Αριθμός 4023/1998
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 1998 με την εξής σύνθεση: Α. Μαρίνος, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, σε αναπλήρωση του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Ηλ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Π. Ν. Φλώρος, Σ. Ρίζος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Δ. Πετρούλιας, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ελ. Δανδουλάκη, Ειρ. Σάρπ, Χρ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιάς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Γ ι α να δικάσει την από 24 Απριλίου 1991 αίτηση :
τ ο υ Ανδρέα Χρήστου Μανιάτη, κατοίκου Μυστρά Σπάρτης, ο οποίος δεν παρέστη,
κ α τ ά του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 877/1998 παραπεμπτικής αποφάσεως του Δ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η άρνηση της Διοικήσεως να του χορηγήσει “πλήρως και αιτιολογημένη απόφαση απόλυσής του” εκ της θέσεως του φύλακος Αρχαιοτήτων “Μυστρά” κατόπιν της από 21.12.1990 αιτήσεώς του μέσω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σπάρτης ως και τις 1133/10.6.1985 και 825/23.4.1987 αποφάσεις της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης και τις 14015/7.4.1987, 17313/4.5.1987 και 3461/6.1.1987 αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Φ. Αρναούτογλου, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα 6813281, 6813282/1991 της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικά έντυπα 1060337, 2466353).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της κατά τον αιτούντα σιωπηράς απορρίψεως εκ μέρους της Διοικήσεως του από 21.12.1990 αιτήματός του να του χορηγηθούν διάφορα έγγραφα της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης και του Υπουργείου Πολιτισμού σχετικά με την μέχρι 31.3.1987 υπηρεσιακή του σχέση ως φύλακα αρχαιοτήτων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών αναγκών.
3. Επειδή η υπόθεση αυτή που είχε αρχικά εισαχθεί στο Γ Τμήμα, παραπέμφθηκε, με την απόφασή του 4794/1995, στο Δ λόγω αρμοδιότητας. Το Τμήμα αυτό, με την απόφασή του 877/1998, παρέπεμψε στην Ολομέλεια προς επίλυση το ζήτημα του κατά πόσο το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (φ. 150) εφαρμόζεται αναλόγως επί παραπομπής μεταξύ Τμημάτων του Συμβουλίου Επικρατείας.
4. Επειδή, το κωδικοποιητικό της νομοθεσίας περί Συμβουλίου Επικρατείας ΠΔ 18/1989 (φ. 8) προβλέπει, στα άρθρα 7 και 14 παρ. 1 την διαίρεση τούτου σε Τμήματα, με συγκεκριμένες, το καθένα, αρμοδιότητες και ορίζει, ειδικότερα, στο άρθρο 14 παρ. 6 ότι “όταν ένα Τμήμα κρίνει ότι είναι αναρμόδιο@παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο κατά την κρίση του Τμήμα”. Το ίδιο Π. Διάταγμα, στο άρθρο 17 παρ. 4 ορίζει ότι “τα δικόγραφα των ενδίκων μέσων της αίτησης ακυρώσεως και αίτησης αναιρέσεως που ασκούνται από ιδιώτη υπογράφονται μόνο από δικηγόρο . . . Αίτηση ακυρώσεως που υπογράφεται μόνο από τον αιτούντα θεωρείται ότι έχει νομίμως ασκηθεί εφόσον παρίσταται δικηγόρος κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Συμβουλίου”, και στο άρθρο 27, ορίζει ότι “η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο” (παρ. 1) και ότι “για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει αν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο ο διάδικος παραστεί διά πληρεξουσίου δικηγόρου ή δηλώσει αυτοπροσώπως ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου ή προσαχθεί συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το άσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη” (παρ. 2). Εξ άλλου, στο άρθρο 34 του Ν. 1968/1991 (φ. 150) ορίζονται τα εξής : “1. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης, αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό . . . Το αυτό ισχύει και για το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου . . . 2. Οταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατά την προηγούμενη παράγραφο, η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο”.
5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων της νομοθεσίας περί Συμβουλίου Επικρατείας που αναφέρθηκαν, εφόσον κατά την συζήτηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον αναρμοδίου Τμήματος ο αιτών παραστεί με δικηγόρο που διόρισε στο ακροατήριο, η αίτησή του θεωρείται ότι ασκήθηκε νομίμως και αν ακόμη, κατά την νέα συζήτησή της ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος στο οποίο την παρέπεμψε το αναρμόδιο, ο αιτών δεν παραστεί (πρβλ. ΣΕ 4915/1986 – Ολομ., 1621/1988 – Ολομ.). Και ναι μεν, όπως έχει κριθεί (ΣΕ 2530/1997 – Ολομ.), κατά την διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 του Ν. 1968/1991, η τυχόν γενομένη νομιμοποίηση ή παράσταση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους ενώπιον του αναρμοδίου δικαστηρίου δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την συζήτηση υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου αλλά πρέπει να γίνει στο δικαστήριο στο οποίο ως αρμόδιο παραπέμφθηκε η υπόθεση σύμφωνα με την νομοθεσία που διέπει την ενώπιον τούτου διαδικασία, όμως, κατά το γράμμα και την έννοια της ιδίας διατάξεως, αυτή έχει πεδίο εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που το ένδικο μέσο παραπέμπεται από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο, όχι δε και επί παραπομπής μεταξύ δικαστικών σχηματισμών του ιδίου δικαστηρίου, όπως στις περιπτώσεις που ένδικο μέσο παραπέμπεται από αναρμόδιο Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας στο κατά την κρίση του αρμόδιο. Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Σ. Ρίζου, Π. Πικραμμένου και Ν. Ρόζου και του Παρέδρου Γ. Παπαγεωργίου η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και επί παραπομπής μεταξύ Τμημάτων του Συμβουλίου Επικρατείας.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Γ Τμήματος, παρέστη με τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, τον οποίο διόρισε στο ακροατήριο. Κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δ Τμήματος μετά την παραπεμπτική απόφαση 4794/1995 του Γ Τμήματος λόγω αρμοδιότητας, ο αιτών δεν παρέστη. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, εφόσον ο αιτών παρέστη ενώπιον του, έστω και αναρμοδίου, Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ΠΔ 18/1989, η παράσταση αυτή αρκεί για να θεωρηθεί η κρινόμενη αίτηση ως νομίμως ασκηθείσα και να εξετασθεί περαιτέρω παρά την απουσία του αιτούντος κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου Δ Τμήματος.
7. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος που παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, στο Δ Τμήμα.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει το ζήτημα που της είχε παραπεμφθεί.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Δ Τμήμα.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 1998
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας
Α. Μαρίνος Μ. Καλαντζής
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1998.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Β. Μποτόπουλος Μ. Καλαντζής