Αριθμός 4161/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαΐου 2012 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Μαρτίου 2006 αίτηση:
των : 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΔΙΑΜΑΝΤΗ Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στα Ιωάννινα (οδός Λ. Τζαβέλα αρ. 15), 2) Βασιλείου Διαμάντη του Σταύρου, κατοίκου Ιωαννίνων (οδός Λ. Τζαβέλα αρ. 15), 3) Μιχαήλ Λάγγαρη του Θωμά, κατοίκου Ιωαννίνων (οδός Κ. Βάρναλη αρ. 22) και 4) Κωνσταντίνου Διαμάντη του Σταύρου, κατοίκου Ιωαννίνων (οδός Σωμάκου αρ. 12), οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Δημοσθένη Γκούντα (Α.Μ. 129 Δ.Σ. Ιωαννίνων), που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Βάϊα Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 446/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1515297-8, 462687, 462689/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α σειράς).
2. Επειδή, η υπόθεση έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β’ Τμήματος, με την από 30-3-2006 πράξη του Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητας.
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται με το από 16-10-2009 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 446/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 731/2002 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία είχε απορριφθεί προσφυγή τους κατά της 82/99/Α’ μερικής/12-7-2001 πράξης επιβολής διαφυγόντων φόρων και πολλαπλών τελών του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας.
4. Επειδή, στο ν. 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (Α 48), ο οποίος, σύμφωνα και με την εισηγητική του έκθεση, εκδόθηκε προς συμμόρφωση (και) προς την Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25-2-1992 «σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης» (L 76/1/23.3.92), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1, ότι «Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης … στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά … και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου», στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας», στο άρθρο 3, ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) καθεστώς αναστολής: το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην παραγωγή, μεταποίηση, κατοχή και κυκλοφορία των προϊόντων που τελούν υπό αναστολή καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, β) φορολογική αποθήκη: κάθε τόπος όπου παράγονται, μεταποιούνται, κατέχονται, παραλαμβάνονται ή αποστέλλονται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή κατά την άσκηση του επιτηδεύματός του προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και τελούν υπό καθεστώς αναστολής, γ) εγκεκριμένος αποθηκευτής: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμβάνει και να αποστέλλει κατά την άσκηση του επιτηδεύματός του, προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και βρίσκονται σε φορολογική αποθήκη υπό καθεστώς αναστολής, δ)…», στο άρθρο 4, ότι «1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση … Θεωρείται ως θέση σε ανάλωση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης: α) κάθε έξοδος, ακόμα και αντικανονική, από καθεστώς αναστολής, β)… », στο δε άρθρο 9, ότι «Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος νόμου, η παραγωγή, η μεταποίηση και η κατοχή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Όταν δεν έχει καταβληθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, τα ανωτέρω πραγματοποιούνται σε φορολογική αποθήκη». Περαιτέρω, ο πιο πάνω νόμος ορίζει στο άρθρο 24 ότι «Αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά στα οποία επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, θεωρούνται: α) η αιθυλική αλκοόλη, β) …», στο άρθρο 61 ότι «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 2 παρ. 2, 62 και 63 παρ. 2, η ενδοκοινοτική κυκλοφορία των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, πραγματοποιείται μεταξύ φορολογικών αποθηκών. … 2. Οι κίνδυνοι της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας καλύπτονται με την παροχή εγγύησης από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή, ο οποίος προβαίνει στην αποστολή ή κατά περίπτωση με παροχή εγγύησης από τον αποστολέα και το μεταφορέα ή τον παραλήπτη. … 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 67, η ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή, ο οποίος πραγματοποίησε την αποστολή και ενδεχομένως του μεταφορέα, λήγει μόνο με την απόδειξη παραλαβής των προϊόντων από τον παραλήπτη, που γίνεται με την προσκόμιση του θεωρημένου αντιτύπου του συνοδευτικού εγγράφου που προβλέπεται από το άρθρο 64 και επόμενα. 4. …», στο άρθρο 64 ότι «1. Ανεξάρτητα από τη χρησιμοποίηση μηχανοργανωμένων διαδικασιών, κάθε αποστολή ή παραλαβή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος νόμου και κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής του φόρου μεταξύ των εδαφών των κρατών μελών, … συνοδεύονται από διοικητικό ή εμπορικό έγγραφο που συντάσσει ο αποστολέας … 3. Στις περιπτώσεις που ο παραλήπτης δεν είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής ή εγγεγραμένος επιτηδευματίας και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 63, το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση-βεβαίωση πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο κράτος μέλος προορισμού ή της τήρησης όλων των διατυπώσεων που εξασφαλίζουν την είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης. … 5. Το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με βάση το οποίο ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές από τους ενδιαφερόμενους για τα προϊόντα που αποστέλλονται και παραλαμβάνονται, συντάσσεται σε πέντε αντίτυπα, τα οποία προορίζονται: -ένα αντίτυπο για τον αποστολέα, – ένα αντίτυπο για τον παραλήπτη, – ένα αντίτυπο που πρέπει να επιστραφεί στον αποστολέα για την εκκαθάριση, – ένα αντίτυπο για την αρμόδια αρχή της χώρας προορισμού, – ένα αντίτυπο για την αρμόδια αρχή της χώρας αποστολής. Το αντίτυπο που επιστρέφεται στον αποστολέα για την εκκαθάριση θεωρείται από την αρμόδια αρχή του εσωτερικού της χώρας. Η επιστροφή από τον παραλήπτη του αντιτύπου αυτού θα γίνεται μέσα στο πρώτο 15θήμερο του επόμενου μήνα από την παραλαβή των προϊόντων … », στο άρθρο 65 ότι «1. … 2. … 3. Σε περίπτωση μη τακτοποίησης του καθεστώτος αναστολής ο αποστολέας υποχρεούται εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων να ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του εσωτερικού της χώρας. … » και στο άρθρο 67 ότι «1. Αν κατά τη διάρκεια της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας των προϊόντων των άρθρου 1 διαπραχθεί στο εσωτερικό της χώρας παρατυπία ή παράβαση, η οποία καθιστά απαιτητό τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο φόρος αυτός βεβαιώνεται και εισπράττεται από την αρμόδια αρχή και βαρύνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει εγγυηθεί την πληρωμή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 61, με την επιφύλαξη άσκησης ποινικής δίωξης, όταν στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα. … 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 4, όταν τα προϊόντα που αποστέλλονται σ’ άλλα κράτη μέλη δεν φθάσουν στον προορισμό τους, αλλά δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία ή η παράβαση, θεωρείται ότι αυτή διαπράχθηκε στο εσωτερικό της χώρας. Η αρμόδια αρχή προβαίνει στην είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης με βάση τα ποσά ή ποσοστά που ίσχυαν την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων εφόσον εντός 4 μηνών από την ημερομηνία αυτή δεν προσκομισθεί απόδειξη για τη νομιμότητα της ενέργειας ή για τον τόπο όπου διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία. … 5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί τελωνειακού κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. … ».
