ΣτΕ 3855/2010, Βτμ. παρ. 7μ,ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ, ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ α. 5 ΚΔΔσιας, ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑ, Μη νόμιμη η άρνηση χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, χωρίς προηγούμενη έκδοση διαπιστωτικής πράξης της φορολογικής παράβασης απο το ΣΔΟΕ. Η 7ΜΕΛ

ΣΤΕ

Αριθμός 3855/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2007 με την εξής σύνθεση: Μ.
Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Χρ. Ράμμος, Π. Κοτσώνης, Σύμβουλοι,
Α.- Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικ. Ρίπη.

 Για να δικάσει την από 15 Απριλίου 2002 αίτηση:

 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……. …….. ….. που εδρεύει στη
Θεσσαλονίκη (οδός …… αρ. …), η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει
την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Χρυσούλα Τσιαβού,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν : α) η υπ’ αριθ.
4665/11.3.2002 πράξη της Διευθύντριας της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Φορολογίας
Ανωνύμων Εταιρειών Θεσσαλονίκης, β) η υπ’ αριθ. 4028/19.2.2002 απόφαση της ως άνω
Διευθύντριας και γ) η παράλειψη της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης να αποφανθεί επί του υπ’
αριθ. 4665/28.2.2002 αιτήματος της αιτούσης εταιρείας περί χορηγήσεως σε αυτήν
φωτοαντιγράφων του αναφερόμενου στην απάντησή της αυτή εγγράφου υπ’ αριθ. 10139/ΕΜΠ
149/11Α-0016/28.1.2002 της 16ης Διεύθυνσης Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου
Οικονομικών.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Κίντζιου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη
της υπό κρίση αιτήσεως.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
και

                        Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

                            Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως – η οποία υπάγεται στην ακυρωτική
αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και εισάγεται προς εκδίκαση στο αρμόδιο προς
τούτο Δ΄ Τμήμα κατόπιν διαγραφής της υποθέσεως από το πινάκιο του Β΄ Τμήματος του
Δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 4104/2005, 3438 Ολ, 4064/1998)- έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο
(028324, 219578/2002 ειδικά γραμμάτια).

 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της 4028/19.2.2002 αποφάσεως της
Διευθύντριας της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών
(Φ.Α.Ε.) Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η υπ.’ αρ.πρωτ:4028/15.2.2002 αίτηση
χορηγήσεως στην αιτούσα εταιρεία αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, προς διασφάλιση
σοβαρών συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 παρ.7 εδ. δεύτερο
του ν. 1882/1990 και β) της 4665/11.3.2002 πράξεως της ως άνω Διευθύντριας, με την οποία
εκδηλώθηκε εκ νέου άρνηση χορηγήσεως στην αιτούσα, κατόπιν της με αρ.πρωτ:5177/5.3.2002
αιτήσεώς της, αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας. Ζητείται επίσης, καθ’ ερμηνεία του
δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως, η ακύρωση της παραλείψεως της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.
Θεσσαλονίκης να αποφανθεί επί του με αρ. πρωτ: 4665/28.2.2002 αιτήματος της ήδη αιτούσης
εταιρείας περί χορηγήσεως σε αυτήν φωτοαντιγράφων των εγγράφων κατ’ επίκληση των οποίων
εχώρησε, με την προσβαλλόμενη 4028/19.2.2002 πράξη, η άρνηση χορηγήσεως του ως άνω
αποδεικτικού.

 3. Επειδή, η δεύτερη, 4665/11.3.2002, των προσβαλλόμενων πράξεων, με την οποία, όπως
προκύπτει από το περιεχόμενό της, χωρίς κατ’ ουσίαν επανεξέταση της υποθέσεως και λήψη
υπόψη νέων κρίσιμων στοιχείων, εκδηλώνεται εμμονή της Διοικήσεως στην άρνηση χορηγήσεως
στην αιτούσα αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα ως
πράξη επιβεβαιωτική της προηγούμενης, 4028/19.2.2002, πράξεως απορριπτικής ομοίου
αιτήματος της αιτούσης και συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.

 4. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικας Διοικητικής
Διαδικασίας (ΚΔΔ), ο οποίος κατά το άρθρο 1 αυτού εφαρμόζεται στο Δημόσιο, στους
Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
προβλέπει στο άρθρο 4 παρ.1 και 3 ότι οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να αποφαίνονται
επί αιτημάτων των ενδιαφερομένων, πλην αυτών που είναι προδήλως παράνομα ή
επαναλαμβάνονται με τρόπο καταχρηστικό. Περαιτέρω, ο ίδιος ΚΔΔ ορίζει στο υπό τον τίτλο
“Πρόσβαση σε έγγραφα” άρθρο 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, τα εξής:
“1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει
γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις
δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες
οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2…3. (όπως
συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 2880/2001, Α΄ 9) Το…δικαίωμα δεν υφίσταται
στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν
παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική
αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου….αν είναι δυνατόν να
δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών
σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα…ασκείται: α)
με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας ή β) με χορήγηση αντιγράφου…5… 6.
Η απόρριψη του…αιτήματος πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται εγγράφως
στον αιτούντα το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης”. Με τις
διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 10 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος
περί δικαιώματος του αναφέρεσθαι στις αρχές καθώς και των άρθρων 20 παρ.1 του
Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για
την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που
κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθιδρύεται
δικαίωμα του διοικουμένου, φυσικού ή νομικού προσώπου, να λαμβάνει γνώση, κατόπιν
σχετικής αιτήσεως, διοικητικών εγγράφων, τα οποία, ενδεικτικώς αναφερόμενα στον ΚΔΔ,
είναι τα συντασσόμενα και εκδιδόμενα από τις δημόσιες υπηρεσίες. Η ικανοποίηση του
δικαιώματος αυτού, που ασκείται από τον έχοντα εύλογο προς τούτο ενδιαφέρον με επιτόπια
μελέτη του διοικητικού εγγράφου ή με λήψη αντιγράφου, τελεί υπό την επιφύλαξη των
εξαιρέσεων που προβλέπονται στο προαναφερόμενο άρθρο 5 του ΚΔΔ ή σε ειδικές διατάξεις
και αφορούν στον απόρρητο χαρακτήρα του εγγράφου προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος
ή υπέρτερου ιδιωτικού συμφέροντος τρίτου προσώπου προς προστασία της σφαίρας ιδιωτικής
και οικογενειακής ζωής του. Επί πλέον δε παρέχεται ευχέρεια στην αρμόδια διοικητική αρχή
να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου, προκειμένου να αποτρέψει τη
δυσχέρανση της έρευνας των αρχών για την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παραβάσεως.
Περαιτέρω, κατά τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 5 του ΚΔΔ, ερμηνευόμενες συμφώνως προς
τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και ενόψει του σκοπού στον οποίο
απέβλεψε ο νομοθέτης με τη θέσπισή τους, στο περιεχόμενο του δικαιώματος γνώσεως
διοικητικών εγγράφων συγκαταλέγονται και δημόσια έγραφα τα οποία ελήφθησαν υπόψη για τη
διαμόρφωση ή θεμελίωση της κρίσεως του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων του και αποτελούν στοιχεία του οικείου φακέλου της δημόσιας υπηρεσίας που
επιλαμβάνεται αιτήματος ενδιαφερομένου να λάβει γνώση τούτων, αντιστοίχως δε θεσπίζεται
υποχρέωση της δημόσιας αυτής υπηρεσίας να θέτει, υπό τους όρους του νόμου, σε γνώση του
διοικουμένου τα εν λόγω διοικητικά έγγραφα είτε εκδόθηκαν από αυτήν την ίδια είτε από
άλλη δημόσια υπηρεσία (πρβλ. τη ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, ν.2690/1999, ως
προς την πρόσβαση σε φυλασσόμενα σε δημόσια υπηρεσία ιδιωτικά έγγραφα σχετικά με υπόθεση
του ενδιαφερομένου, εκκρεμή ή περαιωμένη, όπως επίσης την εισηγητική έκθεση του
προϊσχύσαντος ν. 1599/1986, Α΄ 75, κατά την οποία “ό,τι υπάρχει μέσα στα αρχεία της
διοίκησης” εμπίπτει στο περιεχόμενο του προβλεπόμενου στο άρθρο 16 δικαιώματος γνώσεως
διοικητικών εγγράφων). Η αθέτηση, συνεπώς, εκ μέρους της Διοικήσεως της υποχρεώσεώς της
να αποφανθεί επί αιτήματος λήψεως γνώσεως διοικητικών εγγράφων εντός της μηνιαίας
αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 5 παρ.6 του ΚΔΔ από την υποβολή της σχετικής
αιτήσεως έχει εκτελεστό χαρακτήρα και υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Κατ’ ακολουθίαν, η παράλειψη της Διοικήσεως να εκδώσει, εντός μηνός από την
υποβολή της σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, έγγραφη, θετική ή αρνητική, απάντηση
επί του αιτήματός του είναι ακυρωτέα ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του
άρθρου 45 παρ. 4 του κωδ. π.δ.18/1989 (Α΄ 8, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1807/2007, 1944/2003,
205,1214/2000, 1400/1992, 794/1986).

 5. Επειδή, εν προκειμένω, με την υπ.’ αρ. πρωτ:4665/28.2.2002 αίτηση προς την Δ.Ο.Υ.
Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, η αιτούσα εταιρεία ζήτησε να της χορηγηθούν, προς άσκηση των
νομίμων δικαιωμάτων της, φωτοαντίγραφα των εγγράφων 4382/7.9.2001 της Εισαγγελίας
Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ΕΜΠ:18/17.1.2002 του Σώματος Διώξεως Οικονομικού Εγκλήματος
(ΣΔΟΕ) της Περιφερειακής Διευθύνσεως Κεντρικής Μακεδονίας και 10139/ΕΜΠ-149/11Α-
0016/28.1.2002 της 16ης Διευθύνσεως Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου
Οικονομικών, κατ’ επίκληση των οποίων η ως άνω Δ.Ο.Υ. είχε αρνηθεί, με την προσβαλλόμενη
4028/19.2.2002 απόφασή της, τη χορήγηση στην αιτούσα αποδεικτικού φορολογικής
ενημερότητας. Επί της αιτήσεως αυτής, η οποία, με την 4665/11.3.2002 πράξη, διαβιβάσθηκε
από την Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης στην 16η Διεύθυνση Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών και επεστράφη σε αυτήν με το 11288/ΕΜΠ.54/ΔΕ-Β/22.4.2002 έγγραφο
της Διευθύνσεως Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, δεν δόθηκε καμία απάντηση στην
αιτούσα. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.
Θεσσαλονίκης όφειλε να αποφανθεί επί του αιτήματος χορηγήσεως φωτοαντιγράφων των
προαναφερόμενων εγγράφων εντός μηνός από την υποβολή του σε αυτήν, με την άπρακτη πάροδο
της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας συντελέσθηκε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης
ενέργειας της Διοικήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ.4 του κωδ. π.δ.18/1989.
Συνεπώς, όπως βασίμως ζητείται εμμέσως με την ασκηθείσα στις 18.4.2002 υπό κρίση αίτηση,
πρέπει να ακυρωθεί η από 29.3.2002 παράλειψη της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης να επιληφθεί
και, κατ’ ακολουθίαν, να αποφανθεί επί της υπ’ αρ. πρωτ: 4665/28.2.2002 αιτήσεως της ήδη
αιτούσης.

 6. Επειδή, το άρθρο 26 του ν.1882/1990 “Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής,
διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία…” (Α΄ 43), όπως τροποποιήθηκε και
συμπληρώθηκε (άρθρα 9 παρ.3 του ν.2503/1997, Α΄ 107, 25 παρ.1-4 του ν.2648/1998, Α΄ 238
και 18 παρ.1,2 του ν.2753/1999, Α΄ 249), και οι διατάξεις της, βάσει της εξουσιοδοτήσεως
των παρ. 1,3 και 4 του εν λόγω άρθρου 26, εκδοθείσης 1109793/6134-11/0016/1999 αποφάσεως
του Υφυπουργού Οικονομικών (Β΄ 2134) προβλέπουν την, κατόπιν αιτήσεως του
ενδιαφερομένου, έκδοση από την οικεία Δ.Ο.Υ. δημόσιου εγγράφου, του οποίου η προσκόμιση
αποτελεί, κατά το άρθρο 1 της υπουργικής αυτής αποφάσεως, αναγκαία προϋπόθεση για τη
διενέργεια των αναφερομένων στο άρθρο αυτό συναλλαγών και δικαιοπραξιών, ως
“αποδεικτικού ενημερότητας” για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο φυσικών
και νομικών προσώπων, τα οποία έχουν καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο, με
αναστολή πληρωμής ή με διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, τις υφιστάμενες από οποιαδήποτε
αιτία μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες
οφειλές τους προς το Δημόσιο, καθώς και τις υπερβαίνουσες ορισμένο χρηματικό ποσό
βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές προς πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοικήσεως (δήμους, κοινότητες και νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις) και επιπλέον
έχουν υποβάλει τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, αποδόσεως φόρου
προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και παρακρατούμενου φόρου μισθωτών υπηρεσιών (βλ. άρθρα 26
παρ.1,3,6 του ν.1882/1990 και 1, 4, 5, 9 της Υ.Α.). Περαιτέρω, στη διάταξη του δευτέρου
εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 26 του ν.1882/1990, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 18
παρ. 3 του ν. 2753/1999 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως, κατ’ επίκλησή της,
της προσβαλλόμενης 4028/19.2.2002 πράξεως, ορίζονται τα εξής: “Σε ειδικές περιπτώσεις
διασφάλισης σοβαρών συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και
μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. με γραπτή συναίνεση των
Διευθύνσεων Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και Ελέγχου μπορεί να αρνηθεί χορήγηση
αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης
αυτού” (βλ. και την ομοίου περιεχόμενου ρύθμιση που επαναλήφθηκε στο άρθρο 6 παρ. 3 της
προαναφερόμενης 1109793/6134-11/0016/1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών, όπως
ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο).

 7. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 και της κατ’ εξουσιοδότησή
του εκδοθείσης 1109793/6134-11/0016/1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών θεσπίζεται
ο γενικής ισχύος κανόνας της ικανοποιήσεως αιτήματος χορηγήσεως αποδεικτικού
ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο όταν συντρέχουν οι τασσόμενες στις εν λόγω
διατάξεις προϋποθέσεις χορηγήσεώς του (καταβολή ή τακτοποίηση νομίμως των βεβαιωμένων
και ληξιπρόθεσμων οφειλών καθώς και υποβολή των οικείων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος,
αποδόσεως ΦΠΑ και παρακρατούμενου φόρου μισθωτών υπηρεσιών). Κατ’ εξαίρεση του γενικού
αυτού κανόνα, με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 26 του ν.
1882/1990 επιτρέπεται στις περιοριστικώς αναφερόμενες στη διάταξη αυτή ειδικές
περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος ή μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής, κατόπιν συναινέσεως
των οικείων Διευθύνσεων του Υπουργείου Οικονομικών με σχετικά προπαρασκευαστικά έγγραφα,
η άρνηση χορηγήσεως αποδεικτικού ενημερότητας από τον Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ ακόμη και όταν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς του. Με την πρόβλεψη του διοικητικού αυτού μέτρου,
η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 7 εδ. δεύτερο, η οποία ως εισάγουσα εξαιρετική ρύθμιση
είναι στενώς ερμηνευτέα, αποσκοπεί, όπως ευθέως συνάγεται από τη γραμματική διατύπωσή
της, στη διασφάλιση σοβαρών συμφερόντων του Δημοσίου τα οποία διακυβεύονται σε μεγάλο
βαθμό σε περίπτωση οικονομικού εγκλήματος ή μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής. Ο
επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη, με την επίμαχη ρύθμιση, σκοπός ανάγεται σε υπέρτερο
δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην έγκαιρη και αποτελεσματική αποτροπή του κινδύνου
απώλειας δημοσίων εσόδων, με τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων των παραβατών και
τη διασφάλιση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών τους, ώστε να καταστεί δυνατή η
ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου κατ’ αυτών και να αποφευχθεί, εντεύθεν, η
υστέρηση των δημοσίων εσόδων ως απαραίτητου μέσου προς εκπλήρωση από τη Διοίκηση
κρατικών σκοπών και, συνακόλουθα, η δυσχέρανση της εκτελέσεως του κρατικού
προϋπολογισμού, που άγει αναγκαίως σε επιβράδυνση ή ανατροπή της προγραμματισμένης από
τη Διοίκηση δράσεως με ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις (πρβλ. Σ.τ.Ε.
1392/2008, 3438/1998 Ολ.). Ενόψει αυτών, σε συμφωνία προς το άρθρο 5 παρ.1 του
Συντάγματος περί προστασίας της οικονομικής ελευθερίας και τη συνταγματική αρχή της
αναλογικότητας καθώς και το άρθρο 106 παρ.2 του Συντάγματος, κατά το οποίο η ιδιωτική
οικονομική πρωτοβουλία δεν είναι επιτρεπτό να αναπτύσσεται σε βλάβη της εθνικής
οικονομίας, η δε διασφάλιση της τηρήσεως της επιταγής αυτής, με τη λήψη σε επίπεδο
ρυθμίσεως ενδεικνυόμενων μέτρων, αποτελεί έργο του Κράτους, η διάταξη του άρθρου 26 παρ.
7 εδ. δεύτερο του ν. 1882/1990 εισάγει στις προβλεπόμενες από αυτήν ειδικές περιπτώσεις
θεμιτό, κατά το Σύνταγμα, περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας
με τη, συνιστώσα πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση του
ανωτέρω δημοσίου συμφέροντος σκοπού, μη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, που
συνεπάγεται αδυναμία διενέργειας των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 της 1109793/6134-
11/0016/1999 υπουργικής αποφάσεως και σε ειδικές διατάξεις συναλλαγών και δικαιοπραξιών,
για τις οποίες απαιτείται η προσκόμιση του αποδεικτικού. Παράλληλα, κατά τη διάταξη του
άρθρου 26 παρ. 7 εδ. δεύτερο του ν. 1882/1990, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των άρθρων 20
παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το
δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.1
του Συντάγματος, νόμιμη προϋπόθεση για την επιβολή του εξαιρετικού αυτού διοικητικού
μέτρου αποτελεί η προηγούμενη έκδοση διαπιστωτικής πράξεως της οικείας Οικονομικής
Υπηρεσίας, με την οποία προσδιορίζεται ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο η
αποδιδόμενη παράβαση της διαπράξεως οικονομικού εγκλήματος ή μεγάλης εκτάσεως
φοροδιαφυγής, έστω και εάν δεν υπάρχει επακριβής προσδιορισμός του οφειλόμενου ποσού
ώστε να είναι αμέσως δυνατή, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, η έκδοση καταλογιστικής
πράξεως, με την οποία βεβαιώνεται πλέον (εν ευρεία εννοία) η σχετική οφειλή ως δημόσιο
έσοδο. Η διαπιστωτική αυτή πράξη, η οποία αποτελεί ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη,
υπόκειται στα οικεία ένδικα βοηθήματα και προκειμένου ειδικότερα περί φορολογικού χρέους
στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, που κυρώθηκε
με το άρθρο πρώτο του ν. 4125/1960 (Α΄ 202, και μεταφέρθηκε στη δημοτική με το π.δ.
331/1985, Α΄ 116, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 1805/1988,
Α΄ 199), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 63 παρ. 1 και 285 παρ. 1 του,
κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Κατά τη γνώμη της Παρέδρου Β. Κίντζιου, η έκδοση της προαναφερόμενης διαπιστωτικής
πράξεως, η οποία επέχει θέση προσωρινής πράξεως προσδιορισμού της οφειλής μέχρι την
έκδοση της οικείας καταλογιστικής πράξεως μετά την ολοκλήρωση της διεξαχθείσης έρευνας
περί διαπράξεως των ως άνω παραβάσεων και την τήρηση της κατά νόμο διαδικασίας, δεν
αποτελεί αναγκαίο όρο για την επιβολή του διοικητικού μέτρου της αρνήσεως χορηγήσεως
αποδεικτικού ενημερότητας, η διατήρηση, πάντως, του οποίου πρέπει να εκτείνεται εντός
του απολύτως αναγκαίου, κατά τις οικείες συνθήκες, χρόνου και την άρση του οποίου ο
ενδιαφερόμενος δύναται να επιδιώξει δια της διοικητικής ή της δικαστικής οδού. Νόμιμη,
όμως, προϋπόθεση για τη λήψη του εν λόγω μέτρου αποτελεί η ειδικώς, ενόψει των εκάστοτε
συντρεχουσών περιστάσεων, αιτιολογημένη διαπίστωση από τα αρμόδια όργανα της συνδρομής
των υπό του νόμου απαιτουμένων προϋποθέσεων και δη της συνδρομής μείζονος κινδύνου
βλάβης των συμφερόντων του Δημόσιου, που καθιστά επιβεβλημένη την άμεση λήψη του
συγκεκριμένου εξαιρετικού μέτρου σε βάρος του διαπράξαντος οικονομικό έγκλημα ή μεγάλης
εκτάσεως φοροδιαφυγή ή του συμμετέχοντος στη διάπραξη (Ειδικές ρυθμίσεις περί λήψεως του
διοικητικού μέτρου της αρνήσεως χορηγήσεως αποδεικτικού ενημερότητας περιέχουν επίσης οι
διατάξεις των άρθρων 8 του ΚΕΔΕ, ν.δ. 356/1974, Α΄ 90, και 46 παρ. 12 του ν. 3220/2004,
Α΄ 15, όπως ισχύουν, οι δε ειδικές διατάξεις του άρθρου 14 του ν.2523/1997, Α΄ 179, όπως
αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 3296/2004, Α΄ 253, προβλέπουν τη λήψη των
αναφερομένων σε αυτές διοικητικών μέτρων προς “διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου
σε περίπτωση φοροδιαφυγής”).

 8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι με την υπ’ αρ. πρωτ:
4028/15.2.2002 αίτηση προς την Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης η αιτούσα εταιρεία ζήτησε να
της χορηγηθεί αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας προκειμένου να το χρησιμοποιήσει προς
μεταβίβαση Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την
παραδεκτώς προσβαλλόμενη 4028/19.2.2002 απόφαση της Διευθύντριας της ως άνω Δ.Ο.Υ.,
κατόπιν συναινέσεως των Διευθύνσεων Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και Ελέγχου του
Υπουργείου Οικονομικών (βλ. τα 10139/ΕΜΠ-149/11Α-0016/28.1.2002 και ΕΜΠ 14/ΔΕ-
Β΄/21.1.2002 έγγραφα). Η άρνηση χορηγήσεως του αποδεικτικού εχώρησε κατ’ εφαρμογή του
άρθρου 26 παρ.7 εδ. δεύτερο του ν.1882/1990 προς διασφάλιση σοβαρών συμφερόντων του
Δημοσίου, για τον λόγο ότι από διενεργηθέντες ελέγχους διαπιστώθηκε ότι η αιτούσα
εταιρεία, με αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την “εισαγωγή, εξαγωγή, εμπορία γενικώς
(χονδρικώς και λιανικώς) φωτογραφικών, ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών ειδών και αξεσουάρ αυτών
και ασυρματικών συσκευών” με έδρα τη Θεσσαλονίκη, υπέβαλε στην ως άνω Δ.Ο.Υ. εικονικά
φορολογικά στοιχεία, ως αναφερόμενα σε ανύπαρκτες συναλλαγές, και άσκησε παράνομα το
δικαίωμα επιστροφής Φ.Π.Α. εισπράττοντας το ποσό του 1.518.381.494 δραχμών (τελικώς
προσδιορισθέν σε 1.625.978.931 δρχ.) για φερόμενες ως πραγματοποιηθείσες από αυτήν κατά
τις χρήσεις 1998 έως και 2001 εξαγωγές σημαντικών ποσοτήτων φωτογραφικού χαρτιού στη
Βουλγαρία, το οποίο εφέρετο ότι, μεταξύ άλλων “εξαγωγικών” εταιρειών, είχε προμηθευθεί
από τις εταιρείες “….. ……….” και “……. …….”, κύριος προμηθευτής των
οποίων εφέρετο η εταιρεία “….. …….”, με αρχικώς εκτιμώμενη απώλεια εσόδων του
Δημοσίου υπερβαίνουσα το συνολικό ποσό των 10.000.000.000 δρχ. από παράνομη επιστροφή
Φ.Π.Α. στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (βλ. ενδεικτικώς τα έγγραφα 13243/7.9.2001,
18967/ΥΔ5/19.12.2001 και ΕΜΠ:18/17.1.2002 του ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διευθύνσεως Κεντρικής
Μακεδονίας, 2856/24.1.2002 του ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διευθύνσεως Αττικής,
ΕΜΠ:152/13.12.2001 της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και 29948/4.11.2003 της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.
Θεσσαλονίκης με τις απόψεις επί της υποθέσεως). Το επίμαχο, όμως, διοικητικό μέτρο
επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 παρ. 7 εδ. δεύτερο του ν.1882/1990, χωρίς
προηγουμένως να έχει εκδοθεί η, κατά τα ανωτέρω, αποτελούσα νόμιμη προϋπόθεση επιβολής
του διαπιστωτική πράξη. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη 4028/19.2.2002 απόφαση της Διευθύντριας
της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης παρίσταται μη νόμιμη και, για τον αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενο σχετικό λόγο, θα έπρεπε να ακυρωθεί και να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση
και καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της πράξεως αυτής. Κατά τη γνώμη, όμως, της Παρέδρου Β.
Κίντζιου, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό, καθόσον η μη
έκδοση της ανωτέρω διαπιστωτικής πράξεως δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της
4028/19.2.2002 πράξεως, η οποία, περαιτέρω, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη,
απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, αορίστως άλλωστε, προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως.

 9. Επειδή, ενόψει της σπουδαιότητας των τιθεμένων ζητημάτων, το Τμήμα κρίνει ότι η
υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεσή του, κατά το άρθρο 14
παρ. 5 του π.δ. 18/1989, να ορισθεί δε ως εισηγητής ενώπιόν του η Πάρεδρος Β. Κίντζιου
και δικάσιμος η 15.2.2011.

 Διά ταύτα

 Απέχει να αποφανθεί οριστικά.

 Παραπέμπει την υπόθεση στο Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση.