ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τεύχος 11/2012, Νοέμβριος ΒΛ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΟΥ
ΣτΕ 4171/2012, Τμήμα Δ’, 7Μ.
Πρόεδρος : Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγητής : Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλος
Νομικοί παραστάτες : Ι. Τασόπουλος, Θεόδωρος Στριλάκος, Αθανάσιος Τσιοκάνης, Πάρεδροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Οκτωβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ’ Τμήματος. Για να δικάσει την από 20 Οκτωβρίου 2010 αίτηση: των : 1) μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΚΟΠΕΡΑΤΙΒΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΟΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (ΚΟΠΕΡΑ¬ΤΙΒΑ ΤΕΧΝΗΣ), που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 57), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ι. Τασόπουλο (Α.Μ. 14858), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 2) Νικολάου Μαραγκόζογλου του Βασιλείου, κατοίκου Αθηνών (Καλλισθένους 36), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 3) Ιωάννη Ξανθόπουλου του Σάββα, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (Αμοργού 35), 4) Ιωάννη Μακρή του Αναστασίου, κατοίκου Ηρακλείου Αττικής (Κέας 9), 5) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΑΦΟΙ ΑΩΡΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΦΕΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΨΥΚΤΗΡΙΟΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (ΛΩΡΑΣ), που εδρεύει στην Αθήνα (Δημ. Σούτσου 7), 6) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΚΑΝΤΙΔΑΚΗ – Κ. ΠΑΙΔΑΡΟΣ – Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Δερβενιών 60), 7) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΠΕΛΕΣΗΣ Μ.-ΤΣΙΜΙΤΑΚΗΣ Η. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Αιόλου 33), 8) Αγλαΐας Αρχοντάκη του Κυριάκου, κατοίκου Χαλανδρίου (Γλαύκης 8), 9) Όλγας Κασμά του Χριστόφορου, κατοίκου Αθηνών (Σπ. Βασιλειάδου 18), 10) Ευστρατίου Νταργάρα του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Πατούσα 4), 11) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΝΑΠΩΤΑΚΗΣ Ι.-ΚΑΡΑΦΛΙΑΣ Γ. Ο.Ε», που εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (25ης Μαρτίου 5), 12) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Κ. ΚΑΚΚΑΒΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανόρμου 115Α), 13) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΤΣΑΤΖΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Ζ. Πηγής 24-26), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 14) Γεώργιου Παπαδάκου του Γερασίμου, κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής (Κυκλάδων 20), 15) Πέτρου Λευκοφρύδη του Κοσμά, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Καραϊσκάκη 53Α), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 16) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΙΚ. ΤΖΑΝΕΤΗ – ΝΕΦ. ΚΑΡΑΒΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής (Αγ. Ιωάννου 23Β), 17) μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 6), 18) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. Φερράρας και Σία Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Λέκκα 14), 19) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Μητρόπουλος Χ. – Καγιαλής Π. – Παναγιώτου Μ. Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Αρκάδων 4), 20) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Πετράκης – Κορολόγου – Αναγνώστου Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Βουλής 7), 21) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΡ. ΓΡΑΤΣΙΑΣ – ΑΝΤ. ΛΙΩΛΗΣ – Κ. ΣΚΟΥΛΗΚΑΡΑΚΗΣ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Ναυαρίνου 11), 22) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Η. ΚΟΡΜΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Παρνασσού 3), 23) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΔΡΟΥΓΑ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Πραξιτέλους 37), 24) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ ΛΑΓΟΥΤΗ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα (Ασκληπιού 39), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 25) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΣΙΑΜΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Πλατεία Καρύτση 10), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 26) Σπυρίδωνα Δραμυτινού του Γεωργίου, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Αετιδών 3), 27) Εμμανουήλ Μελεσσανάκη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών (Ιπποκράτους 71), 28) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Ν. ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε», που εδρεύει στην Πάτρα (Μ. Αλεξάνδρου και Ιερισσού), 29) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ. ΤΖΙΜΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Γρ. Γυφτοπούλου 6), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 30) Δημητρίου Σταθακόπουλου του Αριστείδη, κατοίκου Αθηνών (Μπόχαλη 84), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 31) Σταύρου Κασιώτη του Νικολάου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (Τερψιχόρης 15), 32) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΚΑΦΕ ΜΠΑΡ ΣΚΟΥΦΑΚΗ Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» (ΣΚΟΥΦΑΚΙ ΟΑΡΕ), που εδρεύει στην Αθήνα (Σκουφά 47-49), 33) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Ι. Σπέτσερης και Σία Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κωλέττη 9), 34) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ ΧΡ. -ΚΑΣΤΑΝΑΡΑ ΑΙΚ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 25), 35) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ϋΙΡχΤΥ ΟΙΝΟΕΡν ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (ΩΙΡΠΎ ΟΙΝΟΕΚ), που εδρεύει στην Αθήνα (Τριπτολέμου 46), 36) Χρήστου Παφίλη του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Σεράφη 4-6), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 37) Χαράλαμπου Σαλίπα του Χρήστου, κατοίκου Αθηνών (Εμ. Μπενάκη 37), 38) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Φ. ΓΚΙΖΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Δεκελέων 4), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο | ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 39) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Κ. ΑΑΓΓΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Λέκκα 14), 40) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Δ. Σούτσου 7), 41) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Α. ΠΕΤΡΑΚΗΣ – Ε. ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ – Σ. ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗ – ΤΟ ΜΠΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (ΤΟ ΜΠΡΙΚΙ Ε.Π.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Δορυλαίου 6), 42) Αριστείδη Αθανασόπουλου του Διονυσίου, κατοίκου Αθηνών (Μεθώνης 58), 43) Ανδρέα Σεγδίτσα του Δήμου, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (Ανδρομέδας 36), 44) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Γ. ΜΑΥΡΟΣ – Μ. ΣΚΑΦΤΟΥΡΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Ασκληπιού 45), 45) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΚΑΛΟΥΤΑΣ – Φ. ΓΕΡΑΝΤΩΝΗΣ – Ε. ΓΟΛΕΜΑΤΗ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κωλέττη 4), 46) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΚΑΛΟΥΤΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα (Ασκληπιού 22), 47) Σπυρίδωνος Κογιάννη του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Ασκληπιού 35), 48) Δήμητρας Νατσιούλη του Θωμά, κατοίκου Αθηνών (Μ. Βόδα 45-47), 49) Νικόλαου Κοσσυφίδη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών (Διγενή Ακρίτα 3), 50) Δημητρίου Αρβανίτη του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Θεμιστοκλέους 70), 52) Δημητρίου Παπαϊωάννου του Γεωργίου, κατοίκου Πειραιά (Κούνδουρου 57), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 53) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Α. ΠΑΠΑΠΑΝΝΑΚΗΣ – Ε. ΔΡΥΜΑΛΙΤΗΣ ΧΩΡΟΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (ΥΑΜΑ3 ΕΠΕ), που εδρεύει στην Αθήνα (Τριπτόλεμου 33), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 54) Ευάγγελου Ζαφειρόπουλου του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Ασκληπιού 187), 55) Αικατερίνης Νάσιου του Στέργιου, κατοίκου Αθηνών (Θ. Βρεσθένης 21-25), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 56) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Ν. Μανουσάκης – Χ. Τυροπώλης Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κλειτίου 10Β), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 57) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Α. ΚΑΡΑΡΡΗΓΑΣ – Κ. ΜΑΡΑΜΕΝΟΣ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα (Υψηλών Αλωνιών 19), 58) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Σ. ΦΡΑΓΚΙΑΣ – Γ. ΒΛΑΧΟΝΙΚΟΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Καλλιδρομίου 68), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια, 59) Ειρήνης Καραγκούνη του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (Τριπτολέμου 10), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του, 60) Γεωργίου Ηλιου του Σπυρίδωνα, κατοίκου Αθηνών (Ικάρου 17), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 61) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ – Β. ΦΑΚΟΣ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κωλέττη 32), 62) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ. ΝΤΑΚΟΒΑΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Κελεού 1-5), 63) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΡΑΣΧΗΣ Σ. – ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα ((Υψηλών Αλωνιών 24) και 64) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Ι. και Μ. ΚΟΛΤΣΙΔΑΣ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Ηλιούπολη (Ηρ. Πολυτεχνείου 4), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Τασόπουλο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011, για τη νομιμοποίηση του,
κατά των Υπουργών 1) Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Στριλάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Οικονομικών, 3) Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, 4) Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 5) Προστασίας του Πολίτη και 6) Πολιτισμού και Τουρισμού, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Γ.Π. οικ.104720/25.8.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1115359/2010 ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, φυσικά και νομικά πρόσωπα που φέρονται ότι διατηρούν και εκμεταλλεύονται καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθ. ΓΠοικΙ04720/25.8.2010 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού (Β’ 1315) με τον τίτλο «Καθορισμός των οργάνων, της διαδικασίας ελέγχου πιστοποίησης των παραβάσεων και επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων, καθώς και των κριτηρίων προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, της διαδικασίας είσπραξης των προστίμων, καθώς και κάθε άλλης αναγκαίας λεπτομέρειας για την εφαρμογή του Νόμου 3868/2010 (ΦΕΚ 129 Α 73.8.2010)».
