ΣτΕ 3744/2008,Ε’ 7μ., ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΜΟΝΟ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ η ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων. Οι περιορισμοί αφορούν και τα παλαιά κτίρια.ΔΕΔΙΚΑIΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ Μη παραβίαση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (μειοψ).

ΣΤΕ

Αριθμός 3744/2008, 7μ.
 
ΠΕΡΙΛΗΨΗ :
 
Με την 3744/2008 απόφαση του Ε  Τμήματος (7μ.) κρίθηκε ότι η ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων ανάγεται σε αντικείμενο ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, η δε σχετική αρμοδιότητα ασκείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος λόγω της σημασίας των αξόνων αυτών, οι οποίοι αφ’ ενός μεν εξυπηρετούν πολλαπλές λειτουργίες εντός των ορίων κάθε οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) αφ’ ετέρου  συνδέουν πλείονες Ο.Τ.Α. και εξυπηρετούν, με τον τρόπο αυτό, ανάγκες που όχι μόνο υπερβαίνουν το τοπικό επίπεδο αλλά έχουν επιπτώσεις στην κυκλοφορία σε μείζονα πολεοδομικά συγκροτήματα περισσοτέρων Ο.Τ.Α. Εξ άλλου, οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί στην χρήση των κτιρίων πρέπει να επιβάλλονται με κριτήρια πολεοδομικά και αφού προηγουμένως σταθμισθεί όχι μόνον η επίπτωση καθενός μεμονωμένα από τους όρους και περιορισμούς αυτούς στην λειτουργία των αξόνων και στο οικιστικό περιβάλλον, αλλά και η συνολική αλληλεπίδρασή τους. Οι περιορισμοί των χρήσεων μπορεί, προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών, να αφορούν όχι μόνον τα νέα κτίρια που κατασκευάζονται μετά την θέσπισή τους αλλά και τα προϋφιστάμενα, ανεξαρτήτως της διαφορετικής, τυχόν ευμενέστερης για τους ιδιοκτήτες των κτιρίων αυτών, πολεοδομικής ρυθμίσεως που ίσχυε κατά την ανέγερσή τους. Η ρύθμιση αυτή της χρήσεως των κτιρίων, η οποία αποσκοπεί στην υπό την ανωτέρω έννοια προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος, συμφώνως, άλλωστε, και προς την σχετική επιταγή που περιέχεται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αποτελεί θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 17 του Συντάγματος διότι δεν καθιστά την ιδιοκτησία αδρανή ούτε αίρει την δυνατότητα εκμεταλλεύσεώς της. Για τους αυτούς λόγους, η κατά τα ανωτέρω παρεχόμενη στον κανονιστικό νομοθέτη δυνατότητα προς επιβολή, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, νέου καθεστώτος χρήσεων γης σε κτίρια που έχουν ήδη ανεγερθεί δυνάμει νομίμων οικοδομικών αδειών που προέβλεπαν συγκεκριμένη χρήση, δεν παραβιάζει την αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία δεν κωλύει τον νομοθέτη να προβεί, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, σε νέα για το μέλλον ρύθμιση του αντίστοιχου πολεοδομικού καθεστώτος, άγουσα σε βελτίωσή του, η ρύθμιση δε αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και την απαγόρευση συνεχίσεως των χρήσεων, τις οποίες προέβλεπε η οικεία οικοδομική ή άλλη άδεια αλλά οι οποίες κρίνονται πλέον ως επιβαρύνουσες υπερμέτρως το οικιστικό περιβάλλον. Τέλος, το κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 99 του ν. 1892/1990 εκδιδόμενο π.δ/γμα, κατά την εξειδίκευση του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων, πρέπει να κινείται εντός των πλαισίων του Γ.Π.Σ., το οποίο αποτελεί την βασική πρόταση οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων (πρβλ. ΣτΕ 511/2003, 1633/2001).

