ΣτΕ 4076/2010, Ολομ, ΕΥΘΕΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ, ΠΑΡΑΔΕΚΤΗ (μειοψ.),ΠΡΟΔΙΚ.ΣΤΟ ΔΕΕ ΕΑΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 4076/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Μ. Βροντάκης, Κ. Μενουδάκος, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδροι, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χρ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 19 Φεβρουαρίου 2004 αίτηση :
των : 1) Παναγιώτη Κ. Θεοδωροπούλου, δικηγόρου, οδός Αγίων Θεοδώρων, αριθμός 2, Αθήνα, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 6082) και διόρισε στο ακροατήριο τη δικηγόρο Αικ. Ψάλτη (Α.Μ. 15040), μετά της οποίας συμπαρίσταται, 2) Δορύλαου Κλαπάκη, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός Όθωνος, αριθμός 4, ο οποίος με την από 2 Μαΐου 2006 έγγραφη δήλωσή του παραιτείται από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης και 3) Σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Νερατζιωτίσης, αριθμός 35, το οποίο παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Αικ. Ψάλτη και Παναγιώτη Θεοδωρόπουλο, που τους διόρισε στο ακροατήριο η Πρόεδρός του Μαρία Παπασυμεών,
κατά των : 1) Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και 3) Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Φοίβο Ιατρέλλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων : 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Lamda Olympia Village Ανώνυμη Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Λαοδικείας, αριθμός 16 και Νυμφαίου [πρώην «Δημοτική Επιχείρηση Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας του Δήμου Αμαρουσίου», η οποία παρέστη με τους δικηγόρους : α) Χρ. Πολίτη (Α.Μ. 2740), β) Φ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310) και γ) Γ. Δελλή (Α.Μ.15582), που τους διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σολωμού, αριθμός 60, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Γιαννόπουλο (Α.Μ. 4399), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν «οι εις το ΦΕΚ Α΄ 302/24.12.2003, υπό το ένδυμα νόμου (3207/03, αρθ. 6), εμπεριεχόμενες πολεοδομικές ρυθμίσεις, ήτοι έγκρισης ρυμοτομικού σχεδίου στον χώρον Ο.Α.Κ.Α. Αμαρουσίου, έγκρισης πράξεων εφαρμογής, άδεια κατασκευής εγκαταστάσεων, καθορισμός χρήσεων, έγκρισης της θέσεως και διατάξεως των κτιρίων διά χαρακτηρισμού της τοιαύτης έγκρισης ως πολεοδομική άδεια και, τέλος, άδεια απ’ ευθείας εκποιήσεως των ακινήτων του Ο.Ε.Κ.».
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 391/2008 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ν. Ρόζο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο των αιτούντων που παρέστησαν και τον πρώτο από τους αιτούντες, ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο του τρίτου αιτούντα, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον εκπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα γραμμάτια 657024 και 670724 σειράς Α).
2. Επειδή, με την παρ. 1α του άρθρου 6 του Ν. 3207/2003 «Ρύθμιση θεμάτων Ολυμπιακής προετοιμασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄302) εγκρίθηκε ρυμοτομικό σχέδιο στον υπερτοπικό πόλο του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθήνας, με τον καθορισμό οικοδομήσιμων χώρων, οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστου χώρου πρασίνου και τη δημιουργία δευτερεύοντος δικτύου πρασίνου αποκλειστικά για πεζούς, τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο με την κατάργηση οικοδομικών τετραγώνων, οδών, κοινοχρήστων χωρών, τη δημιουργία νέων οικοδομικών τετραγώνων και τον καθορισμό οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστων χώρων πρασίνου και χώρου παιδικού σταθμού – αναψυχής – αθλητισμού, όπως οι ρυθμίσεις αυτές φαίνονται στο διάγραμμα κλίματα 1:2000 που θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του οποίου αντίτυπο σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκε με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, με την ως άνω παράγραφο ορίσθηκε ότι η έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου επέχει θέση έγκρισης Πράξης Εφαρμογής για την παραπάνω περιοχή και ότι για τον σκοπό αυτόν, προτάσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 2947/2001 (Α΄ 228) θεωρείται ότι επάγονται όλα τα έννομα αποτελέσματά τους και για την παρούσα