3. Επειδή, οι εκ των αιτούντων Ν. Μαραγκόζογλου, Γ. Παπαδάκος, Π. Λευκοφρύδης, Δ. Σταθακόπουλος, Χ. Σαλύτας, Ειρ. Καραγκούνη, Ο.Ε. με την επωνυμία «ΣΙΑΜΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «Φ. ΓΚΙΖΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «Ν. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ – Χ. ΤΥΡΟΠΩΛΗΣ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «Δ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ – Β. ΦΑΚΟΣ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «Δ. ΝΤΑΚΟΒΑΝΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «ΠΑΡΑΣΧΗΣ Σ. – ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ Ο.Ε.», Ο.Ε. με την επωνυμία «Ι. και Μ. ΚΟΛΤΣΙΔΑΣ Ο.Ε.» και η ΕΠΕ με την επωνυμία «Α. ΠΑΠΑΠΑΝΝΑΚΗΣ – Ε. ΔΡΥΜΑΛΙΤΗΣ ΧΩΡΟΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» ούτε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε τον δικηγόρο ο οποίος υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως νομιμοποίησαν με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α’ 67). Συνεπώς, ως προς τους ανωτέρω αιτούντες, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ως προς τους λοιπούς όμως αιτούντες οι οποίοι παρέστησαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο, ομοδικούν δε παραδεκτώς, εφ’ όσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως ερειδόμενους επί της αυτής νομικής και πραγματικής βάσεως, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί, ως προς αυτούς, κατ’ ουσία.
4. Επειδή, το Σύνταγμα στη μεν διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 προβλέπει ότι : «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας», στη δε διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 ότι : «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Περαιτέρω, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους… Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών…».
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1991, 3665, 4388/2005, 1210, 2227/2010), με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητος. Στην άσκηση της ελευθερίας αυτής είναι δυνατόν να επιβληθούν από το νόμο περιορισμοί, οι οποίοι, για να είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, πρέπει να ορίζονται γενικώς κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητος. Εν όψει δε της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), οι ως άνω περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι εν σχέσει προς το σκοπό αυτόν.
6. Επειδή, με το άρθρο πρώτο του ν. 3420/2005 (Α’ 298) κυρώθηκε η Σύμβαση Πλαίσιο για τον έλεγχο του καπνού που υιοθετήθηκε από την 56η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στις 21 Μαΐου 2003. Στο προοίμιο της συμβάσεως αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απηχούν «την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις που έχουν η κατανάλωση καπνού και η έκθεση σε καπνό στην υγεία, την κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον παγκοσμίως» και ανησυχούν έντονα «για την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης και παραγωγής σιγαρέτων και λοιπών προϊόντων καπνού, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και για το σχετικό βάρος που επωμίζονται οι οικογένειες, οι φτωχοί και τα εθνικά συστήματα υγείας» και αναγνωρίζουν ότι «η επιστήμη έχει αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κατανάλωση καπνού και η έκθεση σε καπνό προκαλούν θάνατο, ασθένειες και αναπηρία και ότι υπάρχει χρονική υστέρηση της εκδήλωσης των νόσων που προκαλούνται από τον καπνό έναντι της έκθεσης σε καπνό των άλλων χρήσεων προϊόντων καπνού» και ότι «τα σιγαρέτα και ορισμένα άλλα προϊόντα τα οποία περιέχουν καπνό είναι ειδικά επεξεργασμένα ώστε να δημιουργούν και να διατηρούν εξάρτηση και ότι ο καπνός που παράγουν και πολλές από τις ενώσεις που περιέχουν είναι φαρμακολογικά ενεργές, τοξικές, μεταλλοξογόνες και καρκινογόνες ουσίες, και ότι η εξάρτηση από τον καπνό έχει καταταχθεί χωριστά ως διαταραχή στις σημαντικότερες διεθνείς ταξινομήσεις νόσων». Στη διάταξη του άρθρου 3 του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι : «Σκοπός της παρούσας Σύμβασης και των πρωτοκόλλων της είναι να προστατεύσουν τη σημερινή και τις μελλοντικές γενεές από τις καταστρεπτικές επιπτώσεις που έχουν η κατανάλωση καπνού και η έκθεση σε καπνό στην υγεία, την κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον παρέχοντας ένα πλαίσιο εφαρμογής μέτρων για τον έλεγχο του καπνού από τα Συμβαλλόμενα Μέρη σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο με σκοπό τη διαρκή και ουσιαστική μείωση της κυριαρχίας της χρήσης του καπνού και της έκθεσης σε καπνό». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 14 του ως άνω άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι : «1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα αναπτύξει και θα διαδώσει κατάλληλες, συνολικές και ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές βάσει επιστημονικών αποδείξεων και άριστων πρακτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συνθήκες και προτεραιότητες, και θα λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την προώθηση της διακοπής της χρήσης του καπνού και την παροχή επαρκούς περίθαλψης σε όσους πάσχουν από εξάρτηση από τον καπνό. 2. Για το σκοπό αυτό, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα προσπαθήσει : α) να σχεδιάσει και να εφαρμόσει αποτελεσματικά προγράμματα με στόχο την προώθηση της διακοπής της χρήσης καπνού σε χώρους όπως εκπαιδευτικά ιδρύματα, νοσηλευτικά ιδρύματα, χώροι εργασίας και άθλησης β)…».
7. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 3730/2008 (Α’ 262) ορίσθηκε ότι : «Εκτός από όσες απαγορευτικές ή περιοριστικές διατάξεις ισχύουν και εφαρμόζονται ήδη, απαγορεύεται πλήρως από 1ης Ιουλίου 2009, το κάπνισμα και η κατανάλωση προϊόντων καπνού στους ακόλουθους χώρους : α)… β) σε όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδίως τα καταστήματα παρασκευής και προσφοράς φαγητών, ποτών, γλυκισμάτων, κάθε είδους παρασκευασμάτων γάλακτος, μικτών καταστημάτων και κέντρων διασκέδασης κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5, 37, 38, 39, 40 και 41 της υπ’ αριθμ. Α1 β/8577/1983 Υγειονομικής Διάταξης (ΦΕΚ 526 Β’) εξαιρουμένων των εξωτερικών τους χώρων, γ)… 2. Μετά τη θέση σε ισχύ της απαγόρευσης της προηγούμενης παραγράφου, στους κλειστούς ή στεγασμένους χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαμορφωθούν χώροι καπνιζόντων που διαχωρίζονται από την υπόλοιπη αίθουσα και έχουν ειδικές εγκαταστάσεις εξαερισμού… 3. Ειδικά τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος εμβαδού έως 70 τ.μ. της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, χαρακτηρίζονται με απόφαση του ιδιοκτήτη τους που θα ενσωματώνεται στην άδεια λειτουργίας τους, ως καταστήματα αποκλειστικά για καπνίζοντες ή μη καπνίζοντες. Με νεότερη αίτηση του ιδιοκτήτη, δύναται να τροποποιηθεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ο χαρακτηρισμός αυτός». Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε ο νόμος 3868/2010 (Α’ 129), στην εισηγητική έκθεση του οποίου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής : «Ένα χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3730/2008 λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία από την έως τώρα εφαρμογή του, την εκδοθείσα σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ζητήματα ελέγχου του καπνού, καθώς και τα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου, που αναδεικνύουν την Ελλάδα ως πρώτη χώρα στην κατανάλωση προϊόντων καπνού, κρίνεται σκόπιμη η πλήρης απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους για την αποτελεσματικότερη προστασία της Δημόσιας Υγείας». Στο άρθρο 17 του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής : «1… 6. Στο άρθρο 3 του ν. 3730/2008 προστίθεται παράγραφος ως ακολούθως : «Η απαγόρευση του καπνίσματος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ισχύει από 1.9.2010. Εξαιρούνται τα καζίνο και τα κέντρα διασκέδασης άνω των 300 τ.μ. με ζωντανή μουσική, για τα οποία η απαγόρευση του καπνίσματος ισχύει από 1.6.2011. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των καζίνο και των κέντρων αυτών για τη μεταβατική περίοδο. Ί… 11. Το άρθρο 6 του ν. 3730/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως : «1… 2. Σε όσους καπνίζουν ή καταναλώνουν προϊόντα καπνού κατά παράβαση του άρθρου 3 επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα (50) έως (500) ευρώ. Η υποτροπή λαμβάνεται υπόψη για το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου. 3. Σε κάθε υπεύθυνο διαχείρισης και λειτουργίας των χώρων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3, που ανέχεται την παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 3, επιβάλλεται πρόστιμο από πεντακόσια (500) έως δέκα χιλιάδες (10.000 ) ευρώ. Η υποτροπή λαμβάνεται υπόψη για το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου… 6. Με απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη και άλλων συναρμόδιων Υπουργών καθορίζονται τα όργανα, η διαδικασία ελέγχου πιστοποίησης των παραβάσεων και επιβολής των πιο πάνω προστίμων, το ύψος των προστίμων, τα κριτήρια επιμέτρησης του ύψους του προστίμου, η διαδικασία είσπραξης των προστίμων, όπως και η διάθεση των εσόδων και κάθε άλλο σχετικό θέμα», ενώ με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 6 του ανωτέρω νόμου καταργήθηκαν οι προαναφερθείσες διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του ν. 3730/2008. Κατ’ επίκληση της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 6 του ν. 3730/2008, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 11 του ν. 3868/2010, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση υπ’ αριθ. ΓΠοικ104720/25.8.2010 κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία ρυθμίσθηκαν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη αντικείμενα.
8. Επειδή, η επιβληθείσα με τη ρηθείσα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 6 του ν. 3868/2010 απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος από την 1.9.2010 σε όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, πλην των καζίνο και των κέντρων διασκεδάσεως άνω των 300 τ.μ. με ζωντανή μουσική, για τα οποία η απαγόρευση αυτή ισχύει από την 1.6.2011, συνιστά σημαντικό περιορισμό αφ’ ενός μεν στην ελευθερία των ανθρώπων οι οποίοι επιλέγουν να καπνίζουν (ανεξαρτήτως του ότι το δικαίωμα στο κάπνισμα δεν περιλαμβάνεται στις εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας), αφ’ ετέρου δε στην ελευθερία ασκήσεως του επαγγέλματος των ιδιοκτητών των ανωτέρω καταστημάτων, υπό την έννοια ότι αυτοί στερούνται της δυνατότητος να επιτρέπουν σε όσους πελάτες τους το επιθυμούν να καπνίζουν εντός των καταστημάτων τους, με συνέπεια να υφίστανται διαρροή της πελατείας τους, κατά το μέρος που αυτή αποτελείται από καπνιστές. Το μέτρο όμως αυτό, στηριζόμενο και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, από την οποία γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους με τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών, δεν αντίκειται, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον συνιστά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας εν γένει και της επαγγελματικής ελευθερίας των ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ειδικότερα, η φύση δε αυτού δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητος. Τούτο δε, διότι, επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, τελεί δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των πολιτών από τους κινδύνους που εγκυμονεί το κάπνισμα – σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα επιστημονική άποψη – για την υγεία τους, τόσο των καπνιζόντων, όσο, και κυρίως, εκείνων που υφίστανται τις επιδράσεις του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους. Περαιτέρω, η ρυθμιστική αυτή επέμβαση του νομοθέτη δικαιολογείται και από την ανάγκη της προστασίας και της μη περαιτέρω επιβαρύνσεως του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως των πολιτών, το οποίο κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, από τις δαπάνες που θα υποβληθεί αυτό για την αντιμετώπιση των ασθενειών που προκαλούνται από το κάπνισμα, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το κάπνισμα (2008-2012), το οποίο ελήφθη υπ’ όψη για τη θέσπιση της επιδίκου ρυθμίσεως, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 3,5 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλονται στο κάπνισμα, ενώ στο ίδιο σχέδιο επισημαίνονται οι κίνδυνοι που εγκυμονεί το παθητικό κάπνισμα για την υγεία των πολιτών. Περαιτέρω, ο ρηθείς περιορισμός δεν είναι από τη φύση του προφανώς ακατάλληλος για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν βαίνει πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Αντιθέτως, ο εν θέματι περιορισμός παρίσταται ως πρόσφορος και αναγκαίος για την επίτευξη του, εφ’ όσον τα ηπιότερα μέσα, τα οποία ήδη ετέθησαν σε εφαρμογή, εκρίθησαν από το νομοθέτη ως απρόσφορα να υπηρετήσουν το σκοπό αυτόν. Πράγματι, εκ της κτηθείσης εμπειρίας από την εφαρμογή του προηγουμένου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 3730/2008), με το οποίο εθεσπίζοντο εξαιρέσεις από την απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος καταδεικνύεται ότι ο ανωτέρω περιορισμός κινείται εντός των ορίων που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος. Τούτο δε διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας καταλήγει σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας νομοθετικού μέτρου βάσει της αρχής αυτής, μόνον αν είναι κατάδηλο ότι το μέτρο αυτό είναι ή από τη φύση του ακατάλληλο ή κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όχι δε και όταν μπορεί να αμφισβητηθεί η σκοπιμότητα απλώς του μέτρου, κρίση η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας της Δικαστηρίου. Η κρίση δε περί της καταλληλότητος του επιλεγέντος μέτρου δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι για την προστασία της υγείας των πολιτών από τους κινδύνους που προκαλεί το κάπνισμα ενδεχομένως υπάρχουν και άλλα πρόσφορα μέτρα, τα οποία είναι λιγότερο περιοριστικά της επιχειρηματικής ελευθερίας των ιδιοκτητών των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και της ελευθερίας των καπνιστών, όπως αυτά που προεβλέποντο από τις διατάξεις του προηγουμένου ν. 3730/2008. Ο Σύμβουλος Κ. Πισπιρίγκος και ο Πάρεδρος Ν. Μαρκόπουλος μειοψήφησαν και υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη : Οι συνταγματικές διατάξεις περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.) επιβάλλουν στην Πολιτεία να αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν στερείται της δυνατότητας χρήσεως του λογικού λόγω ανηλικότητας ή νοητικής ανεπάρκειας, δικαιούται να ζει υπό ιδίαν ευθύνη. Διότι άλλως, ήτοι δια της αναγωγής της Πολιτείας σε υπέρτατο λογικό προστάτη, η ελευθερία των ανθρώπων αναιρείται με συνέπεια την απώλεια της αξιοπρέπειας και της ζωτικότητας τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετάζονται και τα μέτρα που λαμβάνονται από το νομοθέτη χάριν προστασίας της υγείας από τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Μέτρα ενημέρωσης του κοινού για τα σχετικά πορίσματα της επιστήμης είναι, βεβαίως, επιβεβλημένα. Ομοίως είναι επιβεβλημένες οι απαγορεύσεις, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για την προστασία του κοινού από τις βλαβερές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος. Άλλες όμως απαγορεύσεις καπνίσματος, οι οποίες επιβάλλονται χάριν προστασίας της υγείας των ιδίων των καπνιστών ή εκείνων που επιλέγουν συνειδητά να έχουν κοινωνικές σχέσεις με καπνιστές αναδεχόμενοι τους κινδύνους του παθητικού καπνίσματος, αναιρούν το δικαίωμα των ανθρώπων να ζουν υπό ιδίαν ευθύνη και δεν δικαιολογούνται με την επίκληση της ανάγκης περιορισμού των δαπανών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι το σύστημα αυτό υπάρχει για να περιθάλπει ακόμη και τους αυτοκαταστροφικούς. Άλλωστε, από αυτή την άποψη, οι μερικές απαγορεύσεις είναι αλυσιτελείς. (Λυσιτελής δηλαδή θα ήταν, από αυτή την άποψη, μόνον ο χαρακτηρισμός του καπνού ως απαγορευμένης ουσίας και, κατ’ ακολουθίαν, η γενική απαγόρευση του καπνίσματος). Εν κατακλείδι, σύμφωνα με αυτή τη γνώμη, οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 του προγενεστέρου ν. 3730/2008, με τις οποίες προβλέφθηκαν : α) η διαμόρφωση χώρων καπνιζόντων με ειδικές εγκαταστάσεις αερισμού στα κέντρα διασκεδάσεως και στα λοιπά καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και β) ο χαρακτηρισμός των εν λόγω καταστημάτων εμβαδού έως 70 τ.μ. ως καταστημάτων καπνιζόντων ή μη καπνιζόντων με σχετικές δηλώσεις των ιδιοκτητών τους, όχι μόνον δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, αλλά είναι και επιβεβλημένες βάσει της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), για να μην υπερβαίνουν οι απαγορεύσεις του καπνίσματος το αναγκαίο μέτρο και να μην επαπειλείται δΓ αυτών ο κοινωνικός αποκλεισμός των καπνιστών.
9. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 6 του ν. 3868/2010 απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 του Συντάγματος, 10 παρ. και 19 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, διότι με το κάπνισμα οι αιτούντες εκφράζουν την κοινωνικοπολιτική τους ιδεολογία, την κοσμοθεωρία τους για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και εκδηλώνουν τις φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, το κάπνισμα δεν αποτελεί δικαίωμα συνταγματικώς προστατευόμενο, η κατά τα ανωτέρω θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (προστασία της δημόσιας υγείας), ενώ, εξ άλλου ο πυρήνας των ρηθέντων δικαιωμάτων, όπως τα αντιλαμβάνονται οι αιτούντες δεν θίγεται, αφού αυτοί έχουν, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα της εκφράσεως των κοινωνικοπολιτικών και φιλοσοφικών τους πεποιθήσεων με άλλους τρόπους, όπως το κάπνισμα σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους, σε ιδιωτικούς χώρους, η δημοσίευση άρθρων σχετικών με τις απόψεις τους κλπ.
10. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος συνιστά περιορισμό στην επαγγελματική ελευθερία όλων ανεξαιρέτως των επιχειρηματιών που διατηρούν τέτοιας κατηγορίας επιχειρήσεις. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η απαγόρευση αυτή αντίκειται στην κατοχυρούμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος, καθόσον με αυτήν ευνοούνται οι επιχειρηματίες εκείνοι, που διαθέτουν την ικανότητα να αναπτύσσουν τραπεζοκαθίσματα στους εξωτερικούς χώρους των καταστημάτων τους. Τούτο δε διότι η τελευταία αυτή δυνατότητα αποτελεί τυχαίο και ενδεχόμενο γεγονός, σχετιζόμενη με την εν τοις πράγμασι εφαρμογή της εν λόγω απαγορεύσεως και όχι με τις προϋποθέσεις της θεσπίσεως της. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι η ίδια ως άνω απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των καπνιστών, για το λόγο ότι αυτοί δεν έχουν ευρύ πεδίο επιλογής αναφορικά με τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος τα οποία επιθυμούν να επισκεφθούν, σε αντίθεση με τους μη καπνιστές, είναι απορριπτέος διότι, ανεξαρτήτως του ότι, ως ερρέθη, η ως άνω απαγόρευση δικαιολογείται από λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, ήτοι των ατόμων που είναι καπνιστές και δεν σχετίζεται με την ιδιότητα του επιχειρηματία που διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατ’ επίκληση της οποίας οι αιτούντες ασκούν την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Τέλος, ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι η ως άνω απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος αντίκειται στην αρχή της ισότητος, για το λόγο ότι άλλοι επιχειρηματίες, των οποίων η πελατεία αποτελείται από καπνιστές, (όπως είναι οι περιπτερούχοι), δεν θίγονται από την επιβολή του εν λόγω μέτρου, είναι απορριπτέος, διότι τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τα περίπτερα, τα οποία δεν διαθέτουν εσωτερικούς χώρους εντός των οποίων συρρέει και παραμένει πλήθος ανθρώπων.
11. Επειδή, ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι η θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 6 του ν. 3868/2010 απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος αντίκειται στο άρθρο 11 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της συναθροίσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως για το λόγο ότι η τυχαία συρροή κόσμου εντός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν αποτελεί συνάθροιση κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 1 του Συντάγματος.
12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως, με τις οποίες προβλέπεται η επιβολή προστίμων σε βάρος των υπευθύνων διαχειρίσεως και λειτουργίας των χώρων των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στους οποίους ισχύει η κατά τα ανωτέρω απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος σε περίπτωση που ανέχονται το κάπνισμα εκ μέρους των θαμώνων των καταστημάτων αυτών αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα της προηγουμένης ακροάσεως, καθόσον στην εν λόγω απόφαση δεν καταστρώνεται σύστημα προηγουμένης ακροάσεως των ως άνω υπευθύνων προκειμένου αυτοί να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις του κατά της πράξεως επιβολής προστίμου που τυχόν θα εκδοθεί σε βάρος τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος διότι, ανεξαρτήτως του ότι στον Πίνακα Α’ της προσβαλλομμένης αποφάσεως, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο αυτής, καθορίζεται επακριβώς το ύψος των επιβαλλομένων προστίμων κατά κατηγορία παραβάσεως και κατά κατηγορία παραβάτη, στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της αποφάσεως αυτής προβλέπεται ρητώς η δυνατότης υποβολής αντιρρήσεων κατά της πράξεως επιβολής προστίμου εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση στον ελεγχόμενο της πράξεως αυτής, προ δε της παρελεύσεως της προθεσμίας αυτής, η πράξη επιβολής του προστίμου, η οποία εξ άλλου, εκδίδεται λόγω παραβιάσεως διατάξεως θεσπισθείσης χάριν της προστασίας επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, δεν οριστικοποιείται. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ως «ανοχή» εκ μέρους του υπευθύνου διαχειρίσεως και λειτουργίας των χώρων καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός του οποίου απαγορεύεται το κάπνισμα νοείται η συμπεριφορά του ανωτέρω να ανέχεται το κάπνισμα από τους θαμώνες του ανωτέρω καταστήματος και, συνεπώς, η εν λόγω έννοια δεν παρίσταται ως αόριστη, ως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Τέλος, αβασίμως προβάλλεται από τους αιτούντες ότι με την επιβαλλόμενη σε αυτούς υποχρέωση όπως μη ανέχονται εντός των ανωτέρω καταστημάτων τους κάπνισμα επιφορτίζονται με αστυνομικής φύσεως καθήκοντα κατά παράβαση του Συντάγματος, καθόσον η εξουσία επιβολής των προβλεπομένων κυρώσεων για την παραβίαση της θεσπιζόμενης απαγορεύσεως του καπνίσματος δεν έχει μεταβιβασθεί σε αυτούς, ως εσφαλμένως υπολαμβάνουν, αλλά ανήκει στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.
Δ ι ά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου ανερχομένη στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2012.
Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος
Σωτ. Αλ. Ρίζος
Μ. Παπαδοπούλου
Παρατήρηση
Ορισμένες δικαστικές αποφάσεις εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον επειδή δεν περιορίζονται στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης και θέτουν θέματα γενικότερης σημασίας, ακόμα και φιλοσοφικής φύσεως σε σχέση με τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και των σχέσεων μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η σχολιαζόμενη απόφαση της Επταμελούς Συνθέσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία πραγματεύεται τη συνταγματικότητα της απόλυτης απαγόρευσης του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κατ’ άρθρο 17 παρ. 6 του Ν 3868/2010. Τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία της απόφασης ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, δηλαδή από τις αναμφισβήτητες και επιστημονικά τεκμηριωμένες βλαπτικές συνέπειες του καπνίσματος που συνεπάγονται την καταρχήν δυνατότητα του νομοθέτη να επιβάλλει περιορισμούς στην κατανάλωση καπνού και προϊόντων καπνού για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Από εκεί και πέρα όμως ξεκινούν οι διαφορές μεταξύ της πλειοψηφίας που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «παρεμβατική» και της μειοψηφίας που υιοθετεί την πιο «φιλελεύθερη» εκδοχή.
Ειδικότερα, η πλειοψηφία δέχεται ότι «το δικαίωμα στο κάπνισμα δεν περιλαμβάνεται στις εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας». Η θέση αυτή είναι ίσως διατυπωμένη με εξαιρετικά συνοπτικό τρόπο και γεννά περαιτέρω ερωτήματα: Δεν είναι δικαίωμα του καθενός, απόρροια της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β’ Συντ.) να καπνίζει, όπως είναι δικαίωμά του να επιδίδεται και σε άλλες, λιγότερο ή περισσότερο, επικίνδυνες δραστηριότητες όπως τα extreme sports, η μετάβαση σε ένα ποδοσφαιρικό «ντέρμπυ» με αυξημένη πιθανότητα επεισοδίων κ.λπ.; Όπως το θέτει περισσότερο δογματικά η μειοψηφία της σχολιαζόμενης απόφασης, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας «επιβάλλουν στην Πολιτεία να αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν στερείται της δυνατότητας χρήσεως του λογικού λόγω ανηλικότητας ή νοητικής ανεπάρκειας, δικαιούται να ζει υπό ιδίαν ευθύνη. Διότι άλλως, ήτοι δια της αναγωγής της Πολιτείας σε υπέρτατο λογικό προστάτη, η ελευθερία των ανθρώπων αναιρείται με συνέπεια την απώλεια της αξιοπρέπειας και της ζωτικότητάς τους».
Οι ως άνω παραδοχές είναι σίγουρα καθολικής αποδοχής, υπό την απαράβατη όμως προϋπόθεση ότι η δράση του ατόμου δεν βλάπτει τους συνανθρώπους του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση που θίγονται άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου, το αυτεξούσιο και η αυτοδιάθεση του ανθρώπου μπορούν να περιορισθούν και το Κράτος δύναται να ασκήσει τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα. Η δυνατότητα κρατικής παρέμβασης δεν αποτελεί μόνο κοσμοθεωρητική αντίληψη. Βρίσκει και συνταγματικό έρεισμα στο ισχύον Σύνταγμα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της επιβολής περιορισμών στο κάπνισμα αναπτύσσει όλο το κανονιστικό της περιεχόμενο μια από τις σημαντικότερες συνταγματικές διατάξεις, η οποία όμως δεν αξιοποιείται ερμηνευτικά στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης απόφασης. Πρόκειται για το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α’ Συντ., σύμφωνα με το οποίο το Κράτος εγγυάται τα δικαιώματα του ανθρώπου «ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου». H διάταξη μας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι Ροβινσώνας Κρούσος ή legibus solutus. Είναι μέλος ενός κοινωνικού συνόλου και συνεπώς η ελευθερία του συν-προσδιορίζεται και περιορίζεται από τις ελευθερίες των άλλων. Με άλλες λέξεις, κανείς δεν έχει την αξίωση στο όνομα της ελευθερίας του να προσβάλει τα δικαιώματα και έννομα αγαθά των συνανθρώπων του. Σε αυτό το σημείο, η φιλελεύθερη αντίληψη περί πλήρους αυτοδιάθεσης συναντά τα όριά της.
Τι σημαίνουν όλα αυτά στην περίπτωση της απαγόρευσης του καπνίσματος; Σημαίνουν ότι ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς και απαγορεύσεις στο κάπνισμα σε δημόσιους χώρους. Όσον αφορά τους παθητικούς καπνιστές, η ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους πηγάζει από το έννομο αγαθό της υγείας και την υποχρέωση του Κράτους να την προστατεύει (άρθρο 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ.). Στο σημείο αυτό, η μειοψηφία της απόφασης εκφέρει μια προσεκτικά διατυπωμένη αντίρρηση, κάνοντας λόγο για απαγορεύσεις «χάριν προστασίας της υγείας … εκείνων που επιλέγουν συνειδητά να έχουν κοινωνικές σχέσεις με καπνιστές αναδεχόμενοι τους κινδύνους του παθητικού καπνίσματος». Με άλλες λέξεις, εάν δεν θέλεις να υποστείς τις συνέπειες του παθητικού καπνίσματος, μην πάς εκεί που πηγαίνουν οι καπνιστές. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να φαίνεται εύλογο. Ωστόσο, δύσκολα μπορούμε να απαιτήσουμε από κάποιον μη καπνιστή να διακόψει τις κοινωνικές σχέσεις με τους συγγενείς και φίλους του επειδή είναι καπνιστές. Πέραν τούτου, είναι εξαιρετικά προβληματικό -και ταυτόχρονα αντιφιλελεύθερο- να δεχόμασθε ότι ο καπνιστής μπορεί να περιορίζει τις ελεύθερες επιλογές του μη καπνιστή, απαγορεύοντάς του ουσιαστικά να πηγαίνει σε εστιατόρια, καφέ κ.λπ. επειδή πάντοτε υπάρχουν κάποιοι που καπνίζουν.
Όσον αφορά τους ίδιους τους ενεργητικούς καπνιστές, ήδη η προστασία της υγείας των παθητικών καπνιστών αποτελεί επαρκές συνταγματικό θεμέλιο για την απαγόρευση του καπνίσματος σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Υπάρχει όμως και μια άλλη, πολύ σημαντική παράμετρος που τονίζει η πλειοψηφία της απόφασης: Οι καπνιστές δεν βλάπτουν μόνον τους εαυτούς τους αλλά και όλους τους συνανθρώπους τους, αφού επιβαρύνουν με σημαντικές δαπάνες το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 Συντ. Η συνταγματική αυτή επιταγή δικαιολογεί τη νομοθετική απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και δεν αναιρείται από το επιχείρημα της μειοψηφίας της απόφασης, κατά την οποία δεν αρκεί η «επίκληση της ανάγκης περιορισμού των δαπανών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι το σύστημα αυτό υπάρχει για να περιθάλπει ακόμη και τους αυτοκαταστροφικούς». Προφανώς ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να μεριμνά και για τους αυτοκαταστροφικούς ανθρώπους και προφανώς ένα δημόσιο σύστημα υγείας πρέπει να φροντίζει για την περίθαλψή τους. Άλλο όμως είναι αυτό και άλλο είναι η αμφισβήτηση της ρυθμιστικής αρμοδιότητας του Κράτους να λαμβάνει μέτρα που θα αποτρέψουν ή τουλάχιστον θα επιβραδύνουν την ανάγκη περίθαλψης των αυτοκαταστροφικών ανθρώπων, όπως των καπνιστών μέσω νομοθετικών απαγορεύσεων.
Οι όποιες νομοθετικές απαγορεύσεις του καπνίσματος πρέπει βεβαίως να κινούνται εντός των ορίων της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ Συντ.). Και πράγματι στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να διατυπωθούν πολλές επιφυλάξεις ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα της απαγόρευσης του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Σε τελική ανάλυση, το κάπνισμα δεν είναι μόνο νομικό θέμα, είναι προεχόντως ζήτημα κοινωνικής παιδείας και πολιτιστικής συμπεριφοράς. Οι προβληματισμοί όμως αυτοί δεν σημαίνουν και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Όπως ορθώς επισημαίνει η πλειοψηφία, η επιβολή ενός, περιοριστικού της ελευθερίας, νομοθετικού μέτρου παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας μόνον όταν «είναι κατάδηλο ότι το μέτρο αυτό είναι ή από τη φύση του ακατάλληλο ή κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όχι δε και όταν μπορεί να αμφισβητηθεί η σκοπιμότητα απλώς του μέτρου». Από την άποψη αυτή, ίσως οι διατάξεις του προγενέστερου Ν 3730/2008 (περί διαχωρισμού των καταστημάτων σε κατηγορίες καπνιζόντων και μη καπνιζόντων και περί διαμόρφωσης χώρων καπνιζόντων με ειδικές εγκαταστάσεις αερισμού) να ήταν προτιμότερες, η κυριαρχική όμως κρίση για το ζήτημα αυτό ανήκει στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος εν προκειμένω δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας αφού η απόλυτη απαγόρευση του Ν 3868/2010 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προδήλως απρόσφορη ή ως προδήλως μη αναγκαία (συνεκτιμώμενης και της αποτυχίας εφαρμογής των διατάξεων του Ν 3730/2008). Όσον αφορά δε το επιχείρημα της μειοψηφίας ότι η απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι αλυσιτελής ως μερική μόνον απαγόρευση και ότι λυσιτελής θα ήταν «μόνον ο χαρακτηρισμός του καπνού ως απαγορευμένης ουσίας και, κατ’ ακολουθίαν, η γενική απαγόρευση του καπνίσματος», με την ίδια συλλογιστική και αυτή ακόμη η γενική απαγόρευση του καπνίσματος θα έπρεπε να κριθεί ως αλυσιτελής αφού και αυτή δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί και θα παραβιαζόταν στην πράξη. Τέλος και σε σχέση με τον «κοινωνικό αποκλεισμό των καπνιστών», δεν απαγορεύεται βέβαια η μετάβαση των καπνιστών στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κοινωνικός αποκλεισμός η απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος όπου μεταβαίνει κάποιος για μερικά λεπτά ή για λίγες ώρες.
Πάντως και ανεξάρτητα από τις αντίθετες απόψεις στα ανωτέρω ειδικότερα ζητήματα, μια γενικότερη παραδοχή δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί: Η αυτοδιάθεση και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν καλύπτουν και δεν δικαιολογούν συμπεριφορές που βλάπτουν τους άλλους.
Σπύρος Βλαχόπουλος,
Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Παρατήρηση ΙΙ
Ωφελιμισμός ή ατομικά δικαιώματα;
Αυτό που προξενεί αμέσως εντύπωση είναι η θέση της μειοψηφίας. Θέση που δίνει αφορμή για βαθύτερους στοχασμούς πάνω στην ίδια την έννοια της Δικαιοσύνης και της ελευθερίας του ατόμου. Τι λέει λοιπόν η μειοψηφία; Το κράτος πρέπει να παραμένει ουδέτερο και να σέβεται την ελευθερία της επιλογής του έλλογου ατόμου. Είναι νεκρό γράμμα το ατομικό δικαίωμα εάν δεν εμπιστευθούμε το άτομο ως έλλογο όν και δεν κρατήσουμε το κράτος μακριά από τις ελεύθερες επιλογές του ατόμου. Μια τέτοια τοποθέτηση όμως, σαν αυτή της μειοψηφίας, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρόσκληση στοχασμού στις ρίζες των ατομικών δικαιωμάτων, στην ίδια την βαθύτερη έννοια της Δικαιοσύνης και των στόχων της.
Τρεις είναι σήμερα παγκοσμίως οι βασικότερες θεωρήσεις για την έννοια της Δικαιοσύνης και της σχέσης της με τα ατομικά δικαιώματα: α) η ωφελιμιστική θεώρηση της θετικιστικής σχολής του Μπένθαμ [1] , που εν ολίγοις υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη πρέπει να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια και ευημερία των ατόμων σε ένα συμψηφισμό κόστους-οφέλους, β) η Καντιανή [2] θέση που λέει ότι η δικαιοσύνη πρέπει να σέβεται την ελευθερία επιλογής του ατόμου. Θέση που μετεξελίχθηκε από τον Τζον Ρώλς [3] με την θεωρία της υποθετικής αρχικής ισότητας (φιλελεύθερη εξισωτική θέση) και γ) η (νέο) Αριστοτέλεια θεώρηση που δεν αποκλείει μεν την ελευθερία επιλογής του έλλογου ατόμου, αλλά πρωτίστως στοχεύει στην καλλιέργεια του ατόμου ώστε να εκπαιδευθεί και να γίνει έλλογο μέσα από τη δημόσια διαβούλευση για το κοινό αγαθό. Το αγαθό προηγείται του ορθού. Το δίκαιο Σύνταγμα δεν είναι ουδέτερο, αλλά έχει στόχο να διαμορφώνει αγαθούς πολίτες να διαπαιδαγωγεί, να κοινωνικοποιεί. Στο ίδιο μήκος συνεπώς πρέπει να κινείται και όλη η έννομη τάξη και η Δικαιοσύνη.
Η μειοψηφία της σχολιαζομένης απόφασης είναι σαφές ότι επιλέγει κατά βάση την Καντιανή-φιλελεύθερη εξισωτική θεώρηση περί ατομικών δικαιωμάτων: « …ο άνθρωπος δικαιούται να ζει υπό ιδίαν ευθύνη. Διότι άλλως, ήτοι δια της αναγωγής της Πολιτείας σε υπέρτατο λογικό προστάτη, η ελευθερία των ανθρώπων αναιρείται με συνέπεια την απώλεια της αξιοπρέπειας και της ζωτικότητάς τους….. διότι το σύστημα αυτό υπάρχει για να περιθάλπει ακόμη και τους αυτοκαταστροφικούς.» [4] . Η θέση αυτή αποδέχεται τις προτιμήσεις των ατόμων καταρχήν ως έχουν. Κατά την θεώρηση αυτή η ηθική αξία των σκοπών που επιδιώκουμε, η ποιότητα και ο χαρακτήρας της κοινής ζωής που μοιραζόμαστε βρίσκεται πέραν της σφαίρας της δικαιοσύνης. Αυτό θεωρώ ότι είναι λανθασμένο. Η δίκαιη κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί απλώς με την διασφάλιση της ελευθερίας επιλογής. Η δικαιοσύνη δεν αφορά μόνον την ορθή κατανομή των αγαθών, αλλά και την ορθή αξιολόγηση των πραγμάτων. Η ορθή δε αξιολόγηση των πραγμάτων εκκινά μέσα από την διαπαιδαγώγηση των πολιτών γύρω από την έννοια του αγαθού και ορθού. Εν προκειμένω αγαθό και ορθό είναι το οριζόμενο στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος: δεν μπορεί κανείς να ασκεί ελεύθερα την προσωπικότητά του εις βάρος της προσωπικότητας των άλλων. Δεν μπορώ να καπνίζω ευρισκόμενος στον ίδιο χώρο με κάποιον που δεν καπνίζει. Δεν μπορώ ως επαγγελματίας να ασκώ επιχειρηματική δραστηριότητα μη σεβόμενος το δικαίωμα του άλλου να μην καπνίζει. Αυτό είναι το ΟΡΘΟ κ΄ ΑΓΑΘΟ. Κάθε νόμος που εκπληρώνει το ΟΡΘΟ κ’ ΑΓΑΘΟ έχει την απαιτούμενη ηθική και θετικιστική βάση και συνεπώς είναι συνταγματικός, ενώ συνάμα λειτουργεί και παιδαγωγικά αφού μαθαίνει τους πολίτες το ΟΡΘΟ (κοινωνικοποιεί) χωρίς να περιέχει ηθικά κενά. Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και κατ΄ επέκταση της χώρας μας δεν είναι στην ουσία της κρίση οικονομική αλλά είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Όσο δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος για τον επαναπροσδιορισμό των αξιών μας η κρίση θα βαθαίνει και το πολίτευμα θα ολισθαίνει προς τις παρεκβατικές αυταρχικές μορφές. Η κρίση είναι πρωτίστως κρίση του ατόμου ως έλλογου όντος και εν συνεχεία κρίση της κοινωνίας.
Σε αντίθεση με την μειοψηφία η θέση της πλειοψηφίας είναι απόλυτα θετικιστική. Καταρχήν ξεκινά την επίλυση του νομικού προβλήματος παραδεχόμενη ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση και ο εξουσιοδοτικός νόμος (άρθρο 17 του Ν 3668/2010) συνιστούν σημαντικό περιορισμό αφενός μεν στην ελευθερία των ανθρώπων, οι οποίοι επιλέγουν να καπνίζουν και αφετέρου της ασκήσεως του επαγγέλματος των ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Εύλογα στο σημείο αυτό ο σχολιαστής αναρωτιέται: πώς ένας τέτοιος στενός περιορισμός που κατά την λογική ακολουθία των πραγμάτων θα αναμένετο να κριθεί αντισυνταγματικός εν τέλει θα κριθεί συνταγματικός; Μήπως ήταν λίγο υπερβολική η θεώρηση αυτή και θα ήταν ορθότερο να δεχθούμε ότι δεν πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αλλά για απλό προσδιορισμό αφού τα καταστήματα αυτά λειτουργούν με βάση την κειμένη νομοθεσία και έχουν πελάτες καπνίζοντες και μη καπνίζοντες που θα έπρεπε εξίσου να σεβαστούν ακόμη και εάν δεν υπήρχε καν σχετική απαγόρευση;
Η πλειοψηφία χρησιμοποιεί δυο βάσεις καθαρά θετικιστικές για να στηρίζει την κρίση της. Θα ξεκινήσω την προσέγγιση της θέσης της πλειοψηφίας από την ασθενέστερη δεύτερη βάση της, την καθαρά ωφελιμιστική. Η βάση αυτή στηρίζει τον περιορισμό του ατομικού δικαιώματος στην ωφέλεια που θα έχει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, υπό την έννοια ότι δεν θα επιβαρυνθεί περαιτέρω οικονομικά, αλλά θα γλυτώσει δαπάνες που έπρεπε να γίνουν για την αντιμετώπιση των ασθενειών που προκαλούνται από το κάπνισμα.Στην αόριστη αυτή ωφελιμιστική επιχειρηματολογία της πλειοψηφίας θα απαντήσουμε επίσης ωφελιμιστικά, δηλαδή με αντίθετους αριθμούς και μάλιστα πιο συγκριμένα. Θα θυμίσω λοιπόν σε όλους την γνωστή υπόθεση της Δημοκρατίας της Τσεχίας και τον Πρωθυπουργό της Μίλος Ζέμαν (Milos Zeman) που είχε δηλώσει το 2001 ότι: «…Με το κάπνισμα, θα συμβάλω στη σταθερότητα του κρατικού προϋπολογισμού. Με την αγορά τσιγάρων, θα αυξήσω τα κρατικά έσοδα, και θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα, έτσι ώστε το κράτος μας δεν θα πρέπει να μου πληρώσει σύνταξη, ως καπνιστής, υποστηρίζω τον κρατικό προϋπολογισμό, επειδή στην Τσεχική Δημοκρατία (σ.σ το ίδιο και στην Ελληνική) θα καταβάλω φόρο επί του καπνού. Επίσης, εμείς οι καπνιστές πεθαίνουμε νωρίτερα, και το κράτος δεν θα δαπανήσει χρήματα για τα γηρατειά μας και την νοσηλεία μας.» Οι δηλώσεις αυτές του τότε Πρωθυπουργού της Τσεχίας είχαν στηριχθεί σε στατιστικές μελέτες του Arthur D. Little που εκπονήθηκαν κατά παραγγελία της κολοσσού καπνοβιομηχανίας Philip Morris όταν το Τσέχικο κράτος είχε αποφασίσει να αυξήσει την φορολογία των τσιγάρων. Στην έκθεση αυτή που υπέβαλλε η παγκοσμίου βεληνεκούς καπνοβιομηχανία στο Υπουργείο Υγείας της Τσεχίας είχε μια συγκλονιστική αποκάλυψη: Το κάπνισμα ωφελεί σοβαρά τα οικονομικά της Τσεχίας και συνακόλουθα των λοιπών κρατών ! Αυτό, διότι παρόμοιες μελέτες η ενλόγω καπνοβιομηχανία είχε κάνει σε δεκάδες χώρες. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα μέσω της ανάλυσης κόστους-οφέλους: Χίλια διακόσια είκοσι επτά δολάρια (1.227) ήταν το όφελος της Τσεχίας από το θάνατο κάθε καπνιστή! [5]
Είναι νομίζω προφανές πλέον στον καθένα ότι τα ωφελιμιστικά κριτήρια πρέπει κατά κανόνα να αποφεύγονται ως μέσα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων. Η κραυγαλέα αδυναμία του «ωφελιμισμού» είναι ότι δεν σέβεται τα Ατομικά Δικαιώματα. Στην ουσία άγει σε πλήρη άρση της αξιοπρέπειας και σεβασμού των ανθρώπων υποβιβάζοντάς τους σε αριθμούς που υπολογίζονται σε κόστος και όφελος. Δεν μπορεί λοιπόν να εξαρτήσουμε τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων και μάλιστα των καταστατικών ατομικών δικαιωμάτων, όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, σε αναλύσεις κόστους- οφέλους.
Τι γίνεται όμως με την άλλη βάση του σκεπτικού της πλειοψηφίας; Από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους με τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών λέγει η πλειοψηφία. Η πλειοψηφία δανείζεται το σκεπτικό της από την προηγούμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ΄ αυτήν στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύεται η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Η συνταγματική, όμως, αυτή κατοχύρωση δεν αποκλείει τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση τούτου, από την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμών της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία της δημόσιας υγείας [6] . Κατά πάγια νομολογία η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί, κατά το άρθρο 21 παρ. 3 Συντ., υποχρέωση του κράτους και δικαιολογεί κατά κανόνα περιορισμούς στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Μια πρώτη ένσταση είναι ότι το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία επιβάλλει στο κράτος να λαμβάνει θετικά μέτρα προστασίας της υγείας, όχι όμως ότι μπορεί το κράτος στηριζόμενο στο κοινωνικό δικαίωμα της υγείας να περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα. Πουθενά δεν λέει κάτι τέτοιο το Σύνταγμά μας. Σε καθεστώς δημοκρατίας τα κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να προσθέτουν υποχρεώσεις στο κράτος υπέρ των πολιτών και όχι να αφαιρούν ατομικά δικαιώματα από τους πολίτες. Έτσι θα πρέπει να αποφεύγεται η αντιπαράθεση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και να επιδιώκεται η επάλληλη λειτουργία τους. Περαιτέρω η χρήση των κοινωνικών δικαιωμάτων από τους πολίτες πρέπει να γίνεται με την όσο το δυνατόν ελεύθερη επιλογή τους και όχι με τον κρατικό εξαναγκασμό, τουλάχιστον σε Δημοκρατίες που έχουν ως καταστατική αρχή τους την αξία του ανθρώπου ως ατόμου. Αντίθετα σε μια Πολιτεία όπου τα κρατικά όργανα προσφεύγουν με συχνότητα και ευκολία στα κοινωνικά δικαιώματα για να περιορίσουν τα ατομικά δικαιώματα είναι βέβαιο ότι έχουμε ολίσθηση του Πολιτεύματος κατά την Αριστοτέλεια διάκριση σε παρεκβατικές μορφές ολιγαρχίας ή οχλοκρατίας. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις και υπό την λογική ότι το Σύνταγμά μας καθιερώνει ως υπέρτατη αρχή του την αξία του ανθρώπου ως ατόμου και όχι ως μέλους κοινωνικής ομάδας, φαίνεται απρόσφορη και η δεύτερη βάση που επέλεξε η πλειοψηφία για να θεμελιώσει το σκεπτικό της.