5. Επειδή, η ελληνική έννομη τάξη αντιμετώπιζε ανέκαθεν ιδιαίτερα αυστηρά την λαθρεμπορία, προκειμένου να την καταστήσει αποτρεπτική για τους ενδιαφερόμενους παρά τα τεράστια κέρδη που συνεπάγεται. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄ 73), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (Α΄ 495), «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον», σύμφωνα δε με την περίπτωση θ΄ της επόμενης παρ. 2, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952 (Α΄ 113), ως λαθρεμπορία θεωρείται και «η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας». Εξ άλλου, με το άρθρο 3 του α.ν. 1514/1950 (Α΄ 240), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1591/1950 (Α΄ 295), προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 89 του Τελωνειακού Κώδικα, βάσει της οποίας το κατά το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα περιγραφόμενο (περιπτωσιολογικώς και εννοιολογικώς) αδίκημα της λαθρεμπορίας χαρακτηρίζεται νόμω και ως τελωνειακή παράβαση, ασχέτως του αν τούτο ήθελε κριθεί ή μη υπό των ποινικών δικαστηρίων αξιόποινο. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή της παρ. 2 του άρθρου 89 «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται … η καθ΄ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950 προστέθηκαν παρ. 3 και 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, στις οποίες, όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (Α΄ 337), ορίζεται αντίστοιχα ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων εν συνόλω, δια πάντας τους συνυπαιτίους» και ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Εν όψει του νομοθετικού αυτού καθεστώτος, καθώς το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 94 παρ. 1 ότι «στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει….» και στο άρθρο 96 παρ.1 ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι», γίνεται παγίως και ανεξαιρέτως δεκτό ότι επί λαθρεμπορίας, το Σύνταγμα ανέθεσε λόγω εξειδικεύσεως την επίλυση των μεν διαφορών από πράξεις της τελωνειακής αρχής στα διοικητικά δικαστήρια, των δε ποινικών στα ποινικά. Ελλείψει, μάλιστα, διατάξεως αντίστοιχης του άρθρου 94 παρ. 3, που κατ’ εξαίρεση επιτρέπει, σε ειδικές περιπτώσεις να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών στα πολιτικά, η εν λόγω υπαγωγή των επιμάχων διαφορών στα διοικητικά και ποινικά δικαστήρια αντίστοιχα είναι αποκλειστική. Εξ άλλου, το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97), υπό τον τίτλο «Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων», ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη» (ΣΕ 2067/2011 7μ.).
6. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (ΣΕ 990/2004 Ολ., 2067/2011 7μ. κ.α.), οι μνημονευθείσες διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του.
7. Επειδή, αφ’ ετέρου, η Ελλάδα, η οποία είχε κυρώσει με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κύρωσε με τον ν. 1705/1987 (Α΄89) και το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλό της, που,– με διάταξη ανάλογη του άρθρου 57 παρ. 1 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, Α΄121), κατά το οποίο «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός»,– στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».
8. Επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο, κατά το άρθρο 19 της ΕΣΔΑ, έχει συσταθεί προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των συμβαλλομένων Κρατών προς τις υποχρεώσεις τους και το οποίο έχει, κατά το άρθρο 32 της ΕΣΔΑ, δικαιοδοσία σε όλα τα θέματα που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, ερμηνεύει την διάταξη αυτή με τρόπο ανάλογο εκείνου του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται σε «κατηγορία ποινικής φύσεως». Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε Κράτος των υποχρεώσεών του, μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που, ως εκ της φύσεώς τους, είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, όπως π.χ. σε διοικητικές, έκρινε ότι η ένταξη μιας κύρωσης στην ύλη του διοικητικού δικαίου κατά την εσωτερική έννομη τάξη, δεν αρκεί για να αποκλείσει την υπαγωγή της στις “κατηγορίες ποινικής φύσεως” κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Προς τούτο χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά και ως «κριτήρια Engel» (από την απόφαση αρχής του ΕΔΔΑ της 8 Ιουνίου 1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, σκ. 85, Series A no. 22), το αν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, την φύση της παραβάσεως και, τέλος, την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κυρώσεως που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος. Με βάση αυτά, ενέταξε στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 24.9.1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, 93/1996/712/909), κάτι που αποδέχθηκε και η νομολογία του Δικαστηρίου τούτου (ΣΕ 689/2009 7μ.), έστω και αν τα πολλαπλά τέλη, ως απλές οικονομικές κυρώσεις, δεν έχουν, ανεξαρτήτως του ύψους τους, τον ατιμωτικό χαρακτήρα των στερητικών της ελευθερίας κυρώσεων που, πράγματι, δικαιολογεί μια τέτοια κρίση. Στην συνέχεια, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι η έννοια της ποινικής διώξεως ή καταδίκης στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου είναι αντίστοιχη της έννοιας της κατηγορίας ποινικής φύσεως του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και, συνεπώς, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή τα κριτήρια Engel, διευρυμένα ώστε να περιλαμβάνουν και το κατά πόσο ένα μέτρο επιβάλλεται ως επακόλουθο ποινικής καταδίκης και των διαδικασιών λήψεως και επιβολής του μέτρου (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 11.12.2007, Haarvig κατά Νορβηγίας, 11187/05, υπό κεφ. Β’). Ένας ειδικότερος προβληματισμός που αναπτύχθηκε στους κόλπους του ΕΔΔΑ σε σχέση με το πότε συντρέχει η «ίδια παράβαση», κατέληξε με την απόφασή του σε μείζονα σύνθεση της 10.2.2009, Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/03, σκ.82-84, καθώς και την απόφαση της 16.6.2009, Ruotsalainen κατά Φινλανδίας, 13079/03,σκ. 49 επομ., ότι υφίσταται ταυτότητα αδικημάτων, όταν πρόκειται για ταυτόσημα ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά, στα οποία εμπλέκεται ο ίδιος δράστης και τα οποία έχουν ενότητα τόπου και χρόνου, ανεξάρτητα από το νομικό τους χαρακτηρισμό (ΣΕ 2067/2011 7μ).
9. Επειδή, η εφαρμογή της νομολογίας αυτής του ΕΔΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη οδηγεί σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Έτσι, όταν οι δυο διαδικασίες, διοικητική και ποινική, κινούνται η μια κατά νομικού προσώπου, και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του, έστω και αν πρόκειται για την ίδια ουσιαστικά επιχείρηση, δεν υπάρχει για το ΕΔΔΑ κανένα απολύτως πρόβλημα, αφού τυπικά πρόκειται για δυο διακεκριμένα πρόσωπα (βλ. ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, 29829/2005). Όταν, όμως, οι δυο διαδικασίες κινούνται κατά του αυτού φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά το ΕΔΔΑ, τίθεται θέμα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τούτου. Γιατί οι δυο διαδικασίες δεν εμποδίζονται μεν να κινηθούν παράλληλα, όμως, η πρώτη που οριστικοποιείται, οποιαδήποτε, καθιστά επιβεβλημένη την ακύρωση της άλλης λόγω παραβάσεως της αρχής non bis in idem. Όταν, λοιπόν, το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτήν, είτε, έστω την συνεκτιμήσει, αλλά, εκ τούτου και μόνο, να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές. Αντίστοιχα, όταν το ποινικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, οφείλει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εκ τούτου και μόνο, να παύσει την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι, για το ΕΔΔΑ, το σύστημα που έχει κατά νουν ο έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα πρέπει, κατά την βούλησή του, να υπάρξει ένα εξ αρχής νέο, στο οποίο όλες οι κυρώσεις, διοικητικές και ποινικές, να επιβάλλονται από ένα μόνο δικαστήριο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό αφού, μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το Σύνταγμα, ελλείψει διατάξεως αντίστοιχης εκείνης του 94 παρ. 3, στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη (ΣΕ 2067/2011 7μ.).