ρύθμιση. Ακολούθως, με την παρ. 1β του ως άνω άρθρου 6 καθορίσθηκαν όροι και περιορισμοί δόμησης ανά οικοδομικό τετράγωνο. Στην συνέχεια με την παρ. 1γ προβλέφθηκε ότι στα οικοδομικά τετράγωνα που αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση επιτρέπεται η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων για τη δημιουργία Ολυμπιακού Χωριού Φιλοξενίας των Δημοσιογράφων και ότι «μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στο οικοδομικό τετράγωνο ΟΕΚ 1 επιτρέπονται οι χρήσεις που προβλέπονται στην περ. ε της παρ. 2.3 του Παραρτήματος Α΄ του άρθρου 15 του Ν. 1515/1985 (Α΄ 18), όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2730/1999 (Α΄ 130), με εξαίρεση τις χρήσεις των περιπτώσεων 2, 12, 14, 16, 17, 18 και 19 του άρθρου 8 του από 23.2./6.3.1987 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 166), όπως ισχύει. Στα οικοδομικά τετράγωνα 2 και 3 επιτρέπεται η χρήση αμιγούς κατοικίας. Στο οικοδομικό τετράγωνο 4 επιτρέπεται η χρήση κατοικίας και η χρήση γραφείων. Στο οικοδομικό τετράγωνο 5 επιτρέπεται η χρήση παιδικού σταθμού, αθλητισμού και αναψυχής». Οι ανωτέρω ρυθμίσεις απεικονίζονται σε δύο (2) σχέδια γενικής διατάξεως ολυμπιακής και μεταολυμπιακής χρήσεως σε κλίμακα 1:2000, τα οποία θεωρήθηκαν από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και των οποίων αντίτυπα σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκαν με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στη συνέχεια, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 ορίσθηκε ότι στους πιο πάνω καθοριζόμενους χώρους εγκρίνεται η θέση και η διάταξη των κτιρίων, όπως φαίνονται σε τρία (3) τοπογραφικά διαγράμματα κλίμακας 1:200 και σε ένα (1) τοπογραφικό διάγραμμα 1!500, καθώς και σε τρία (3) διαγράμματα κάλυψης 1:200 και σε ένα (1) διάγραμμα κάλυψης 1:1000, που θεωρήθηκαν από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών (Δ.Ο.Κ.Κ.) του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και των οποίων αντίτυπα σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκαν με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην ίδια παράγραφο ορίσθηκε ότι «η παρούσα έγκριση επέχει θέση αδείας της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής για την εκτέλεση των εργασιών που αφορούν την Ολυμπιακή και μεταολυμπιακή χρήση του έργου» και ότι «οι απαιτούμενες σύμφωνα με τις οικίες προδιαγραφές μελέτες για την εκτέλεση των πιο πάνω εργασιών κατατίθενται στην υπηρεσία που ορίζεται στην παρ. α της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Ν. 2947/2001, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Μελέτες που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού συνεχίζουν να ισχύουν, εφ΄ όσον είναι σύμφωνες με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου». Σε εκτέλεση δε της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 6 Ν. 3207/2003 η εταιρεία «LAMDA OLYMPIA VILLAGE» υπέβαλε στη Δ.Ο.Κ.Κ. με το υπ΄ αριθμ. πρωτ. Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 3275/26.1.2004 έγγραφό της, σε ηλεκτρονική μορφή, τα σχέδια των κατά την παρ. 1γ του ανωτέρω άρθρου 6 κατασκευών ολυμπιακής και μεταολυμπιακής χρήσης του χωριού Φιλοξενίας Δημοσιογράφων στο Μαρούσι 2004. Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται από τους αιτούντες, από τους οποίους ο πρώτος φέρεται ως δημότης του Δήμου Αμαρουσίου και τρίτο αποτελεί σωματείο που κατά το οικείο καταστατικό έχει ως σκοπό την συμβολή στην αναβάθμιση και προστασία του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των κατοίκων του Αμαρουσίου, η ακύρωση «των εις το ΦΕΚ Α΄ 302/24.12.2003, υπό το ένδυμα νόμου (3207/03, αρθ. 6), εμπεριεχομένων πολεοδομικών ρυθμίσεων, ήτοι εγκρίσεως ρυμοτομικού σχεδίου στον χώρον Ο.Α.Κ.Α. Αμαρουσίου, εγκρίσεως πράξεων εφαρμογής, αδείας κατασκευής εγκαταστάσεων, καθορισμού χρήσεων, εγκρίσεως της θέσεως και διατάξεως των κτιρίων δια χαρακτηρισμού της τοιαύτης εγκρίσεως ως πολεοδομικής αδείας και, τέλος, αδείας απ΄ ευθείας εκποιήσεως των ακινήτων του [Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας] Ο.Ε.Κ.», φερομένου ως κυρίου του ανωτέρω Ο.Τ. 1. Στη δίκη παρεμβαίνει με ιδιαίτερα δικόγραφα η ανωτέρω Α.Ε. με την επωνυμία «LAMDA OLYMPIA VILLAGE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» καθώς και ο Οργανισμός Εργατικής κατοικίας (Ο.Ε.Κ.).
