Αριθμός 3736/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ηρ. Τσακόπουλος, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Νοεμβρίου 2006 αίτηση:
του Χρήστου Γεωργίου Ρόκα, κατοίκου Εκάλης Αττικής (οδός Αντιγόνης αρ. 3), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπ. Γασπαρινάτο (Α.Μ. 1129), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Κολοκοτρώνη αρ. 1 και Σταδίου), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ευάγγ. Νισυραίο (Α.Μ. 7546), που τον διόρισε με απόφασή της η Εκτελεστική Επιτροπή.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1750/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1638313/2006 ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 1750/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που με αυτήν έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ με την επωνυμία «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», κατά της υπ’ αριθ. 27/339/18.5.2005 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος πρόστιμο ύψους 4.400.000 ευρώ για παράβαση διατάξεων του π.δ. 53/1992, με τη δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το πρόστιμο αυτό περιορίσθηκε στο ποσό του 1.000.000 ευρώ.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατόπιν της υπ’ αριθ. 1634/2011 αποφάσεως του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως α) … β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει. γ) …». Εξ άλλου, το άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζει ότι : «Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση, αναθεώρηση ή αναψηλάφηση …». Περαιτέρω, το π.δ. 53/1992 (Α΄ 22), το οποίο, κατά το άρθρο 1 αυτού, έχει ως σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 89/592/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13.11.1989 «για τον συντονισμό των ρυθμίσεων όσον αφορά τις πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών», ορίζει στο μεν άρθρο 2 ότι : «Κατά την έννοια του παρόντος νοούνται ως : Εμπιστευτικές πληροφορίες : οι πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν γίνει γνωστές στο κοινό, έχουν χαρακτήρα συγκεκριμένο και αφορούν ένα ή περισσότερους εκδότες κινητών αξιών ή μία ή περισσότερες κινητές αξίες και οι οποίες αν γίνονταν γνωστές στο κοινό θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή αυτής ή αυτών των κινητών αξιών. Κινητές αξίες : α) οι μετοχές …», στο δε άρθρο 3 ότι : «1. Απαγορεύεται στα πρόσωπα τα οποία : λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών των διοικητικών, διευθυντικών, ελεγκτικών και εποπτικών οργάνων του εκδότη, λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του εκδότη ή, λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές εξ αιτίας της εργασίας, του επαγγέλματος, ή των καθηκόντων τους, είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, να αποκτούν ή να εκχωρούν, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα, κινητές αξίες του ή των εκδοτών τους οποίους αφορούν οι πληροφορίες αυτές, εκμεταλλευόμενοι εν γνώσει τους αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες. 2. Όταν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 1 είναι εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα, η απαγόρευση που προβλέπεται σ’ αυτή ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στη σχετική με τη συναλλαγή απόφαση για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου. 3. …», ενώ στο άρθρο 11 του ανωτέρω π.δ/τος ορίζεται ότι : «Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 και 5 του παρόντος, εκτός των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 30 παρ. 1 και 3 του ν. 1806/1988, επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρόστιμο ύψους τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ. και μέχρι ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δρχ. ή ύψους ίσου προς το πενταπλάσιο του οφέλους που απεκόμισε ο εκμεταλλευόμενος τις εμπιστευτικές πληροφορίες». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 76Α του ν. 1969/1991 (Α΄ 167), η οποία προσετέθη με το άρθρο 22 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178), ορίζεται ότι : «1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ίδιους πόρους, λειτουργεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας. 2. …», ενώ στη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου ως άνω ν. 3371/2005 ορίζεται ότι : «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄/10.5.2005), οι εν γένει αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προσβάλλονται δικαστικώς ως εξής : α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο προσβάλλονται με προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίησή τους. β) Όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδονται ως εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίησή τους. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου επιτρέπεται έφεση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την υπ’ αριθ. 27/339/18.5.2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επεβλήθη σε βάρος του αναιρεσείοντος, προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και βασικού μετόχου αυτής, πρόστιμο ύψους 4.400.000 ευρώ, διότι κατά την χρονική περίοδο από 8 Σεπτεμβρίου 2004 έως 8 Νοεμβρίου 2004 αγόρασε συνολικά 2.520.320 μετοχές της ανωτέρω εταιρείας αξίας 13.983.189,6 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 5,5 ευρώ ανά μετοχή, ενώ κατείχε την εμπιστευτική πληροφορία ότι κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα η ανωτέρω ΑΕ διαπραγματευόταν με την ισπανική εταιρεία με την επωνυμία «IBERDROLA SA» για την πώληση σημαντικού μεριδίου μετοχών της σε αυτήν, οι διαπραγματεύσεις δε αυτές κατέληξαν την 1.12.2004 σε συμφωνία, βάσει της οποίας η ανωτέρω ισπανική εταιρεία απέκτησε αριθμό κοινών μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», που αντιπροσωπεύουν το 21% του μετοχικού κεφαλαίου της, ενώ διατηρούσε και το δικαίωμα της περαιτέρω αυξήσεως της συμμετοχής της στην εταιρεία αυτή μέχρι του ποσοστού 49,9% εντός των επομένων τεσσάρων ετών, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της τιμής της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» την 1.12.2004 στο ποσό των 7,88 ευρώ ανά μετοχή και την αποκομιδή οφέλους εκ μέρους του αναιρεσείοντος ποσού ύψους 5.876.932 ευρώ.
6. Επειδή, οι υποθέσεις που αναφέρονται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο σε βάρος των παραβατών των κανόνων που διέπουν την ομαλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, παραδεκτώς, κατά την έννοια των άρθρων 94 παρ. 1, 95 παρ. 1 περ. α΄ και 95 παρ. 3 του Συντάγματος, μεταφέρονται, με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 περ. α΄ του ν. 3371/2005, ως ουσιαστικές στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, λόγω της κατά τα ανωτέρω φύσεώς τους.
7. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3371/2005, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγματος, η οποία διατηρεί στην διοικητική δικονομική τάξη τον κανόνα ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων υπόκεινται σε αναίρεση, συνάγονται τα εξής : για την μεν περίπτωση των αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο, προβλέπεται ένας βαθμός δικαιοδοσίας, με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, για δε την περίπτωση των λοιπών αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, προβλέπονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας, τουτ’ έστιν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά αποφάσεων του ως άνω Διοικητικού Εφετείου. Ούτε όμως με τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε με άλλη ειδική διάταξη αποκλείεται ρητώς για την ανωτέρω κατηγορία ουσιαστικών διαφορών, γεννωμένων από πράξεις επιβολής προστίμου, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί βαθμό δικαιοδοσίας, και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στο γράμμα της ως άνω διατάξεως του άρθρου 25 περ. α΄ του ν. 3371/2005. Συνεπώς, παραδεκτώς ασκείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Ο Σύμβουλος Διομ. Κυριλλόπουλος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη : To άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να εξαιρεί από την υπαγωγή στο έκτακτο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίες εκδίδονται επί ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υποθέσεις εκείνες στις οποίες ανακύπτει ανάγκη ταχείας δικαστικής εκκαθαρίσεως της διαφοράς, και οι οποίες εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση από τη διατύπωση της προαναφερθείσας διατάξεως της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 25 του ν. 3371/2005, κατ’ αντιδιαστολή προς τη διατύπωση της διατάξεως της δευτέρας περιπτώσεως του ίδιου άρθρου, συνάγεται ότι ο νομοθέτης ηθέλησε όπως οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, οι οποίες εκδίδονται κατόπιν ασκήσεως προσφυγής κατά των πράξεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο για παράβαση των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, καταστούν αμετάκλητες, μη επιτρεπομένης της ασκήσεως κατ’ αυτών αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ρύθμιση δε αυτή δικαιολογείται αφενός μεν από λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με την ανάγκη της ταχείας δικαστικής εκκαθαρίσεως των σχετικών διαφορών, ώστε οι παράγοντες της αγοράς και το επενδυτικό κοινό να έχουν σε σύντομο χρονικό διάστημα ασφαλή γνώση σχετικά με το αν οι φερόμενοι ως παραβάτες των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς έχουν διαπράξει ή όχι την αποδιδόμενη σε αυτούς παράβαση (πρβλ. ΣτΕ 120/2004, 1805/2009), αφετέρου δε από λόγους αποσυμφορήσεως του Δικαστηρίου από τις σχετικές υποθέσεις, οι οποίες πριν από τη μεταφορά τους στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εξεδικάζοντο ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των προαναφερθέντων, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παραδεκτώς ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και, συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσία.
9. Επειδή, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 53/1992, προκειμένου μία πληροφορία να θεωρηθεί «εμπιστευτική» πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, να αφορά έναν εκδότη κινητών αξιών ή κινητές αξίες καθ’ εαυτές και να δύναται να επηρεάσει, αν γινόταν γνωστή στο κοινό, την αξία των αξιών αυτών, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ίδιου ως άνω π.δ/τος απαγορεύεται στα αναφερόμενα σ’ αυτή πρόσωπα, τα οποία λόγω της ιδιότητός τους είναι κάτοχοι εμπιστευτικής πληροφορίας σχετικής με κινητές αξίες να εκμεταλλευθούν την πληροφορία αυτή αποκτώντας ή εκχωρώντας τις εν λόγω κινητές αξίες είτε για λογαριασμό τους είτε για λογαριασμό τρίτων. Ο σκοπός που επιδιώκεται με την απαγόρευση αυτή συνίσταται στη διασφάλιση της ισότητος μεταξύ των συναπτόντων μία χρηματιστηριακή πράξη, αποκλειομένου του ενδεχομένου ένας εξ αυτών, ο οποίος είναι κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας και, εκ του λόγου αυτού, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να αποκομίσει όφελος σε βάρος του ετέρου συναλλασσομένου, ο οποίος αγνοεί την πληροφορία αυτή.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα : Kατά την χρονική περίοδο από 1.7.2004 έως 1.12.2004 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενήργησε έλεγχο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές επί της μετοχής της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ – Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», συνετάγη δε η από 22.2.2005 έκθεση ελέγχου της αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Από την έκθεση αυτή προέκυψε ότι στις 8 και 9 Ιουλίου 2004 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ισπανικής εταιρείας με την επωνυμία «IBERDROLA S.A.», με αντικείμενο την πώληση πακέτου μετοχών της ως άνω εταιρείας που κατείχαν ο Γεώργιος Ρόκας και ο αναιρεσείων, ο οποίος είχε την ιδιότητα του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και ήταν βασικός μέτοχος αυτής. Την 30.7.2004 υπεγράφη μεταξύ των δύο προαναφερθεισών εταιρειών σύμφωνο εμπιστευτικότητος, το αμέσως δε επόμενο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκαν και άλλες τέσσερις συναντήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δύο εταιρειών. Προηγουμένως, την 23.7.2004 η εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνική Τεχνοδομική Ενεργειακή ΑΕ» είχε υποβάλει δημόσια πρόταση προς τους εκπροσώπους της «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» για την αγορά 10.477.671 κοινών ονομαστικών μετά ψήφου μετοχών της (ποσοστό 51% του μετοχικού κεφαλαίου), η περίοδος αποδοχής της οποίας διήρκεσε κατά το χρονικό διάστημα