις αποδοχές που θα είχε λάβει κατά την κρίσιμη περίοδο από 8.7.1998 έως 30.4.2001, αν δεν μεσολαβούσε η απόλυσή του. Τελικώς, το διοικητικό πρωτοδικείο με την 14970/2004 απόφαση δέχθηκε εν μέρει την πιο πάνω αγωγή και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο-αναιρεσείον Δημόσιο όφειλε να καταβάλει στους κληρονόμους του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτους το ποσό των 29.253,95 ευρώ (μείον τις νόμιμες κρατήσεις για εισφορές υπέρ Ι.Κ.Α. και Τ.Ε.Α.Π.Α.Ε.) ως αποζημίωση και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ατόκως. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο, συνεκδικάζοντας αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος Δημοσίου και των αναιρεσιβλήτων, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε, ειδικότερα, ως αβάσιμο το λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι ο ενάγων δεν είχε επικαλεστεί ούτε είχε αποδείξει ότι μετά την έκδοση της 188/2000 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κέρκυρας, που ήταν αμέσως εκτελεστή, είχε προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επαναπρόσληψή του στην Ολυμπιακή Αεροπορία και, ειδικότερα, ότι είχε κοινοποιήσει την πιο πάνω δικαστική απόφαση στην εταιρία, η οποία και δεν την αποδέχθηκε. Η απόρριψη του λόγου αυτού έγινε με την αιτιολογία ότι «το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα τούτο και με επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον… σχετικό ισχυρισμό, αφού συνεκτίμησε το γεγονός πως ο “προστατευόμενος”… κοινοποίησε την απόφαση αυτή στην Ο.Α., αλλά και ότι με την αναφερθείσα δήλωση-πρόσκλησή του έθεσε στη διάθεσή της τις υπηρεσίες του, κρίνοντας πως δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης του Δημοσίου». Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης και ενόψει της αυτοτέλειας της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έναντι της αποζημίωσης, νομίμως το διοικητικό πρωτοδικείο είχε καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στο ποσό των 30.000 ευρώ, συνεκτιμώντας «το είδος της παρανομίας, τις συνθήκες τέλεσής της, την ένταση και τη βαρύτητα της βλάβης που είχε προξενήσει στον παθόντα, αφού, εκτός από την προσβολή της προσωπικότητάς του, είχε ως συνέπεια και την επιδείνωση της υγείας του, καθώς και την κοινωνική περιθωριοποίησή του και την περιουσιακή κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος». Το ποσό δε αυτό της χρηματικής ικανοποίησης έκρινε το διοικητικό εφετείο ως «δίκαιο, εύλογο και ανταποκρινόμενο στα πράγματα», απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους σχετικούς λόγους των αντίθετων εφέσεων του αναιρεσείοντος και των αναιρεσιβλήτων.
