ΣτΕ 424/2018, Στ 7μ, ΑΝΑΚΟΠΗ 217 ΕΠΙΔΙΔΕΤΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΘΕ ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΤΟΝ ΠΡΟΙΣΤΑΜΝΕΟ ΤΗΣ ΔΟΥ, ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΥΠ.ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ.

ΣΤΕ

Αριθμός 424/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Κων. Φιλοπούλου, Αντ. Χλαμπέα, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Τρ. Βαρουφάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Κατσάνη.

Για να δικάσει την από 30 Δεκεμβρίου 2016 αίτηση:

του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δεν παρέστη,

κατά του Σωκράτη Σαχπαζίδη του Χαραλάμπους, κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης (Ακροπόλεως 2), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Νακόπουλο (Α.Μ. 1931 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3074/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ελ. Παπαδημητρίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου [άρθρο 36 παρ. 1 τελ. εδαφ. του π.δ/τος 18/1989(Α΄ 8)].

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3074/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 369/2008 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή η από 18.5.2006 ανακοπή του αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρωθεί η 1993/15.5.2006 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος αυτού, υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΣΤΑΝΙΤΣΑ Α.Ε. Εμπορική, Ξενοδοχειακή και Κατασκευαστική Εταιρεία», αναγκαστική κατάσχεση στην περιγραφόμενη σε αυτή ακίνητη περιουσία του, για την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών της εν λόγω εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 1.017.089,39 ευρώ, προερχόμενων από αποφάσεις επιβολής προστίμων Κ.Β.Σ. οικονομικών ετών 1994, 1996 και 1997.

3. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 περ. α΄, 17 παρ. 2, 20 παρ. 1 και 3 και 21 του ν. 3086/2002 «Οργανισμός ΝΣΚ, κατάσταση Λειτουργών-Υπαλλήλων» (Α΄ 324) προκύπτει ότι η μη παράσταση των νομικών συμβούλων και παρέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο πειθαρχικές σε βάρος τους συνέπειες μπορεί, ενδεχομένως, να επισύρει, αλλά δεν δημιουργεί και απαράδεκτο των ενδίκων μέσων που είχαν υπογράψει με την παραπάνω ιδιότητά τους. Συνεπώς, μολονότι δεν παρέστη το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως συζητείται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία υπογράφεται από Πάρεδρο και Δικαστικό Πληρεξούσιο Α΄ του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Σ.τ.Ε. 20/20163901/2015693/2010).

4. Επειδή, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του 
ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου, από 1.1.2011, ορίζεται ότι: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ…». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο παραγράφων, ήτοι και του ελάχιστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων (βλ. ΣτΕ 1987/2015 7μ., 176/20162654/20153275/20151873/2012 7μ. κ.ά). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω διατάξεων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 7μ., 3578/2013892/2015 κ.ά.).

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ασκήθηκε στις 10.1.2017 και διέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Το ποσό δε της διαφοράς, το οποίο ανέρχεται στο ποσό του 1.017.089,39 ευρώ (βλ. από 2.12.2016 σημείωμα προσδιορισμού διαφοράς της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης) υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ. Με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται ότι η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, κατ’ άρθρο 53 παρ.3 του π.δ. 18/1989, διότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του κριθέντος με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση νομικού ζητήματος, «Εάν εξακολουθεί να ευθύνεται, κατ’ άρθρο 115 παρ. 1 του ν. 2238/1992, διευθύνων σύμβουλος ανωνύμου εταιρείας, μετά τη λήξη της θητείας του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2190/1920 και το μη διορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι τη λύση της εταιρείας», όπως το ζήτημα αυτό προσδιορίζεται στην, κατ’ άρθρο 19 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, συνοπτική έκθεση που παρατίθεται στην αρχή του δικογράφου και λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του ειδικού και συγκεκριμένου του προβαλλόμενου ως άνω ισχυρισμού, όσον αφορά το τιθέμενο με τον οικείο λόγο αναίρεσης νομικό ζήτημα που έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΣτΕ 1896/2016). Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως, δεδομένου ότι για το εν λόγω τιθέμενο νομικό ζήτημα, πράγματι, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου, ενώ με την 2264/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και με τις 2112/2016, 468, 469 και 470/2017 αποφάσεις αυτού, το νομικό αυτό ζήτημα έχει παραπεμφθεί προς επίλυση στην επταμελή σύνθεση του Στ΄ Τμήματος και εκκρεμεί ενώπιον αυτής. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010.

6. Επειδή, περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8), ορίζεται ότι η αίτηση αναίρεσης «… ασκείται … από … τη διάδικο διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενό τους υπουργό, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε εξήντα ημέρες από τη χρονολογία δημοσίευσης της αποφάσεως …» και στο άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α΄ 230) ότι «1. … 5. Η κατά τη διάταξη του άρθρου 53 του … π.δ. 18/1989 … προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από το Δημόσιο ή τη διάδικη διοικητική αρχή στο Συμβούλιο της Επικρατείας αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης στο Δημόσιο ή τη διάδικη διοικητική αρχή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 53 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 και 22 παρ. 5 του 
ν. 1868/1989 συνάγεται ότι η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τη διάδικο διοικητική αρχή είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει από την κοινοποίηση σ’ αυτήν της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση (ΣτΕ 276/2015 σκ. 2).

7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 28 του ν. 2836/1996 (Α΄ 43), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998 (Α΄ 31), «Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 “Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (ΦΕΚ 139 Α΄), όπως τροποποιηθείσες ισχύουν, έχουν εφαρμογή και στις δικαστικές διαφορές του Δημοσίου, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές, τις υποθέσεις των περιπτώσεων ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α΄) και τις υποθέσεις της ακυρωτικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων…». Στο δε προαναφερθέν διάταγμα της 26ης Ιουνίου-10ης Ιουλίου 1944 ορίζεται, στο άρθρο 1, ότι «1. Η ενώπιον των Δικαστηρίων εκπροσώπησις του Δημοσίου γίνεται δια του Υπουργού των Οικονομικών» και στο άρθρο 5 ότι «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών… γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. 2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελώνων ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης…».

8. Επειδή, στις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97/17.5.1999) και άρχισε να ισχύει δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του νόμου αυτού, ορίζεται, στο άρθρο 25, ότι: «1. Το Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών. Κατ’ εξαίρεση, τούτο εκπροσωπείται κατά την εκδίκαση: α) των φορολογικών εν γένει διαφορών, από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της…», στο δε άρθρο 49 ότι: «1. Οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών… 2. Κατ’ εξαίρεση, στις φορολογικές εν γένει διαφορές οι επιδόσεις προς το Δημόσιο γίνονται προς την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της…». Περαιτέρω, στο άρθρο 81 ορίζεται ότι: «1… 2. Ως προς την αίτηση αναίρεσης έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε ισχύουσες, σχετικές με αυτήν, διατάξεις της νομοθεσίας που αφορά το Συμβούλιο της Επικρατείας». 

9. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 219 παρ. 2 περ. α΄ και β΄ του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι στις διαφορές που αφορούν την είσπραξη των δημοσίων εσόδων κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 και υπάγονται στον Κώδικα αυτόν, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση, ενώ στο άρθρο 230 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πρώτου μέρους. Στο πρώτο μέρος του ως άνω Κώδικα, με τίτλο «Γενική διαδικασία», ανήκουν οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περί του ότι το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών, εκτός από τις φορολογικές υποθέσεις, στις οποίες εκπροσωπείται από την αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε να την εκδώσει, αλλά και το άρθρο 49 παρ. 1 περί του ότι οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών, με την εξαίρεση των φορολογικών υποθέσεων, στις οποίες η επίδοση γίνεται στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της. Ακολούθως, στο άρθρο 195 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους, σε κυρωμένα αντίγραφα, με τη φροντίδα της γραμματείας…» και στο άρθρο 285 του ίδιου Κώδικα ότι: «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ’ εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επί μέρους διατάξεις του Κώδικα, β) …».

10. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στη δίκη επί ανακοπής κατά πράξης που εκδίδεται κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση, στον οποίο επιδίδεται κάθε διαδικαστικό έγγραφο της δίκης, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 219 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., η οποία, ως ειδική, υπερισχύει των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 1 και 49 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα. Τούτο δε διότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 219 του ΚΔΔ, οι οποίες υπάγονται στο δεύτερο μέρος αυτού, με τίτλο «Ειδικές διαδικασίες» και αφορούν σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, ρυθμίζουν ειδικώς το ζήτημα της εκπροσώπησης του Δημοσίου και της προς αυτό επίδοσης των εγγράφων στις ανωτέρω διαφορές. Αντίθετα, οι διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 49 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω Κώδικα, που ορίζουν ότι το Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών, στον οποίο γίνονται και οι επιδόσεις των δικογράφων προς το Δημόσιο, με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές, υπάγονται στο πρώτο μέρος του Κώδικα αυτού, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις γενικού περιεχομένου, οι οποίες εφαρμόζονται στις διαφορές που αφορούν στην είσπραξη δημοσίων εσόδων μόνον εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση, όπως, άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 230 του εν λόγω Κώδικα, κατά την οποία στις ανωτέρω διαφορές που αφορούν στην είσπραξη δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του πρώτου μέρους του Κώδικα «κατά τα λοιπά», δηλαδή, ως προς τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά με τις διατάξεις του Κώδικα που αφορούν τις διαφορές αυτές. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κ.δ/τος 26.6/10.7.1944 (Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, Α΄ 139), που ρυθμίζουν με διαφορετικό τρόπο το επίμαχο ζήτημα, έχουν καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 285 του Κώδικα αυτού (βλ. ΣτΕ 276/2015), με την παρ. 1 του οποίου ορίσθηκε ότι καταργείται από την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού (ήτοι δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο δεύτερο του 
ν. 2717/1999) κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν, με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Επομένως, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν είναι εφαρμοστέες μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ, όσον αφορά στην εκπροσώπηση του Δημοσίου επί στρεφομένης κατ’ αυτού ανακοπής κατά πράξης της διαδικασίας είσπραξης δημοσίων εσόδων και την κοινοποίηση της ανακοπής και της δικαστικής απόφασης που εκδίδεται επ’ αυτής, διότι αναφέρονται σε ζητήματα που ρυθμίζονται κατά διαφορετικό τρόπο με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΔΔ, στις οποίες δεν γίνεται επιφύλαξη για την, κατ’ εξαίρεση, εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 3859/20122893/2012). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να θεωρηθεί ως καταργηθείσα, μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. και η διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), με την οποία είχε ορισθεί ότι στη δίκη επί διαφορών που ανακύπτουν κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, απαιτείται, σε κάθε περίπτωση κοινοποίηση του επιδοτέου εγγράφου, εκτός από τον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, και στον Υπουργό των Οικονομικών (βλ. ΣτΕ 1512/2015 σκ.5).

11. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, κατατέθηκε νομοτύπως στις 10.1.2017 στο εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Όπως δε προκύπτει από την έκθεση (287/2015) του επιμελητή των Διοικητικών Δικαστηρίων, αντίγραφο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επιδόθηκε στις 23.4.2015 στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσώπησε το Δημόσιο στην κατ’ έφεση δίκη. Από την επομένη (24.4.2015) της ως άνω ημερομηνίας επίδοσης άρχισε η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από το Δημόσιο κατά της απόφασης αυτής και συνεπώς το διάστημα που μεσολάβησε από την επίδοση αυτή έως την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης (10.1.2017) είναι μεγαλύτερο των 60 ημερών. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο δε ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι η αίτηση αναίρεσης είναι εμπρόθεσμη, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ως ασκηθείσα εντός τριετίας από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις 29.12.2014, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, διότι υπό την ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης από το Δημόσιο επί υποθέσεων του ΚΕΔΕ, απαιτείται η κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο στη διάδικο φορολογική αρχή (Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.), ενώ οι προϊσχύουσες διατάξεις, με τις οποίες ρυθμιζόταν κατά διαφορετικό τρόπο το επίμαχο ζήτημα, έχουν καταργηθεί από την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού.

12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2017

Ο Πρόεδρος του Στ΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας

Χ. ΡάμμοςΔ. Κατσάνη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2018.

Η Πρόεδρος του Στ´ ΤμήματοςΟ Γραμματέας

Μ. ΚαραμανώφΛ. Ρίκος

./.

Επιστροφή

Τέλος φόρμας

© Uni.Systems 2014-2015 (version: 3.1.7 – build: 1975)