10. Επειδή, είναι μεν αναμφισβήτητο ότι η αρχή του non bis in idem έχει πεδίο εφαρμογής όταν ο πολίτης, που εύλογα πιστεύει ότι κατόπιν μιας αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως έληξε οριστικά η δικαστική του εμπλοκή, βρίσκεται ξαφνικά και πάλι αντιμέτωπος με νέα, αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει, ώστε να τίθεται ζήτημα καταπατήσεως των ανθρώπινων δικαιωμάτων του, και όταν αυτός εξ αρχής γνωρίζει ότι, λόγω του θεσπισμένου δικονομικού συστήματος, ένα μέρος της ευθύνης του θα κριθεί από ένα κλάδο δικαστηρίων, και ένα άλλο από άλλο, όπως επί τόσες δεκαετίες συμβαίνει στην Ελλάδα. Περαιτέρω, εφ’ όσον το ρητό γράμμα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε «ποινική» καταδίκη και δίωξη και σε «ποινική δικονομία» των Κρατών, η Ελλάδα, προσχωρώντας σε αυτό και αποβλέποντας στο γράμμα της σχετικής διατάξεως, ανάλογης, όπως αναφέρθηκε, της ρυθμίσεως του άρθρου 57 παρ. 1 της Ποινικής της Δικονομίας, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μέσω μιας συνεχώς σε βάθος χρόνου εξελισσομένης νομολογίας του ΕΔΔΑ, αναλάμβανε διεθνείς δεσμεύσεις αντίθετες σε πάγια ριζωμένες νομικές της παραδόσεις και στο ίδιο της το Σύνταγμα, όταν, μάλιστα, η διάταξη αυτή δεν έχει διατύπωση και σκοπό που συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με το αναφερόμενο στο δικαίωμα για χρηστή απονομή της δικαιοσύνης άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η οποία θεσπίσθηκε σε άλλο χρονικό σημείο. Έστω, λοιπόν, και αν η ΕΣΔΑ έχει αναθέσει στο ΕΔΔΑ την ερμηνεία της, δεν είναι προφανές ότι η, εξ αγαθής, ασφαλώς, προαιρέσεως τούτου, διορθωτική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό της, την στιγμή, μάλιστα, που η Ελλάδα, η οποία έχει θεσπίσει από το 1950 την νομοθεσία που αναφέρθηκε, ασφαλώς δεν την θέσπισε για να αποφύγει τις προς το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο διεθνείς υποχρεώσεις της, το οποίο υπέγραψε 35 χρόνια μετά, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΕΔΔΑ ύστερα από 20 ακόμη χρόνια. Άλλωστε, η διατύπωση αποφάσεων του ίδιου του ΕΔΔΑ, όταν αυτό έχει ασχοληθεί με την ελληνική νομοθεσία και, ειδικότερα, η αποφυγή κάθε σχετικής επισημάνσεως αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν υπάρχει σχετική αντίθεσή της προς την επίμαχη διάταξη (αποφάσεις της 11.1.1997, Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, σκ. 30 και της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, σκ. 36). Εν πάση περιπτώσει, και αν, ακόμη, είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΕΔΔΑ όπως διευκρινίσθηκε τελικά με την απόφαση Zolotukhin, πρέπει, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στην εσωτερική έννομη τάξη βάσει της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει τις υποθέσεις που δημιουργούνται μετά την διαμόρφωσή της, και όχι πριν από αυτήν. Και αυτό, αφ’ ενός για να δίνεται στα Κράτη η δυνατότητα προσαρμογής της νομοθεσίας, ενδεχομένως δε και του Συντάγματός τους προς την εκάστοτε εξελισσομένη νομολογία του ΕΔΔΑ που, στην προκειμένη περίπτωση, καταλύοντας το ερειδόμενο σε διαφορετικές αντιλήψεις σύστημα του έλληνα νομοθέτη, καταστρέφει εντελώς τον αποτρεπτικό για την λαθρεμπορία στόχο του με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφ’ ετέρου δε για να αποφευχθούν εντελώς συμπτωματικές, άνισες, λύσεις και να μην δίνεται σε ενδεχόμενους δράστες λαθρεμπορίας, η δυνατότητα, κατ’ επίκλησή της, να διαφεύγουν τις κυρώσεις που τους επιφυλάσσει μια νομοθεσία, την οποία από μακρού γνωρίζουν. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, γιατί θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ.1 του Συντάγματος. Πράγματι, εφ’ όσον, κατά τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το διοικητικό δικαστήριο που διαπιστώνει ότι έχει υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου υποχρεούται εκ τούτου και μόνο να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές, το δε ποινικό δικαστήριο, σε ανάλογη περίπτωση, να παύσει εκ τούτου και μόνο την ποινική δίωξη, η διάταξη αυτή του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, έτσι εφαρμοζομένη, καταλήγει κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Και ναι μεν η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της έχουν στο ελληνικό δίκαιο, όπως κάθε διεθνής σύμβαση, την υπερνομοθετική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυτό όμως ούτε ορίζει, ούτε αφήνει να νοηθεί ότι έχουν και υπερσυνταγματική ισχύ. Έτσι, μπορεί μεν εύλογα τα Κράτη που υπογράφουν μια διεθνή σύμβαση να περιμένουν την τήρησή της εκ μέρους των λοιπών συμβαλλομένων Κρατών υπό την έννοια ότι αυτά δεν θα μπορούν να αντιτάξουν τα συντάγματά τους, όμως, από καμία διάταξη του Συντάγματος δεν συνάγεται ότι ο έλληνας δικαστής μπορεί να το παραμερίσει χωρίς να εξέρχεται του πλαισίου των υποχρεώσεων που του διαγράφουν τα άρθρα 87 παρ. 2 («Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος») και 93 παρ. 4 («Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»), τούτο δε έστω και αν η στάση του έχει ως συνέπεια να τεθεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης της Ελλάδας. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ εν προκειμένω (ΣΕ 2067/2011 7μ.).