 
 

Αριθμός 3744/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2005, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Α. Θεοφιλοπούλου, Α. Ράντος, Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Ε. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Κ. Κουσούλης, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Ιουλίου 2001 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Ν. Γ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο “EQUUS A.E.”, που εδρεύει στην Αθήνα (Δημαράκη 15 – Βοτανικός), η οποία δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Κων/νο Χαραλαμπίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί το Προεδρικό Διάταγμα με ημερομηνία 28 Μαρτίου 2001 (ΦΕΚ Δ 350/11.5.2001) «Τροποποίηση των χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Νέας Ερυθραίας (Ν. Αττικής) που βρίσκονται στα οικοδομικά τετράγωνα επί του βασικού οδικού άξονα» και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Α. Θεοφιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το κατά νόμο παράβολο (ειδικό γραμμάτιο παραβόλου 2110870/2001).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση του από 28.3.2001 π. δ/γματος “Τροποποίηση των χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Νέας Ερυθραίας (Ν. Αττικής), που βρίσκονται στα οικοδομικά τετράγωνα επί του βασικού οδικού δικτύου” (ΦΕΚ Δ΄ 350/11.5.2001).
3. Επειδή, η υπόθεση αυτή εισάγεται προς συζήτηση μετά την 755/2005 παραπεμπτική απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος.
4. Επειδή, η αιτούσα, φερόμενη κατά τα προσκομισθέντα από αυτήν στοιχεία, ως κυρία τριών οικοπέδων και οικοδομών με χρήση καταστήματος και κατοικίας, οι οποίες έχουν ανεγερθεί στα οικόπεδα αυτά που βρίσκονται στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 266 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Ν. Ερυθραίας Αττικής για το οποίο Ο.Τ. οι επιτρεπόμενες χρήσεις καθορίζονται με το άρθρο 1 παρ. 4.α. του προσβαλλομένου δ/τος, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινομένη αίτηση.
5. Επειδή, με τα άρθρα 38, 39, 43 και 44 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν., π.δ. της 14/27.7.1999, Δ΄ 580), που αποδίδουν το περιεχόμενο των άρθρων 2, 3, 6 και 7 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), ορίζεται ότι για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εντάξεως ή επεκτάσεως πόλεως ή οικισμού καταρτίζεται Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.), που καλύπτει όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεοδόμηση περιοχές ενός τουλάχιστον δήμου ή κοινότητος (άρ. 38 παρ. 1). Το Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως, η οποία αναφέρεται και στις χρήσεις γης και τυχόν απαγορεύσεις χρήσεως, στα κέντρα και το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, καθώς και στον μέσο συντελεστή δομήσεως (άρ. 38 παρ. 2). Το Γ.Π.Σ. εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (άρ. 39 παρ. 6), επακολουθεί δε η σύνταξη πολεοδομικής μελέτης (Π.Μ.), η οποία εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του Γ.Π.Σ., εξειδικεύει τις προτάσεις και τα προγράμματά του (άρ. 43 παρ. 2) και εγκρίνεται με π.δ., εκδιδόμενο κατόπιν προτάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (άρ. 44 παρ. 1). Περαιτέρω, με την παρ. 3 του άρθρου 99 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2052/1992 (Α΄ 94), ορίζεται ότι “Η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμός ή τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης, ο καθορισμός χρήσεων γης εκατέρωθεν των αξόνων του βασικού οδικού δικτύου των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων, κατά τη διαδικασία του ν.δ/τος της 17.7.1923, μετά από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, για το Νομό Αττικής …”, με την δε επόμενη παρ. 4 του αυτού άρθρου 99 ότι ως βασικό οδικό δίκτυο νοείται το σύνολο των οδικών αξόνων, οι οποίοι προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής παραγράφου εκδόθηκε η 62556/5073/13.12.1990 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. «Ορισμός βασικού οδικού δικτύου Ν. Αττικής» (Δ΄ 561, αναδημοσίευση ΦΕΚ Δ΄ 701/13.12. 1990).
