ΣτΕ 4202/12, Ολομ., ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΛΑΤΡΕΙΑ, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥ ΝΑΟΥ, Συνταγματικό το το Β. Δ/γμα της 20.5/2.6.1939 που προβλέπει προηγουμενη άδεια του Υπουργού Παιδείας πρίν την ίδρυση ευκτηριου οικου ετεροδόξων(μειοψ).

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 4202/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ιω. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Β. Αραβαντινός, Ά. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Σταθάκης, Όλ. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Σύμβουλοι, Η. Μάζος, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Κ. Κουσούλης καθώς και η Πάρεδρος Κ. Κονιδιτσιώτου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 9 Ιουνίου 1999 αίτηση:
των: 1) Χριστοδούλου-Δημητρίου Μιτελούδη του Βασιλείου, κατοίκου Κασσανδρείας Χαλκιδικής, ο οποίος δεν παρέστη, 2) Ιεράς Μητροπόλεως Κασσανδρείας, που εδρεύει στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 3) Συνεσίου Βισβίνη, ο οποίος δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Ψώνη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά του παρεμβαίνοντος Σωματείου με την επωνυμία «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Μακεδονίας-Θράκης», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Ιστορικού Πολυβίου 87), το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους: α) Ανθή Πανταζάρα (Α.Μ. 3220 Δ.Σ. Θεσ/νίκης) και β) Τιμόθεο Σιγάλα (Α.Μ. 2459 Δ.Σ. Πειραιά), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την υπ’ αριθμ. 2188/2010 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση.
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Α3/3 π.έ./4.2.1999 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Κ. Πισπιρίγκο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας Ιεράς Μητροπόλεως που παρέστη, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους του παρεμβαίνοντος Σωματείου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα υπ’ αριθμ. 1949025 – 6/1999 της ΔΟΥ Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ’ αριθμ. Α. 1208286/1999 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της Α3/3Π. Ε/4.2.1999 πράξεως του Γενικού Διευθυντή Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπογράφοντος με εντολή Υπουργού, με την οποία εγκρίθηκε η λειτουργία, στην οδό «Νέα Επαρχιακή» της Κασσανδρείας Χαλκιδικής, ευκτηρίου οίκου σε αίθουσα φέρουσα την επιγραφή «Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά».
3. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως παρεμβαίνει το σωματείο «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Μακεδονίας – Θράκης», στους σκοπούς του οποίου περιλαμβάνεται η «μέριμνα για την οργάνωση, προάσπιση και διασφάλιση της λατρείας και ακώλυτης άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και όλων των θρησκευτικών δικαιωμάτων» των μελών του, όπως προκύπτει από το καταστατικό του, το οποίο έχει εγκριθεί με την 1148/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (αριθμός καταχώρισης καταστατικού, στο οικείο βιβλίο, 4807/1991).
4. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11.1.2005 ενώπιον του Δ΄ Τμήματος, το οποίο με την 2188/2010 απόφαση κήρυξε τη δίκη κατηργημένη ως προς τον αποβιώσαντα στις 9.11.2000 τρίτο αιτούντα (Μητροπολίτη Κασσανδρείας Συνέσιο Βισβίνη) και, περαιτέρω, έκρινε : α) ομοφώνως, ότι με έννομο συμφέρον έχουν ασκηθεί η αίτηση ακυρώσεως από τους δύο πρώτους αιτούντες και η παρέμβαση, β) κατά πλειοψηφία, ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα, προεχόντως διότι θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι σύμφωνη με την κειμένη νομοθεσία, ενώ η νομοθεσία αυτή, η οποία απαιτεί προηγούμενη άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, συγκροτείται από σύστημα διατάξεων που είναι ανεφάρμοστες, διότι παραβιάζουν το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας. Δεδομένου, όμως, ότι η απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως με την ως άνω αιτιολογία προϋποθέτει κρίση περί αντισυνταγματικότητας διατάξεως του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, ήτοι διατάξεως τυπικού νόμου, το Δ’ Τμήμα δεν απεφάνθη οριστικώς ως προς τους λοιπούς, πλην του τρίτου αιτούντος, διαδίκους και με την ως άνω υπ’ αριθμ. 2188/2010 απόφαση παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, προς επίλυση, το ζήτημα της συνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής.
5. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση κατά την παρούσα δικάσιμο απολιπομένου του πρώτου αιτούντος, διότι, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες στη δικογραφία εκθέσεις επιδόσεως της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Ελένης Κώη, στον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως και νομιμοποιήθηκε, ως πληρεξούσιος του πρώτου αιτούντος, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος, επιδόθηκαν, νομίμως και εμπροθέσμως, αντίγραφα της παραπεμπτικής αποφάσεως και της πράξεως του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή δικαστή για τη συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας.
6. Επειδή, στο άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής : «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. … 4. Κανένας δεν μπορεί, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. …». Στο δε άρθρο 9 της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζονται τα εξής : «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων». Εξ άλλου, το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938 (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939 (Α΄ 123), ορίζει τα εξής : «Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα δια Β. Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β. Δ/τος ανεγειρόμενοι ή λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστώμενοι και λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισμάτων ή στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων κλείονται και σφραγίζονται υπό της οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών, οι δ’ ανεγείροντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής μέχρι 50.000 δραχμών και φυλακίσεως μέχρις 6 μηνών. Δια τους άνευ αδείας ανεγηγερμένους και λειτουργούντας κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου ναούς ή ευκτηρίους οίκους απαιτείται άδεια κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, χορηγουμένη κατά τα δια Β. Δ/τος καθορισθησόμενα. Δια του αυτού Δ/τος καθορισθήσονται τα της χορηγήσεως αδειών ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου …». Κατ’ επίκληση των ως άνω διατάξεων εκδόθηκε το Β. Δ/γμα της 20.5/2.6.1939 (Α΄ 220), το οποίο ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 1 τα εξής : «1. Δια την έκδοσιν της υπό της παρ. 1 του άρθρου 1 του Α. Νόμου 1672/1939 προβλεπομένης αδείας προς ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναών, μη υπαγομένων εις τας διατάξεις της εκάστοτε κειμένης περί Ναών και εφημερίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος Νομοθεσίας, απαιτούνται τα εξής : α) Αίτησις τουλάχιστον πεντήκοντα οικογενειών κατά το μάλλον και ήττον προς αλλήλας γειτνιαζουσών και διαμενουσών εις περιφέρειαν ήτις κείται εις μεγάλην από υπάρχοντος ομοδόξου Ναού απόστασιν, εφ’ όσον η εκπλήρωσις των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων δυσχεραίνεται εκ της από υπάρχοντος Ναού αποστάσεως. Ο περιορισμός του αριθμού των πεντήκοντα οικογενειών δεν ισχύει δια συνοικισμούς ή χωρία. β) Την αίτησιν αυτών υποβάλλουσιν αι οικογένειαι προς την οικείαν εκκλησιαστικήν αρχήν, υπογράφουσι δε οι αρχηγοί των οικογενειών, σημειούντες και τας διευθύνσεις των κατοικιών αυτών. Αι υπογραφαί επικυρούνται δια την γνησιότητα αυτών υπό του εν τη περιφερεία Αστυνομικού Τμήματος, όπερ, μετ’ επιτόπιον υπεύθυνον εξακρίβωσιν, βεβαιοί και ότι συντρέχουσιν οι λόγοι του προηγουμένου εδαφίου προς δεδικαιολογημένην έκδοσιν της απαιτουμένης αδείας. γ) Η οικεία Αστυνομική Αρχή αποφαίνεται επί της αιτήσεως ητιολογημένως, μεθ’ ο διαβιβάζει αυτήν μετά της γνώμης αυτής εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, δυνάμενον να αποδεχθή την αίτησιν ή και να απορρίψη αυτήν, εάν κρίνη ότι δεν συντρέχουσιν οι την ανέγερσιν ή λειτουργίαν νέου ναού επιβάλλοντες πραγματικοί λόγοι ή δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις του παρόντος. 2. … 3. Δια την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις της παρ. 1 εδαφ. α’ και β’ του παρόντος, επαφιεμένης εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως, εάν συντρέχουσιν ουσιαστικοί λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουσι δια του ποιμένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας ενυπόγραφον, κεκυρωμένην ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις του εδαφ. γ’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου».