11. Επειδή, περαιτέρω, η ΕΣΔΑ ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 2 ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, δέχεται παγίως ότι δικαστικές αποφάσεις που έπονται της τελεσίδικης αθωώσεως κατηγορουμένου δεν πρέπει να την παραβλέπουν ηθελημένα, έστω και αν εχώρησε λόγω αμφιβολιών (απόφαση της 27.9.2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04). Και ναι μεν, κατά το ΕΔΔΑ, σκοπός τούτου δεν είναι να εξετάσει τον βαθμό δεσμεύσεως των διοικητικών δικαστηρίων από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, καθώς, κατ’ αυτό, η ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 37 της ως άνω αποφάσεως), καταλήγοντας, πάντως, στην κρίση ότι υπάρχει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας όποτε το διοικητικό δικαστήριο δεν ακολουθεί προηγούμενη αθωωτική απόφαση του ποινικού, κατ’ ουσίαν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο. Θα πρέπει, συνεπώς, να ακυρώσει την σχετική διοικητική πράξη. Όμως, η νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ, που έχει διαμορφωθεί σε περιπτώσεις που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια συμπεριφορά η οποία είτε συνιστά διακεκριμένη διοικητική και ποινική παράβαση που, καταστρωμένη στην νομοθεσία υπό διάφορες προϋποθέσεις, κολάζεται αυτοτελώς, και διοικητικά και ποινικά, όπως σε ένα πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα ή σε μια παράβαση του ΚΟΚ και του Ποινικού Κώδικα, είτε, αν δεν αποτελεί διοικητική παράβαση, πάντως, εντάσσεται σε σχετική διοικητική διαδικασία, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια μόνο παράβαση η οποία, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα ελεγχόμενο από τον ποινικό δικαστή, και διοικητική παράβαση, ελεγχόμενη από τον διοικητικό, όπως η λαθρεμπορία κατά τις ως άνω διατάξεις του ελληνικού δικαίου, γιατί τότε απορροφάται από το ζήτημα που κατ’ εξοχήν προτάσσεται, το κατά πόσο έχει ή όχι πεδίο εφαρμογής η αρχή non bis in idem. Πάντως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, θεωρηθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση υπό την έννοια ότι αποκλείει στο διοικητικό δικαστήριο να την λύσει διαφορετικά από ό,τι το ποινικό, θα αντέβαινε και αυτό προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι θα κατέληγε κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη (ΣΕ 2067/2011 7μ., 4506/2011 7μ., 62/2012 7μ.).
12. Επειδή, με το υπόμνημα που κατέθεσαν μετά τη συζήτηση, μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε προς τούτο, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το εξής προδικαστικό ερώτημα: «σε περίπτωση σύγκρουσης εθνικού Συντάγματος με τα άρθρα 48 παρ. 1 και 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατισχύει το εθνικό Σύνταγμα ή ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.;». Εν όψει, όμως, του ότι οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 (C 303/2007), το νομικό κύρος του οποίου αναγνωρίζεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 της Συνθήκης της Λισσαβώνας (ν. 3671/2008, Α’ 129, άρθρο πρώτο), τέθηκαν σε ισχύ από 1-12-2009, ήτοι μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προεχόντως για τον λόγο αυτό δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής του πιο πάνω προδικαστικού ερωτήματος.
13. Επειδή, εξ άλλου, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίζοντας ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», χωρίς ανάλογη πρόβλεψη και για τις αθωωτικές, ρυθμίζει διαφορετικά το ζήτημα της δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Έχει ήδη κριθεί (ΣΕ 2067/2011 7μ.) ότι, καθώς το ποινικό δικαστήριο, για να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση, πρέπει να είναι απολύτως σίγουρο για την ενοχή του δράστη, ενώ, για να καταλήξει σε αθωωτική απόφαση, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να έχει τον αυτό βαθμό βεβαιότητας, εφόσον μπορεί και να τον αθωώσει ελλείψει σχετικών αποδείξεων, η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί τη ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. υπό την έννοια ότι, κατά το μέρος που η σχετική διάταξη δεν αναφέρεται και σε αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, αυτή δεν αντίκειται στην απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) και άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αρχή της ισότητας των διαδίκων. Αλλά και, γενικότερα, οι αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ακόμη και όταν οφείλονται στο ότι αυτά πείσθηκαν για την αθωότητα του κατηγορούμενου, δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες με τις καταδικαστικές, ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης των παραπάνω αρχών και διατάξεων. Πιο συγκεκριμένα, καθώς οι καταδικαστικές κρίσεις των ποινικών δικαστηρίων καταλήγουν στην επιβολή στερητικών της ελευθερίας κυρώσεων, οι οποίες διακρίνονται για τον ατιμωτικό τους χαρακτήρα, ο νομοθέτης, που διαφυλάσσει στα πλαίσια μόνης της Ποινικής Δικονομίας τον τρόπο αναθεώρησής τους με επανάληψη της σχετικής διαδικασίας (βλ. άρθρα 525 επ. ΚΠΔ), θεωρεί εύλογα ανεπίτρεπτο να τίθενται, έστω και έμμεσα, υπό αμφισβήτηση στα πλαίσια μιας διοικητικής δίκης, η οποία, έστω και αν αφορά την επιβολή σημαντικού ύψους οικονομικών κυρώσεων, όπως τα πολλαπλά τέλη, πάντως, τέτοιο χαρακτήρα δεν προσλαμβάνει. Αντίθετα, σε σχέση με τις αθωωτικές κρίσεις των ποινικών δικαστηρίων, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτά πείσθηκαν για την αθωότητα του κατηγορούμενου, αντίστοιχος λόγος δεν υπάρχει. Άλλωστε, και αν ακόμη η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., κατά το μέρος που δεν αναφέρεται και στις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων που αθωώνουν τον κατηγορούμενο για το λόγο ότι πείσθηκαν ότι είναι αθώος, ήταν αντισυνταγματική, το γεγονός αυτό δεν θα είχε ως αποτέλεσμα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της, εξαιρετικής ως εκ της φύσεώς της, και στην περίπτωση των εν λόγω αθωωτικών αποφάσεων, παρά το ανίσχυρο αυτής με την έννοια ότι ούτε από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη θα δεσμεύονταν τα διοικητικά δικαστήρια. Συνεπώς, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορούμενου από τα ποινικά δικαστήρια δεν αποκλείει την -κατόπιν συνεκτίμησης της αθώωσης του αυτής- αιτιολογημένη διαφορετική κρίση στα πλαίσια της διοικητικής δίκης επί επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, ο οποίος υποστήριξε ότι η ρύθμιση του ανωτέρω άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται μόνον από τις αμετάκλητες καταδικαστικές και όχι και από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, παραβιάζει την απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) αρχή της ισότητας των διαδίκων, κατά το μέρος που αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες ο κατηγορούμενος αθωώνεται όχι απλώς διότι δεν αποδείχθηκε ότι διέπραξε το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα (λόγω αμφιβολιών, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής in dubio pro reo), αλλά διότι αποδείχθηκε ότι δεν το διέπραξε (λόγω ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική του υπόσταση). Και τούτο διότι η δεύτερη αυτή αθώωση, λόγω ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος, δεν διαφέρει, ως προς τον βαθμό σχηματισμού δικανικής πεποίθησης, από την καταδικαστική απόφαση, εφόσον και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει πλήρης δικανική πεποίθηση του ποινικού δικαστή, στην πρώτη για την ενοχή του κατηγορουμένου και στην δεύτερη για την αθωότητά του. Εφόσον, συνεπώς, δεν υπάρχει διαφοροποίηση, από την ανωτέρω άποψη, στις ως άνω περιπτώσεις αθώωσης και καταδίκης, όπως υπάρχει στην περίπτωση της αθώωσης λόγω αμφιβολιών, στην οποία η αθώωση οφείλεται, αντιθέτως, στην αδυναμία σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης, η διαφορετική μεταχείριση από τον νομοθέτη των αμετάκλητων καταδικαστικών και αθωωτικών, υπό την ανωτέρω έννοια, αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, κατά τρόπο ώστε μόνον οι καταδικαστικές αποφάσεις να δεσμεύουν τα διοικητικά δικαστήρια, δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, αφού πρόκειται για κρίσεις των ποινικών δικαστηρίων που εξήχθησαν υπό όμοιες, από άποψη βεβαιότητας δικανικής κρίσης, συνθήκες. Προς αποκατάσταση δε της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ώστε να δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει υπόθεση επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων λόγω συμμετοχής του σε λαθρεμπορία όχι μόνον από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αφορά σε κατηγορία περί λαθρεμπορίας κατά του ίδιου προσώπου βάσει των ίδιων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, αλλά και από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, στην περίπτωση που η αθώωση του εν λόγω προσώπου δεν οφείλεται στις αμφιβολίες του ποινικού δικαστηρίου για την ενοχή του, αλλά στηρίζεται στην κρίση του ότι αυτός δεν διέπραξε το ποινικό αδίκημα που του αποδίδεται.
14. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 89 παρ. 2, 97 παρ. 3 και 5 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας στοιχειοθετείται, όταν, κατά την εισαγωγή ειδών από την αλλοδαπή ή την εξαγωγή τους από τη Χώρα ή την κατ΄ άλλον τρόπο θέση στην κατανάλωση ειδών βαρυνομένων με δασμούς, τέλη και λοιπά δικαιώματα, το Δημόσιο απολέσει, συνεπεία διαφυγής της καταβολής, τους οφειλόμενους κατά νόμο δασμούς, τέλη και φόρους ή, στην περίπτωση απόπειρας διαφυγής, όταν η απόπειρα θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, αν τελεσφορούσε. Για την επιβολή της προβλεπόμενης από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 89 παρ. 2 και 97 παρ. 3 του Τελωνειακού Κώδικα κύρωσης, δηλαδή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η τέλεση με δόλο των πράξεων ή παραλείψεων που συνιστούν την τελωνειακή παράβαση, δηλαδή απαιτείται η γνώση του τελούντος τελωνειακή παράβαση ή του συμμετέχοντος σε αυτή ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει συμπεριφορά του το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους ανήκοντες σ’ αυτό δασμούς και λοιπές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να σκοπείται από το δράστη ή συνεργό της τελωνειακής παράβασης βλάβη της περιουσίας του Δημοσίου. Η κατά τα ανωτέρω τέλεση των πράξεων ή παραλείψεων και εν γένει ενεργειών πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένα από την τελωνειακή αρχή που επιβάλλει το πολλαπλό τέλος και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τα διοικητικά δικαστήρια. Ωστόσο, δεν απαιτείται να διατυπώνεται κατά τρόπο ειδικό η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου, εφόσον εκ των περιστατικών και λοιπών στοιχείων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει κατά τρόπο ανεπίδεκτο εύλογης αμφισβήτησης ότι συντρέχει και το υποκειμενικό τούτο στοιχείο της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας, ότι δηλαδή ο δόλος ενυπάρχει στα βεβαιούμενα από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά και τις εν γένει συνθήκες που έλαβαν χώρα κατά την τέλεση της τελωνειακής παράβασης (ΣΕ 990/2004 Ολομ., 3005, 3560/2007, 744/2008 κ.α.).
15. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, η εταιρεία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΣΤΑΥΡΟΣ Χ. ΧΑΤΖΗΔΗΜΑΣ Α.Ε.» με έδρα στην Αθήνα (Ευριπίδου 73) ήταν εγκεκριμένος αποθηκευτής και διατηρούσε φορολογική αποθήκη στο Ομορφοχώρι Ν. Λάρισας. Η εταιρεία αυτή εξέδωσε το 438/24-11-1994 τιμολόγιο, αξίας 5.000.000 δραχμών, κατέθεσε δε στο Τελωνείο Λάρισας το 1060/24-11-1994 συνοδευτικό διοικητικό έγγραφο (σ.δ.ε.) για την αποστολή 118 βαρελιών με 20.000 χιλιόγραμμα ένυδρου ή 23.779 λίτρα άνυδρου καθαρού οινοπνεύματος, βαθμού 96ο, στην εταιρεία KEM PRODUCTS HULSOUTSES TW33, 2220 HEIST OPIDEN/BERG, ANTWERPEN-BELGIUM (Αμβέρσα Βελγίου) με καθεστώς αναστολής καταβολής του ε.φ.κ.. Η ίδια εταιρεία κατέθεσε στο Τελωνείο Λάρισας, επίσης, το 6/10-1-1995 σ.δ.ε. για την αποστολή ίσης ποσότητας οινοπνεύματος, βαθμού 96ο, στην προαναφερόμενη βελγική εταιρεία, με το ίδιο καθεστώς αναστολής καταβολής του ε.φ.κ., επισυνάπτοντας σχετικά το 7/10-1-1995 τιμολόγιο, αξίας 5.000.000 δραχμών, καθώς και το 3/10-1-1995 γραμμάτιο είσπραξης. Τη μεταφορά των εμπορευμάτων ανέλαβε, με μεσολάβηση του Αθανάσιου Καραβασίλη, η πρώτη αναιρεσείουσα, με έδρα στα Γιάννενα (Λ. Τζαβέλα 15), διαχειριστής της οποίας κατά το κρίσιμο διάστημα ήταν ο Βασίλης Διαμαντής (2ος αναιρεσείων), σύμφωνα με το 4206/29-6-1989 καταστατικό που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ως προς την πρώτη ποσότητα με μεταφορικό μέσο το ΝΑΝ 9059/Ρ2586 φορτηγό ιδιοκτησίας Βασιλείου και Κωνσταντίνου Διαμαντή (4ου αναιρεσείοντα) κατά ποσοστό 75% και 25%, αντίστοιχα, και οδηγό τον Μιχαήλ Λάγγαρη (3ο αναιρεσείοντα), ως προς δε τη δεύτερη με μεταφορικό μέσο το ΙΒ 8605 φορτηγό ιδιοκτησίας Βασιλείου Διαμαντή και οδηγό τον Αλέξανδρο Διαμαντή. Εκδόθηκαν αντίστοιχα οι από 24-11-1994 και 10-1-1995 διεθνείς φορτωτικές (CMR). Τα αντίτυπα Νο 3 των σ.δ.ε. επιστράφηκαν στο Τελωνείο Λάρισας, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, με υπογραφές και σφραγίδες τόσο της παραλήπτριας εταιρείας όσο και του βελγικού τελωνείου προορισμού. Στις 7-3-1995 γερμανικές τελωνειακές αρχές πληροφόρησαν, με το Ε 383/3-2-1995 έγγραφό τους, την ΕΥΤΕ Αττικής ότι κατέσχεσαν στις 15-12-1994 στο Αμβούργο 118 βαρέλια αιθυλικής αλκοόλης 96ο VOL, με ετικέτες, μεταξύ άλλων, που έφεραν ως αποστολέα την εταιρεία ΧΑΤΖΗΔΗΜΑ και ως παραλήπτη τη βελγική εταιρεία, που είχε αποσταλεί στη Γερμανία στις 15-11-1994, αν και, προφανώς από παραδρομή, αναγραφόταν η μεταγενέστερη ημερομηνία 15-11-1995, με το ΧΑΧ3060/ΧΑ3060-ΑΧ3060/ΕΑΧ3060 φορτηγό, χωρίς τελωνειακά και μεταφορικά έγγραφα. Ακολούθως, οι τελωνειακές αρχές Αμβέρσας, με το ΙΟΡΑ 1243/96/20-4-1998 έγγραφό τους, γνώρισαν στο ΣΔΟΕ Αττικής ότι η βελγική εταιρεία KEM PRODUCTS είχε έδρα στις Βρυξέλλες και όχι στην Αμβέρσα, ουδέποτε είχε παραγγείλει οινόπνευμα στην Ελλάδα, ούτε το χρειαζόταν για τις δραστηριότητές της, η σφραγίδα στα επιστρεπτέα αντίτυπα του σ.