ΣτΕ 3602/12, Δ τμ. 7μ., ΒΛ. ΚΑΙ ΑΕΔ 42 /12 ΚΑΙ σχολια μου στη ΘΠΔΔΔ , Οργανικό κριτήριο, Κτηματική εταιρία δεν μπορεί να συνάψει διοικητική σύμβαση ακόμη και εάν εφαρμόζεται η νομοθεσία δημοσίων έργων και προσβάλλεται πράξη Υπουργού επι αιτ. θεραπείας

ΣΤΕ

Δεν είναι διοικητική, αλλά σύμβαση ιδιωτικού δικαίου η καταρτιζόμενη, μεταξύ της ΚΕΔ, που είναι ανώνυμη εταιρεία και εργολάβου για την κατασκευή κτιρίου κεντρικών υπηρεσιών Υπουργείου.

Αριθμός 3602/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2012, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ’ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Β. Αραβαντινός, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του ΣΤ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Φεβρουαρίου 1996 αίτηση:
της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΓΕΚ ΑΕ Θ.ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΑΕ.», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Καποδιστρίου, αριθ. 30, η οποία δεν παρέστη.
κατά: 1) του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, οι οποίοι παρέστησαν με τη Μαρία Δεληγιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ» (Κ.Ε.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα, Λ. Αλεξάνδρας 158Α, η οποία παρέστη με τη Θεοδώρα Ξυθάλη (Α.Μ. 10045), που την διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1014/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Β. Ραφτοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθ. 3444665-66/1996 διπλότυπα είσπραξης Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και 2504265, 6632330 και 2875092/1996 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της υπ’αριθ.1014/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας Κοινοπραξίας, αναδόχου του έργου «Μελέτη και κατασκευή του κτιρίου των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών», δυνάμει της από 9.5.1989 συμβάσεως, η οποία υπεγράφη μεταξύ της ως άνω Κοινοπραξίας και της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) (ήδη συγχωνευθείσας με απορρόφησή της από την ανώνυμη εταιρία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα α.ε.», η οποία εφεξής μετονομάζεται σε «Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρία» ΕΤΑΔ Α.Ε.). Με την προσφυγή αυτή είχε ζητηθεί η ακύρωση της τεκμαιρόμενης, λόγω παρόδου άπρακτης της σχετικής προθεσμίας, απόρριψης από τους Υπουργούς Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών της από 8.11.1990 αιτήσεως θεραπείας της αναιρεσείουσας κατά της 22/25.7.1990 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΕΔ, με την οποία είχε εγκριθεί η μελέτη εφαρμογής του έργου με βλαπτικές, όμως, για την κοινοπραξία σχετικές παρατηρήσεις.
2. Επειδή, νομίμως φέρεται προς ανασυζήτηση η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 7 του π.δ.18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄), δεδομένου ότι μετά την πρώτη συζήτησή της ενώπιον του Τμήματος και πριν από τη λήψη αποφάσεως απεβίωσε ο Νικόλαος Ντούβας, ο οποίος είχε προεδρεύσει της συνθέσεως.
3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην παρούσα επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την υπ’ αριθ. 4269/2011 παραπεμπτική απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως αυτού, λόγω της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος που αφορά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
4. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.973/1979 «Περί συστάσεως Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου» (ΦΕΚ 226Α΄) ορίζεται ότι: «1. Συνιστάται νομικόν πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμίαν “Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου” (Κ.Ε.Δ.)….2. Η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου, αποκαλούμενη εφεξής «Εταιρία», λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνας της ιδιωτικής οικονομίας, υπό την μορφήν Ανωνύμου Εταιρίας και διέπεται υπό των διατάξεων της νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιριών, εκτός αν άλλως ορίζεται εις τον παρόντα νόμον, είναι δε αύτη αορίστου διαρκείας. 3. Το μετοχικόν κεφάλαιον της Εταιρίας, εκφραζόμενον δια μιάς μετοχής, ανήκει εξ ολοκλήρου εις το Ελληνικόν Δημόσιον. 4. Η Εταιρία τελεί υπό την εποπτείαν του Κράτους, ασκουμένην δια του Υπουργού Οικονομικών.». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: « 1. Σκοπός της εταιρίας είναι: α) Η απογραφή, η μέριμνα χαρτογραφήσεως και κτηματογραφήσεως των ακινήτων του Δημοσίου, των υπαγομένων, συμφώνως προς την κειμένην νομοθεσίαν, εις την αρμοδιότητα των Διευθύνσεων Δημοσίων Κτημάτων…του Υπουργείου Οικονομικών, της Διευθύνσεως Εγγείου Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Γεωργίας και του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης…β) Η διοίκησις και αξιοποίησις των εκ των ανωτέρω ακινήτων υπαγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών…γ) η επιλογή …ακινήτων δια την κάλυψιν των στεγαστικών αναγκών των δημοσίων υπηρεσιών … δ) η πώλησις και η ανταλλαγή των λοιπών εκ των ανωτέρω ακινήτων προς τον σκοπόν αποκτήσεως ετέρων προσφόρων δια την ικανοποίησιν των στεγαστικών αναγκών των δημοσίων υπηρεσιών …στ) η χρησιμοποίησις του προϊόντος εκ πωλήσεων ακινήτων … δια την χρηματοδότησιν έργων, εις τα πλαίσια των κρατικών προγραμμάτων, καθώς και δια την ανέγερσιν δημοσίων κτιρίων εις το πλαίσιον των στεγαστικών προγραμμάτων του Δημοσίου, ζ) η εκπόνησις και εκτέλεσις προγραμμάτων στεγάσεως των δημοσίων υπηρεσιών εν συνεργασία μετά των οικείων Υπουργείων, …”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του ως άνω νόμου « 1. … η εταιρεία έχει την εντολήν και πληρεξουσιότητα δια την επιχείρησιν δικαιοπραξιών αναφερομένων εις τα κατά το άρθρον 2 του παρόντος ακίνητα. Τα αποτελέσματα των δικαιοπραξιών τούτων επέρχονται επ’ ονόματι και δια λογαριασμόν του Δημοσίου. 2 …» και κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του αυτού νόμου το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας «…συνάπτει τις συμβάσεις για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρίας». Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του π.δ. 151/1987 (ΦΕΚ 80 Α΄) « Αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων, κατά τις διατάξεις του Ν.1418/1984 … και των Π.Δ/των τα οποία εκδίδονται σε εκτέλεσή του, για τα έργα που εκτελούνται από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Γενικός Διευθυντής, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής και η Τεχνική Υπηρεσία της ΚΕΔ ….». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του ως άνω π.δ. «τα αρμόδια όργανα στα οποία αναφέρεται το προηγούμενο άρθρο είναι ειδικώτερα: α) “Διευθύνουσα Υπηρεσία” ή “Επιβλέπουσα Υπηρεσία” είναι η Τεχνική Υπηρεσία της ΚΕΔ. β)”Προϊσταμένη Αρχή” ή “Εποπτεύουσα Αρχή” είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΕΔ ή ο Γενικός Διευθυντής … ανάλογα με το ύψος της προϋπολογιζομένης δαπάνης, σύμφωνα με τις οργανωτικές διατάξεις της Κ.Ε.Δ.». Τέλος, στο άρθρο 6 παρ. 2 του ως άνω π.δ. « Τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά με τις διατάξεις του παρόντος διέπονται από το ν.1418/1984 και τα π.δ. και τις κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του.».
5. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Εξάλλου, ο ν.1406/1983 (Α΄182) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας περιλαμβάνονται και οι διαφορές από τις διοικητικές συμβάσεις. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, διοικητικές συμβάσεις από τις οποίες γεννώνται διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαφορές από τις συμβάσεις δημοσίων έργων, δεν είναι όλες οι συμβάσεις, που συνάπτονται κατά τη νομοθεσία για τα δημόσια έργα, αλλά μόνο εκείνες που από τη φύση τους έχουν διοικητικό χαρακτήρα. H σύμβαση, εξάλλου, θεωρείται διοικητική όταν συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) Ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου β) Με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, ο οποίος έχει αναχθεί από το νόμο σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και γ) Ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου έναντι του αντισυμβαλλομένου. Συνεπώς, η σύμβαση, στην οποία κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως, αλλά αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν το ένα των μερών, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο με τη σύμβαση αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο την εκτέλεση έργου, είναι δημόσια ή δημοτική επιχείρηση ή ανήκει στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ.ΑΕΔ4/2012).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την από 9.5.1989 σύμβαση μεταξύ της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, ως φορέως κατασκευής, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, κυρίου του έργου, και της αιτούσας Κοινοπραξίας, ανατέθηκε στην τελευταία, που είχε αναδειχθεί ανάδοχος σε διενεργηθέντα προηγουμένως διαγωνισμό, η εκτέλεση του έργου «Μελέτη και κατασκευή του κτιρίου των Κεντρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών». Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, η ανάδοχος κοινοπραξία υπέβαλε προς έγκριση στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου τη μελέτη εφαρμογής του έργου. Όμως, η Διευθύνουσα Υπηρεσία (Τεχνική Υπηρεσία της Κ.Ε.Δ.), εν όψει ασυμφωνίας, κατά την κρίση της, μεταξύ της υποβληθείσας προς έγκριση μελέτης εφαρμογής του έργου και των όρων της συμβάσεως και της οριστικής μελέτης (μελέτης προσφοράς), συνέταξε πίνακα με σχετικές παρατηρήσεις και έδωσε εντολή στην ανάδοχο να συμμορφωθεί προς αυτές, προκειμένου να χωρήσει έγκριση της ανωτέρω μελέτης. Λόγω δε μη συμμορφώσεως της Κοινοπραξίας στην ως άνω εντολή της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Κ.Ε.Δ., ως Προϊσταμένη Αρχή, με την υπ’αριθ.22/25.7.1990 απόφασή του, ενέκρινε μεν τη μελέτη εφαρμογής του έργου, εμμένοντας, όμως, στις αναγραφόμενες στα σχέδια και στα τεύχη αυτής παρατηρήσεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας. Ακολούθως, η Διευθύνουσα Υπηρεσία κοινοποίησε στην ανάδοχο την ως άνω απόφαση με το υπ’ αριθ. 5.566/1770/62.057/7.8.1990 έγγραφο αυτής και της γνωστοποίησε ότι οι ως άνω παρατηρήσεις είχαν γίνει στα πλαίσια των συμβατικών της υποχρεώσεων. Κατά των ανωτέρω πράξεων της Προϊσταμένης Αρχής και της Διευθύνουσας Υπηρεσίας η ανάδοχος άσκησε την υπ’αριθ.1.845/62.057/27.8.1990 ένσταση, με την οποία ζήτησε την απάλειψη των αναγραφόμενων στα σχέδια και τεύχη της εγκεκριμένης μελέτης εφαρμογής παρατηρήσεων, την παράταση της προθεσμίας περαιώσεως του έργου και την αποδοχή-έγκριση των αναλυτικών επιμετρήσεων. Στη συνέχεια δε, η αιτούσα άσκησε κατά της σιωπηρής απορρίψεως της ενστάσεως την από 6.11.1990 (επιδοθείσα την 8.11.1990) αίτηση θεραπείας ενώπιον των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις αναφέρονταν σε εξωσυμβατικές εργασίες και ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι οι εργασίες αυτές δεν περιλαμβάνονταν στο κατ’ αποκοπήν τίμημα και έπρεπε να πληρωθούν χωριστά. Ακολούθως, η ανάδοχος άσκησε, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά της τεκμαιρομένης, λόγω παρόδου απράκτου της σχετικής προθεσμίας, απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας εκ μέρους των Υπουργών, την από 29.3.1991 προσφυγή στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, η οποία, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγιναν δεκτά τα εξής: «Η συσταθείσα με τον ν.973/1979 Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, αν και δίδεται σ’ αυτήν η αρμοδιότητα εκτελέσεως ή αναθέσεως εκτελέσεως δημοσίων έργων για το Δημόσιο, είναι, εν τούτοις, όπως ρητώς χαρακτηρίζεται στο νόμο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου διεπόμενο από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, τα όργανά της δεν μπορούν να θεωρηθούν διοικητικά όργανα, οι δε πράξεις τους, που εκδίδονται κατά τη διαδικασία εκτελέσεως δημοσίου έργου από ιδιώτη ανάδοχο, δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και κατά συνέπεια, ο δικαστικός έλεγχός τους δεν υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει και για την επί αιτήσεως θεραπείας κατά αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Κ.Ε.Δ. εκδιδόμενη υπουργική απόφαση, η οποία και αυτή περιέρχεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Κατόπιν αυτών, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, εφόσον οι πράξεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και της Προϊσταμένης Αρχής της Κ.Ε.Δ. δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις ούτε και η εκ μέρους του Υπουργού παράλειψη εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως θεραπείας της αιτούσας είναι εκτελεστή και συνεπώς, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με την προσφυγή».
7. Επειδή, η επίμαχη σύμβαση συνάπτεται μεταξύ νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου, δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως, αλλά αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, από την αμφισβήτηση του κύρους πράξεων, εκδιδομένων από όργανα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως συμβάσεως μεταξύ του νομικού τούτου προσώπου και τρίτου, δεν γεννώνται διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά ιδιωτικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, έστω και αν το ως άνω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο με τη σύμβαση αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο την εκτέλεση έργου, ενεργεί για λογαριασμό του Δημοσίου. Δεν ασκεί δε, από της απόψεως αυτής, επιρροή το ότι ο νόμος προβλέπει, τυχόν, την εφαρμογή διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, διότι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν αρκεί για να μεταβάλει τα όρια της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία χαράσσει το Σύνταγμα (βλ. ΑΕΔ 45/1991). Το δε γεγονός ότι με την προσφυγή ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου είχε προσβληθεί η παράλειψη του Υπουργού να απαντήσει επί αιτήσεως θεραπείας της αναιρεσείουσας Κοινοπραξίας δεν μεταβάλλει τη φύση της προκειμένης διαφοράς, η οποία παραμένει, σε κάθε περίπτωση, στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΣτΕ1124/1998 επταμ., 878,894, 2840/1988). Επομένως, η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη και είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ και Β. Αραβαντινού, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Φ. Γιαννακού, εφόσον ο σκοπός της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου, κατά τη σύναψη και εκτέλεση της προκειμένης συμβάσεως δημοσίου έργου αναφερόμενης σε ακίνητο του ν. 973/1979, είναι δημόσιος και επιδιώκεται κατ’ εφαρμογή διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Κ.Ε.Δ. (ν.π.ι.δ.) έχει διφυή χαρακτήρα και εκδίδει εν προκειμένω εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ο έλεγχος των οποίων υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη αυτή, η υπό κρίση αίτηση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα εταιρία τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων., η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ για κάθε αναιρεσίβλητο (Δημόσιο και ΚΕΔ).
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου και 29 Μαΐου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2012.
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος
 
 
 
Αθ. Ράντος  Ελ. Γκίκα