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το διοικητικό εφετείο δεν απάντησε στον ουσιώδη ισχυρισμό που είχε προβάλει κατ’ έφεση το αναιρεσείον, ότι δηλαδή μετά τη δημοσίευση της πιο πάνω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, η οποία ήταν αμέσως εκτελεστή, η Ολυμπιακή Αεροπορία ήταν εκείνη που παρέλειψε να επαναπροσλάβει τον αρχικώς ενάγοντα, αν και, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο προαναφερόμενος της είχε κοινοποιήσει την ακυρωτική απόφαση στις 13.7.2000 και είχε υποβάλει σ’ αυτήν αίτηση επαναπρόσληψης, το δε Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε ασκήσει αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης αυτής. Συνεπώς, όπως είχε ισχυριστεί το αναιρεσείον ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας και προβάλλει ήδη με την κρινόμενη αίτηση, δεν υπήρχε παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του αναιρεσείοντος, εφόσον η ζημιογόνος πράξη για το μετά τις 22.6.2000 χρονικό διάστημα ήταν η παράλειψη της Ολυμπιακής Αεροπορίας να επαναπροσλάβει τον ενάγοντα, και έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. γ και δ του π.δ. 18/1989. Από την παράλειψη όμως του αρμόδιου οργάνου του Δημοσίου (Επιθεωρητή εργασίας) να μεριμνήσει για την εφαρμογή της παραπάνω ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κέρκυρας και την υλική εκτέλεση της αρχικής πράξης τοποθέτησης της Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Δ., όπως είχε υποχρέωση τόσο κατά τις ειδικές διατάξεις του ν. 1648/1986 όσο και κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 198 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 5, θεμελιωνόταν ευθύνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας του αρχικώς ενάγοντος από την απώλεια μισθών. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναιρέσεως και κατά τα δύο μέρη του θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, ο λόγος αυτός αναιρέσεως βασίμως προβάλλεται και κατά τα δύο πιο πάνω μέρη του, διότι στην επίδικη περίπτωση δεν μπορούσε να θεμελιωθεί η ένδικη αξίωση εναντίον του Δημοσίου για αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., αλλά αξίωση εναντίον της εργοδότριας («Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε.») για μισθούς υπερημερίας βάσει του άρθρου 656 του Α.Κ. Συνεπώς, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά αποζημίωση για οφειλόμενες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 22.6.2000 έως 30.4.2001, ως προς την οποία και μόνο το αναιρεσείον προβάλλει το σχετικό αυτό λόγο αναιρέσεως.
8. Επειδή, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ως προς τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης στο ποσό των 30.000 ευρώ είναι εσφαλμένη, διότι το ποσό αυτό «δεν είναι … δίκαιο και εύλογο, αλλά αντιθέτως υπερβαίνει κάθε προσήκον μέτρο και δεν ανταποκρίνεται στο είδος της προσβολής ούτε στην έκταση της βλάβης του αναγκαστικώς τοποθετηθέντος, αφού υπερβαίνει ακόμη και το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε». Περαιτέρω, προβάλλεται με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως ότι πάντως, προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ. είναι η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή, παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά το άρθρο 914 επ. του Α.Κ., ή παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος κατά το πρώτο μέρος του και θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτός˙ τούτο δε, διότι σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 5, το δικαστήριο της ουσίας με το να αναγνωρίσει ότι το Δημόσιο όφειλε στους κληρονόμους του αρχικώς ενάγοντος, ανάλογα προς την κληρονομική μερίδα καθενός, ποσό χρηματικής ικανοποίησης μεγαλύτερο από το συνολικό ποσό των οφειλόμενων αποδοχών (29.253,95 ευρώ), υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 56 παρ. 1 περίπτ. δ του π.δ. 18/1989. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον υπήρχε υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το δικαστήριο της ουσίας μπορούσε να αναγνωρίσει δικαίωμα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας του αρχικώς ενάγοντος με βάση το άρθρο 932 του Α.Κ. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος κατά το δεύτερο μέρος του, διότι στην επίδικη περίπτωση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 932 του Α.Κ., αφού δεν υπήρχε ευθύνη του Δημοσίου με βάση το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του είναι απαράδεκτος, διότι ο καθορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης σε 30.000 ευρώ έγινε ύστερα από εκτίμηση των νόμιμων στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της παρεχόμενης σ’ αυτό από το άρθρο 932 του Α.Κ. διακριτικής ευχέρειας και συνεπώς, η σχετική κρίση του δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
9. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο δικαστήριο για να προβεί σε νέο προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας των ζητημάτων που τίθενται με τους δύο πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, το Τμήμα με την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και ορίζει εισηγητή τη Σύμβουλο Σ. Χρυσικοπούλου και δικάσιμο την 6η Φεβρουαρίου 2012.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
Ορίζει δικάσιμο την 6η Φεβρουαρίου 2012 και εισηγητή τη Σύμβουλο Σ. Χρυσικοπούλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2009
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 2011.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Γ. Παπαμεντζελόπουλος Ε. Κρασάκη