από 8.9 έως 8.10.2004. Την 11.10.2004 η ανωτέρω εταιρεία «Ελληνική Τεχνοδομική Ενεργειακή ΑΕ» απέσυρε την προαναφερθείσα πρότασή της κατόπιν της από 26.7.2004 ανακοινώσεως της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», με την οποία η διοίκηση της εταιρείας και βασικοί της μέτοχοι, που κατείχαν το 41% των κοινών ονομαστικών μετά ψήφου μετοχών, εδήλωσαν ότι δεν προτίθενται να πωλήσουν τις μετοχές τους στην ανωτέρω εταιρεία, αντιθέτως δε, άμεση επιδίωξή τους είναι η συγκέντρωση ποσοστού άνω του 51% των μετοχών της εταιρείας τους. Στη συνέχεια, την 12.10.2004 ανακοινώθηκε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» περί αγοράς ιδίων μετοχών μέχρι ποσοστού 10% του συνόλου αυτών και, συγκεκριμένα, 2.734.342 μετοχών κατά το χρονικό διάστημα από 19.10.2004 έως 29.4.2005, σύμφωνα με την από 29.4.2004 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της εταιρείας. Την 1.12.2004 η εταιρεία «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» ανακοίνωσε την υπογραφείσα την ίδια ημέρα συμφωνία μεταβιβάσεως μετοχών της από τον αναιρεσείοντα και τον Γεώργιο Ρόκα στην ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.». Σύμφωνα με τη συμφωνία αυτήν, η ισπανική εταιρεία απέκτησε αριθμό κοινών μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», που αντιπροσωπεύουν το 21% του μετοχικού της κεφαλαίου (4.314.335 κοινές ονομαστικές μετοχές έναντι τιμήματος 31.494.645,5 ευρώ, ήτοι 7,30 ευρώ ανά μετοχή), διατηρούσε δε το δικαίωμα της περαιτέρω αυξήσεως της συμμετοχής της στην εταιρεία αυτή μέχρι και του ποσοστού 49,9% εντός της επομένης τετραετίας. Από τη διενέργεια του προαναφερθέντος ελέγχου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προέκυψε ότι ο αναιρεσείων κατά μεν την χρονική περίοδο από 8.9.2004 έως 30.9.2004 αγόρασε 501.070 μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», κατά δε την χρονική περίοδο από 27.10.2004 έως 8.11.2004 αγόρασε από τους Γεώργιο Ρόκα του Μελετίου και Μελέτιο Ρόκα του Γεωργίου 2.019.250 μετοχές της ίδιας ως άνω εταιρείας, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2004 έως 8.11.2004 αγόρασε 2.520.320 μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» αξίας 13.983.189,6 ευρώ με μέση τιμή κτήσεως ανά μετοχή το ποσό των 5,55 ευρώ. Στη συνέχεια, μετά την παροχή εξηγήσεων από τον αναιρεσείοντα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού έλαβε υπ’ όψη αφ’ ενός μεν ότι η τιμή της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» την 1.12.2004, ημερομηνία κατά την οποία δημοσιοποιήθηκε η ανωτέρω συμφωνία με την ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.», διαμορφώθηκε στο ποσό των 7,88 ευρώ και, συνεπώς, ο αναιρεσείων, με βάση τη διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής κτήσεως των μετοχών που αγόρασε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (8.9.2004 έως 8.11.2004) και της τιμής της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» κατά την 1.12.2004, απεκόμισε όφελος από τις προαναφερθείσες συναλλαγές ανερχόμενο στο ποσό των 5.876.932 ευρώ, αφ’ ετέρου δε την ιδιότητα αυτού ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και βασικού μετόχου της εταιρείας αυτής, κατέχοντος ποσοστό 31.475% του μετοχικού κεφαλαίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων κατά τη διενέργεια των ως άνω συναλλαγών ήταν κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας, την οποία και εκμεταλλεύθηκε. Ειδικότερα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι ο αναιρεσείων εγνώριζε την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «ΙΒΕRDROLA S.A.» και την προοπτική συνάψεως της κατά τα ανωτέρω περιγραφείσης συμφωνίας μεταξύ των δύο εταιρειών και, συνεπώς, αυτός, εκμεταλλευόμενος την προαναφερθείσα εμπιστευτική πληροφορία, την οποία αγνοούσαν τόσο το επενδυτικό κοινό όσο και οι συναλλαχθέντες με αυτόν, απεκόμισε το όφελος που προέκυψε από την κατά τα ανωτέρω άνοδο της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ». Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την υπ’ αριθ. 27/339/18.5.2005 απόφασή του επέβαλε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του πδ 53/1992, σε βάρος του αναιρεσείοντος πρόστιμο ύψους 4.400.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι αυτός, κατά παράβαση του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ/τος 53/1992, αγόρασε μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» κατά την χρονική περίοδο κατά την οποία ευρίσκοντο εν εξελίξει οι διαπραγματεύσεις για την πώληση σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρείας αυτής στην ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.», τις οποίες εγνώριζε, αφού έλαβε υπ’ όψη το ύψος του οφέλους που απεκόμισε ο αναιρεσείων (5.876.932 ευρώ), το ανώτατο ύψος του δυναμένου να επιβληθεί εν προκειμένω προστίμου, το οποίο ανέρχεται στο πενταπλάσιο του οφέλους του, ήτοι στο ποσό των 29.384.660 ευρώ (5.876.932 Χ 5), τη σημαντική θέση που αυτός κατείχε στο Διοικητικό Συμβούλιο της ανωτέρω εταιρείας κατά την χρονική περίοδο της διενέργειας των προαναφερθεισών συναλλαγών, τον κίνδυνο προκλήσεως σημαντικής βλάβης στο επενδυτικό κοινό και την επίπτωση της επιδίκου παραβάσεως στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Προκειμένου δε να καθορισθεί το ύψος του ως άνω οφέλους ελήφθη υπ’ όψη η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», όπως αυτή είχε διαμορφωθεί τις ημερομηνίες κτήσεως από τον αναιρεσείοντα των μετοχών που αυτός κατά τα ανωτέρω αγόρασε και της τιμής της μετοχής αυτής, όπως διεμορφώθη την ημερομηνία δημοσιοποιήσεως της προαναφερθείσης συμφωνίας μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ισπανικής εταιρείας (1.12.2004). Κατά της ανωτέρω πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσείων υπέπεσε μεν στην αποδοθείσα σε αυτόν παράβαση, πλην όμως το επιβληθέν σε βάρος του πρόστιμο έπρεπε να περιορισθεί στο ποσό του 1.000.000 ευρώ.