6. Επειδή, με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, η ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων ανάγεται σε αντικείμενο ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, η δε σχετική αρμοδιότητα ασκείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος λόγω της σημασίας των αξόνων αυτών, οι οποίοι αφ’ ενός μεν εξυπηρετούν πολλαπλές λειτουργίες εντός των ορίων κάθε οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) αφ’ ετέρου δε συνδέουν πλείονες Ο.Τ.Α. και εξυπηρετούν, με τον τρόπο αυτό, ανάγκες που όχι μόνο υπερβαίνουν το τοπικό επίπεδο αλλά έχουν επιπτώσεις στην κυκλοφορία σε μείζονα πολεοδομικά συγκροτήματα περισσοτέρων Ο.Τ.Α. Ως πολεοδομικό δε καθεστώς νοείται εν προκειμένω το σύνολο των ρυθμίσεων των αναγομένων στην διαμόρφωση του σχεδίου πόλεως, στους καθοριζομένους όρους και περιορισμούς δομήσεως και στις επιτρεπόμενες χρήσεις γης, από την αλληλεπίδραση των οποίων εξαρτάται η ορθή λειτουργία των ανωτέρω αξόνων αλλά και το εκατέρωθεν αυτών οικιστικό περιβάλλον. Εξ άλλου, οι θεσπιζόμενοι δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως αυτής περιορισμοί στην χρήση των κτιρίων πρέπει να επιβάλλονται με κριτήρια πολεοδομικά και αφού προηγουμένως σταθμισθεί όχι μόνον η επίπτωση καθενός μεμονωμένα από τους όρους και περιορισμούς αυτούς στην λειτουργία των αξόνων και στο οικιστικό περιβάλλον, αλλά και η συνολική αλληλεπίδρασή τους. Οι περιορισμοί των χρήσεων μπορεί, προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών της εξουσιοδοτικής διατάξεως, να αφορούν όχι μόνον τα νέα κτίρια που κατασκευάζονται μετά την θέσπισή τους αλλά και τα προϋφιστάμενα, ανεξαρτήτως της διαφορετικής, τυχόν ευμενέστερης για τους ιδιοκτήτες των κτιρίων αυτών, πολεοδομικής ρυθμίσεως που ίσχυε κατά την ανέγερσή τους. Η ρύθμιση αυτή της χρήσεως των κτιρίων, η οποία αποσκοπεί στην υπό την ανωτέρω έννοια προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος, συμφώνως, άλλωστε, και προς την σχετική επιταγή που περιέχεται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αποτελεί θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 17 του Συντάγματος διότι δεν καθιστά την ιδιοκτησία αδρανή ούτε αίρει την δυνατότητα εκμεταλλεύσεώς της. Για τους αυτούς λόγους, η κατά τα ανωτέρω παρεχόμενη στον κανονιστικό νομοθέτη δυνατότητα προς επιβολή, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, νέου καθεστώτος χρήσεων γης σε κτίρια που έχουν ήδη ανεγερθεί δυνάμει νομίμων οικοδομικών αδειών που προέβλεπαν συγκεκριμένη χρήση, δεν παραβιάζει την αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία δεν κωλύει τον νομοθέτη να προβεί, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, σε νέα για το μέλλον ρύθμιση του αντίστοιχου πολεοδομικού καθεστώτος, άγουσα σε βελτίωσή του, η ρύθμιση δε αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και την απαγόρευση συνεχίσεως των χρήσεων, τις οποίες προέβλεπε η οικεία οικοδομική ή άλλη άδεια αλλά οι οποίες κρίνονται πλέον ως επιβαρύνουσες υπερμέτρως το οικιστικό περιβάλλον. Τέλος, από τον συνδυασμό του συνόλου των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην αρχή της σκέψεως συνάγεται ότι το κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 99 του ν. 1892/1990 εκδιδόμενο π.δ/γμα, κατά την εξειδίκευση του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων, πρέπει να κινείται εντός των πλαισίων του Γ.Π.Σ., το οποίο αποτελεί την βασική πρόταση οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων (πρβλ. ΣτΕ 511/2003, 1633/2001). Δεν επιτρέπεται δε το διάταγμα αυτό να αποκλίνει από τυχόν σαφείς κατευθύνσεις και δεσμεύσεις του Γ.