δ.ε. δεν ανήκε σ’ αυτήν, οι δε σφραγίδες του Τελωνείου Αμβέρσας ήταν ασαφείς και δεν μπορούσε να διαπιστωθεί η γνησιότητά τους. Περαιτέρω, από την έρευνα που επακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι το ΝΑΝ 9050 ΦΔΧ ρυμουλκό της πρώτης αποστολής βρισκόταν αποχαρακτηρισμένο σε ακινησία από 27-5-1993 μέχρι 19-9-2000 και το ΙΒ 8605 ΦΔΧ ρυμουλκό με επικαθήμενο της δεύτερης είχε αποχαρακτηρισθεί και βρισκόταν σε ακινησία από τις 15-3-1995. Και τα δύο φορτηγά είχαν ενταχθεί στην αναιρεσείουσα μεταφορική εταιρεία με την 5460/15-4-1991 απόφαση και αποχώρησαν το μεν ΝΑΝ 9059 στις 6-10-1993, το δε ΙΒ στις 29-5-1996 (2730/26-3-1991 έγγραφο της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ιωαννίνων). Σύμφωνα δε με την πορισματική αναφορά των τελωνειακών υπαλλήλων Β.Γέωργα και Αλ.Μπαρέκα (82/17-8-1999 πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης ΕΥΤΕ Αττικής), όσον αφορά στην ένδικη πρώτη αποστολή, ο Χρήστος Χατζηδήμας κατέθεσε στις 11-4-1995 ανωμοτί ότι την παραγγελία είχε κάνει με fax κάποιος Αθανάσιος Αναστασίου, τη διαδικασία διεκπεραίωσε ο εκτελωνιστής Βασίλειος Χαύδας, το δε συνάλλαγμα (42.300 DM) εισήγαγε ο Αθανάσιος Καραβασίλης (4604972/30-11-1994 μοναδικό δελτίο δήλωσης εισαγόμενων μετρητών). Ο εκτελωνιστής κατέθεσε στις 30-5-1996 ανωμοτί ότι ο Αθανάσιος Καραβασίλης ζήτησε την πραγματοποίηση της παραπάνω αποστολής αιθυλικής αλκοόλης και αυτός του παρέδωσε το τίμημα. Ο τελευταίος αρνούμενος, με ανωμοτί κατάθεση στις 30-9-1996, κάθε ανάμιξη, παραδέχθηκε ότι το προαναφερόμενο fax ανήκε στον αδελφό του, Δημήτριο Καραβασίλη, ο ίδιος βρισκόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο (25-30/11/1994) στο Αμβούργο, πλήρωσε δε τον εκτελωνιστή για συναλλαγές του θανόντος αδελφού του, Χαράλαμπου Καραβασίλη. Ο δεύτερος αναιρεσείων, διαχειριστής της αναιρεσείουσας μεταφορικής εταιρείας, κατέθεσε στις 21-5-1998 ότι η μεταφορά πρέπει να πραγματοποιήθηκε και η αιθυλική αλκοόλη να παραδόθηκε στο Βέλγιο, δεν προσκόμισε όμως τις διεθνείς φορτωτικές. Ο τρίτος αναιρεσείων, οδηγός Μιχαήλ Λάγγαρης, κατέθεσε στις 8-7-1998 ότι, όταν έφτασε στα σύνορα Γαλλίας-Βελγίου, τηλεφώνησε στην παραλήπτρια εταιρεία, σε τηλέφωνο που του είχε δώσει ο δεύτερος αναιρεσείων, Βασίλειος Διαμαντής, και τώρα δεν το έχει, προχώρησε, κατόπιν εντολών, σε συγκεκριμένο χώρο parking στην Αμβέρσα, απ’όπου τον πήραν και τον οδήγησαν σε αποθήκη στην Αμβέρσα. Εκεί ξεφόρτωσε το εμπόρευμα, του υπέγραψαν το CMR, κράτησαν τα άλλα χαρτιά και αυτός έφυγε. Το υπογεγραμμένο CMR παρέδωσε στον εργοδότη του. Με βάση τα παραπάνω, η τελωνειακή αρχή θεώρησε ότι, όσον αφορά στην πρώτη αποστολή αιθυλικής αλκοόλης με το 1060/24-11-1994 σ.δ.ε., στοιχειοθετήθηκε η αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας, αφού υφίσταντο όλα τα στοιχεία μιας τυπικής εικονικής αποστολής αιθυλικής αλκοόλης, η οποία δεν παραδόθηκε στον προορισμό της αλλά διατέθηκε λάθρα στην εσωτερική κατανάλωση, ως υπαίτιους αυτής δε, μεταξύ άλλων, το δεύτερο αναιρεσείοντα Βασίλειο Διαμαντή, νόμιμο εκπρόσωπο της μεταφορικής εταιρείας και συνιδιοκτήτη του ΝΑΝ 9059 ρυμουλκού, τον τρίτο αναιρεσείοντα Μιχαήλ Λάγγαρη, οδηγό του εν λόγω ρυμουλκού, καθώς και τον τέταρτο αναιρεσείοντα, συνιδιοκτήτη αυτού. Με την ένδικη πράξη τους επέβαλε πολλαπλό τέλος 255.376.809 δρχ. (το τριπλάσιο των εκ δρχ. 85.125.603 διαφυγόντων φόρων), επιμερίζοντάς το, αναλόγως του βαθμού συμμετοχής καθενός υπαιτίου, ως εξής: στο δεύτερο αναιρεσείοντα 63.844.202 δρχ. (25%) ως νόμιμο εκπρόσωπο της μεταφορικής εταιρείας και 9.576.630 δρχ. (3,75%) ως συνιδιοκτήτη του μεταφορικού μέσου, στον τρίτο αναιρεσείοντα 25.537.681 δρχ. (10%) και στον τέταρτο αναιρεσείοντα 3.192.210 δρχ. (1,25%), κήρυξε δε αυτούς αλληλεγγύως υπόχρεους για την εξ ολοκλήρου καταβολή του. Ακόμη, καταλόγισε σε βάρος τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρο τους διαφυγόντες φόρους του αντικειμένου της λαθρεμπορίας, που ανέρχονταν σε 85.125.603 δρχ.. Επίσης, κήρυξε αλληλεγγύως υπόχρεη ως αστικώς συνυπεύθυνη, την πρώτη αναιρεσείουσα για τα ποσά που βάρυναν τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των αναιρεσειόντων, τόσο από την άμεση όσο και από την αλληλέγγυα ευθύνη τους. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι οι αναιρεσείοντες γνώριζαν ότι η αποστολή της αιθυλικής αλκοόλης στο Βέλγιο ήταν εικονική και διατέθηκε, σε συνεργασία με άλλους, στην εσωτερική κατανάλωση χωρίς την καταβολή των αναλογούντων φόρων. Με την έφεσή τους προβλήθηκε ότι η προσφυγή απορρίφθηκε κατά κακή εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά και κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων και αναιτιολόγητα, συγκεκριμένα δε ότι δεν διαπράχθηκε λαθρεμπορία. Οι εκκαλούντες προσκόμισαν σχετικά την 987/2000 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, με την οποία οι Αθανάσιος Καραβασίλης, Βασίλειος Διαμαντής και Μιχαήλ Λάγγαρης κηρύχθηκαν αθώοι της λαθρεμπορίας με την αιτιολογία ότι, όσον αφορά στην επίδικη αποστολή, αποδείχθηκε ότι στις 24-11-1994 τα 118 βαρέλια αιθυλικής αλκοόλης, συνολικής ποσότητας 23.779 λίτρων, εξήχθησαν και δεν κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και, επομένως, δεν στοιχειοθετήθηκε αντικειμενικά το αδίκημα της λαθρεμπορίας και ότι τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι κατασχέθηκαν στις 15-12-1994 στο Αμβούργο. Επεσήμαναν ιδίως την κατάθεση του τελωνειακού υπαλλήλου, Β. Γέωργα, ότι «δεν [ήταν] πεπεισμένος ότι διατέθηκαν στην ελληνική αγορά αφού δεν πιάσαμε ούτε ένα βαρέλι που να προέρχεται από την ποσότητα αυτή». Ακόμη, οι αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι από τα παραστατικά έγγραφα της μεταφοράς και παραλαβής του οινοπνεύματος προέκυπτε ότι πραγματοποιήθηκε η μεταφορά στο εξωτερικό και ότι τα περί πλαστότητας των εγγράφων ήταν αβάσιμα και αναπόδεικτα και προσκόμισαν σχετικά αντίγραφα του προαναφερόμενου σ.δ.ε. και του από 24-11-1994 CMR. To δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντα για πρώτη φορά με το υπόμνημα τα εξής: α) ότι δεν αναγραφόταν στην καταλογιστική πράξη η ειδική μέθοδος επιμερισμού της ευθύνης ενός εκάστου των κηρυχθέντων υπαιτίων της λαθρεμπορίας, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού των φόρων και δασμών ή ο τρόπος μετατροπής των χιλιογράμμων αλκοόλης σε λίτρα κ.λπ., β) ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του ένδικου φόρου είχε παραγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του, κατά τους αναιρεσείοντες, εφαρμοστέου άρθρου 57 παρ. 5 του ν. 2127/1993. Περαιτέρω, με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το δικάσαν διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη του ότι: α) η φερόμενη ως παραλήπτρια βελγική εταιρεία δεν παρήγγειλε ούτε παρέλαβε το οινόπνευμα, οι σφραγίδες της ήταν πλαστές, ενώ δεν διαπιστώθηκε η γνησιότητα των σφραγίδων του βελγικού τελωνείου επί του επιστρεπτέου αντιτύπου Νο 3 του σ.δ.ε. (ΙΟΡΑ 1243/20-4-1998 έγγραφο βελγικών αρχών), β) τα προσκομισθέντα CMR δεν έφεραν ημερομηνία ούτε υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας ενώ το NAN 9059 ρυμουλκό που αναφερόταν στη διασάφηση εξαγωγής της ένδικης μεταφοράς, είχε αποχαρακτηρισθεί πριν από αυτή, στις 27-5-1993, οπότε δεν αποδεικνυόταν η έξοδος του αυτοκινήτου με το συγκεκριμένο φορτίο στο εξωτερικό, γ) η μαρτυρική κατάθεση του τελωνειακού υπαλλήλου Β. Γέωργα στα πρακτικά της 987/2000 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας συνιστούσε αξιολογική κρίση μη συνεπικουρούμενη από άλλα στοιχεία (παραστατικά τελωνειακά, μεταφοράς) ούτε εξηγήθηκε ο τρόπος, με τον οποίο η παραπάνω ποσότητα βρέθηκε στη Γερμανία αντί του Βελγίου και, συνεπώς, δεν δέσμευε το δικαστήριο και δεν αποτελούσε απόδειξη έλλειψης δόλου των αναιρεσειόντων που συναγόταν από συνολική εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας και των συνθηκών τέλεσης της παράβασης, δ) σύμφωνα με την από 8-7-1998 αρχική, πιο κοντά στα γεγονότα και εκτιμηθείσα ως πλέον ανεπιτήδευτη, ιδιαίτερης βαρύτητας και πλέον αληθοφανής κατάθεσή του, ο οδηγός Μιχαήλ Λάγγαρης, κατόπιν τηλεφωνικής επαφής με την KEM PRODUCTS, στις 21-5-1998, δεν θυμόταν το μέρος, τη διεύθυνση, το τηλέφωνο της αποθήκης, όπως και ο Β. Διαμάντης, γεγονός που ενίσχυε την πεποίθηση για προσπάθεια συγκάλυψης στοιχείων από εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, από την αρχή της έρευνας, ε) δεν αποδεικνυόταν, χωρίς άλλο, μόνο από τις ετικέτες ή από τη σύμπτωση των ποσοτήτων ότι η κατασχεθείσα στο Αμβούργο ποσότητα οινοπνεύματος ήταν αυτή του 1060/2004 σ.δ.ε. της πρώτης αποστολής. Έτσι, έκρινε ότι ο δεύτερος αναιρεσείων ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης μεταφορικής εταιρείας και συνιδιοκτήτης του μεταφορικού μέσου που εμφανιζόταν στο σ.δ.ε., περαιτέρω δε ο τέταρτος αναιρεσείων ως συνιδιοκτήτης και ο τρίτος ως οδηγός του μεταφορικού μέσου γνώριζαν και συμμετείχαν στην εικονική αποστολή της ένδικης ποσότητας αφορολόγητου οινοπνεύματος στο Βέλγιο, άσχετα από το αν οργάνωσαν οι ίδιοι ή συμμετείχαν ή όχι στην έκδοση των πλαστών εγγράφων ή ανακριβών βεβαιώσεων εξόδου, με πραγματικό σκοπό τη νομιμοφανή έξοδό του από τη φορολογική αποθήκη χωρίς την καταβολή φόρων και τη διάθεσή του στην εγχώρια αγορά, παρά την επιστροφή εγγράφου που πιστοποιούσε την εξαγωγή, αφού αυτό δεν είχε συνταχθεί νόμιμα από τους τελωνειακούς υπαλλήλους, όπως προέκυψε εκ των υστέρων. Συνεπώς, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι νόμιμα και αιτιολογημένα επιβλήθηκαν με την ένδικη πράξη, πολλαπλά τέλη σε βάρος των αναιρεσειόντων και μάλιστα στο τριπλάσιο των διαφυγόντων φόρων και κηρύχθηκε αστικά συνυπεύθυνη η εταιρεία, απέρριψε δε την έφεση ως αβάσιμη στο σύνολό της.
16. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του Τ.Κ. σχετικά με την είσπραξη τελωνειακών οφειλών, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993, δεν επιδιώκουν ειδικό σκοπό, όπως προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 2 της οδηγίας 92/12, ενώ προϋποθέτουν την ύπαρξη, λειτουργία και διάβαση συνόρων, γεγονός που αντίκειται στα άρθρα 3 παρ. 3, 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 της οδηγίας 92/12, η οποία ιδρύει φορολογική και όχι τελωνειακή ενοχή, έχει δε καθολική εφαρμογή επί των φορολογικών οφειλών που αφορούν προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι σε περίπτωση παραβάσεων κατά την ενδοκοινοτική κυκλοφορία προϊόντων υποκείμενων σε ε.φ.κ. δεν είναι νομικώς νοητή η ύπαρξη κυρώσεων που προϋποθέτουν τελωνειακή ενοχή και ύπαρξη συνόρων μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την ενδοκοινοτική κυκλοφορία των εμπορευμάτων, για το λόγο δε αυτό και η ποινική δίωξη για την κάλυψη κινδύνων από την ενδοκοινοτική κυκλοφορία δεν μπορεί να ασκείται κατά τις διατάξεις περί λαθρεμπορίας αλλά κατά εκείνες περί φοροδιαφυγής. Έσφαλε, συνεπώς, κατά τους αναιρεσείοντες, η αναιρεσιβαλλόμενη, η οποία εφήρμοσε διατάξεις που αντίκεινται τόσο στο πρωτογενές όσο και στο παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ όσον οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 3 της οδηγίας 92/12 προβλέπουν, υπό προϋποθέσεις, τη διατήρηση ή καθιέρωση φορολογικών επιβαρύνσεων. Στην κρινόμενη, όμως, περίπτωση δεν πρόκειται για επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων αλλά για μη αποκλειόμενη από την πιο πάνω οδηγία επιβολή κύρωσης για τη διάθεση στην εσωτερική κατανάλωση προϊόντων υποκείμενων σε φόρους, χωρίς την καταβολή αυτών.
17. Επειδή, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου, με την οποία συνεκτιμήθηκε η 987/2000 ποινική απόφαση, καθώς και η περιεχόμενη στα πρακτικά της κατάθεση του Β. Γέωργα, αιτιολογείται κατ’ αρχήν νομίμως και επαρκώς ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της λαθρεμπορίας, είναι, δε, απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο, χωρίς να πλήσσονται ειδικότερα οι σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης για τη διάθεση της ένδικης ποσότητας στην ελληνική αγορά, προβάλλεται ότι από την αθωωτική αυτή απόφαση αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία της ένδικης παράβασης. Εξάλλου, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται κατ’ αρχήν νομίμως και επαρκώς και ως προς το δόλο των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των αναιρεσειόντων. Και τούτο, διότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού συνεκτίμησε το σύνολο των στοιχείων που επικαλέσθηκαν το Δημόσιο και οι αναιρεσείοντες, με βέβαιη δικανική πεποίθηση έκρινε ότι συνάγεται γνώση τους ότι τα ένδικα εμπορεύματα δεν θα εξέρχονταν από τη χώρα παρά μόνον εικονικά και, συνεπώς, θα διακινούνταν κατά τρόπο ώστε το Δημόσιο να αποστερηθεί τους οφειλόμενους φόρους, στηρίζοντας την κρίση του όχι στην ιδιότητα αυτών αλλά, όπως άλλωστε ρητώς αναφέρει, στη συνολική εκτίμηση των συνθηκών τέλεσης της παράβασης (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις για CMR χωρίς υπογραφή της παραλήπτριας, αποχαρακτηρισμό ρυμουλκού, αδυναμία κατάθεσης του οδηγού αλλά και του εκπροσώπου της μεταφορικής περί του τόπου παράδοσης των εμπορευμάτων), ενώ, εξάλλου, εν όψει όσων εξετέθησαν στις σκέψεις 10 έως 13, νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν θεώρησε ότι δεσμεύεται από την 987/2000 αθωωτική για τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων απόφαση, αλλά την έλαβε υπ’ όψη του και την συνεκτίμησε προς μόρφωση της κρίσεώς του. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, καθώς και οι λόγοι με τους οποίους υποστηρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη, κατά παράβαση των άρθρων 7 παρ. 1 του Συντάγματος, 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 15 παρ. 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ. (ν. 2462/1997, Α 25) δέχθηκε ότι αυτοί ευθύνονταν παρόλο που δεν αποδείχθηκε η πραγματική συμμετοχή τους σε πράξεις, μόνο ως εκ της ιδιότητάς τους, του δεύτερου ως νομίμου εκπροσώπου της μεταφορικής εταιρείας και συνιδιοκτήτη του μεταφορικού μέσου, του τρίτου ως οδηγού αυτού και του τέταρτου (ο οποίος θεωρήθηκε συνυπαίτιος λαθρεμπορικής παράβασης και όχι συνυπεύθυνος κατ’ αρθρ. 109 ΤΚ, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων, και ως προς τον οποίο δεν είχαν προβληθεί ειδικότεροι ισχυρισμοί προσηκόντως, με τα δικόγραφα της προσφυγής ή της έφεσης), ως συνιδιοκτήτη του μεταφορικού μέσου, καθώς και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη κατά παράβαση των ίδιων διατάξεων δέχθηκε αλληλέγγυο ευθύνη της μεταφορικής εταιρείας παρότι δεν υφίστατο συμμετοχή του νομίμου εκπροσώπου της στην ένδικη παράβαση. Τέλος, απαραδέκτως με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων γίνεται επίκληση μη διαδικαστικού εγγράφου, δηλαδή της 37/2002 απόφασης του Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, με την οποία, κατά τους αναιρεσείοντες, οι ανωτέρω αθωώθηκαν αμετάκλητα για χρήση πλαστού εγγράφου (ως ειδικότερο τέχνασμα της λαθρεμπορίας), ως προς την οποία δεν προβάλλεται ότι είχε τεθεί υπόψη των δικαστηρίων της ουσίας (πρβλ. ΣΕ 1522/2010 7μ.).
18. Επειδή προβάλλεται ότι για την απόδειξη του ότι οι επί του επιστρεπτέου αντιτύπου του σ.δ.ε. σφραγίδες της βελγικής εταιρείας ήταν πλαστές ενώ δεν διαπιστώθηκε η γνησιότητα των σφραγίδων του βελγικού τελωνείου, η αναιρεσιβαλλόμενη έλαβε υπόψη, κατά παράβαση των άρθρων 172 και 176 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., το I0PA/96/20-4-1998 έγγραφο των τελωνειακών αρχών Αμβέρσας, το οποίο ήταν σε ξένη γλώσσα, χωρίς μετάφραση, και έτσι δεν έλαβε υπόψη το εν λόγω αντίτυπο ως συστατικό τρόπο απόδειξης της αποστολής των προϊόντων στον προορισμό τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε στηρίξει την κρίση της, μεταξύ άλλων, στο έγγραφο αυτό, δεν προβλήθηκε, παραδεκτώς, λόγος με την έφεση, διατυπώθηκε δε σχετικό παράπονο μόνον, απαραδέκτως, με το υπόμνημα στο εφετείο.
19. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 15 παρ. 4 και 20 παρ. 4 της οδηγίας 92/12 η αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε ως απαράδεκτο ισχυρισμό που προβλήθηκε με το επί της εφέσεως υπόμνημα για επιβολή των ένδικων φόρων μετά την πάροδο τριών ετών από τη σύνταξη του σ.δ.ε., ενώ όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον ισχυρισμός της προσφυγής περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου σε φόρους κατ’ άρθρο 57 παρ. 5 του ν. 2127/1993, είχε απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος με ρητή σκέψη της πρωτόδικης απόφασης, κατά της οποίας δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος με το δικόγραφο της έφεσης αλλά με το υπόμνημα και, συνεπώς, ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτος.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει συμμέτρως στους αναιρεσείοντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου και 11 Οκτωβρίου 2012
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2012.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
1
-1-
./.
./.