7. Επειδή, το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 13 του Συντάγματος, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (παρ. 1) και την ελευθερία της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Το δικαίωμα αυτό υπόκειται μόνον στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς (ΣτΕ 2281 – 2285/2001 Ολομ.). Συγκεκριμένα, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διακηρύσσεται στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας ειδικός περιορισμός ως προς αυτήν, με συνέπεια να υπόκειται μόνον στους γενικούς περιορισμούς της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου. Για την τέλεση, όμως, της θρησκευτικής λατρείας «ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων», το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος θέτει ειδικούς όρους, απαιτώντας αφ’ ενός μεν να πρόκειται περί λατρείας γνωστής θρησκείας, αφ’ ετέρου δε να μη προσβάλλονται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη δια των συγκεκριμένων πράξεων λατρείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι ανεκτές από τον συνταγματικό νομοθέτη διατάξεις της κοινής νομοθεσίας που προβλέπουν ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ως χώρου θρησκευτικής λατρείας ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι επιτρεπτή μόνον κατόπιν αδείας, η οποία χορηγείται στους ενδιαφερόμενους από όργανο της Διοικήσεως κατά δεσμία αρμοδιότητα κατόπιν διαπιστώσεως, επί τη βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι αυτοί τελούν θρησκευτική λατρεία υπό τους όρους του Συντάγματος, λαμβανομένης υπ’ όψη και της φύσεως αυτών των όρων. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Σαρπ, Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Ζόμπολας, Α. Ντέμσιας, Η. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου, Α. Σταθάκης, Θ. Αραβάνης και Δ. Μακρής, με τους οποίους συντάχθηκε η Πάρεδρος Χ. Μπολόφη, που υποστήριξαν ότι το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος δεν ανέχεται διατάξεις της κοινής νομοθεσίας, οι οποίες προβλέπουν ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου από ετεροδόξους ή ετεροθρήσκους σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος γίνεται μόνον κατόπιν αδείας διοικητικού οργάνου ελέγχοντος προληπτικώς ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας της λατρείας των ενδιαφερομένων  ΔΙΟΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΣΤΟ Α.3 ΕΙΝΑΙ ΝΠΔΔ. Σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα γνώμη, θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή μια νομοθετική ρύθμιση που θα προέβλεπε την δια δικαστικής αποφάσεως αναγνώριση θρησκευτικής κοινότητας ως πρεσβεύουσας γνωστή θρησκεία (εξαιρουμένων βεβαίως των θρησκευτικών κοινοτήτων ως προς τις οποίες δεν υφίσταται σχετική αμφισβήτηση διότι έχουν δια νόμου αναγνωρισθεί ως νομικά πρόσωπα) προς διαπίστωση του θετικού όρου που προβλέπει το Σύνταγμα για την άσκηση λατρείας, ήτοι ότι πρόκειται περί λατρείας γνωστής θρησκείας. Περαιτέρω, όμως, κατά την ίδια γνώμη, επιβάλλεται να είναι απολύτως ανεμπόδιστη από τη Διοίκηση η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου από τους ανήκοντες σε τέτοια θρησκευτική κοινότητα, υποκείμενη μόνον στους περιοριστικούς όρους των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και του Κτιριοδομικού Κανονισμού.
8. Επειδή, το όργανο της Διοικήσεως, το οποίο κατά τις διατάξεις της κοινής νομοθεσίας καθίσταται αρμόδιο για τη χορήγηση αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου σε ετεροδόξους ή ετεροθρήσκους σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, οφείλει να χορηγεί την άδεια ύστερα από τη διαπίστωση ότι η θρησκεία, την οποία δηλώνουν ότι πρεσβεύουν οι ενδιαφερόμενοι, είναι γνωστή, ήτοι ότι πρόκειται περί θρησκείας που δεν έχει κρύφιες δοξασίες. Εξ άλλου, η μη συνδρομή του αρνητικού όρου που θέτει το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, ήτοι του όρου της μη προσβολής της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών δια των συγκεκριμένων πράξεων λατρείας, διαπιστώνεται κατά κανόνα με κατασταλτική κρατική δράση. Κατά συνέπεια, η άρνηση χορηγήσεως αδείας ανεγέρσεως ή θέσεως σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου λόγω μη συνδρομής του ως άνω όρου, χωρίς να δύναται εκ των προτέρων να αποκλεισθεί ως συνταγματικώς ανεπίτρεπτη, αφορά κυρίως περιπτώσεις προσώπων που αποδεδειγμένα απειλούν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη με έκνομες πράξεις θρησκευτικής λατρείας (έχοντας λ.χ. παρελθόν βεβαρημένο με σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Σαρπ, Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Ζόμπολας, Α. Ντέμσιας, Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου, Α. Σταθάκης και Θ. Αραβάνης, με τους οποίους συντάχθηκε η Πάρεδρος Χ. Μπολόφη, που υποστήριξαν ότι η Διοίκηση δεν δύναται να αρνείται τη χορήγηση αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου σε ενδιαφερόμενους επικαλούμενη τη μη συνδρομή του αρνητικού όρου τελέσεως θρησκευτικής λατρείας που θέτει το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, ήτοι ότι επαπειλείται προσβολή της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών με πράξεις λατρείας, διότι η προσβολή της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών προσαπαιτεί αναγκαίως την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών και είναι, ως εκ τούτου, μόνο δικαστικώς διαπιστώσιμη εκ των υστέρων σε περίπτωση εκδηλώσεως τέτοιας έκνομης συμπεριφοράς.
9. Επειδή, σύμφωνα με τα κριθέντα στις δύο προηγούμενες σκέψεις, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος : α) το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, καθ’ ο μέρος ορίζει ότι για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος χορηγείται άδεια σύμφωνα με διατάξεις που καθορίζονται με σχετικό Διάταγμα και β) οι διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου εκδοθέντος Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, καθ’ ο μέρος καθιστούν αποκλειστικώς αρμόδιο για τη χορήγηση της εν λόγω αδείας τον έχοντα γενική αρμοδιότητα επί των υποθέσεων των Θρησκευμάτων Υπουργό (άνευ συμπράξεως εκκλησιαστικής ή άλλης αρχής) και περαιτέρω ορίζουν ότι η άδεια χορηγείται κατ’ αίτηση ενδιαφερομένων.

Αντιθέτως, αντιβαίνει στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α., ως ανεπίτρεπτα περιοριστική της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 εν λόγω Β.Δ/τος, καθ’ ο μέρος : α) εξαρτά τη χορήγηση της αδείας από την κρίση του Υπουργού περί συνδρομής «ουσιαστικών λόγων» που επιβάλλουν την ανέγερση ή τη θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, διότι θεσπίζει μια πρόσθετη προϋπόθεση, που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και δεν συνιστά αναγκαίο κατά την Ε.Σ.Δ.Α. μέτρο προστασίας δημοσίου αγαθού, αναγνωρίζοντας μάλιστα στον Υπουργό τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τη χορήγηση της αδείας (βλ. και παρ. 1 εδαφ. γ΄ του ίδιου άρθρου 1 του Β.Δ/τος, στο οποίο η παρ. 3 παραπέμπει), εάν εκτιμά ότι ο ευκτήριος δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες ενδιαφερομένων κατοικούντων στη συγκεκριμένη περιοχή, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών είτε λόγω της δυνατότητάς τους να ασκούν κατ’ άλλο τρόπο τα καθήκοντα της θρησκευτικής λατρείας τους και β) επιβάλλει, συναφώς, στους ενδιαφερόμενους να δηλώνουν στην αίτησή τους τόπο κατοικίας εντός συγκεκριμένης περιοχής και να αποτείνονται αποκλειστικώς και μόνον στον εντόπιο Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας προς επικύρωση του γνησίου της υπογραφής τους, κατά παρέκκλιση των γενικώς ισχυουσών σχετικών διατάξεων. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939 δεν εφαρμόζονται. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Η. Μάζος, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν συνιστούν υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας και, ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. οι ως άνω διατάξεις του Β.Δ/τος που προβλέπουν ότι η άδεια για την ανέγερση ή τη θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου χορηγείται κατόπιν διαπιστώσεως από τον Υπουργό της υπάρξεως πραγματικής ανάγκης της θρησκευτικής κοινότητας των ενδιαφερομένων ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων συναγομένης, κυρίως, εκ του αριθμού των ατόμων που υπογράφουν τη σχετική αίτηση, η οποία πρέπει για το λόγο αυτό να πληροί την προϋπόθεση της αναγραφής τόπου κατοικίας των αιτούντων εντός συγκεκριμένης περιοχής και να φέρει την επικύρωση του γνησίου της υπογραφής τους από τον εντόπιο Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας. Και τούτο, διότι το Σύνταγμα, το οποίο περιλαμβάνει μάλιστα και ειδικές διατάξεις περί απαγορεύσεως του προσηλυτισμού (άρθρο 13 παρ. 2 εδαφ. γ’), μεριμνά για την προστασία δικαιωμάτων που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες. Εξ άλλου, και κατά την Ε.Σ.Δ.Α. θεμιτώς λαμβάνονται, κατά περίπτωση, υπ’ όψιν οι ανάγκες της θρησκευτικής κοινότητας και συνεκτιμώνται συναφώς ποσοτικά κριτήρια (όπως ο αριθμός των μελών της κοινότητας) για τον περιορισμό της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 24.6.2004, Βέργος κατά Ελλάδος, αριθμός προσφυγής 65501/01, σκέψεις 40 – 41).
10. Επειδή, τέλος, από το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, σε συνδυασμό με εκείνες τις διατάξεις του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939 που δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α., απορρέει ένα σύστημα προληπτικού διοικητικού ελέγχου, το οποίο αποσκοπεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, προς χορήγηση αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου. Το σύστημα αυτό είναι εφαρμοστέο από τη Διοίκηση και τους ενδιαφερόμενους, διότι δεν καθίσταται ούτε αντισυνταγματικό ή αντίθετο προς την Ε.Σ.Δ.Α. στο σύνολό του ούτε πρακτικώς ανεφάρμοστο εκ του γεγονότος ότι δεν εφαρμόζονται οι αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την Ε.Σ.Δ.Α. διατάξεις του ως άνω Β.Δ/τος. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Ζόμπολας, Α. Ντέμσιας, Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου, Α. Σταθάκης, Θ. Αραβάνης και Δ. Μακρής, με τους οποίους συντάχθηκε η Πάρεδρος Χ. Μπολόφη, που υποστήριξαν ότι δεν νοείται μερική αντίθεση του ως άνω συστήματος στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., διότι η διοικητική άδεια, την οποία απαιτεί το εν λόγω σύστημα για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτηρίου οίκου, είναι ενιαία και, επομένως, εάν μία από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αδείας είναι αντισυνταγματική και αντίθετη προς την Ε.Σ.Δ.Α., η όλη ρύθμιση που απαιτεί τη λήψη της αδείας καθίσταται ανεφάρμοστη.
11. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προχωρεί στην περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως προς έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης αιτήσεως, όπως έχει ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 του Π.Δ/τος 18/1989 (Α΄ 8).
12. Επειδή, ο πρώτος αιτών Χριστόδουλος – Δημήτριος Μιτελούδης είναι θρησκευτικός λειτουργός – εφημέριος του Ιερού Ναού «Γενέσιον της Θεοτόκου» Κασσανδρείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εντός της ενοριακής περιφερείας του οποίου επετράπη να λειτουργεί, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, ευκτήριος οίκος σε αίθουσα φέρουσα την επιγραφή «Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά». Η δεύτερη αιτούσα Ιερά Μητρόπολη Κασσανδρείας αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146), νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έργο την διαποίμανση των ορθοδόξων χριστιανών της περιφερείας της, στην οποία υπάγεται και ο ως άνω Ιερός Ναός. Συνεπώς, αμφότεροι οι αιτούντες θεμελιώνουν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς τους προκαλεί πνευματική σύγχυση στους ορθοδόξους χριστιανούς Κασσανδρείας εν σχέσει προς τις δοξασίες που πρεσβεύουν, ως θρησκευτική κοινότητα, οι «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά», φέροντας ονομασία που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της διδασκαλίας της χριστιανικής θρησκείας.
13. Επειδή, εξ άλλου, με έννομο συμφέρον έχει ασκηθεί η παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως από το σωματείο «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Μακεδονίας – Θράκης», ως εκ του σκοπού του που αναφέρεται στην τρίτη σκέψη.
14. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Στη Διεύθυνση Ετεροδόξων – Ετεροθρήσκων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετέθη η υπ’ αριθμ. πρωτ. Α 3/135/26.11.1997 αίτηση με υπογραφή, θεωρημένη ως προς το γνήσιό της από το Αστυνομικό Τμήμα Κασσανδρείας Χαλκιδικής, του Κωνσταντίνου Ι. Ιωακειμίδη, κατοίκου Φλογητών Χαλκιδικής, λειτουργού θρησκευτικής κοινότητας, με την οποία ζητήθηκε η έγκριση λειτουργίας ευκτηρίου οίκου σε αίθουσα επί της οδού «Νέα Επαρχιακή» της Κασσανδρείας Χαλκιδικής. Η αίτηση προσυπογράφεται, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από την ίδια Αστυνομική Αρχή, από τους κατοίκους Κασσανδρείας Χαλκιδικής Αλέξιο Γεωργίου, Χρήστο Γεωργίου, Ιωάννη Τσιάλα και από τον κάτοικο Φλογητών Χαλκιδικής Γεώργιο Παπαγγέλου. Προσυπογράφεται, επίσης, από τους Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα του παρεμβαίνοντος σωματείου. Στην ως άνω αίτηση όλοι οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν ότι ανήκουν στη θρησκευτική κοινότητα των «Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά». Η αίτηση έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα κατ’ επίκληση των Α.Ν. 1363/1938, 1672/1939 και του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, η οποία όρισε τα εξής : «Εγκρίνουμε τη λειτουργία του ευκτηρίου οίκου των “Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά” στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής, στην οδό Νέα Επαρχιακή, με τις εξής προϋποθέσεις : 1) Η δογματική διαποίμανση του ευκτηρίου οίκου θα γίνεται από τον Κωνσταντίνο Ι. Ιωακειμίδη. 2) Η επιγραφή που πρέπει απαραίτητα να υπάρχει στην αίθουσα που θα στεγάζεται ο ευκτήριος οίκος είναι : “Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά”, όπως οι ενδιαφερόμενοι επικαλούνται. Για κάθε αλλαγή των ανωτέρω προϋποθέσεων απαιτείται έγκριση της υπηρεσίας μας».
15. Επειδή, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως προβάλλεται ότι, εν προκειμένω, μη νομίμως η Διοίκηση ενέκρινε τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου, διότι : α) η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των ενδιαφερομένων δεν έγινε από τον Δήμαρχο Κασσανδρείας Χαλκιδικής και β) δεν διαπιστώθηκε αιτιολογημένα ότι συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι λειτουργίας ευκτηρίου οίκου για την κάλυψη θρησκευτικών αναγκών τοπικής θρησκευτικής κοινότητας, δεδομένου ότι ο αριθμός των ενδιαφερομένων ήταν ασήμαντος και, μάλιστα, οι δύο εξ αυτών εδήλωσαν ότι κατοικούν στα Φλογητά, ήτοι σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την Κασσάνδρεια. Όμως, αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης νομικής εκδοχής, διότι, σύμφωνα με τα κριθέντα, είναι αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες οι διατάξεις του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, καθ’ ο μέρος : α) Συναρτούν τη χορήγηση αδείας λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος με εκτιμήσεις της Διοικήσεως περί υπάρξεως πραγματικών αναγκών των ενδιαφερομένων, οι οποίες διαπιστώνονται επί τη βάσει του αριθμού εκείνων που υποβάλλουν τη σχετική αίτηση και του τόπου κατοικίας που δηλώνουν. β) Καθιστούν, συναφώς, αποκλειστικώς αρμόδιο για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των ενδιαφερομένων τον εντόπιο Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας.
16. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι χορήγησε άδεια λειτουργίας ευκτηρίου οίκου σε ενδιαφερόμενους που πρεσβεύουν τη θρησκεία των «Μαρτύρων του Ιεχωβά», ήτοι θρησκεία που δεν είναι γνωστή και διενεργεί, μάλιστα, προσηλυτισμό εις βάρος των ορθοδόξων χριστιανών της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά παράβαση του Συντάγματος και της ποινικής νομοθεσίας. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, αφ’ ενός μεν διότι, όπως είναι κοινώς γνωστό, οι δοξασίες των «Μαρτύρων του Ιεχωβά» δεν είναι κρύφιες και, κατά συνέπεια, αυτοί πρεσβεύουν θρησκεία γνωστή κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος, αφ’ ετέρου δε διότι οι αιτούντες δεν αναφέρονται σε ποινικές καταδίκες των προσώπων που εν προκειμένω εζήτησαν την άδεια λειτουργίας ευκτηρίου οίκου.
17. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα κατά το μέρος της με το οποίο ενέκρινε τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου σε αίθουσα φέρουσα την επιγραφή «Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά», διότι : α) Οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» πιστεύουν σε ένα σύνολο δοξασιών που δεν έχουν σχέση με τη χριστιανική θρησκεία, αλλά αυτοαποκαλούνται χριστιανοί για να προκαλούν παραπλάνηση και σύγχυση στους ορθοδόξους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. β) Πάντως, η Διοίκηση δεν ερεύνησε, όπως όφειλε, αν η θρησκεία των «Μαρτύρων του Ιεχωβά» είναι πράγματι χριστιανικό δόγμα, ώστε να δικαιολογείται η προσθήκη της λέξεως «Χριστιανοί» στην επιγραφή την οποία ενέκρινε να φέρει εν προκειμένω η αίθουσα του ευκτηρίου οίκου, αλλά επέτρεψε αυτή την προσθήκη περιορισθείσα στον αυτοπροσδιορισμό των ενδιαφερομένων ως «Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά». Και αυτός, όμως, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας επιβάλλει στη Διοίκηση να χορηγεί άδεια λειτουργίας ευκτηρίου οίκου στους ενδιαφερόμενους ετεροδόξους ή ετεροθρήσκους σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί πρεσβεύουν γνωστή θρησκεία, είτε τη χριστιανική σε άλλα δόγματα είτε οποιαδήποτε μη χριστιανική, χωρίς να υπεισέρχεται σε ειδικότερα ζητήματά τους πνευματικής φύσεως (θρησκειολογικής ή δογματικής). Άλλωστε, η επιγραφή, την οποία ενέκρινε η Διοίκηση να φέρει εν προκειμένω η αίθουσα του ευκτηρίου οίκου, δηλώνει σαφώς ότι πρόκειται περί χώρου λατρείας ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος («Μαρτύρων του Ιεχωβά») και το στοιχείο αυτό προσδίδει νομιμότητα στην προσβαλλόμενη πράξη από την εξεταζόμενη άποψη.
18. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση καθίσταται απορριπτέα.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση, καθ’ ο μέρος ασκείται από τους δύο πρώτους αιτούντες.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους δύο πρώτους αιτούντες, συμμέτρως, ως δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου και του παρεμβαίνοντος σωματείου αντιστοίχως, τα ποσά των εννεακοσίων είκοσι (920) και των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 και 24 Ιουνίου 2011
Ο Πρόεδρος             Η Γραμματέας
 
 
Π. Πικραμμένος          Μ. Παπασαράντη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Νοεμβρίου 2012.
Ο Πρόεδρος             Η Γραμματέας

./.
 
ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕ ΗΘΙΚΟ ΒΑΡΟΣ