Π.Σ., παρά μόνον στην ειδικώς ρυθμιζόμενη από τον νόμο (άρθρο 44 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο Κ.Β.Π.Ν.) περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση, κατά την οποία, κατά την διαδικασία εκδόσεως του διατάγματος γίνονται δεκτές ενστάσεις που ανατρέπουν βασικά σημεία του Γ.Π.Σ., οπότε γεννάται υποχρέωση αναμορφώσεως του Γ.Π.Σ. Αν δε η Διοίκηση, κατά την διοικητική διαδικασία που προηγείται της εκδόσεως του ως άνω διατάγματος, διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι οι προβλέψεις του Γ.Π.Σ. αφίστανται, πλέον, της δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως, δεν μπορεί, παραβιάζουσα ευθέως τις προβλέψεις αυτές, στις οποίες είναι υποτελές το κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας πολεοδομήσεως εκδιδόμενο ως άνω διάταγμα, να προβεί στην θέσπιση αντιθέτου περιεχομένου ρυθμίσεων, αλλ’ οφείλει προηγουμένως, τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες, να προβεί σε αναθεώρηση του Γ.Π.Σ. Κατά την αποκλίνουσα άποψη του Προέδρου Κ. Μενουδάκου, στην περίπτωση κατά την οποία έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την έγκριση του Γ.Π.Σ., τα αρμόδια διοικητικά όργανα, χωρώντας στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος εκατέρωθεν των βασικών αξόνων κατά το δεύτερο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού με την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, οφείλουν να εξετάζουν αν, εν όψει της πραγματικής καταστάσεως που έχει εν τω μεταξύ δημιουργηθεί, έχουν μεταβληθεί οι πολεοδομικές συνθήκες της περιοχής και αν ενδείκνυται, πλέον, από πολεοδομική άποψη, η συμμόρφωση προς το Γ.Π.Σ. υπό τα νέα πραγματικά δεδομένα. Σε αρνητική περίπτωση, η Διοίκηση οφείλει να κινήσει την διαδικασία αναθεωρήσεως του Γ.Π.Σ., το οποίο έχει καταστεί ανεπίκαιρο, προ της ολοκληρώσεως δε της διαδικασίας αυτής δεν επιτρέπεται να χωρήσει τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, έστω και αν αυτή αποβλέπει στην συμμόρφωση προς το Γ.Π.Σ. Κατά την γνώμη, όμως του Παρέδρου Κ. Κουσούλη, το Γ.Π.Σ. παρέχει, ως προς τις χρήσεις γης, μόνον κατευθύνσεις προς τα αρμόδια για την έκδοση της οικείας πράξεως του επομένου σταδίου όργανα. Η εξειδίκευση των κατευθύνσεων αυτών, τόσο ως προς τα όρια των περιοχών – τομέων χρήσεων γης όσο και ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο των κατηγοριών χρήσεων γης ανήκει στο επόμενο στάδιο και πραγματοποιείται είτε με την έγκριση της Π.Μ. είτε με τον καθορισμό χρήσεων γης εκατέρωθεν των βασικών οδικών αξόνων. Στο δεύτερο αυτό στάδιο οριστικής διαμορφώσεως των χρήσεων γης η Διοίκηση δύναται να αποκλίνει από τις κατευθύνσεις του προηγουμένου σταδίου όταν οι εν τω μεταξύ διαμορφούμενες πολεοδομικές συνθήκες, αρμοδίως και αιτιολογημένως εκτιμώμενες, το επιβάλλουν. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον στην ειδικότερη περίπτωση του καθορισμού χρήσεων γης κατοικίας (γενικής ή αμιγούς) σε οικοδομικά τετράγωνα εκατέρωθεν του βασικού οδικού δικτύου, οπότε η Διοίκηση οφείλει να εκτιμήσει τις συναρτώμενες με την λειτουργία του οικείου οδικού άξονα επιπτώσεις (θορύβου ή άλλων επιβλαβών εκπομπών) στην σχεδιαζόμενη περιοχή κατοικίας και εν ανάγκη να μεταβάλει την κατηγορία χρήσεων γης. Τα ανωτέρω συνάδουν άλλωστε και προς την ανάγκη να μην υπονομεύεται το περιεχόμενο των διαφόρων κατηγοριών χρήσεων γης και να μη φαλκιδεύεται ο κύριος προορισμός εκάστης κατηγορίας.