3. Επειδή ο δεύτερος των αιτούντων (Δορύλαος Κλαπάκης), με την από 2.5.2006 έγγραφη δήλωσή του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως. Συνεπώς, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί ως προς αυτόν καταργημένη (άρθρο 30 παρ. 1 π.δ. 18/1989, ΦΕΚ 8Α).
4. Επειδή επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 391/20.1.2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του δικαστηρίου τούτου. Σε αυτή, εν όψει του απαραδέκτου της κρινομένης αιτήσεως ως στρεφόμενης κατά διατάξεων τυπικού νόμου οι οποίες περιέχουν ατομικές ρυθμίσεις και, συνεπώς, της αδυναμίας ελέγχου του νόμου αυτού προς κανόνες υπέρτερης τοπικής ισχύος, διατυπώνονται οι εξής τρεις γνώμες ως προς τη δυνατότητα καλύψεως του δημιουργούμενου κατά τον τρόπο αυτό ελλείμματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας από τον διοικητικό δικαστή. Κατά την πρώτη, με την ανωτέρω, στρεφόμενη κατά του τυπικού νόμου αίτηση ακυρώσεως, ελέγχεται η συμφωνία των θεσπιζόμενων με αυτόν ατομικών ρυθμίσεων προς κανόνες υπέρτερης αυτού τυπικής ισχύος, όπως τα άρθρα 20 παρ. 1, 87 παρ. 1, 93 παρ. 1 έως 3 και 95 παρ. 1α και γ και 3 του Συντάγματος και, αν ο σχετικός λόγος περί μη συμφωνίας των εν λόγω ρυθμίσεων προς τους κανόνες αυτούς κριθεί βάσιμος, τότε ακυρώνονται οι επιβαλλόμενες με το νόμο αυτό ατομικές ρυθμίσεις κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εκτέλεσή τους με υλικές ενέργειες ή η τυχόν θέσπιση περαιτέρω ατομικών ρυθμίσεων που έχουν ως προϋπόθεση και έρεισμα τις ακυρωθείσες αυτές ρυθμίσεις. Τούτο δε διότι η προστασία η παρεχόμενη κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα από τον πολιτικό δικαστή δεν είναι ισοδύναμη προς την ακυρωτική απόφαση που εκδίδουν τα διοικητικά δικαστήρια, εφ΄ όσον δεν έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των ατομικών ρυθμίσεων, αλλά μόνον την υπό ορισμένες προϋποθέσεις απαγόρευση της εκτελέσεως υλικών ενεργειών ή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ή την καταβολή αποζημιώσεως, με συνέπεια να μην παρεμποδίζεται η δυνατότητα επιβολής περαιτέρω ατομικών ρυθμίσεων που έχουν ως προϋπόθεση και έρεισμα τη μη δυνάμενη να ακυρωθεί από αυτόν προηγούμενη ρύθμιση. Τούτου έπεται ότι, εν προκειμένω, παραδεκτώς πρέπει να εξεταστεί αν η θεσπιζόμενη με τον επίμαχο νόμο ατομική και αμέσως εφαρμοστέα ρύθμιση, κατά την οποία αυτή επέχει θέση οικοδομικής άδειας, χωρίς να καταλείπεται έτσι στάδιο εκδόσεως διοικητικής πράξεως, είναι σύμφωνη προς κανόνες υπέρτερης αυτής νομικής ισχύος. Κατά τη δεύτερη, η επίδικη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί ότι στρέφεται κατά της «σιωπηρής εγκρίσεως» της εκτελέσεως της ατομικής αυτής ρυθμίσεως από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι κατά το Σύνταγμα αρμόδια εξουσία για την εκτέλεση των νόμων. Η σιωπηρή αυτή έγκριση τεκμαίρεται είτε από σχετικά, μεταγενέστερα του νόμου, έγγραφα της Διοικήσεως μη συνιστώντα εκτελεστές διοικητικές πράξεις, πάντως δε από την έναρξη των υλικών ενεργειών εκτελέσεως της ατομικής ρυθμίσεως που περιέχεται στο νόμο. Κατ΄ ακολουθία, ο έλεγχος της νομιμότητας της σιωπηρής