11. Επειδή, ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι για τα πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 53/1992 θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο γνώσεως των εμπιστευτικών πληροφοριών και, συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά φέρουν το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού τους ότι δεν εγνώριζαν εκ των προτέρων τις πληροφορίες αυτές ή ότι δεν διενήργησαν τις σχετικές συναλλαγές εκμεταλλευόμενα τη γνώση που απέκτησαν από την εμπιστευτική πληροφόρηση. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε, εν όψει σχετικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι η προαναφερθείσα πληροφορία για την ύπαρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «ΙΒΕRDROLA S.A.» περί πωλήσεως σημαντικού αριθμού μετοχών της πρώτης προς τη δεύτερη, είχε τον χαρακτήρα της εμπιστευτικής πληροφορίας, ως έχουσα συγκεκριμένο χαρακτήρα και ως δυναμένη να επηρεάσει αισθητώς την τιμή της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» σε περίπτωση γνωστοποιήσεώς της. Τούτο δε διότι οι κατά τα ανωτέρω διαπραγματεύσεις, οι οποίες τελικώς κατέληξαν στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των δύο εταιρειών για την εξαγορά μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» από την αλλοδαπή εταιρεία, σε ποσοστό που αντιπροσώπευε το 21% του μετοχικού της κεφαλαίου, είχαν αρχίσει από την 8.7.2004, ενώ την 30.7.2004 είχε υπογραφεί σύμφωνο εμπιστευτικότητος μεταξύ του Ματθαίου Τρούλη, διευθύνοντος συμβούλου της ανωτέρω εταιρείας και της ισπανικής εταιρείας, ενώ την 20.10.2004 ενημερώθηκαν επισήμως τα μέλη του συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της εταιρείας «IBERDROLA S.A.» για την προοπτική αποκτήσεως σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», γεγονός το οποίο δεν αρνείται ότι εγνώριζε ο αναιρεσείων. Από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανωτέρω διαπραγματεύσεις είχαν προχωρήσει σε σημείο τέτοιο ώστε ευλόγως να αναμένεται ότι θα υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές, η οποία είναι ευνόητο ότι θα επηρέαζε την τιμή της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», καθόσον το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της το οποίο επρόκειτο να πωληθεί ήταν σημαντικό. Περαιτέρω, το Διοικητικό Εφετείο, κατά την επιμέτρηση του επιβλητέου σε βάρος του αναιρεσείοντος προστίμου για την ως άνω παράβαση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας έκρινε ότι, προκειμένου να υπολογισθεί το προκύψαν για την ως άνω εταιρεία όφελος, έπρεπε να υπολογισθεί η διαφορά μεταξύ της τιμής της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την παραμονή της δημοσιοποιήσεως της ρηθείσης συμφωνίας (30.11.2004) και της τιμής της μετοχής αυτής, όπως διεμορφώθη την ημερομηνία δημοσιοποιήσεως της συμφωνίας αυτής (1.12.2004), η διαφορά δε αυτή ανήρχετο στο ποσό των 0,48 ευρώ ανά μετοχή, και, συνεπώς, το όφελος του αναιρεσείοντος από τις προαναφερθείσες συναλλαγές ανήλθε στο ποσό του 1.209.753,6 ευρώ (2.520.320 μετοχές Χ 0,48 ευρώ). Κατόπιν τούτου το δικαστήριο της ουσίας, αποδεχόμενο τον σχετικό λόγο προσφυγής του αναιρεσείοντος, περιόρισε το επιβληθέν σε βάρος του πρόστιμο για την ως άνω παράβαση στο ποσό του 1.000.000 ευρώ.