7. Επειδή, με την μνημονευθείσα στην σκέψη 5 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., η οδός Αγίων Σαράντα του Δήμου Νέας Ερυθραίας, έχει περιληφθεί στο βασικό οδικό δίκτυο του νομού Αττικής, στην οδό δε αυτή έχει πρόσωπο το Ο.Τ. 266 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του ως άνω Δήμου, στο οποίο ευρίσκονται τα ακίνητα της αιτούσης. Εξ άλλου, με το προσβαλλόμενο π.δ/γμα καθορίσθηκε (άρθρ. 1 παρ. 4.α.) χρήση αμιγούς κατοικίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του από 23.2.1987 π.δ/τος (Δ΄ 166), και ειδικότερα «κατοικία», μεταξύ άλλων, και για το ως άνω Ο.Τ., ενώ με το άρθρο 3 του αυτού δ/τος ορίσθηκε ότι : «1.Νομίμως υφιστάμενες χρήσεις, που δεν προβλέπονται πλέον από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος δ/τος, απομακρύνονται εντός οκταετίας από την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος. 2. Οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί μέχρι την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος δ/τος εκτελούνται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις και αναθεωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2α και 2β του άρθρ. 6 του Π.Δ/τος 8.7.93 (ΦΕΚ 795 Δ/13.7.93)». Η ως άνω κατηγορία χρήσης αμιγούς κατοικίας και, ειδικότερα, κατοικία, κτίρια κοινωνικής πρόνοιας, αθλητικές εγκαταστάσεις, κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θρησκευτικοί χώροι, πολιτιστικά κτίρια, προβλεπόταν ήδη, κατ’ αρχήν, για όλο τον οικιστικό ιστό του Δήμου με το Γ.Π.Σ. της περιοχής (στοιχ. 1, Α, β, πρώτο εδάφιο), το οποίο είχε εγκριθεί με την 81787/4622/15.3.1988 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Δ΄ 894), που είχε δημοσιευθεί στην Ε.τ.Κ. χωρίς τα διαγράμματα που την συνόδευαν, και είχε επαναδημοσιευθεί με την 87208/4776/ 12.8.1996 απόφαση των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και Γεωργίας (Δ΄ 1062). Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 1 του από 30.5.1985 «Έγκριση πολεοδομικής μελέτης της περιοχής «Μορτερό – Κατσαφαρέϊκα» του Δήμου Ν. Ερυθραίας (Αττικής), τροποποίηση σχεδίου και όρων δόμησης αυτού» (ΦΕΚ Δ΄ 257), στα Ο.Τ. 206, 240, 242, 243 και 245 επιτρεπόταν η ανέγερση κτιρίων για χρήση γενικής κατοικίας, με τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή ειδικότερες χρήσεις, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στους υπόλοιπούς οικοδομήσιμους χώρους, μεταξύ των οποίων και το Ο.Τ. 266, επιτρεπόταν η ανέγερση κτιρίων για χρήση αμιγούς κατοικίας, όπως προσδιορίζεται με το άρθρο 4 του υπ’ αριθ. 81/1980 π.δ/τος (ΦΕΚ 27/Α), με δυνατότητα ανέγερσης κατ’ εξαίρεση καταστημάτων στο ισόγειο μέχρι 50 τ.μ..