αυτής εγκρίσεως που θεσπίζεται με τον τυπικό νόμο οδηγεί στον επιβαλλόμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαστικό του έλεγχο. Τέλος, κατά την τρίτη γνώμη, με την οδηγία 85/337 του Συμβουλίου (EE L 175/15.7.1985), όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες 97/11 του Συμβουλίου (EE L 073/14.3.1997) και 2003/35 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 156/25.6.2003) προβλέπεται ότι προκειμένου για έργα τα οποία εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της, όπως το επίδικο, εκδίδεται άδεια υπό ορισμένους όρους και διαδικασία (άρθρ. 2 επ.), καθώς και ότι κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού πρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις να έχει πρόσβαση σε διαδικασία εξετάσεως, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα των νομικών πράξεων με την οποία επιτρέπονται, κατά τα οριζόμενα από την οδηγία αυτή, τα έργα (άρθρο 10α) και, συνεπώς, αποτελεσματική δικαστική προστασία του αναγνωριζόμενου από την κοινοτική έννομη τάξη δικαιώματός του αυτού, δηλαδή χωρίς να καθίσταται ή άσκησή του πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερής (απόφαση ΔΕΚ 13.3.2007, C- 432/05, Unibet London Ltd κ.λπ.). Το δικαίωμα αυτό, όταν ασκείται ενώπιον του διοικητικού δικαστή, όπως συμβαίνει κατ΄ εφαρμογή της προς συμμόρφωση προς τις ανωτέρω οδηγίες ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 1650/1986, ΦΕΚ 160 Α΄, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄) και οι κατ΄ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες κανονιστικές διοικητικές πράξεις) προσφέρει, σε περίπτωση ευδκιμήσεώς του, δηλαδή εκδόσεως αποφάσεως ακυρωτικής της διοικητικής πράξεως με την οποία εγκρίνεται το έργο, την πλέον αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αν όμως η πράξη με την οποία εγκρίνεται το έργο είναι τυπικός νόμος, όπως δεν απαγορεύεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από το άρθρο 5 παρ. 1 της προαναφερόμενης οδηγίας 85/337, το αυτό δικαίωμα, μη δυνάμενο να ασκηθεί παραδεκτώς ενώπιον του διοικητικού δικαστή με αίτηση ακυρώσεως στρεφόμενη κατά του τυπικού νόμου, μπορεί μεν να ασκηθεί κατ΄ επίκληση του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα ενώπιον του πολιτικού δικαστή πλην προσφέρει στην περίπτωση αυτή προστασία πολύ ελάσσονα της παρεχόμενης από τον διοικητικό δικαστή και μάλιστα στην περίπτωση εφαρμογής της ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 5 η οποία, «περιορίζουσα το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικά» (ΔΕΚ 19.9.2000, C-287/98, Linster). Πρέπει συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή να απευθυνθεί προδικαστικό ερώτημα σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εάν η παρεχόμενη από τον έλληνα πολιτικό δικαστή προστασία συνιστά αποτελεσματική ένδικη προστασία των απονεμομένων στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο δικαιωμάτων. Εν όψει δε της μείζονος σπουδαιότητας των θεμάτων αυτών, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σκέψεως απόφασή του το Ε΄ Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια.
