ΣτΕ 4250/12,7μ., Το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ανακοπής του 217 εξετάζει σύμφωνα με το 224παρ.4 ΚΔΔ παρεμπιπτόντως το ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ νόμιμο τίτλο ακόμη και εάν κατ΄αυτού δεν ασκήθηκε η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή (δεν επικυρώνει την 1316/11 παρ)

ΣΤΕ

Αριθμός 4250/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2012, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ’ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Β. Αραβαντινός, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Γκίκα, Γραμματέας του ΣΤ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Ιανουαρίου 2009 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.», που εδρεύει στο Λαύριο Αττικής (περιοχή «ΠΟΥΝΤΑ ΖΕΖΑ), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Σπ. Νικολάου (Α.Μ. 13500), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 12701/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Β. Αραβαντινού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1 . Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 2381780-83/2009).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 12701/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου Δημοσίου κατά της 2531/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, τελικά, απερρίφθη ανακοπή της ήδη αναιρεσειούσης εταιρείας κατά της 7009/18-6-2003 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών. Με την πράξη αυτή είχε βεβαιωθεί ταμειακά εις βάρος της χρέος 560.310 ευρώ, προερχόμενο από πρόστιμο ανεγέρσεως και διατηρήσεως αυθαιρέτων, το οποίο της είχε επιβληθεί κατόπιν εκθέσεως αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου.
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατόπιν της1316/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεως.
4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 §§ 1 και 2 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), κυρωθέντος με το Ν.Δ. 356/1974 (Α’ 90) και των άρθρων 216, 217 § 1 και 224 §§ 1, 2, 3, και 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. – Ν. 2717/1999, Α’ 97), ο οποίος ισχύει, από 17-7-1999, δεν προβλέπεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των μονομερών εκτελεστών πράξεων της Διοικήσεως που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α’ του Κ.Ε.Δ.Ε. Κατά συνέπεια, από της θέσεως σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και εφεξής (και υπό την προϋπόθεση ότι κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται στο νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, εκ της ασκήσεως του οποίου θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας), οι εν λόγω πράξεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα, ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως (βλ. Σ.Ε. 3841/2009 Ολομ, 828, 829,3002/2010 Ολομ.). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 224 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην περίπτωση που το προβλεπόμενο κατά της πράξεως, με την οποία τελειούται η διοικητική διαδικασία και αποτελεί τον νόμιμο τίτλο της διοικητικής εκτελέσεως που ακολουθεί, ένδικο βοήθημα είναι αίτηση ακυρώσεως, ο κατά νόμο έλεγχος από το δικαστήριο της ανακοπής είναι επιτρεπτός ακόμη και αν δεν ασκήθηκε η τυχόν προβλεπόμενη από το νόμο ενδικοφανής προσφυγή κατά της αποτελούσης το νόμιμο τίτλο της διοικητικής εκτελέσεως πράξεως.
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Α. Ράντος και η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου, προς τη γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Θ. Ζιάμου, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι ο οποιοσδήποτε έλεγχος, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, της νομιμότητος του νομίμου τίτλου από το δικαστήριο της ανακοπής προϋποθέτει, πάντως, ότι αυτός που αμφισβητεί τη νομιμότητά του, έχει ήδη εξαντλήσει τα τυχόν παρεχόμενα από το νόμο ενδικοφανή μέσα κατ’ αυτού. Τούτο διότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν έχει παρασχεθεί στη Διοίκηση η, παρεχομένη εν τούτοις σε αυτή από το νόμο, δυνατότητα να θεραπεύσει, εξετάζοντας την ενδικοφανή προσφυγή, τις τυχόν πλημμέλειες της πράξεως. Εξ άλλου, και ο έλεγχος της ουσιαστικής νομιμότητος του τίτλου από το δικαστήριο της ανακοπής δυσχεραίνεται ουσιωδώς όταν δεν έχουν προηγουμένως εξετασθεί από τη Διοίκηση τα νομικά και, κυρίως, τα ουσιαστικά παράπονα του ενδιαφερομένου κατ’ αυτής, με συνέπεια να άγεται στο δικαστήριο, και μάλιστα σε δικαστήριο που παρεμπιπτόντως μόνο είναι αρμόδιο για την εξέταση των σχετικών ζητημάτων, υπόθεση ανεκκαθάριστη κατά το πραγματικό. Άτοπη δε, νομικώς, συνέπεια της κρατησάσης γνώμης είναι να επιτρέπεται στο δικαστήριο της ανακοπής ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητος πράξεως, της οποίας δεν θα επιτρεπόταν από το κατά κανόνα αρμόδιο δικαστήριο ο ευθύς έλεγχος, λόγω μη εξαντλήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας.
5. Επειδή, ο Ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορίζει, στο άρθρο 22 ότι, «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. … 2. … 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας … είναι αυθαίρετη … 4. Κάθε αλλαγή της χρήσης κτιρίου ή τμήματός του … είναι αυθαίρετη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1337/ 1983, όπως ισχύει, μόνο ως προς την επιβολή του προστίμου. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του Ν. 1337/1983, (Α΄ 33), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 8 παρ.10 του Ν. 1512/1985 (Α’ 4) και το άρθρο 5 παρ. 7 εδ. β’ του Ν. 2052/1992 (Α’ 94), ορίζεται ότι: «1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει … κατεδαφίζονται υποχρεωτικά … 2. Εκτός από την κατεδάφιση επιβάλλεται: α) πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου. β) πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου. … 3. … 4. Υπόχρεοι για την καταβολή των προστίμων είναι οι κύριοι ή συγκύριοι του αυθαιρέτου που ευθύνονται ο καθένας για την καταβολή ολόκληρου του προστίμου …». Επίσης, στο άρθρο 1 του Π.Δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης των αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών», (Α΄ 195), το οποίο εκδόθηκε, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 17 παρ. 6 και 7 και 18 παρ. 8 και 9 του Ν. 1337/1983, ορίζεται ότι: «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου … γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. Τα ονόματα των πιο πάνω προσώπων μπορεί ενδεικτικά και μόνο να αναφέρονται στην έκθεση. Η μη αναφορά τους ή η εσφαλμένη αναφορά τους δεν ασκεί επιρροή στην πρόοδο της διαδικασίας. 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση άτι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (30) ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης, να υποβάλλει ένσταση ή αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων κατά τις διατάξεις της παρ. 6α του άρθρου 23 του Ν. 2300/90 στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Φορολογίας εισοδήματος των υποχρέων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει … 3. Η πιο πάνω έκθεση που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο η κοινότητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή». Στο δε άρθρο 4 του ιδίου διατάγματος ορίζεται ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος. 2. Η ένσταση, που ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την τοιχοκόλληση της έκθεσης στο αυθαίρετο, κατατίθεται στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Μαζί με την ένσταση πρέπει να κατατεθούν και αντίγραφα των στοιχείων που αποδεικνύουν τις απόψεις, που υποστηρίζει αυτός που υποβάλλει την ένσταση, και αφορούν την νομιμότητα του κτίσματος ή την εξαίρεσή του από την κατεδάφιση. Επιπλέον δύνανται να εκτίθενται απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και υπολογισμού των προστίμων, που αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας. 3. … 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή … Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση… Η απόφαση της επιτροπής είναι οριστική. Αν απορριφθεί η ένσταση το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης είτε από τον κύριο ή τους συγκυρίους του αυθαιρέτου είτε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.)».
6. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με τις 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεις αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου, διαπιστώθηκε ότι σε κτιριακό συγκρότημα της αναιρεσειούσης εταιρείας στη θέση «Πούντα Ζέζα» Λαυρίου Αττικής, υφίσταντο αυθαίρετες κατασκευές και επιβλήθηκαν τα σχετικά πρόστιμα (ανεγέρσεως και διατηρήσεως αυθαιρέτου). Επί σχετικής ενστάσεως της εταιρείας εκδόθηκε η 4/30-6-1999 απόφαση της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων και απορρίφθηκαν οι αιτιάσεις της εν λόγω εταιρείας ως προς τον χαρακτηρισμό των κατασκευών ως αυθαιρέτων. Όμως, ως προς την επιβολή των προστίμων αποφασίσθηκε ότι «προ της επιβολής των προστίμων να γίνει επανέλεγχος των διαστάσεων με νεότερη αυτοψία σε όσες εκθέσεις αυτοψιών αναγράφεται ότι οι διαστάσεις ελήφθησαν εξωτερικά». Η απόφαση αυτή της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων ακυρώθηκε μεταγενεστέρως με την 2594/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Εν τω μεταξύ, είχαν εκδοθεί οι 3 και 4 /1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας υπαλλήλων του ιδίου Πολεοδομικού Γραφείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται «ορθή επανάληψη και συμπλήρωση» των προγενεστέρων 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεων αυτοψίας, με τις οποίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη των ιδίων αυθαιρέτων κατασκευών, με τις ίδιες διαστάσεις των αρχικών εκθέσεων και τα ίδια πρόστιμα. Οι εν λόγω νέες εκθέσεις, όπως βεβαιώνει η αναιρεσιβαλλομένη, κοινοποιήθηκαν στην ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία με τοιχοκόλληση στο αυθαίρετο αυθημερόν (1-3-2002) και δεν υπεβλήθη αυτή τη φορά ένσταση εκ μέρους της, με αποτέλεσμα να καταστούν οριστικές. Ακολούθως, συντάχθηκε ο 173/17-3-2003 χρηματικός κατάλογος του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου και με την 7009/18-6-2003 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών βεβαιώθηκε ταμειακά το ποσό των προστίμων. Η αναιρεσείουσα άσκησε ανακοπή και τελικά εξεδόθη η ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Με αυτήν εκρίθη ότι οι νέες εκθέσεις αυτοψίας (3 και 4/1-3-2002) είχαν οριστικοποιηθεί, ως νόμιμοι τίτλοι, αφού δεν είχε ασκηθεί σχετική ένσταση, με αποτέλεσμα, με την ασκηθείσα ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, να μην είναι επιτρεπτός, κατά το άρθρο 224 του Κ.Δ.Δ., ο παρεμπίπτων έλεγχος των νομίμων τίτλων, κατά των οποίων προβλέπεται ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον σχετικό έλεγχο κατά το νόμο και την ουσία. Και με το σκεπτικό αυτό εδέχθη την έφεση του Δημοσίου και απέρριψε τελικά την ανακοπή της αναιρεσειούσης.
7. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της προαναφερθείσης 1316/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος στην επταμελή σύνθεση, δημοσιεύθηκε ο νόμος 2024/2011 (Α’ 209), ο οποίος προβλέπει την αντικατάσταση ήδη επιβληθέντων προστίμων αυθαιρέτων κατασκευών με νέο ενιαίο πρόστιμο. Εν όψει της εκδόσεως του νόμου αυτού η αναιρεσείουσα προβάλλει με υπόμνημα ότι τίθεται ζήτημα καταργήσεως δίκης, αφού αυτή έχει καταβάλει ήδη το νέο πρόστιμο. Προσκομίζει δε και σχετικά παραστατικά. Ανεξαρτήτως, όμως, της εννοίας και της συνταγματικότητος των νεωτέρων αυτών διατάξεων, το αναιρετικό δικαστήριο δεν έχει κατά νόμο την εξουσία να εξετάσει τα προσκομισθέντα παραστατικά και να ταυτοποιήσει το τυχόν καταβληθέν πρόστιμο με τις επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές, αφού τα ζητήματα αυτά απαιτούν έλεγχο πραγματικού και ανάγονται σε ουσιαστική κρίση. Για τον λόγο αυτό προεχόντως, το τιθέμενο ζήτημα καταργήσεως της δίκης δεν επάγεται την προβαλλομένη έννομη συνέπεια.
8. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι με την επακολουθήσασα ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων από το Διοικητικό Εφετείο, στερήθηκαν αναδρομικά το νόμιμο έρεισμά τους όλες οι πράξεις που είχαν εν τω μεταξύ εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την ακυρωθείσα, όπως είναι οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας, οι οποίες, εκτός από το ταυτόσημο περιεχόμενο με τις αρχικές 1 και 2/2-4-1999 εκθέσεις αυτοψίας, αυτοαποκαλούνται, όπως βεβαιώνει και η αναιρεσιβαλλομένη, ορθές επαναλήψεις. Επομένως, οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας, αποτελούσες ουσιαστικά βεβαιωτικές των αρχικών εκθέσεων πράξεις, είχαν καταστεί ανενεργές και δεν ήτο δυνατόν να αποτελέσουν νόμιμο τίτλο εισπράξεως των προστίμων, με αποτέλεσμα, και η επακολουθήσασα 7009/18-6-2003 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, κατά της οποίας είχε ασκηθεί η ανακοπή, να έχει καταστεί ακυρωτέα κατ’ άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος της αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση του δικάσαντος εφετείου ότι οι 3 και 4/1-3-2002 εκθέσεις αυτοψίας αποτελούσαν νέες πράξεις, κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και είχαν καταστεί αμετάκλητες, αφού δεν είχε ασκηθεί κατ’ αυτών ένσταση εκ μέρους της ήδη αναιρεσειούσης εταιρείας.
9. Επειδή, προβάλλεται ότι η αίτηση ακυρώσεως κατά της τυχόν αποφάσεως της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων δεν συνιστά το ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο «κατά το νόμο και την ουσία» των συγκεκριμένων νομίμων τίτλων και, συνεπώς, το προαναφερθέν άρθρο 224 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ. δεν εκώλυε το δικάσαν την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως δικαστήριο να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο «κατά το νόμο και τα πράγματα» του (νομίμου) τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, έστω και αν δεν είχε ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή. Εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω (σκέψη 4) η κρίση του Εφετείου, κατά την οποία οι 3 και 4/2002 εκθέσεις αυτοψίας δεν υπέκειντο σε παρεμπίπτοντα έλεγχο, επειδή είχαν καταστεί οριστικές, μη ασκηθείσης κατ’ αυτών ενδικοφανούς προσφυγής είναι μη νόμιμη. Επομένως, ο λόγος αυτός παρίσταται βάσιμος και, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η οποία διατυπώθηκε στη σκέψη 4, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και θα έπρεπε να απορριφθεί.
10. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, της οποίας το πραγματικό χρήζει διευκρινίσεως, να αναπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση κατά το σκεπτικό.
Αναιρεί την 12701/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εις το οποίο και παραπέμπει την υπόθεση προς νέα νόμιμη κρίση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2012.
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος
 
 
Αθ. Ράντος  Ελ. Γκίκα