8. Επειδή, προβάλλεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. α. του προσβαλλομένου π.δ/τος, με την οποία επιβάλλεται στα οικόπεδα του Ο.Τ. 266 χρήση αμιγούς κατοικίας και ειδικότερα «κατοικίας», σε συνδυασμό με την επιβολή με την παρ. 1 του άρθρου 3 αυτού του δ/τος, της υποχρεώσεως απομακρύνσεως εντός οκταετίας, των μη επιτρεπομένων με το προσβαλλόμενο διάταγμα χρήσεων, αφενός δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος και των άρθρων 160, 161, 248 και 250 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. 14/27.7.1999) και αφετέρου περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που προκαλούν σύγχυση ως προς τις ήδη «νομίμως υφιστάμενες χρήσεις». Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενες σκέψεις, ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι, αφενός ουσιώδες στοιχείο της επιταγής του άρθρου 24 του Συντάγματος για ορθολογική χωροταξία και πολεοδομία της πόλεως είναι ο καθορισμός των επιτρεπομένων χρήσεων, για τον οποίο παρέχεται εξουσιοδότηση στη Διοίκηση με τις παραπάνω διατάξεις του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, καθώς και η τροποποίηση, με βάση τις ίδιες εξουσιοδοτικές διατάξεις, των προβλεπομένων χρήσεων, και αφετέρου η θεσπιζόμενη με το προσβαλλόμενο διάταγμα χρήση αμιγούς κατοικίας στην περιοχή προβλέπεται ήδη από το έτος 1988 από το ισχύον ακόμη Γ.Π.Σ., από τις ρυθμίσεις του οποίου το προσβαλλόμενο διάταγμα ήταν δυνατό να αποκλίνει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, αλλά καταρχήν και από το ισχύον στην περιοχή «Μορτερό – Κατσαφαρέϊκα» σχέδιο πόλεως (π.δ/γμα από 30.5.1985), με μόνη εξαίρεση τη δυνατότητα λειτουργίας καταστημάτων εμβαδού έως 50 τ.μ. στο ισόγειο των οικοδομών, ενώ η απομάκρυνση των υφισταμένων χρήσεων, για την οποία, μάλιστα, προβλέπεται σχετικώς μακρά, και συγκεκριμένα οκταετής, μεταβατική περίοδος, δεν παραβιάζει, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες συνθήκες, την αρχή της εμπιστοσύνης, εφόσον ήταν αναγκαία, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, για την σύμφωνη με τους ορισμούς του Γ.Π.Σ. πολεοδομική οργάνωση και λειτουργία της περιοχής. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 3 του προσβαλλομένου διατάγματος είναι σαφείς και έχουν την έννοια ότι χρήσεις ασύμβατες προς τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του προσβαλλομένου διατάγματος, μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4.α., απομακρύνονται εντός οκταετίας από την ημέρα δημοσιεύσεως του δ/τος (11.5.2001), είτε πρόκειται για χρήσεις νομίμως υφιστάμενες κατά την ως άνω ημερομηνία, είτε πρόκειται για χρήσεις προβλεπόμενες σε οικοδομικές άδειες, οι οποίες έχουν εκδοθεί μεν, αλλά δεν έχουν εκτελεσθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως του προσβαλλομένου διατάγματος και για τις οποίες παρέχεται μεν η δυνατότητα να εκτελεσθούν σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, αλλά με τον περιορισμό ότι τυχόν μη επιτρεπόμενες χρήσεις στις ανεγειρόμενες με βάση τη μεταβατική αυτή διάταξη νέες οικοδομές υπόκεινται στον θεσπιζόμενο με την παρ. 1 του ιδίου άρθρου κανόνα της υποχρεωτικής απομακρύνσεως στο τέλος της οκταετίας από τη δημοσίευση του διατάγματος.
9. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους, ο δικαστικός αυτός έλεγχος, όμως, είναι έλεγχος ορίων και δεν εκτείνεται στις κατ΄ αρχήν επιλογές του νομοθέτη ή στην ουσιαστική ορθότητα των τιθεμένων νομικών κανόνων. Εξάλλου, αναγνωρίζεται μεν στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, δεν επιτρέπεται όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να υπερβαίνει τα επιτρεπτά από την αρχή της ισότητας όρια, κατά τα οποία απαγορεύεται τόσο η εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και η αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια.
10. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α΄ του προσβαλλομένου π.δ/τος καθορίζονται χρήσεις αμιγούς κατοικίας, όπως προσδιορίζονται από το άρθρο 2 του από 23.2.1987 π.δ/τος (Δ΄ 166) και ειδικότερα «κατοικία», για τα οικόπεδα είκοσι οικοδομικών τετραγώνων, μεταξύ των οποίων και το Ο.Τ. 266, όπου βρίσκονται οι ιδιοκτησίες της αιτούσης, καθώς και για τα οικόπεδα που βρίσκονται στα Ο.Τ. 250, 282, 284 και 285 και δεν έχουν πρόσωπο στην οδό Εθνικής Αντίστασης, ενώ με το εδάφιο β΄ της ίδιας παραγράφου 4 του άρθρου 1 για τα οικόπεδα των ως άνω Ο.Τ. 250, 282, 284 και 285, που έχουν πρόσωπο στην οδό Εθνικής Αντίστασης, πλησίον της οποίας βρίσκεται το ανωτέρω Ο.Τ. 266 χωρίς να έχει πρόσωπο σε αυτή, καθορίζονται επίσης χρήσεις αμιγούς κατοικίας και ειδικότερα κατοικίας με δυνατότητα, όμως, λειτουργίας εμπορικών καταστημάτων που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής (παντοπωλείο, φαρμακείο, χαρτοπωλείο κλπ) συνολικής επιφάνειας μέχρι 50 τ.μ. ανά ιδιοκτησία. Περαιτέρω, με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του προσβαλλομένου δ/τος καθορίζονται χρήσεις αμιγούς κατοικίας, όπως προσδιορίζονται από το άρθρο 2 του από 23.2.1987 π.δ/τος για τα οικόπεδα οικοδομικών τετραγώνων που βρίσκονται σε άλλες περιοχές του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Νέας Ερυθραίας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με τη γνωμοδότηση 204/1995 του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Ερυθραίας διατυπώθηκε η άποψη να καθοριστεί χρήση αμιγούς κατοικίας για την περιοχή Μορτερό, στην οποία βρίσκονται τα ακίνητα της αιτούσης, με δυνατότητα λειτουργίας καταστημάτων εμβαδού έως 50 τ.μ. μόνο στα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως. Κατά της γνωμοδότησης αυτής υποβλήθηκε ένσταση, με την οποία ζητήθηκε να επιτρέπεται χρήση γενικής κατοικίας, δηλαδή και καταστημάτων και επαγγελματικών χώρων, στα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο στην οδό Αγίων Σαράντα. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την 59/1996 πράξη ου Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Ερυθραίας, με την αιτιολογία ότι η οδός αυτή διαχωρίζει την περιοχή Μορτερό που είναι περιοχή αμιγούς κατοικίας, σε δύο Τμήματα και η τυχόν αλλαγή της χρήσης σ’ αυτόν το δρόμο θα διόγκωνε το ήδη υπάρχον πρόβλημα (κυκλοφοριακό-ηχορύπανση) και θα άλλαζε το χαρακτήρα της περιοχής και ως εκ τούτου αποτελεί δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Ενόψει, όμως, του γεγονότος ότι το προϊσχύον στην περιοχή ρυμοτομικό σχέδιο που εγκρίθηκε με το προαναφερόμενο από 30.5.1985, π.δ/γμα, με το οποίο είχε επιτραπεί κατ΄ εξαίρεση χρήση καταστήματος εμβαδού έως 50 τ.μ. στο ισόγειο των οικοδομών, με την ίδια πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου θεωρήθηκε σκόπιμο να διατηρηθεί η δυνατότητα αυτή για τα παραπάνω οικόπεδα. Στη συνέχεια, όμως, το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, με την πράξη 148/1999 γνωμοδότησε να καθοριστεί χρήση αμιγούς κατοικίας, χωρίς δυνατότητα λειτουργίας καταστημάτων για τα οικόπεδα που βρίσκονται εκατέρωθεν της οδού Αγίων Σαράντα, που ανήκει στο βασικό οδικό δίκτυο και ενώνει την Λεωφ. Ελ. Βενιζέλου με την Εθνική Οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης, στον κόμβο της Βαρυμπόμπης, και να επιτραπεί η χρήση κατοικίας και εμπορικών καταστημάτων που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής επιφάνειας μέχρι 50 τ.μ. ανά ιδιοκτησία μόνο στα οικόπεδα των Ο.Τ. 250, 282, 284 και 285 που έχουν πρόσωπο στην οδό Εθνικής Αντίστασης, η οποία δεν ανήκει στο βασικό οδικό δίκτυο και δεν έχει την αντίστοιχη με την οδό Αγίων Σαράντα κυκλοφορία, σύμφωνα και με τη σχετική εισήγηση της Διευθύνσεως Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Οι ρυθμίσεις αυτές οι οποίες υιοθετήθηκαν με το προσβαλλόμενο διάταγμα, δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας, διότι τα οικόπεδα του Ο.Τ. 266, το οποίο έχει πρόσωπο επί του βασικού οδικού άξονα της οδού Αγίων Σαράντα, δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με εκείνα της ίδιας περιοχής Μορτερό, τα οποία δεν έχουν πρόσωπο στο βασικό οδικό δίκτυο, ούτε με οικόπεδα που βρίσκονται σε άλλες περιοχές του ρυμοτομικού σχεδίου της Νέας Ερυθραίας, όπως επί της οδού Χαρ. Τρικούπη ή επί της οδού Ελ. Βενιζέλου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η επίδικη ρύθμιση του εδαφίου α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του προσβαλλομένου π.δ/τος εισάγεται κατά παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, η επίδικη ρύθμιση δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε προς το άρθρο 17 του Συντάγματος, διότι δεν καθιστά την ιδιοκτησία αδρανή ούτε αίρει την δυνατότητα εκμεταλλεύσεώς της, ενώ κατά το άρθρο 5 του Συντάγματος, η οικονομική ελευθερία υπόκειται σε γενικούς περιορισμούς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως οι περιορισμοί συγκεκριμένων οικονομικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων που είναι αποτέλεσμα της ρυθμίσεως από το νομοθέτη κοινό ή κανονιστικό των χρήσεων της ορισμένης περιοχής (ΣτΕ 2607/2005).
11. Επειδή, η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, την οποία απαγορεύει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του Συντάγματος αναφέρεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, και όχι στην έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων με βάση εξουσιοδότηση νόμου (ΣτΕ 2147/2003, 4640/1997, 2465/1993, 5057/1987). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι με τη διάταξη της παραγράφου 4 εδαφ. α΄ του άρθρου 1 του προσβαλλομένου π.δ/τος εισάγεται ρύθμιση η οποία αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
12. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των οκτακοσίων σαράντα (840) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 21η Νοεμβρίου 2005
Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος    Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος
 
Κ. Μενουδάκος           Γ. Σακελλαρίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος   Η Γραμματέας
 
Α. Θεοφιλοπούλου         Ε. Βαϊδάνη