Κατά την άποψή μου η συνταγματικότητα της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται στη βασική ηθική και πλέον και θετικιστική αρχή του σεβασμού του ατόμου και της αξίας του, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε προσφυγή στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Τι λέει στην ουσία της η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση και ο εξουσιοδοτικός νόμος: Δεν επιτρέπεται ν’ ασκείς το ατομικό σου δικαίωμα είτε με τη μορφή της λειτουργίας επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος είτε με τη μορφή της επιλογής του καπνίζειν και παράλληλα να μην σέβεσαι το δικαίωμα των άλλων που δεν καπνίζουν, επενεργώντας επάνω τους βλαβερές εκπομπές καπνού. Δεν επιτρέπεται να καταπιέζεις τους συνδαιτυμόνες σου μη καπνίζοντες (ή καπνίζοντες που δεν επιθυμούν να καπνίσουν παθητικά μαζί σου) για να αντλήσεις ηδονή από το τσιγάρο ή για επιτύχεις μεγαλύτερα κέρδη ως καταστηματάρχης στοιβάζοντάς τους και αδιαφορώντας για την ατομικότητα και την βούλησή τους να μην θέλουν να καπνίσουν ακουσίως. Ο σεβασμός του δικαιώματος του άλλου είναι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας που πρέπει να διαπαιδαγωγεί τους πολίτες της σε αυτό το αγαθό τόσο με ρυθμίσεις όπως η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση και ο εξουσιοδοτικός νόμος όσο και μέσα από το δημόσιο διάλογο, την παιδεία και όλα τα λοιπά μέσα που διαθέτει. Στην ουσία λοιπόν δεν έχουμε περιορισμό αλλά προσδιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Το δικαίωμα της επαγγελματικής δράσης των ιδιοκτήτων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος όσο και της ελευθερίας επιλογής των ατόμων να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους καπνίζοντας μπορεί ευθέως να προσδιοριστεί αν αντιπαρατεθεί με το σεβασμό του δικαιώματος των ατόμων που επιλέγουν να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους χωρίς να καπνίζουν. Το ίδιο το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ευθύ περιορισμό, αφού ορίζει ότι η ανάπτυξη στη προσωπικότητα δεν μπορεί να θίγει τα δικαιώματα των άλλων. Ενώ με την αναθεώρηση του 2001 προσετέθη στο άρθρο 5 η παράγραφος 5 που ρητά ορίζει ότι καθένας έχει ατομικό δικαίωμα στην προστασία της υγείας του.
Εν προκειμένω η καθολική απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι πρόδηλο ότι δικαιολογείται τόσον από πλευράς θετικού δικαίου όσο και ηθικά ως δικαιολογημένος προσδιορισμός παρά περιορισμός για να προστατευθούν τα δικαιώματα των μη καπνιζόντων (στην ευρεία έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και αυτούς που καπνίζουν, αλλά δεν επιθυμούν να καπνίσουν παθητικά σε χρόνο που επιλέγει άλλος συνδαιτυμόνας) όπως αυτά κατοχυρώνονται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 5 σε συνδυασμό με το 2 παρ. 1 που προσθέτει ηθική βάση στην νομοθετική ρύθμιση της οποίας η αξία ως παιδαγωγικό μέσο είναι μεγαλύτερη από την κανονιστική της. Το κράτος επεμβαίνει όχι πατερναλιστικά αλλά ως φύλακας των αξιών και δικαιωμάτων μας. Έχουμε την ανάγκη αυτής της κρατικής παρέμβασης για έχουμε επίγνωση και ρεαλισμό (άρθρο 25 παρ. 1). Ο πολίτης στην ιδεατή του μορφή ως καπνιστής ή καταστηματάρχης, δηλαδή ο έλλογος πολίτης–άτομο του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ποτέ δεν θα κάπνιζε ή δεν θα ασκούσε την επιχειρηματική δραστηριότητα του καταπιέζοντας ή επενεργώντας πάνω στο δικαίωμα των συμπολιτών του που δεν καπνίζουν καθόλου ή δεν θέλουν να καπνίσουν παθητικά τη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν θα χρειαζόταν την νομοθετική ρύθμιση για να πράξει το ΟΡΘΟ, γιατί θα είχε από μόνος του την αίσθηση του ορθού. Μέχρι τότε ας τον διαπαιδαγωγήσουμε με μέσα, που εφόσον είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα ως προς την αποτελεσματικότητά τους, θα κρίνει ο δημόσιος διάλογος.
Τάσος Γ. Προυσανίδης,
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Πολιτικός Επιστήμων, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου
[ 1 ]. Τζέρεμι Μπένθαμ (Jeremy Bentham), Άγγλος νομομαθής, φιλόσοφος, νομικός και κοινωνικός μεταρρυθμιστής (γεννήθηκε στις 15.2.1748 και πέθανε στις 6 Ιουνίου του 1832). Είναι ο πατέρας της θεωρίας του ωφελιμισμού αλλά και του θετικισμού. Υποστήριζε ότι οι αρχές του φυσικού δικαίου που παρουσίαζαν ότι το Δίκαιο γεννιέται φυσικά και απλώς επικυρώνεται από το νομοθέτη δημιουργούν ένα πολύ ολισθηρό και ασταθές έδαφος Δικαίου μιας και δεν έχουν σαφήνεια. Κατά τη δική του άποψη, Δίκαιο είναι μόνο αυτό που όρισε ο νομοθέτης. Το δίκαιο πηγάζει από τη νομοθετική εξουσία και καθιερώνεται τη στιγμή που θεσπίζεται. Κατ΄ αυτήν ορθό είναι οτιδήποτε μεγιστοποιεί την ηδονή ή ευτυχία και αποτρέπει τον πόνο και τα βάσανα. Πρόκειται αναμφίβολα για έναν από τους πιο ιδιοφυείς φιλοσόφους με ακάματο μυαλό που μόνο ο θάνατος σταμάτησε; Ας πούμε ναι διότι η υλική ύπαρξη του Μπένθαμ και όχι μόνο η πνευματική συνεχίζει να υπάρχει έως τις ημέρες μας χάρη στην αυτοεικόνα του (self-icon) που διατηρείται έως σήμερα στο πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου και μάλιστα τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου του Κολεγίου μας διαβεβαιώνουν ότι στις συνεδριάσεις ο βαλσαμωμένος Μπένθαμ μεταφέρεται με καροτσάκι και καταγράφεται σαν «παρών» αλλά δεν «ψηφίζει».
[ 2 ]. O Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1724 στο Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας και πέθανε στο Καίνιξμπεργκ στις 12 Φεβρουαρίου του 1804. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές και φιλοσόφους όλων των εποχών. Ο Κάντ απορρίπτει τον ωφελιμισμό γιατί πιστεύει ότι με τους υπολογισμούς κόστους – οφέλους τα δικαιώματα καθίστανται ευάλωτα. Ο Καντ υποστηρίζει ότι κάθε πρόσωπο είναι άξιο σεβασμού όχι γιατί είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του αλλά διότι είμαστε ορθολογικά όντα ικανά για έλλογη σκέψη, ελεύθερη δράση και επιλογή.
[ 3 ]. John Bordley Rawls (Φεβρουάριος 21, 1921 – Νοεμβριος 24, 2002) Αμερικανός φιλόσοφος της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Είναι ο κυριότερος ίσως στοχαστής του φιλελευθερισμού. Υπήρξε καθηγητής στα Πανεπιστήμια James Bryant Conant University Professorship και Harvard University. Το κορυφαίο έργο του «Μια θεωρία για την δικαιοσύνη» (A Theory of Justice, 1971), θεωρείται το κυριότερο έργο της ηθικής φιλοσοφίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Ρώλς ξεκινά την φιλοσοφική του σκέψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης από την υπόθεση ενός κοινωνικού συμβολαίου όπου οι κοινωνικοί εταίροι εκκινούν από μια αρχική θέση ισότητας, την οποία επιλέγουν πίσω από το περίφημο πέπλο άγνοιας (veil of ignorance).
[ 4 ]. Η αυτοκαταστροφή όμως κατά τον Κάντ είναι αποκρουστέα. Παραβιάζει την κατηγορική προστακτική αφού χρησιμοποιείς τον εαυτό σου σαν μέσο ανακούφισης και φυγής από τα βάσανά σου. Το πρόσωπο δεν είναι πράγμα. Όπως δεν επιτρέπεται να δολοφονείς συνανθρώπους σου έτσι δεν μπορείς να φερθείς δολοφονικά στον ίδιο σου τον εαυτό.
[ 5 ]. Michael J. Sandel, What’s the Right Thing to Do?,σ.64, Publisher: Farrar, Straus and Giroux, 2010.
[ 6 ]. ΣτΕ 215/12, ΣτΕ Ολομ. 252/08.