5. Επειδή, μετά την παραπομπή της υποθέσεως στην Ολομέλεια του δικαστηρίου τούτου, κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε., τέως Δ.Ε.Κ.) επελήφθη προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία του απηύθυνε με αποφάσεις του της 27.3 και 31.3.2009 το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Ειδικότερα, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού είχε προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως υπουργική απόφαση με την οποία εχοηγείτο «πολεοδομική άδεια» για την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη οδηγίας, όπως αυτή ισχύει, και η οποία (υπουργική απόφαση) κηρύχθηκε εν εκκρεμοδικία με νομική πράξη έχουσα την ισχύ τυπικού νόμου, μη δυναμένου να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Βελγικού Συμβουλίου της Επικρατείας. Προβλήθηκαν δε λόγοι με τους οποίους αμφισβητείτο τόσο η συνταγματικότητα της νομικής αυτής πράξεως, και για την εξέταση των οποίων μόνο αρμόδιο είναι το Βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο ύστερα από την υποβολή σε αυτό σχετικού ερωτήματος από το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και η ύπαρξη της αναγνωριζόμενης από το άρθρο 10α της ανωτέρω οδηγίας αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι το Βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη συμφωνία της επίδικης νομικής πράξης προς τους κανόνες της οδηγίας αλλά μόνο προς τις διατάξεις του Συντάγματος. Εν όψει αυτών, το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας απηύθυνε με τις ανωτέρω αποφάσεις του σχετικά ερωτήματα προς το Βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά και τα εξής ερωτήματα προς το Δ.Ε.Ε.: α) αν είναι αντίθετο προς τις διατάξεις της οδηγίας νομικό καθεστώς επιτρέπον την έκδοση νομικής πράξεως με ισχύ τυπικού νόμου που να επιτρέπει την εκτέλεση έργου και κατά της οποίας να μην προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος συνεπαγομένου τον έλεγχό της από δικαστήριο, τόσο από ουσιαστικής όσο και από διαδικαστικής απόψεως. Και β) αν επιβάλλεται από το ανωτέρω άρθρο 10α της οδηγίας στα Κράτη-μέλη να θεσπίσουν ενώπιον δικαστηρίου ένδικο βοήθημα συνεπαγόμενο τον ανωτέρω έλεγχο, οιασδήποτε πράξεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επί των ερωτημάτων αυτών ήδη υπέβαλαν ενώπιον του ΔΕΕ τις παρατηρήσεις τους έχοντες προς τούτο δικαίωμα και, εν όψει της προφορικής συζητήσεως, έχει ήδη συνταχθεί η έκθεση ακροατηρίου.
6. Επειδή με τα ανωτέρω ερωτήματα τίθεται το ζήτημα του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου νομικών πράξεων οι οποίες επιτρέπουν την εκτέλεση έργων που εμπίπτουν στην οδηγία 85/337, όπως ισχύει, και οι οποίες, εν αντιθέσει προς άλλες τέτοιες πράξεις, δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του διοικητικού δικαστή και, συνεπώς, να τύχουν του απαιτούμενου από την οδηγία αυτή ελέγχου. Δεδομένου δε ότι με την παραπεμπτική 391/2008 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου το αυτό ερώτημα τίθεται και στην παρούσα υπόθεση ως προς την έκταση της προστασίας, η οποία παρέχεται από τον μη διοικητικό (πολιτικό) δικαστή, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως και να εκδικασθεί η υπόθεση μετά την απάντηση του ΔΕΕ επί των υποβληθέντων σε αυτό ερωτημάτων από το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας τα οποία αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, διότι ενδέχεται η απάντηση αυτή να επηρεάσει τη λύση της υποθέσεως. Κατά τη γνώμη των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ, Ιω. Μαντζουράνη και Β. Καλαντζή, της αναβολής της εκδόσεως αποφάσεως για τον ανωτέρω λόγο πρέπει λογικώς να προηγηθεί κρίση του Δικαστηρίου αν, κατά τις κείμενες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, ερμηνευόμενες στα πλαίσια του Συντάγματος, είναι δυνατή η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στις περιπτώσεις που ατομικές κατά περιεχόμενο ρυθμίσεις περιβάλλονται το μανδύα τυπικού νόμου, ο οποίος δεν προσβάλλεται ευθέως παραδεκτώς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (αρ. 95 παρ. 1α του Συντάγματος). Μόνο δε στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά την εθνική νομοθεσία δεν παρέχεται τέτοια προστασία, οφείλει να απευθύνει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα αν τούτο είναι επιτρεπτό κατά το κοινοτικό δίκαιο ή μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση εκκρεμούς υποθέσεως ή την έκδοση οριστικής απόφασης εν αναμονή αποφάσεως του ευρωπαϊκού δικαστηρίου συναφούς ερωτήματος δικαστηρίου άλλου κράτους-μέλους. Εξ άλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας εν Ολομελεία έχει αποφανθεί επί του θέματος αυτού με πρόσφατες αποφάσεις του (Σ.Ε. 3982/2009, σκ. 10 και 3053/2009 σκ. 7).
Διά ταύτα
Καταργεί τη δίκη ως προς το δεύτερο των αιτούντων.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως, κατά το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010.
Ο Πρόεδρος    Η Γραμματέας
 
Π. Πικραμμένος    Ε. Κουμεντέρη