12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι εφ’ όσον με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιορίσθηκε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπήρξε εκμετάλλευση εμπιστευτικής πληροφορίας από τον αναιρεσείοντα στο διήμερο από 30.11.2004 έως 1.12.2004, αυτός σε ουδεμία παράβαση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας υπέπεσε, αφού την 1.12.2004 δημοσιοποιήθηκε η ρηθείσα συμφωνία μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, ως ερρέθη, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εδέχθη ότι ο αναιρεσείων υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ/τος 53/1992 παράβαση, εφόσον αυτός κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.9.2004 έως 30.9.2004 και από 27.10.2004 έως 8.11.2004 αγόρασε 2.520.320 μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» εκμεταλλευόμενος την εμπιστευτική πληροφορία ότι ήδη από την 8.7.2004 είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.», οι οποίες κατέληξαν την 1.12.2004 σε συμφωνία περί εξαγοράς ποσοστού 21% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης από τη δεύτερη, χωρίς οι αντισυμβαλλόμενοί του να τελούν σε γνώση των διαπραγματεύσεων αυτών. Μόνο δε για τον υπολογισμό του οφέλους που απεκόμισε ο αναιρεσείων από τη διενέργεια των προαναφερθεισών συναλλαγών το Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση του επιβλητέου σ’ αυτόν προστίμου, έλαβε υπ’ όψη του το χρονικό διάστημα από 30.11.2004 έως 1.12.2004. Περαιτέρω, νομίμως εκρίθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τη διενέργεια των επίμαχων χρηματιστηριακών συναλλαγών ο αναιρεσείων ήταν κάτοχος πληροφορίας η οποία είχε συγκεκριμένο χαρακτήρα, δυνάμενη να επηρεάσει, αν γινόταν γνωστή στο επενδυτικό κοινό, την τιμή της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και, συνεπώς, είχε τον χαρακτήρα της εμπιστευτικής πληροφορίας κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 του πδ 53/1992. Τούτο δε διότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.», οι οποίες είχαν ξεκινήσει την 8.7.2004 είχαν συγκεκριμένο περιεχόμενο, ήτοι την πώληση σημαντικού ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης στη δεύτερη, την ημερομηνία δε κατά την οποία ο αναιρεσείων άρχισε να αγοράζει μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» (8.9.2004) είχαν προχωρήσει σε σημείο που ευλόγως ανεμένετο ότι θα καταλήξουν σε σχετική συμφωνία, καθόσον, όπως γίνεται δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την 30.7.2004 είχε υπογραφεί σύμφωνο εμπιστευτικότητος μεταξύ του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και των εκπροσώπων της ισπανικής εταιρείας, ενώ την 20.10.2004 είχαν ενημερωθεί επισήμως τα μέλη του συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της ισπανικής εταιρείας για την προοπτική αποκτήσεως σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», τα γεγονότα δε αυτά δεν αρνείται ότι εγνώριζε ο αναιρεσείων, ο οποίος κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα κατείχε τη θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας. Με τα δεδομένα αυτά είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως εκρίθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι στην προκειμένη περίπτωση πληρούται η έννοια της «εμπιστευτικής πληροφορίας», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του π.δ/τος 53/1992, διότι, κατά τον αναιρεσείοντα, ελλείπει τόσο ο χαρακτήρας της πληροφορίας ως συγκεκριμένης, όσο και η δυνατότητα αισθητού επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ». Περαιτέρω, ναι μεν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όπως αυτή διετυπώθη στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με τη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 53/1992 θεσπίζεται για τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή πρόσωπα μαχητό τεκμήριο γνώσεως των εμπιστευτικών πληροφοριών είναι μη νόμιμη, διότι με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κανένα τεκμήριο γνώσεως εμπιστευτικών πληροφοριών εκ μέρους των μνημονευομένων σε αυτή προσώπων (βλ. ΣτΕ 1819/2010), πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, στη συνέχεια, το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη με πλήρη και επαρκή αιτιολογία ότι στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατά τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών, όταν δηλαδή απέκτησε 2.520.320 μετοχές της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», με μέση τιμή κτήσεως ανά μετοχή το ποσό των 5,55 ευρώ, κατείχε την πληροφορία για την ύπαρξη και εξέλιξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.», οι οποίες κατέληξαν στη σύναψη συμφωνίας, βάσει της οποίας η ισπανική εταιρεία απέκτησε ποσοστό ίσο με το 21% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», την εμπιστευτική δε αυτή πληροφορία τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύθηκε κατά τη διενέργεια των προαναφερθεισών χρηματιστηριακών συναλλαγών. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρίσταται νόμιμη, διότι, εφ’ όσον το δικαστήριο της ουσίας εσχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος κατείχε τη θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», εγνώριζε τη ρηθείσα εμπιστευτική πληροφορία, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 3 του πδ/τος 53/1992 εξήγαγε, στη συνέχεια, τεκμήριο ότι κατά τη διενέργεια των προαναφερθεισών χρηματιστηριακών συναλλαγών με τους αντισυμβαλλομένους του, οι οποίοι αγνοούσαν τις προαναφερθείσες διαπραγματεύσεις, ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν απέδειξε το αντίθετο, εκμεταλλεύθηκε την πληροφορία αυτή. Κατά συνέπεια, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι εσφαλμένως εκρίθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι από τη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 53/1992 θεσπίζεται τεκμήριο ότι ο αναιρεσείων πραγματοποίησε τις επίμαχες συναλλαγές εκμεταλλευόμενος την ως άνω εμπιστευτική πληροφορία και ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν κατέληξε σε αιτιολογημένη κρίση σχετικά με το ότι πράγματι ο αναιρεσείων εκμεταλλεύθηκε την εμπιστευτική πληροφορία που κατείχε. Περαιτέρω, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, σύμφωνα με τον οποίο δεν υφίσταται απαγόρευση συναλλαγής κατά το χρονικό διάστημα που προηγείται της ολοκληρώσεως του νομικού και οικονομικού ελέγχου μιας εταιρείας, της οποίας μέρος των μετοχών εξαγοράζεται, καθόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε με νόμιμη αιτιολογία ότι οι διαπραγματεύσεις για την πώληση σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» στην ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.» ενείχαν πληροφορία, η οποία υπό τις ως άνω περιγραφείσες συνθήκες ηδύνατο να χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτική. Τέλος, αβασίμως προβάλλεται ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζεται επακριβώς το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα ηδύνατο να θεωρηθεί ότι οι ανωτέρω διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν σε συμφωνία, διότι το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ότι το χρονικό διάστημα από 8.9.2004 έως 8.11.2004 κατά το οποίο ο αναιρεσείων αγόρασε, κατά τα προαναφερθέντα, σημαντικό αριθμό μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας αυτής και της ισπανικής εταιρείας είχαν προχωρήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε ευλόγως ανεμένετο ότι θα υπήρχε συμφωνία για την κατά τα ανωτέρω πώληση σημαντικού ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», ενώ ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο θεώρησε ότι κριτήριο για την αξιολόγηση του συγκεκριμένου χαρακτήρα της πληροφορίας είναι ο εξειδικευμένος επενδυτής, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπ’ όψη ο εξειδικευμένος επενδυτής για την κρίση περί υπάρξεως των ως άνω προχωρημένων διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο εταιρειών.
13. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 4 της υπ’ αριθ. 5/204/14.11.2000 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Κανόνες συμπεριφοράς των εταιριών που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και των συνδεομένων με αυτές προσώπων» (Β΄ 1487), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι : «1. Κάθε Εταιρία οφείλει να γνωστοποιεί αμελλητί στο κοινό, … κάθε γεγονός η δημοσιοποίηση του οποίου εύλογα αναμένεται ότι θα επηρεάσει την αγορά των μετοχών της. Σε κάθε περίπτωση, ως τέτοια γεγονότα τα οποία θα πρέπει να γνωστοποιούνται στο κοινό θεωρούνται : α) Αποφάσεις για ουσιώδη μεταβολή της επιχειρηματικής της δράσης β) Αποφάσεις ή συμφωνίες για τη σύναψη ή λύση ουσιωδών συνεργασιών ή επιχειρηματικών συμμαχιών, καθώς και για κάθε ουσιώδη διεθνή πρωτοβουλία γ) Αποφάσεις για την υποβολή δημόσιας πρότασης αγοράς σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δ) Αποφάσεις ή συμφωνίες για συμμετοχή σε διαδικασία συγχώνευσης, διάσπασης ή εξαγοράς, απόκτησης ή εκχώρησης μετοχών που αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον 5% εταιρίας στην οποία συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 10% η Εταιρία ή μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, ή μέτοχοί της με ποσοστό τουλάχιστον 10% … 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 της παρούσας και των ισχυουσών διατάξεων για την απαγόρευση εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών, κάθε Εταιρία, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της και διευθυντικά στελέχη της και αντίστοιχα πρόσωπα συνδεδεμένων με αυτήν εταιριών, οφείλουν να αποφεύγουν την πρόωρη δημοσιοποίηση ειδήσεων ή πληροφοριών για τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πριν αυτές λάβουν τη μορφή αποφάσεων ή συμφωνιών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. 4. Οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επαρκή και σαφή πληροφόρηση του επενδυτή και να μην περιέχουν στοιχεία που επιδέχονται διττή ή ασαφή ερμηνεία. 5. Απαλλαγή από τις παραπάνω υποχρεώσεις χωρεί μόνον ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο α΄ του ΠΔ 350/1985». Στην υπό κρίση περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκρίθη ότι ναι μεν η ρηθείσα εμπιστευτική πληροφορία (διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «ΙΒΕRDROLA S.A.» περί πωλήσεως σημαντικού αριθμού μετοχών της πρώτης στη δεύτερη), την οποία εκμεταλλεύθηκε ο αναιρεσείων κατά τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών του κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2004 έως 8.11.2004, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των γεγονότων που αναφέρονται στην προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 5/2004/14.11.2000 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως ικανά να επηρεάσουν το επενδυτικό κοινό, πλην όμως η σχετική απαρίθμηση είναι ενδεικτική και, επομένως, είναι αυτονόητο ότι πολλά άλλα γεγονότα δύνανται να επηρεάσουν την τιμή της μετοχής μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η απαρίθμηση των γεγονότων που αναφέρονται στην ανωτέρω απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι ενδεικτική, η αποδοθείσα σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορία δεν αφορούσε τη μη δημοσιοποίηση της προαναφερθείσας εμπιστευτικής πληροφορίας, κατά παράβαση των οριζομένων στην ανωτέρω απόφαση, αλλά την παράβαση της προβλεπομένης στη διάταξη των άρθρων 2 και 3 του π.δ/τος 53/1992 απαγόρευση συναλλαγών επί κινητών αξιών από πρόσωπα που είναι κάτοχοι εμπιστευτικής πληροφορίας. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Για τον ίδιο δε λόγο είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η δημοσιοποίηση της υπάρξεως των κατά τα ανωτέρω διαπραγματεύσεων θα ενείχε τον κίνδυνο της παραπλανήσεως του επενδυτικού κοινού σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν κατέληγαν σε συμφωνία, κατά παράβαση τόσο των οριζομένων στην προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όσο και του πνεύματος των διατάξεων του π.δ/τος 53/1992 και των οριζομένων στο άρθρο 72 του ν. 1969/1991, σύμφωνα με το οποίο τιμωρείται ποινικώς η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών.
14. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 της προαναφερθείσης υπ’ αριθ. 5/204/14.11.2000 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ότι : «Μέτοχος Εταιρίας ο οποίος κατέχει ποσοστό τουλάχιστον 10% οποιασδήποτε κατηγορίας μετοχών και προτίθεται σε διάστημα τριών μηνών ή μικρότερο να αποκτήσει μετοχές της ίδιας κατηγορίας που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο του 5% του μετοχικού της κεφαλαίου … οφείλει να ανακοινώσει, με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 3 της παρούσας, τον επιδιωκόμενο όγκο συναλλαγών του, το χρονικό διάστημα διενέργειάς τους … καθώς και το εάν η συναλλαγή ή οι συναλλαγές του σχετίζονται με τις επενδυτικές προθέσεις άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν συντονισμένα με τον ίδιο …». Με την προσφυγή που άσκησε ο αναιρεσείων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ισχυρίσθηκε ότι με την από 12.8.2004 επιστολή του προς το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών είχε προαναγγείλει σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη την αγορά 550.000 μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», οι οποίες αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 2,67% του μετοχικού της κεφαλαίου, για το χρονικό διάστημα από 16.8.2004 έως 30.9.2004 και, συνεπώς, με την ανακοίνωση αυτή είχε συμμορφωθεί στη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 του π.δ/τος 53/1992. Ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το μεν, διότι η ως άνω προαναγγελία έγινε προς εκπλήρωση υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος απορρεούσης από την προαναφερθείσα διάταξη και δεν σχετίζεται με την εφαρμογή των σχετικών με την εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών διατάξεων, το δε, διότι η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα παράβαση δεν αφορούσε τη μη γνωστοποίηση των συναλλαγών του, αλλά την πραγματοποίηση των συναλλαγών αυτών με εκμετάλλευση της προαναφερθείσης εμπιστευτικής πληροφορίας, η οποία συνίστατο όχι στην πρόθεσή του για αγορά μετοχών, αλλά στη διενέργεια εκ μέρους του διαπραγματεύσεων για την πώληση μεγάλου αριθμού μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» προς την ισπανική εταιρεία, η οποία συνεπαγόταν και προοπτική συνεργασίας ανάμεσα στις δύο εταιρείες. Με την υπό κρίση αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως θεώρησε ότι η από 12.8.2004 επιστολή του προς το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με το προαναφερθέν περιεχόμενο συνετάγη μόνο σε συμμόρφωση προς τη διάταξη του άρθρου 10 της υπ’ αριθ. 5/204/14.11.2000 αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ενώ, προφανώς, ο τρόπος αυτός συμμορφώσεως προς μία υποχρέωση αποτελούσε ταυτοχρόνως συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση γνωστοποιήσεως που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 53/1992. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο πλήσσεται η μία εκ των δύο επαλλήλων αιτιολογιών στις οποίες εστηρίχθη κατά τα ανωτέρω η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όχι δε και η άλλη, η οποία στηρίζει αυτοτελώς την απόφαση αυτή, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Πέραν τούτου, και ανεξαρτήτως του ότι στη διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 53/1992 ουδεμία υποχρέωση γνωστοποιήσεως προβλέπεται, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η υποχρέωση μετόχου εταιρείας κατέχοντος ποσοστό τουλάχιστον 10% οποιασδήποτε κατηγορίας μετοχών να προαναγγέλλει τον επιδιωκόμενο όγκο συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 10 της υπ’ αριθ. 5/204/14.11.2000 αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν αίρει τη θεσπιζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ/τος 53/1992 απαγόρευση στα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή πρόσωπα, όταν είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, να αποκτούν ή να εκχωρούν κινητές αξίες εκμεταλλευόμενα τις πληροφορίες αυτές.
15. Επειδή, περαιτέρω, απαραδέκτως προβάλλεται ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εξετίμησε δεόντως την από 9.1.2006 επιστολή του Διευθυντού της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.», στην οποία βεβαιώνεται ότι μέχρι την 30.11.2004 δεν υπήρχε βεβαιότητα για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο εταιρειών. Τούτο δε διότι, κατ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση ως προς την αποδεικτική δύναμη της ανωτέρω επιστολής, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του για την προοπτική επιτεύξεως της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας, έκρινε ότι έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι την 20.10.2004 ενημερώθηκαν επισήμως τα μέλη του συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της ισπανικής εταιρείας περί της δυνατότητος επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας.
16. Επειδή, σύμφωνα με τα αναφερθέντα σε προηγούμενη σκέψη, την 23.7.2004, ήτοι μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας «IBERDROLA S.A.» για την πώληση σημαντικού αριθμού μετοχών της πρώτης στη δεύτερη, η εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνική Τεχνοδομική Ενεργειακή ΑΕ» υπέβαλε δημόσια πρόταση για την αγορά ποσοστού 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», η οποία, απορριφθείσα από την τελευταία αυτή εταιρεία την 26.7.2004, έπαυσε να ισχύει την 11.10.2004. Με τα πραγματικά αυτά δεδομένα νομίμως απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως αναπόδεικτος ο λόγος προσφυγής του αναιρεσείοντος ότι προέβη στις επίμαχες αγορές μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» με σκοπό να αποκρούσει τη ρηθείσα εχθρική πρόταση της εταιρείας «Ελληνική Τεχνοδομική Ενεργειακή ΑΕ». Τούτο δε διότι, σύμφωνα με την ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο της ουσίας, κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείων προέβη στις επίμαχες αγορές δεν υφίστατο ο επικαλούμενος και με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κίνδυνος να γίνει δεκτή από την πλειοψηφία των μετόχων της ταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» η προαναφερθείσα πρόταση της εταιρείας «Ελληνική Τεχνοδομική Ενεργειακή ΑΕ». Περαιτέρω, εφ’ όσον το δικαστήριο της ουσίας, ανενδοιάστως ως ερρέθη, εδέχθη ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας είχαν προχωρήσει σε τέτοιο σημείο ώστε ευλόγως ανεμένετο ότι θα υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες δεχόμενη ότι προκειμένου να γεννηθεί υποχρέωση πληροφορήσεως απαιτείται όπως οι διαπραγματεύσεις έχουν φθάσει σε σημείο βεβαιότητος για την υπογραφή συμφωνίας, ενώ με άλλες σκέψεις δέχεται ότι η απλή βολιδοσκόπηση ολίγων μόνον ημερών αρκεί για να δημιουργήσει την εν λόγω υποχρέωση προς πληροφόρηση.
17. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι οι επίμαχες συναλλαγές του αναιρεσείοντος με τους Γεώργιο και Μελέτιο Ρόκα έγιναν κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ τους και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στη θεσπιζομένη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ/τος 53/1992 απαγόρευση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, μη προβληθείς με την προσφυγή του αναιρεσείοντος ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχεται, κατ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση, ότι οι ανωτέρω αντισυμβαλλόμενοι του αναιρεσείοντος δεν ετέλουν εν γνώσει ότι κατά τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών ευρίσκοντο εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για την πώληση πακέτου μετοχών της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» στην ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.».
18. Επειδή, για τη στοιχειοθέτηση της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ/τος 53/1992 παραβάσεως, δεν απαιτείται όπως τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή πρόσωπα, όταν διενεργούν χρηματιστηριακές συναλλαγές, ενώ είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, αποκομίσουν ορισμένο περιουσιακό όφελος με τη ρευστοποίηση των κτηθεισών μετοχών, αλλ’ αρκεί το γεγονός της εκμεταλλεύσεως της εμπιστευτικής πληροφορίας για την απόκτηση των μετοχών, η οποία μπορεί να παράσχει στο συναλλασσόμενο ένα οποιοδήποτε πλεονέκτημα. Κατ’ ακολουθία, νομίμως απερρίφθη από το δικαστήριο της ουσίας ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, με τον οποίο αυτός προέβαλε ότι δεν ωφελήθη από τη διενέργεια των ρηθεισών χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθ’ όσον δεν επώλησε τις κτηθείσες από αυτόν μετοχές μετά τη δημοσιοποίηση της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» και της ισπανικής εταιρείας, με την αιτιολογία ότι για τη στοιχειοθέτηση της ως άνω παραβάσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η άμεση ρευστοποίηση του οφέλους που προέκυψε από την εκμετάλλευση της εμπιστευτικής πληροφορίας, ο δε λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένως εκρίθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα του επενδυτικού κοινού και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, δεδομένου ότι η πορεία της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» πριν και μετά τη δημοσιοποίηση της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας με την ισπανική εταιρεία αποδεικνύει ότι η μη ανακοίνωση των προηγηθεισών διαπραγματεύσεων δεν έβλαψε, αλλ’ αντιθέτως προστάτευσε τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, είναι απορριπτέος ως αόριστος. Τούτο δε διότι, με το λόγο αυτόν δεν προσδιορίζεται τίνι τρόπω η πορεία της ανωτέρω μετοχής, η οποία εξ άλλου δεν αναλύεται και, ειδικότερα οι χρηματιστηριακές συναλλαγές του αναιρεσείοντος, ωφέλησαν το επενδυτικό κοινό και τη λειτουργία της αγοράς.
19. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η επιβολή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε βάρος του αναιρεσείοντος προστίμου ανερχομένου στο ποσό του 1.000.000 ευρώ για τη ρηθείσα παράβαση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας κατέστησε χείρονα τη θέση του σε σχέση με την υπ’ αριθ. 27/339/18.5.2005 πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος του πρόστιμο ύψους 4.400.000 ευρώ, διότι, ενώ με την τελευταία αυτή πράξη επεβλήθη για κάθε 1 ευρώ οφέλους πρόστιμο 0,75 ευρώ, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επεβλήθη για κάθε 1,2 ευρώ τεκμαιρομένου οφέλους του πρόστιμο 1 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το επιβληθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος πρόστιμο, με την ανωτέρω πράξη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύψους 4.400.000 ευρώ, εμειώθη σε σημαντικό βαθμό (1.000.000 ευρώ) με συνέπεια να μη δύναται να γίνει λόγος περί χειροτερεύσεως της θέσεως του αναιρεσείοντος, ουδεμία δε σημασία έχει η ως άνω περιγραφόμενη από τον αναιρεσείοντα αναλογία μεταξύ του προκύψαντος για τον αναιρεσείοντα οφέλους από τις διενεργηθείσες συναλλαγές και του επιβληθέντος σ’ αυτόν προστίμου για την παράβαση στην οποία υπέπεσε. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας για τον προσδιορισμό του κατά τα ανωτέρω οφέλους του αναιρεσείοντος, έλαβε υπ’ όψη του τη διαφορά μεταξύ της τιμής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ», όπως είχε διαμορφωθεί την παραμονή της δημοσιοποιήσεως της ρηθείσης συμφωνίας με την ισπανική εταιρεία «IBERDROLA S.A.» (την 30.11.2004 η τιμή αυτή ανήρχετο στο ποσό των 7,40 ευρώ) και της τιμής της μετοχής αυτής, όπως διεμορφώθη την ημερομηνία δημοσιοποιήσεως της ίδιας ως άνω συμφωνίας (την 1.12.2004 η τιμή αυτή ανήλθε στο ποσό των 7,88 ευρώ), η οποία ανήρχετο στο ποσό των 0,48 ευρώ, αποδεχόμενο σχετικό λόγο προσφυγής του αναιρεσείοντος, όπως αυτός ανεπτύχθη με το από 17.1.2006 υπόμνημά του. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως της ορθότητος της ως άνω κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά του σχετικού κεφαλαίου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι ουδόλως αιτιολογείται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για ποιο λόγο η αύξηση κατά 0,48 ευρώ της μετοχής της εταιρείας «Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ» κατά το χρονικό διάστημα από 30.11.2004 έως 1.12.2004 δεν οφείλετο στους ίδιους λόγους για τους οποίους αυξήθηκε η τιμή της μετοχής αυτής κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2004 έως 8.11.2004, αλλά οφείλετο στην εκ μέρους του αναιρεσείοντος εκμετάλλευση της προαναφερθείσης εμπιστευτικής πληροφορίας.
20. Επειδή, συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς», η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2011.
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος